Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ, ΜΕ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ




το εκλεπτυσμένο, «διάφορο» Χτύπημα των δαχτύλων πάνω στα Όργανα,
το ηδονικό σούρσιμο στα πλήκτρα,
ο σωματικός εναγκαλισμός ... και…
... το γενναιόδωρο, ολόγιομο  τύλιγμα ενός σωματοποιημένου αισθήματος γύρω από το σώμα του «Αντικειμένου» και του «Corpus» της έκφρασής του,
το Ρούφηγμα της μελωμένης γεύσης, η ανάδυση της συνομιλίας και το κατάπιωμα μίας «λειχθείσας» μυρωδιάς
“Αυτό είναι,... aa!rt…”
και αυτό είναι.... “Libidos”
Ίσως, κάποια άλλη στιγμή, προβώ στο εγχείρημα να περιγράψω ευρύτερα, πληρέστερα και εκτενέστερα την έννοια της “Libido”.
Για την ώρα σας αφήνω και σας προτρέπω να νιώσετε τη δημιουργική της απόληξη και διόλου μετουσίωση, μέσα από μία τέτοια εκτέλεση, ποίηση και ερμηνεία.
Καλή σας διασκέδαση
© 2013 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

ΣΕΞ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

                                                          (Μία κατάσταση ΠΠ...)
 
           Στις μεγαλόσχημες συζητήσεις μας της ψυχολογίας, με τους ομοτράπεζους σ’ ένα καφενεδάκι ή σ’ ένα ουζερί στην Πλάκα, καθώς ανακαλούμε και εισάγουμε στην απογευματινή θεματολογία τα διαλαμβανόμενα της «ψυχανάλυσης», σε δύο πράγματα ασφαλώς εκτοξεύεται το μυαλό μας: Στον FREUD!… και που αλλού ασφαλώς…;
…στο ΣΕΞ!…
 
            Η ανάλυση των συνδέσεων αυτών είναι περιττή, καθώς οποιονδήποτε ψυχολογικό λίθο και αν σηκώσεις θά βρεις από κάτω του να έχει εγγεγραμμένα αυτά ακριβώς τα δύο. Εδώ όμως θα επιχειρήσουμε μία διαφορετική σύνδεση που θα μας εισαγάγει λίγο στο χώρο και στα διεδρικώς μορφούμενα σχήματα «μιας κάποιας ψυχαναλυτικής ή προσιδιάζουσας διαπλαστικής  διαδικασίας, υπό το… Βλέμμα και το Αίσθημα… και εν τέλει… την ψυχονοητική σκέπη και μέσα στην κατισχύουσα αγκάλη του αναλυτή».
 
            Αν θα θέλαμε να δώσουμε μια θεωρητική και μάλλον επιστημονική διάσταση στη συζήτησή μας, θα μιλάγαμε οπωσδήποτε για τις διαδικασίες της «μεταβίβασης & αντιμεταβίβασης», αλλά εδώ ουδόλως περιλαμβάνεται στους στόχους μας να παράσχουμε την όποια ενημερότητα γύρω από τις εννοιολογήσεις της ψυχαναλυτικής θεωρίας, χωρίς αναμφιβόλως να ξεφεύγουμε από το πλαίσιο αυτό. Απλά θα εστιάσουμε λίγο σε συγκεκριμένα ψυχοσυναισθηματικά διακινούμενα πάνω στη γέφυρα της «αποστασιοποίησης» μεταξύ του θεραπευομένου και του αναλυτή του.
 
            Το ψυχαναλυτικό θεραπευτικό σκηνικό έχει κάτι από το διδακτικό / εκπαιδευτικό σκηνικό και για να εξειδικεύσουμε, μία μορφοπλαστική διάσταση «πλατωνικής υφής», η οποία είναι σαφέστατα πρόδηλη μέσα στο τελευταίο διαδραστικό πεδίο, από την οποία όμως δεν απουσιάζει καθόλου (απεναντίας…) η ατομική πορεία, η ατομική επιλογή και η προσωπική διευθέτηση των δεδομένων. Καρπούται όμως κάτι παραπάνω από τη μονοσήμαντη συνεισφορά του θεραπευτή, καθώς η μετοχή του εισαγάγει, μέσα από τις πύλες της θεραπευτικής διαδικασίας, ως προσκεκλημένο, την ολότητα του αναγορεύοντάς τον, πολύ συχνά, σε «βασίλισσα μέλισσα, αλλά ταυτόχρονα και σε φιλελεύθερο διαμορφωτή των συναισθηματικών και γνωστικών (ασφαλώς) στοιχείων της διαδικασίας».
 
 Μία τέτοια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση μπορεί μεν να προκύπτει, ψυχοερμηνευτικά και ασύνειδα, από τις θεωρητικές τοποθετήσεις της ψυχαναλυτικής σχολής και από μία, κατά τη γνώμη μου, ταύτιση με την εγωστρεφή προσωπικότητα του ΠαΤέΡα της ψυχανάλυσης, δεν παύει όμως να φέρει μέσα της την αισθητική και το προσωπικό και ιδιάζον γούστο μίας πλευράς της ψυχικής εκδήλωσης του αναλυτή. Ήτοι: Οι αναλυτές, όσο και αν εμμένουν στη μη μετοχή τους, στην αποστασιοποιημένη τοποθέτησή τους μέσα στη θεραπευτική διαδικασία, δεν κάνουν άλλο τι παρά να μετέχουν ψυχογνωστικά και προσωπικά και άρα κατευθυντικά σ’ αυτήν, φέροντας ξεκάθαρα τη Βούλησή Τους μέσα σ’ ένα περιβάλλον κηδεμονικού τύπου, χωρίς διόλου κάτι τέτοιο να ετικετογραφείται αυθωρί ως χειραγωγική και απρόσφορη θεραπευτική πραχτική. Τα πάντα εξαρτώνται από την αναλυτική μαεστρία, ώστε να ξεδιπλωθούν και να ολοκληρωθούν οι μεταβιβαστικές διαδικασίες, που η θεωρία υπερασπίζεται.
 
            Τι συμβαίνει όμως τώρα από την πλευρά του αναλυτή μιας και αυτό είναι το θέμα μας;
            Η ψυχαναλυτική διαδικασία αποτελεί, κατ’ εμέ, την κορωνίδα της θεραπευτικής διαδικασίας στην ψυχολογία, όσο και αν οι παπαγαλίστικες ροπές μας στα αμερικάνικα πρότυπα έχουν εντάξει, ως κυρίαρχες, τις συμπεριφορικές και γνωσιακές προσεγγίσεις στα ελληνικά πανεπιστήμια. Απαιτεί μία βαθύτατη και πολύχρονη ενδοσκοπική διαχείριση που κάποτε μπορεί να προκαλέσει την οδύνη και συχνά την αυτοαναίρεση του αναλυόμενου, ανάγκη που εξυπηρετεί το όραμα της σταδιακής εσωτερικής αναδόμησης υπό ένα καθεστώς όμως εσωτερικής πολυφωνίας, έξω από την προσχηματικότητα και την ενοχική αυτοαπόρριψη του εαυτού. Η πραγματικότητα μας λέει ότι μία τέτοια διαδικασία είναι αδύνατο να διαμορφωθεί ξέχωρα από τη συνδρομή και την ουσιαστική μετοχή ενός μαέστρου της ψυχολογικής θεωρίας. Η μαεστρία όμως αυτού δεν εξασφαλίζεται μόνο από τη θεωρητική τοποθέτηση και τις έμπροσθεν διανοίξεις που αυτή δύναται να προσφέρει, αλλά πιότερο μάλλον από την ικανότητα του να καταβιβάζεται συνοδοιπορικά και με ταξιδιάρικη διάθεση στην εσωτερική δεξαμενή του αναλυομένου.
 
Φαντάζεστε λοιπόν ότι κάτι τέτοιο είναι εύκολο;…
 
Ουδόλως… θα απαντούσα
 
Όσο ακριβώς προβάλλει αντιστάσεις ο αναλυόμενος, άλλο τόσο προβάλει αντιστάσεις και ο αναλυτής
 
            Η μέθεξη του θεραπευτή αποτελεί κάπου κάπου μία εξάρχουσα και πάντοτε μία σημαίνουσα και ολομέτοχη είσδυση στον χώρο του υποκειμένου. Συνεπώς: Μία προσωπική προετοιμασία στο ακέραιο είναι, κατά τα φαινόμενα, εντελώς απαιτητή, προκειμένου να υποβασταχθεί το βάρος όχι μόνο και τόσο του θεραπευομένου αλλά κυρίως του ίδιου του αναλυτή που είναι αναγκασμένος να προαχθεί παρελαύνοντας ενίοτε και δυστυχώς πάνω από τον ίδιο του το δαίμονα, που εγείρεται κάτω από το βάρος των αντιμεταβιβαστικών πιέσεων της θεραπευτικής διαδικασίας.
 
            Σε τι όμως συνίστανται αυτές οι αντιμεταβιβαστικές πιέσεις;
Όπως ο αναλυόμενος φέρει στη θεραπευτική διαδικασία και μέσα στον αναλυτικό οίκο τις αποσκευές και οπωσδήποτε τα βασικά φορτία και τα βαρίδια ενός συνεχούς διαμειβόμενων με τις πρωτοσήμαντες και τις εν εξελίξει, σημαίνουσες συναλλαγές, από τις ατομικές του καταβολές, διαμορφώνοντας τις επενδύσεις και τους αντικατοπτρισμούς του πάνω και μέσα στο σώμα του αναλυτή του, έτσι και ο τελευταίος φέρει μέσα στο κύτος της ενδοσκοπικής συνοδοιπόρευσης την ψυχονοητική και σωματική του ολότητα που υποστηρίζεται όχι μόνο από την επαγγελματική του εξάρτυση, αλλά και τα πλείστα διαλαμβανόμενα στον δικό του πλέον εσωτερικό χώρο διαμορφώνοντας έτσι και μέσα από τη συνάρθρωση αυτή το στίγμα της ψυχικής του θέσης και σε διαντίδραση με τη θέση του αναλυομένου. Σε απλά ελληνικά, ο θεραπευόμενος φέρει στην ψυχαναλυτική διαδικασία τις αξιώσεις, τα αιτήματα και τους συσχετισμούς με τα κυρίαρχα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, εναποθέτοντάς τα στην αγκάλη του θεραπευτή, ο οποίος διαντιδρά σ’ αυτά, μέσα από το πλαίσιο των δικών του αιτημάτων, της κυρίαρχης ανάγκης και του δαίμονα που καλείται, αν δεν έχει ήδη ξεγυμνώσει, να επιβληθεί, δυστυχώς, κυριαρχικά και μέσω κηδεμονικής δεσποτείας πάνω του.
 
            Ασφαλώς, τα παραπάνω έσωθεν διαδραματιζόμενα λαμβάνουν χώρα μέσα σ’ ένα οποιοδήποτε ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, αλλά η αξιοποίηση τους στο ψυχαναλυτικό σκηνικό είναι όχι μόνο θεραπευτικώς διαφορετική αλλά και μεταβολίζεται από το θεραπευτή μέσα από τα προσωπικά σημασιολογικά του δεδομένα που ενεπλέκουν: Τα ζητήματα της προσωπικής εκφοράς και ελευθέριας έκφρασης της ψυχής και τις εκδηλώσεις της ιδιόμορφης,  εξ’ αυτών  απορρέουσας, σεξουαλικότητας καταβυθίζοντάς τον μέσα σ’ ένα διαμορφούμενο πλαίσιο, άλλοτε ασφαλούς αποστασιοποίησης, που εξυπηρετεί μία απομακρυσμένη συναισθηματική επαφή, πράγμα που άλλωστε είναι και το ζητούμενο και άλλοτε απλά  και μόνο ασφαλείας, που είναι ένα δεύτερο ζητούμενο και αίτημα του ψυχαναλυτή. Ο στόχος που εξυπηρετείται αφορά στην πραγμάτωση, σε πραγματικό χρόνο, της σεξουαλικοποιημένης φαντασίωσης. Μιας φαντασίωσης που έχει ήδη, χρόνια προκύψει από την εξελισσόμενη και ξεδιπλούμενη απεμπόληση και συνεπακόλουθα την άρνηση, αν όχι και την αδικοπραγία, που αγγίζει συχνά και τα όρια του εγκλήματος, ενάντια στον εαυτό εκμεταλλευόμενη ναρκισσιστικά τα  διάφορα Εξουσιαστικά Όργανα της διαδικασίας για την πραγμάτωσή της. Αυτή ακριβώς η επίθεση και η καθημερινή πραγμάτωση της θανάτωσης μέσα από το ειδικό πλαίσιο βιωμάτων και εξαρτήσεων του εκάστοτε αναλυτή διαμορφώνει την προσωπική του υποταγή στη θεραπευτική διαδικασία και την σχετιζόμενη με αυτή απόκριση και απάντηση στα αιτήματα που καταθέτει ο θεραπευόμενος.
Καθώς λοιπόν οι αναλυτές απολήγουν, μετά απ’ όλα αυτά, στο ν’ απειλούνται από το θάνατο, σεξουαλικοποιούν, με ποικίλους τρόπους και συμβολικά συνήθως, τις σχέσεις τους με τους θεραπευομένους, οι άπειροι σ’ έναν περισσότερο πραγματικό χρόνο, οι έμπειροι σ’ έναν φαντασιακό χώρο και οι… πληχτικοί; σ’ ένα μετωνυμικό πεδίο δράσης, μέσα από την έμμονη διαχείριση και ερμηνεία των ζητημάτων της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης, τα οποία πραγματεύονται καταχρηστικώς και ταυτιζόμενοι υποταχτικά και μαζοχιστικά στον ΠαΤέΡα της ψυχανάλυσης, εκπληρώνοντας γι’ αυτόν ένα ελάχιστα τιμητικό χρέος, που αντικαθιστά την επιβεβλημένη και ολότελα απαιτητή εξελιχτική προσέγγιση της θεωρίας.
 
 Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω απέχουν έτη φωτός από το να επιδιώκουν να στιγματίσουν τους ψυχοθεραπευτές συλλήβδην και οπωσδήποτε όχι περισσότερο από οιονδήποτε επαγγελματία οποιουδήποτε χώρου, που εκπληρώνει το ρόλο του έξω από τα πλαίσια της όποιας δεοντολογίας ή νομιμότητας. Ο στόχος έγκειται στο ν’ αναδειχθεί μία (κατά την αντίληψή μου) καταβολή και μια πιθανή εκβολή της θεραπευτικής σχέσης, οριζόμενη κυρίως από τις εσωτερικές επιταγές του αναλυτή, που δεν έχει ολοκληρώσει το προσωπικό του ψυχαναλυτικό δρομολόγιο ή έχει ολιγωρήσει στην επαναδιευθέτηση των δεδομένων του, όπως αυτή η ανάγκη προκύπτει από τα ατέρμονα διαφοροποιούμενα αντικείμενα της εσωτερικής του ζωής και της ζωής γενικότερα.
 
Η αλήθεια είναι πως έχω καταλήξει να υποθέτω πως η ψυχαναλυτική θεραπευτική εμπεριέχει κάποιο στοιχείο κηδεμονικής, αν και αποστασιοποιημένης καθοδήγησης (αυτό το τελευταίο ίσως και λίγο για να κρύψει το πρώτο της «ψεγάδι»), που άλλωστε προκύπτει και από τη θεωρία, με την αξιοποίηση της μεταβιβαστικής λειτουργίας, εξίσου και την αυστηρή δόμηση των εννοιών που τη συστήνουν και στην οποία υποβάλλονται, δίχως άλλο, οι αναλυόμενοι, χωρίς βέβαια μια τέτοια τοποθέτηση να καταλογογραφείται στις αλυσιτελείς ή μη νόμιμες πραχτικές. Απεναντίας! Ένας έντεχνος χειρισμός μπορεί ν’ αποβεί σωτήριος για το θεραπευόμενο, ειδικά εκείνον που έχει κλειδωθεί και αγκιστρωθεί, από παντού, μέσα στα δίχτυα μιας κάποιας εκτεταμένης ψυχοπαθολογίας.
 
Ταυτόχρονα όμως η θεραπευτική αυτή ελκύει και επαγγελματίες, που αρέσκονται στο να εκπληρώνουν έναν... πλατωνικό, κατευθυντικό και ιδιαζόντως ναρκισσιστικό ψυχοθεραπευτικό ρόλο οδηγώντας σε παραδείγματα, όπως:
 
Μία φαντασιωτική εισδοχή του Αναλυτή στο ΥπερΔιεγερμένο «Είναι (Του)», το οποίο βιώνει (επιζήτητα αφοπλισμένο) την ελευθερία του, μέσα στην ηδονική αγκαλιά της ψυχοθεραπευτικής ή άλλης σχετικά συμβολοποιημένης διαδικασίας, καταπίνοντας λιμπιστικά τη λαγνεία και βιώνοντας το μεγαλείο ενός όμορφου και δυνατού Εγώ, που δεν έχει ανάγκη από κανένα κοινωνικό πρόσχημα και οποιαδήποτε σχετική, πληχτική, ανυπόφορη και χωρίς νόημα εξάρτυση, παρά μόνο το πρόκριμα της υπερέχουσας θέσης και του γλυκού γλειψίματος της εξουσίας...
 
...Ακόμη και όταν σε κοιτάει ανήσυχος και λάγνα μέσα στα μάτια ρωτώντας γεμάτος απορία... Τι Μου Κάνεις:...
 
...Αυτό που αποζητάει είναι μια χειραγωγική και ναρκισσιστική αντανάκλαση του ευατού του μέσα απ' το σώμα σου και ένα φιλόστοργο καθρέφτισμα της θεσπέσιας όψης του στα μάτια σου...
 
Σε πλείστους «χώρους», που μπορούν να εξυπηρετήσουν την εσώτερη αυτοέκφραση του ανθρώπου, όποια και αν είναι αυτή, όταν υφίσταται ένα σημαντικό ατομικό έλλειμμα, τούτο τείνει να αντλήσει τις υποκαταστάσεις του χρησιμοποιώντας ναρκισσιστικά αντικείμενα, που στρατολογούνται από τον εγερθέντα, δια τούτο, ψυχικό μηχανισμό, προκειμένου να διατηρηθεί ένα είδος ψυχικής «ομοιοστασίας». Και στις φυσικές διαδικασίες υπάρχει, κατά πως βλέπω, κίνηση προς τα πάνω ή κίνηση προς τα κάτω, κίνηση προς τα μπρος ή κίνηση προς τα πίσω. Κάποιο είδος κίνησης δηλαδή που δύναται να ερμηνευτεί, σύμφωνα με το προσωπικό γούστο και αισθητική,  με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Το απολύτως φανερό, κατά τη γνώμη μου, είναι πως δεν υπάρχει ακινησία και όταν ενίοτε αντιλαμβανόμαστε κάτι τέτοιο, αυτό είναι απλά φαινομενικό.
 
 Υπό ευνοϊκές συνθήκες λοιπόν, οι άνθρωποι δεν επιλέγουμε τυχαία τα επαγγέλματά μας, αλλά εκείνα που θα θέσουν σε πρώτο πλάνο το μοτίβο και περαιτέρω το Δαίμονα τον οποίο γεννάει το έλλειμμα της ζωής μας. Μέσα από κάποιο είδος ανθρωπιστικής, κοινωνικής, θεραπευτικής, εκπαιδευτικής, ή άλλης, γύρω από έναν τέτοιο πυρήνα, δράσης, ο άνθρωπος μπορεί όχι μόνο να πραγματώνει δημιουργικά την ύπαρξή του, αλλά και να ισχυροποιεί τη θέση του, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα ένα «σεξουαλικά συμβολοποιημένο Θέλω», που μπορεί να λάβει το χαρακτήρα της εμμονής οδηγώντας στην απόδραση από τους νόμιμους εθισμούς και το πέρασμα στους παράνομους και μία «αντίσταση» στις κοινωνικές υπαγωγές, που έχουν δομηθεί μέσα στο πλαίσιο της ζωής του για να εξυπηρετήσουν τα ελλείμματά του.
 
Έτσι, το ανθρωπιστικό έργο, που οφείλει να αναζητάει τα αντικείμένά του στο χώρο έξω από τον εαυτό, σημασιοδοτώντας κατόπιν τα σχετικά επιτεύγματα, απολήγει στο πλαίσιο εκείνο που θα εξυπηρετήσει την προσωπική χρεία, υποβαθμιζόμενο σε ατελέσφορο και κακορίζικο όργανο προσωπικής ψυχοθεραπείας με αποτελέσματα αρνητικά.
 
Για να μην παρεκκλίνουμε όμως από την εξ’ αρχής ορισθείσα μας περπατησιά, όλα τα παραπάνω λέγονται για να ρίξουν κάποιο ελάχιστο φως σε διαδικασίες και διαλαμβανόμενα μέσα στο πολύπλοκο και πολυποίκιλτο ψυχοθεραπευτικό τοπίο, αναδείχνοντας εξίσου τις δύσκολες και άλλοτε επώδυνες διαδρομές που καλείται να εκτελέσει ένας ψυχοθεραπευτής και ουδόλως αποσκοπούν στο να εξαντλήσουν τα πλείστα θέματα που αφορούν το χώρο της ψυχοθεραπείας. Η αναφορά εδώ στοχεύει εξίσου, έστω και λίγο, να υποδείξει (ομολογουμένως) κάπως με το δάχτυλο πως σκόπιμο και εχέφρον είναι να μην ολιγωρήσει κανείς ν’ ασχοληθεί, μέσα σ’ ένα τέτοιο χώρο, περισσότερο επισταμένα με τα μέσα του.
 
 Το ψυχαναλυτικό ταξίδι είναι πιότερο ένα ανυπολόγιστης αξίας οδυσσεϊκό ταξίδι, του οποίου τα διακείμενα αγγίζουν περισσότερους χώρους, εντός και εκτός του πλαισίου που κάποια στιγμή στο μέλλον ίσως αποπειραθώ να ερμηνεύσω.
 
Για την ώρα θα σας αποχαιρετήσω μ’ ένα ποίημα του Πάμπλο Νερούδα...
Σας εύχομαι να το απολαύσετε...
 
 
Αργοπεθαίνει
 
 Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
...
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,
που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο,
που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό γεγονός της αναπνοής.
 
© 2013 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
 

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΘΙΣΜΟΥ Ή Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ


Τι είναι έξη;

Ναρκωτικά, σεξ, τσιγάρα… Στο μυαλό μας έχει εντυπωθεί ως η εμμονή σε έκνομες και ασυμβίβαστες προς την παρωχημένη ηθικολατρεία και τη σύγχρονη οικολογική δεοντολογία, επαναληπτική συμπεριφορά ψυχαναγκαστικού τύπου που κυρίως, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, ταράζει την αισθητική μας και περισσότερο ταρακουνάει το αίσθημα ασφάλειας, απόρροια επιβεβλημένων πλαισίων-καταφυγίων, ανταγωνιστικών στις προηγούμενες εθιστικές πραχτικές, ευχερέστερα αξιοποιήσιμων από τις κοινωνικές - θεσμικές δομές και ικανοποιητικότερα μεταβολιζόμενων από τις ενδοατομικές στρουκτούρες του δυτικού κόσμου.

Μπλα… μπλα… μπλα…

Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Ασφαλώς ότι οι αντιλήψεις μας για τους εθισμούς εξυπηρετούν με μεγάλη επιτυχία έναν κυρίαρχο σκοπό:

Να διατηρούμε αλώβητους τους προσωπικούς καταναγκασμούς, αντλημένους απευθείας από το θεσμικό πανέρι της κοινωνικής ζωής, αναδεικνύοντας για μια ακόμη φορά την κοινωνική αδικία της «ισχυρής» γνώμης, για να μην πω υποτιμητικά και λίγο εκνευρισμένα της «μαζικής» γνώμης!

Ας είναι…

Αλλά ας προσπαθήσω να εξετάσω τις δύο μορφές του παραβατικού και του σύννομου εθισμού, ώστε να φωτίσω στο μέτρο των δυνατοτήτων, τα μεγέθη και τις ποιότητες των μεταξύ τους διαφορών.

Κάποια μέρα, μεταξύ κουτσομπολίστικων σχολιασμών, χλεύης και κριτικής των σύγχρονων ντόπιων πολιτικών φαινομένων, ένας φίλος ήγειρε τη φράση περί της αρχοντιάς του δημάρχου Θεσσαλονίκης «είναι αχόρταγος!». Ακριβώς αυτό συνιστά την ουσία του εθισμού. Και δυστυχώς, λέω εγώ τώρα, ένας άπατος σίκλος, τη μόνη πορεία που μπορεί να υποδείξει σε όλα τα διερχόμενα από το ψυχικό κανάλι αντικείμενα, είναι αυτή προς τον «απόπατο» του εαυτού.

Ο εθισμός δρα ως μία υποταγή και μία άνανδρη καταφυγή στη μηχανιστική και αυτιστική επιβολή μιας επαναλαμβανόμενης και μονοσήμαντης πραγματικότητας, που στόχο έχει να αποκρύψει έως και να υπερπληρώσει το καταχθόνιο βάθος της εσωτερικής ένδειας, βυθίζοντας παλινδρομικά τον εαυτό στην κίβδηλη, λυτρωτική αλλά και φιλήδονη αγκάλη μιας νεοευρεθείσας μάνας, με όρους καταχρηστικού τύπου «ανοχής» και αναγορεύοντας τις πιο πρώιμες θετικές εντυπώσεις της ζωής σε νεύρωση υπαρξιακή.

Αλλά αυτό το θέμα το έχω λίγο πολύ ξαναθίξει και πέραν του να είναι και το μόνο, είναι για την παρούσα εξέταση και το λιγότερο…

            Ο εθισμός είναι ενδογενής, συνυφασμένος ή σύμπτωμα της εσωτερικής εγκληματικής πράξης ή και η ίδια η εγκληματική πράξη, προκύπτουσα όχι μόνο μέσα από την συνομολογούμενη ποινικά ή αισθητικά κολάσιμη επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, αλλά εξίσου και μέσα από το έννομο πανωφόρι...

Του «ευγενούς έρωτα», για τη διαιώνιση των πρώιμων χρεών του κηδεμόνα,

Της «μικροπρεπούς κατά τ’ άλλα καταφυγής σε υπνωτικές ηθικοπλασίες», καταφυγής βολεμένης και εγκαταλειμμένης στις θωπείες και την αχρονία της κηδεμονικής εστίας,

Της απόδρασης στα συμβατικά, ρουτινιάρικα κοινωνικά στεγανά και επαναλαμβανόμενες νόρμες που η εσωτερική μικρότητα ανακαλύπτει ή επινοεί και καλλιεργεί, αλλά και...

Της υπεραναπληρωτικής καταβύθισης στους κόρφους της πολιτικής, της οικονομικής και της σεξουαλικής εξουσίας.   

Το έγκλημα έχει φορέα και αποδέκτη το ίδιο πρόσωπο και είναι δηλωτικό ενός εσωτερικού άλογου μίσους που απευθύνεται ασύνειδα από ένα άτομο προς το ίδιο του το πρόσωπο, ως μία συμβολική αυτοκτονική πράξη που οικειοποιείται τις λειτουργίες και εν τέλει τις δομές του σχήματος θύμα – θύτης. Ο στόχος έγκειται στη θυσία του «Είναι», την επίτευξη και τη λατρευτική έκφραση της αυτοσυμφοράς και οι μορφές που διαλαμβάνει προκαλούν «μετατοπίσεις» στον εξωτερικό κόσμο. Ήτοι, πραχτικές «καμουφλαρισμένης» (περισσότερο ή λιγότερο) εχθρότητας εναντίον «κατάλληλων» στόχων του εξωτερικού χώρου, μέχρι τα όρια της έννομης ή και της απροκάλυπτης βίας.

         Χριστέ μου! Τι λέει τούτη; Από καταβολής κόσμου, αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας. Το κάνανε οι μάγοι, οι παπάδες, οι λογής λογής συμβουλάτορες και τώρα πια και οι σύγχρονοι ακαδημαϊκοί: Αν δεν έχεις μεγάλη «πορτοφόλα», για να σε λογαριάζουνε, ξεστομίζεις ένα κάρο ασυναρτησίες και επειδή δεν τις καταλαβαίνει κανείς περνιέσαι για «σοφός»!

Οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές που πολιτογραφούνται στο χώρο των συνηθισμένων έξεων, υποθέτω -όπως προείπα- ότι αφορούν στη λήψη φαρμάκων, αλκοολούχων και ναρκωτικών ουσιών, το κάπνισμα, τη σεξουαλική μανία εκπεφρασμένη στις διάφορες μορφές της, τη πρόσληψη της τροφής και προσφάτως την προσκόλληση σε λογής λογής ψηφιακές δράσεις. Κάποτε προβαίνουμε στην παλικαριά για να μην πω την «αποκοτιά» να καταλογογραφήσουμε στη λίστα μας και περισσότερο … «ακίνδυνες» συμπεριφορές που τις τοποθετούμε χαριτωμένα κάτω από ανώδυνες ετικέτες του τύπου, τσοντάκιας, μπουζουκόβιος, καταναλωτικός και γενικά κολλημένος ή εμμονικός με…, αντίστοιχες αυτών στις οποίες τα παππούδια μας αναφερόντουσαν χρησιμοποιώντας τη λέξη «χούι».

Προφανώς οι σωματικές επιδράσεις και συνεπώς οι προκληθείσες εξ αυτών ψυχικές αναπαραστάσεις, αλλά και οι συνυφασμένοι με τα προηγούμενα ψυχικοί παροξυσμοί, λόγω της βαθύτατης και άμεσης επιρροής των ουσιών, είναι αξεπέραστοι. Φαίνεται δηλαδή πως τα μέσα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα της πληρέστερης έως και της απόλυτης φυγής, αναχαιτίζοντας ακόμη και την εσωτερική διαπραγμάτευση, την εσωτερική διαμάχη του άλογου μίσους -στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω- που η μερική έστω διατήρηση της συνείδησης επιτρέπει. Γι’ αυτό ο καταναγκαστικός χαρακτήρας των ψυχότροπων εθισμών έχει περισσότερο ολοκληρωτική δράση, αναστέλλοντας το προτσές της προσαρμοστικής ανέλιξης του ατόμου, μέσα από την ολοκλήρωση δηλαδή της παράδοσής του στο αυτομίσος και καταβυθίζοντας το έως και την απόλυτη φυγή.

Το ότι ο εθισμός συνιστά μία πράξη λιποταξίας, είναι κάτι αν όχι αδιαφιλονίκητο για κάποιους ή και για
πολλούς, οπωσδήποτε όμως αποτελεί μία διαπίστωση που ερείδεται αν μη τι άλλο σε ισχυρά τεκμήρια ακόμη και προσωπικής εμπειρίας. Η εθιστική επιτέλεση που λειτουργεί οιονεί αυτιστικής πράξης αποσκοπώντας στη διατήρηση ενός ατάραχου κόσμου γύρω από το υποκείμενο, συνιστά μία παλινδρομική καθήλωση σ’ έναν υπνωτιστικό κηδεμονικό χώρο, φτιαγμένο στα μέτρα του ατόμου που μορφώνει τις αναπαραστάσεις του από τα υλικά και τις προόδους της καθημερινής ζωής και τις αλληλεξαρτώμενες σ’ αυτή απαιτήσεις της εσωτερικής.

Το μίσος ενάντια στον εαυτό είναι μία ενδοβολή που εκπηγάζει από τις χρόνια επισωρευόμενες  απογοητεύσεις και τις ματαιώσεις, που προκύπτουν από την αδυναμία επίλυσης και διευθέτησης των συγκρούσεων. Αυτό σημαίνει ότι η εχθρότητα που προκύπτει και μένει μετέωρη εξαιτίας των άλυτων συγκρούσεων του ατόμου, καθώς δεν βρίσκει στόχο στον εξωτερικό κόσμο, ενδοβάλεται για να επιτεθεί στον ίδιο το φορέα της σύγκρουσης ώστε να δημιουργηθεί ένα νόημα και μία εξήγηση ικανοποιητική της πραγματικότητας και των συσχετισμών της με το υποκείμενο. Αφού δεν μπορεί δηλαδή να εντοπιστεί μία εστία «κακού» έξω από το υποκείμενο, τότε αυτή πρέπει να αναζητηθεί μέσα σε αυτό. «Κακό» χωρίς αιτία είναι κατάσταση αδύνατη για το μυαλό. Μία τέτοια θέση όμως αντιστρατεύεται το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Γι’ αυτό, όταν η εύρεση κατάλληλων μετατοπίσεων του εχθρικού αισθήματος στο εξωτερικό περιβάλλον δεν καθίσταται εφικτή, η συμβολοποιημένη επίθεση εναντίον του ίδιου του ατόμου απομένει ως η μόνη λύτρωση και η μόνη διαφυγή και πραγματοποιείται μέσα από την αναγκαστική -για τις απαιτήσεις της λογικής που αναζητάει ερμηνείες- πλέον αγάπη για τον «δεσμώτη», δηλαδή «τη λατρεία της συμφοράς». Μια τέτοια πράξη διοχετεύει την ένταση του μίσους αξιοποιώντας τις εκβολές και τις πραξιακές μεταφράσεις της λιμπιντικής ενέργειας, σύμφωνα με τη διαμορφούμενη στην πορεία της ζωής αισθητική και γούστο του υποκειμένου, ανελίσσοντας τη σταδιακή εσωτερική συρρίκνωση, αναπαυτικά εγκατεστημένη μέσα στην αγκάλη του εθισμού, σε «Δαίμονα» -τον πανάρχαιο εχθρό του «Εγώ»- και  τον ίδιο πάλι σε Απόλυτο Άρχοντα καταβυθίζοντάς Το στη «Σκιά».

            Και δυστυχώς, με μία τέτοια οργάνωση/αποδιοργάνωση το υποκείμενο αδυνατεί να επιβιώσει. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ο εθισμός δρα σαν τα ογκώδη σωματικά λιποκύτταρα που απορροφάνε συνεχώς λίπος. Έτσι όταν το άτομο εθίζεται, αδυνατεί να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης και να σκαρφαλώσει στην επιφάνεια από τον σκατόλακκο της αχρονίας μέσα στον οποίο έχει καταδικαστεί να ζει για πάντα και εν τέλει ν’ απεξαρτηθεί, γιατί οι προϋπάρχουσες αναπαραστάσεις με τα πανίσχυρα μηνύματά τους, τείνουν να εστιάζουν και να απορροφάνε με τους δικούς τους όρους, νέες συγγενικές αναπαραστάσεις, ξυπνώντας δηλαδή και δρομολογώντας τον πολυπόθητο αυτοεξοβελισμό και φυγή. Όσες δε άλλες είναι ιδιαίτερα ασύμβατες προς τους παρωχημένους εσωτερικούς συμβολισμούς, δεν μεταβολίζονται εύκολα από τον ψυχικό μηχανισμό, ώστε να θρέψει και να στερεώσει τις δομές του, αλλά διερχόμενες από το ψυχικό κανάλι, πηδάνε απευθείας στο κενό. Για να απεμπλακεί το άτομο χρειάζεται έναν επαρκή βαθμό αυτοσυνείδησης και πέραν τούτου ένα ισχυρό εσωτερικό κίνητρο, που προκύπτει από τη δέσμευση του σ’ ένα όραμα, στόχο, έναν απώτερο σκοπό. Η δέσμευση αυτή, είναι ανάγκη σταδιακά να μετατοπιστεί από τον εξωτερικό στόχο, μέσω της συμβολοποίησης, στον ίδιο τον εαυτό ή να αφομοιωθεί ο στόχος μέσα στις ίδιες τις δομές αυτού, που εντωμεταξύ έχει αποκτήσει εμπειρία στη διευθέτηση της εσωτερικής διαμάχης, αλλά και μεγαλύτερη ικανότητα στον εστιασμό και μεταβολισμό δημιουργικών προϊόντων που εγκαθιδρύουν καινούργιες αναπαραστάσεις εκτοπίζοντας ή έστω συρρικνώνοντας σημαντικά τις προηγούμενες. Μια τέτοια διευθέτηση προσμετρά στην αναγέννηση του ατόμου μέσα από τη γνώση, τον επαναπρογραμματισμό και τον αυτοπροσδιορισμό του περισσότερο.

Στα παραπάνω επιβάλλεται να συνυπολογίσει κανείς πως όταν το άτομο νοιώθει  ασύνειδα αποστροφή για τον εαυτό του λόγω της αδυναμίας του να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της ζωής, τείνει να συναθροίζει μέσα σ’ αυτό το μιαρό κουτί της ύπαρξής του περισσότερες πλευρές του εαυτού του, πράγμα που συνιστά επίσης μια συμβολική μετατόπιση του κακού πάνω στο σώμα ή σε άλλες απορριπτέες πλευρές του εαυτού, αλλά και μία αναγκαστική εξέλιξη, αφού ο κλονισμός απέναντι στις όποιες δυσκολίες και ο εξ’ αυτών παραγόμενος αυτοοικτιρμός έχει απολήξει στο μοτίβο πια της εσωτερικής ζωής. Αυτή η αποστροφή συμβάλει στην επιδείνωση της αντίληψης για την αυτοεικόνα, κατάσταση που με τη σειρά της συντηρεί, αν όχι προκαλεί περισσότερη αποστροφή διαιωνίζοντας έτσι το φαύλο κύκλο του εθισμού. Από τη στιγμή που το άτομο σταδιακά απεμπολεί όλα του τα μέσα, το αίσθημα του κενού που εγκαθιδρύεται συνακόλουθα δυσχεραίνει την κατάσταση, ελκύοντας τα εθιστικά προϊόντα, διαδικασία αναπληρωματική και θεραπευτική του εσωτερικού ελλείμματος. Θα λέγαμε λοιπόν συμπερασματικά ότι από τα παραπάνω διαφαίνεται πως «η ευτυχία είναι και λίγο επιβεβλημένη», υπό την έννοια ότι αν οι μετατοπίσεις δεν καταφέρουν να προβούν σε ικανές επενδύσεις σε εξωτερικά αντικείμενα, ώστε να καταστήσουν την ανυπόφορη ζωή ψευδαίσθηση ευδαιμονίας, μέσω της εκτόνωσης της επίθεσης και της αγοράς κάλπικων προϊόντων ευτυχίας, τότε θα ενδοβάλουν το μίσος οδηγώντας άλλοτε στην εκκένωση και συνεπακόλουθα τη σήψη του εαυτού και άλλοτε στη μερική και κάποτε την απόλυτη καταστροφή του από το ίδιο το υποκείμενο ή από τους αποδέκτες των απροκάλυπτων επιθέσεών του, ώστε να επιτευχθεί ασύνειδα η λύτρωση. Όλα τούτα βέβαια εφόσον δεν επιστρατευτούν από το αμυντικό σύστημα της ψυχής σχετικές άμυνες ή άλλες θεραπείες για να διατηρήσουν το άτομο στη ζωή, ή σχετικές άμυνες και θεραπείες από παράγοντες του εξωτερικού περιβάλλοντος προκειμένου να θέσουν υπό έλεγχο το πρόβλημα.

            Από ‘κει και πέρα θα προσελκυστούν ή θα εκκολαφθούν εκείνα τα πολιτιστικά περιβλήματα και εκείνη η ρητορική και ο εκφέροντας λόγος που με τη μορφή και την ουσία τους θα δικαιολογούν και θα κατοχυρώνουν την εθιστική επιλογή, παρέχοντας ευκαιριακά σχετικά υποκατάστατα που ανανεώνουν τις εσωτερικές αναπαραστάσεις και βαθαίνουν τη φυγή. Ο Δαίμων, εν τοιαύτη περιπτώσει, δεν κατοικεί στο διάστημα καθήμενος παρακείμενα του Υψίστου. Αυτή είναι μια φαντασιωτική προβολή αλληλοεξαρτώμενη από τη θεία εξιδανίκευση του «Δημιουργού» που φέρει πάνω της και μέσα της όλους τους εξοστρακισμούς της εσωτερικής ανεξαρτησίας και αξίας, αδιαχώρητο και συνεπαγόμενο αδέρφι των μιαρών προβολών της ψυχής.

            Φαντάζεστε πως μόνο οι δράσεις που προκύπτουν από τη λήψη ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ ή χαπιών διαρρυθμίζονται από το παραπάνω κανονιστικό πλαίσιο; Η αναζήτηση υποκατάστατων στα κυρίαρχα προϊόντα του εθισμού είναι αποκλειστική λειτουργία του ναρκομανούς; Η σχετική ρητορική, το πλαίσιο των κοινωνικών επαφών, το εσωτερικό και το κοινωνικό βίωμα που αντλείται από την ανάγκη κατοχύρωσης της εθιστικής πραχτικής, συνιστούν άμυνες και ανάγκες μόνο των ναρκομανών;

            Προσωπικώς, ουδόλως πιστεύω πως ισχύει κάτι τέτοιο.

            Συχνά πολλοί από μας έχουμε πέσει θύματα Μικροπρεπούς Συμπεριφοράς που φέρει μέσα της τα στοιχεία της ζήλειας, του φθόνου και της ευθυνολατρείας και κάποτε τα έχουμε επιστρατεύσει και οι ίδιοι, έστω και ευκαιριακά, προκειμένου να διευθετήσουμε τα του οίκου δρώμενα.

…Έχω κάτσει αναπαυτικά στην καρέκλα μου γέρνοντας ενδοσκοπικά προς τα πίσω προκειμένου να μεταφράσω στο «στίγμα», όχι με κοινοτυπίες του τύπου …«αγάμητος» …«κομπλεξικός»… αλλά προσπαθώντας να κατανοήσω το μηχανισμό που παραγάγει και απολήγει στο στίγμα

            Κινδυνεύοντας να εκφέρω έναν απόλυτο λόγο και αποδεχόμενη την όποια κριτική και επιπτώσεις, το δόγμα μου συνίσταται στο ότι η ΔΙΑΦΥΓΗ από την προσωπική ευθύνη, θέση και στάση διαμορφούμενες απαρεγκλίτως έξω από τους όποιους κοινωνικοπολιτιστικούς θορύβους και παρεισφρήσεις που δικαιολογούν την καταφυγή στις λυτρωτικές θωπείες του εθισμού, παρέχει το κυρίαρχο κίνητρο των προβολών, που όταν δεν βρίσκουν στόχο στο …«διάστημα»…. αναζητούν… τα αντικείμενά τους στην «πατρίδα».

            Δεν θα το κρύψω ότι αισθάνομαι μία ψυχική αγανάκτηση και περαιτέρω μία ψυχική
κόπωση όταν προσκρούω συνεχώς στα τειχία των επαναλαμβανόμενων μοτίβων μικροπρέπειας και μικροεχθρότητας που συμβάλλουν στη συνεχή ανατροφοδότηση του εθιστικού χώρου της συρρικνωμένης ψυχής. Άνθρωποι που αναζητούν τη βολή τους κολλημένοι στις μικροαντιλήψεις και τις παρωχημένες ζωούλες  τους, τους γάμους, τους γκόμενους, τις άχρονες καθημερινότητές τους με τις κακορίζικες και επαναλαμβανόμενες ρουτίνες και τις σχετικές αναξιοπρεπείς υποκαταστάσεις τους που δημιουργούν το φαύλο κύκλο της παράδοσης στην υπνωτική καθημερινότητα της ζωής. Γιατί τούτο ακριβώς διαπλώνεται μέσα στον εθιστικό χώρο. Η ΑΧΡΟΝΙΑ. Η ομογενοποίηση, η ύπνωση, η εκκένωση έως και η τελείωση του Εγώ και η έγερση του εμείς, όχι όμως Εκείνου όπου το Εγώ βασιλεύει πάντοτε σε εγρήγορση μέσα του, αλλά εκείνου όπου μέσα του θυσιάζεται προκειμένου να βρει τη λύτρωση. Οι παραπάνω συμπεριφορικές εξωτερικεύσεις διερχόμενες από τα κανάλια του μηχανισμού της φροϋδικής προβολής, στοιχούν ακριβώς στις λειτουργίες της όποιας εθιστικής ουσίας, ανακαλώντας δηλαδή το άτομο στη διατήρηση των αποστάσεων από τον πραγματικό κόσμο, όπου θα μπορούσε ν’ ανδρώσει το ύψος του και να αναλάβει …ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! την ευθύνη για τον εαυτό του, ώστε τελικά να χύνεται ανακουφιστικά στο χώρο με τα μονοσήμαντα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα της φυγής. Η απρεπής συμπεριφορά, φορώντας το ένδυμα της political correct συμπεριφοράς και προτάσσοντας τα διαπιστευτήρια της ηθικής πράξης και υποκρύπτουσα το πιο πάνω αναφερθέν μίσος, δεν διαφέρει από το μανιώδες shopping therapy της … Βίκυς Σταμάτη» παρέχοντας ταυτόχρονα την περίφραξη ενός χώρου εκμηδένισης που ανάγεται, για τις ανάγκες της ψυχικής επιβίωσης, σε ιδανικό και λατρεία επιτακτική.

            Με πολύ απλά λόγια, οι άνθρωποι συχνά δεν επιλέγουν τις ζωές τους, αλλά τις ψυχικές βολές τους είτε αυτό αναφέρεται στο γάμο, τον έρωτα, το σεξ, αλλά και την ελληνικότατη ισόβια παραμονή στην κηδεμονική εστία, για να μην πω ακόμη και το ψυχωσικό γεγονός. Και πραγματεύονται αυτή τους την απόδραση ανεγείροντας φρούρια εχθρικότητας για να νομιμοποιήσουν και να κατοχυρώσουν άνανδρα και σαδιστικά την κατάπτυστη λιποταξία και να προβάλλουν την περίπτυστη και άλλοτε αηδιαστική αυτοεικόνα πάνω στους άλλους.

…Δεν είμαι εγώ ένας ανίερος, κακομοιρούλης, βολεμένος λιποτάκτης, αλλά εσύ ένα αηδές, ελευθεριάζον και ανάρμοστο ον…
           
Ο κόσμος μας έχει δομηθεί πάνω στον εθισμό και τα ναρκισσιστικά δοκάρια του που τον εξυπηρετούν. Φανταστείτε μόνο πόσο διαφορετικοί θα ήμασταν εμείς, οι κοινωνίες και οι κόσμοι μας αν δεν καταφεύγαμε στο γάμο από ενδογενή ή διαγενεακή απελπισία. Αν δεν αντιμετωπίζαμε τους συντρόφους μας ως σανίδες σωτηρίας ή ως υποχείρια παθολογικών αναγκών μας και αν τους επιλέγαμε με βάση το βαθμό στον οποίο διενεργείται η ψυχοσωματική επικοινωνία, ως ένα γεγονός δηλαδή καθόλου αποκλειστικό που απορροφάει ή καταπίνει όλες τις άλλες δράσεις και αναπαραστάσεις της ζωής, αλλά ως ένα γεγονός μεταξύ όλων των άλλων στα οποία επιτρέπουμε να εισέλθουν για να δημιουργήσουν, να δομήσουν και να προωθήσουν τις ζωές μας. Και όταν αυτό το γεγονός, μετά τον πρώτο παροξυσμό, παύει να παράγει το απαιτούμενο ποσό λήθης και υπνηλίας, σειρά έχουν τα τέκνα, οι εκδρομές, τα ταβερνεία, οι ζευγαροεξοδούλες, οι συζητήσεις για το ποδόσφαιρο, τα γκομενικά και τα παιδιά, οι μίζερες και ενοχικές εξωσυζυγικές παρεκτροπές, οι μπάκες, οι κυτταρίτιδες, τα ψώνια ….ταααα …..ΣΚΑΤΆ!!

            Ακόμη και αυτό το ερωτικό γεγονός δεν διαφεύγει από τη δαγκάνα της εθιστικής μανίας. Φαντάζεστε ότι ο αβάσταχτος και απέλπις εραστής που διατρανώνει το αίσθημά του, καταθέτει ανιδιοτελώς και καθ’ ολοκληρίαν την καρδιά του στα πόδια του λατρευτού ερωμένου; Εγώ θα έλεγα με απόλυτη σιγουριά αυτή τη φορά ότι πλανάστε. Κάποτε ο αγαπητός φίλος Σπύρος είχε πει, «όπου υπάρχει φανατισμός Ελενίτσα, να μπαίνεις σε υποψίες». Εγώ θα συμπλήρωνα πως όπου υπάρχει φανατισμός υποκρύπτεται η παρανομία και ελλοχεύει η ανθρωποκτονία. Ο παράφορος εραστής αντλεί τα στοιχεία της αυτοεικόνας του από τη φαντασίωση της ασύλληπτης ερωτικής αφιέρωσης του εαυτού του στο αντικείμενο της λατρείας ανακηρύσσοντάς τον έτσι σε ρωμαλέο και αξιέραστο καταχτητή, διατρανώνει, κάποτε και με παθολογική μανία, τη γοητεία, την αξία και τη σπουδαιότητά του μέσα από την εκπόρθηση του ερωμένου, και ανευρίσκει τέλος το χαμένο θησαυρό, διεκδικώντας από τον ταλαίπωρο ερρωμένο την παλινόρθωση της γονεϊκής θωπείας, που υποτάσσεται στις βαυκαλιστικές, χαριεντίστικες και συχνά χαιρέκακες αξιώσεις ενός ΠΑΡΑΧΑΪΔΕΜΕΝΟΥ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟΥ!! Και όταν ασφαλώς ο λατρευτός ερωμένος αρνείται την ανταπόκριση ή ξυπνήσει και σταδιακά λακίσει, τότε αυτός χτυπάει το πόδι κάτω και στρέφεται από την άλλη για ν’ αρχίσει να πηδάει σαν ψύλλος από το επόμενο, στο μεθεπόμενο θύμα αναζητώντας την «πρέζα» του μέχρι τα βάθη της αιωνιότητας.

…Και γίνεται Ο … «Έρως» … «αέρας κοπανιστός»!...

            Το λειτουργικό ερωτικό αίσθημα δεν παρέχει τέτοιου είδους συμβολισμούς. Διατηρεί την επικοινωνιακή βαθύτητα και τη ζουμερή σωματικότητα έως και αλώβητες, καθώς διενεργείται από υποκείμενα, ανεξαρτήτως φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, που διαπνέονται από την εσωτερική ελευθερία των επιλογών και των εναλλαχτικών επανεπενδύσεων καθ’ όλον τον βίο, γιατί στον πραγματικό κόσμο, η αποκλειστική λειτουργία του «Ενός» είναι φαντασίωση «φρενοβλαβούς».           

            Και τι σας κάνει να πιστεύετε ότι η θρησκομανία διαφέρει τραγικά από το ψυχωσικό γεγονός; Αναρωτιέται κανείς : Πόσα εχέγγυα διαθέτει μια τέτοια πεποίθηση; Πόση νομιμότητα διαθέτει ακόμη και ως μια αποκλειστικά υποκειμενική αντίληψη και περεταίρω: Ποιες είναι οι ενδοατομικές και οι κοινωνικές επιπτώσεις αυτής;  Σε ποιο βαθμό και ποιας ποιότητας είναι τελικά η διαφορά ενός ψυχωσικού που βλέπει νεκραναστημένους να εξέρχονται από τον τηλεοπτικό δέκτη, από τον θρησκευόμενο αφενός και από τον θρησκομανή αφετέρου που θυσιάζεται, παραληρεί ή παρακολουθεί καιόμενες βάτους; Φανταστείτε ένα φουτουριστικό κόσμο όπου η θρησκευτική λειτουργία θα είναι στιγματισμένη έως και απαγορευμένη. Μήπως τελικά η μαζικοποίηση του γεγονότος καθορίζει και τη νομιμότητά του; Διαβλέπετε κάποιες ομοιότητες μεταξύ όλων αυτών και των προηγούμενα περιγραφέντων σχημάτων; Ίσως τελικά θα ήταν σκόπιμο να αναζητήσουμε και κάποια ερείσματα, για κάποια τουλάχιστον είδη ψυχωσικής συμπεριφοράς, στην αποτυχία και την εκ νέου σπαραξικάρδια, κάποιες φορές, απόπειρα του ανθρώπου να διαφύγει των αξιώσεων που υπαγορεύει ή επιτάσσει ο κοινωνικός βίος, να ερμηνεύσει το πρόβλημα και την αδυναμία διευθέτησής του, να δώσει ένα νόημα, μια τελεολογική ερμηνεία στις συμπληγάδες της ζωής;         

            Αν σ’ όλα τα παραπάνω συνεξετάσουμε τον αισθητικό ναρκισσισμό της σαγηνευτικής θηλυκότητας και
της αρρενωπής γοητείας, με τα επιδεικτικά προβαλλόμενα στερεοτυπικά αξεσουάρ του φύλου, θα εισαγόμασταν πιθανά σ’ ένα πεδίο σχετικών συνειρμών στο χώρο της παραφιλίας, όπου ο επιδειξίας θέτει σε κοινή θέα και με χαιρέκακη ικανοποίηση τα όργανά του. Αλλά αυτή η τελευταία περιγραφείσα μετεξέλιξη είναι και το λιγότερο κακό. Το χειρότερο είναι πως όλα αυτά τα ακριβώς πιο πάνω συμπορεύονται με τις αξίες και τις πραχτικές της κοινωνικής ανέλιξης και της οικονομικής και πολιτικής ανόδου, διαμορφώνοντας τις μοίρες και τις ζωές των γενεών της ανθρωπότητας από καταβολής κόσμου. Είτε το εξετάσει συγχρονικά, είτε διαχρονικά κανείς το ζήτημα αυτό, θα αναχθεί στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη μανία δεν φαίνεται να έχει τελειωμό. Μια αστείρευτη «βουλιμική διακίνηση» μέσα στο υποκείμενο και μέσα στις κοινωνίες αναδείχνει τη μεταστροφή των ανθρώπων σε αδυσώπητους και ακόρεστους άρπαγες. Και το ύψος στο οποίο είναι δυνατόν κανείς να φτάσει, είναι σύμφωνο της θέσης και των δυνατοτήτων μέσα στο πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο αυτός διαβιώνει.

            Αν προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε πέραν των μορφολογικών τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των παραπάνω εθισμών, τρεις παράγοντες φαίνεται πως δεν μπορούμε να μην συμπεριλάβουμε στις προσεγγίσεις μας:

Ο πρώτος αναφέρεται στη νομιμότητα του εθισμού. Κάποτε ο φιλόσοφος Russell έγραψε (ελεύθερη απόδοση):

«Οι άγγλοι ξέθαψαν το χρυσάφι των αφρικανών από τη γη τους (λεηλατώντας και δολοφονώντας τους) για να πάνε να το παραχώσουν στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών τους. Ούτε καν το φάγανε. Το ξέχωσαν από ένα μέρος για να πάνε να το παραχώσουν απλά σε ένα άλλο. Αν αυτό δεν είναι φρενοβλάβεια τότε τι είναι;»

Αυτή λοιπόν είναι μια νόμιμη επαναλαμβανόμενη πραχτική. Θεοπάλαβη και καταστροφική αλλά νόμιμη. Γι’ αυτό και δεν την πολιτογραφούμε στο στιγματισμένο χώρο των έξεων που ανήκει αποκλειστικά στους περιθωριοποιημένους και τα «κοινωνικά απόβλητα», αλλά στο χώρο της ηθικής, μέσα στον οποίο έτσι και αλλιώς καταχωριζόμαστε Όλοι! (γιατί ασφαλώς κάπου πρέπει να μπούμε και ‘μεις!).

Οι άνθρωποι στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε πολύ λιγότερα για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας σωματικές και ψυχικές. Ακόμη και όταν έχουμε τρελά όνειρα, πάλι αυτά που χρειαζόμαστε είναι πολύ λιγότερα. Το να διαθέτει κάποιος το κίβδηλο νόμισμα των χρηματοπιστωτικών χρεογράφων που στοιχεί σε πολλαπλάσιες υλικές και παραγωγικές δυνατότητες από αυτές που διαθέτει ο πλανήτης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται να μετακομίσουμε άμεσα σε άλλον όπου θα χρειαστεί να κάνουμε τα ψώνια μας, είναι κάτι πραγματικά ασύλληπτο για τον νου. Ακόμη και ελέφαντες να ήμασταν, το πιο ακραίο σημείο κατανάλωσης στο οποίο θα μπορούσαμε να φτάσουμε, θα ήταν στο να φάμε το καταπέτασμα. Και επειδή θα βαρυστομαχιάζαμε, θα έπρεπε κατόπιν να ανακαλύψουμε και έτερα ενδιαφέροντα και αθλοπαιδίες για να διευκολύνουμε τις διαδικασίες της πέψης και του μεταβολισμού και να επιστρέψουμε έτσι, μέσω των σχετικών σωματικών λειτουργιών (βάλτε με τον νου σας), μέρος του εαυτού μας ξανά στη φύση. Όπως βλέπετε, η ανακύκλωση των πραγμάτων είναι διαδικασία αναπόφευκτη. Και το να προσπαθεί κανείς να «καταπιεί» και να «κρατήσει μέσα του και κάτω του και όπου αλλού θες» όλον τον κόσμο, γιατί όχι και το σύμπαν… πως θα το χαρακτηρίζατε αυτό εξόν από λασκάρισμα της βίδας;

Η δεύτερη διαφορά αφορά στη λειτουργικότητα του ατόμου και επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα, το όριο της διαπροσωπικής επικοινωνίας που επιτρέπει και συνεπώς τη μακροβιότητα που μπορεί να εξασφαλίσει.

Παρά το γεγονός ότι οι «νόμιμοι» εθισμοί είναι από άποψη οικονομίας και ενέργειας ολότελα δαπανηροί έως και κάποτε κυριολεχτικά εξαντλητικοί, δεν άρουν τη λειτουργικότητα του ατόμου, επιτρέπουν ασφαλώς πολύ υψηλότερα ποσοστά επανεπενδύσεων της ενέργειας και των πόρων και διατηρούν σύνηθα επαρκή επίπεδα διαπροσωπικής επικοινωνίας. Και παρ’ όλο που η κουβέντα περί αντίληψης της πραγματικότητας μπορεί να γίνει πολύ μεγάλη, ωστόσο η ικανότητα αυτή, συμβατικά δοσμένη, δεν αίρεται. Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι κομίζουν και θεσμοθετούν μία πραχτική ζωής που διαστρέφει σημαντικά το πραγματικό νόημά της εξαπλώνοντας ένα φονικό ναρκισσισμό και δομώντας κοινωνίες, απότοκα φαντασιωτικών στρεβλώσεων σαν και αυτές που φέρει ο αμερικάνικος κινηματογράφος του συρμού.

Για να το εξηγήσουμε λίγο καλύτερα: Οι άνθρωποι τείνουμε να αναπαραγάγουμε έξω μας ότι ακριβώς έχουμε μέσα μας. Ο μακρόκοσμος εκτείνεται και δομείται από τις υπαγορεύσεις του μικρόκοσμου, μέσα από τη δημιουργική προσαρμογή του ψυχικού και νοητικού μηχανισμού. Συχνότατα ψευτοπαρακολουθώντας τις αμερικάνικες ταινίες του συρμού με τα πιράνχας, τους τρομοκράτες, τους καρχαρίες, τα φονικά χταπόδια αλλά και τους ιδανικούς έρωτες (τα άκρα πάντα κάνουνε τον περίπατο τους μαζί...) αναρωτιέμαι: Είναι αυτή η αισθητική μία ψυχολογική και οικονομική αξιοποίηση της ευρύτερης πολιτικής πράξης ή και ταυτόχρονα μία εκβολή της υποκρυπτόμενης δομής του αμερικάνικου ψυχισμού, που ως πολιτική αξιοποίηση είναι τέτοια ακριβώς γι αυτό; Για να στοιχεί δηλαδή παράλληλα και στις ανάγκες του μέσου αμερικάνικου ψυχισμού δομημένου σταδιακά μέσω των αμφίδρομων και αναδραστικών μηχανισμών που διενεργούνται μεταξύ τέτοιου είδους μεταβλητών (ψυχισμός-πολιτική αιτιότητα και διαπλοκή). Οι άνθρωποι δηλαδή ρέπουμε στο να καθιστάμε τα μέσα μας έξω μας, και όταν αυτά υπόκεινται σε φαντασιωτικές διαστροφές, το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός κίβδηλου και ακριβώς διά τούτο επικίνδυνου κόσμου που υποβαστάζεται από τα απατηλά και σαρκοβόρα δοκάρια του άκρατου ναρκισσισμού.

Εδώ ακριβώς έγκειται διαχρονικά η λειτουργία των κοινωνιών μέσα στις οποίες ζούμε και γι’ αυτό  ακριβώς έχουν προκαλέσει και εγκαθιδρύσει τον μαρασμό, τη συντριβή και τον βασανισμό των ανθρώπων, που όταν η εξουσία περάσει στα χέρια τους, γίνονται σε υψηλό βαθμό φορείς των ίδιων πραχτικών. Στην κατάχρηση ουσιών έχουμε μία ενδοβολή του μίσους και οι επιπτώσεις του αναφέρονται κυρίως στο ίδιο το άτομο. Στους κοινωνικούς εθισμούς έχουμε μία εκβολή, διαπραγμάτευση και επένδυσή του στα αντικείμενα. Γι αυτό και στην πρώτη περίπτωση η συμφορά αφορά κυρίως στο ίδιο το άτομο και φέρει το χαρακτήρα πιότερο της στατικής νόσου, ενώ στη δεύτερη εξαπλώνεται στα αντικείμενα και φέρει τον χαρακτήρα της μετεξελισσόμενης πανδημίας. Και αυτό ακριβώς συνιστά τον τρίτο διαφοροποιητικό παράγοντα μεταξύ των δύο τύπων εθισμών. Ο βαθμός δηλαδή εσωστρέφειας ή εξωστρέφειας που τους χειραγωγεί.

Από καιρό παραδέχομαι ότι οι εξελίξεις στα πράγματα προέρχονται από τη δημιουργική αξιοποίηση του ελλείμματος. Και εμμένω σ’ αυτή τη θέση έχοντας ορίσει ότι η αντίληψη του «Ιδανικού» και άρα του «Ενός» είναι φενάκη, λογική πλάνη και ψυχική άμυνα. Μια τέτοια αντίληψη καθόλου δεν αντιστρατεύεται τις ακριβώς παραπάνω θεωρήσεις όπου κυρίως ομολογώ ότι το έλλειμμα αυτών των περιπτώσεων προκαλεί τη συμφορά. Ασφαλώς και δεν ισχυρίζομαι ότι κάθε στοιχείο της ανθρώπινης ψυχολογίας αλλά και των κοινωνιών που διαμορφώνουν είναι παθολογικό, αφού κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται από την εμπειρία, είναι παράλληλα αδύνατο και αντιτίθεται στην παραπάνω φιλοσοφία του «Ενός». Όμως ισχυρίζομαι ότι η ισχυρά και εντεινόμενα ελλειμματική διαχείριση των προκλήσεων της ζωής και η σημαντική απουσία αυτεπίγνωσης λόγω έλλειψης κάποιου έστω εσωτερικού θάρρους, αναπαράγουν καταστάσεις που συναλλάσσονται ανάμεσα στα διαφορετικά είδη εθισμών.

Το γιατί οι άνθρωποι προστρέχουν σε κάποιους τύπους εθισμού και όχι σε άλλους ή και εναλλαχτικά μεταπηδούν ενίοτε από τον ένα στον άλλο, αυτό είναι ζήτημα πολυπαραγοντικό. Παράγοντες πολιτιστικοί, κοινωνικοί, αλλά και ενδοατομικοί, ιδιοσυγκρασιακοί, εξίσου και άλλοι που αναφέρονται στην ψυχική ετοιμότητα ή που εδράζονται στο χώρο της γονεϊκής συμπεριφοράς και της ανατροφής συμπλέκονται μεταξύ τους διομορφώνοντας το πλέγμα των εθισμών του εκάστοτε ανθρώπου, χωρίς ασφαλώς να υπονοώ ότι μια τέτοια κατάσταση είναι αναπόδραστη για κάθε ανθρώπινο ον. Υποθέτω επιπλέον ότι όπου οι οικονομικοί και πολιτικοί όροι άσκησης της εξουσίας εξυπηρετούνται ευχερέστερα με τη διάδοση αλλά και την προπαγάνδιση συγκεκριμένων τύπων εθισμών, αυτοί τελικά προωθούνται και υιοθετούνται στις κοινωνίες των ανθρώπων.

Προσωπικώς απέχω μακράν από το να πιστεύω και να αισθάνομαι ότι η συμφορά είναι δοσμένη, δεδομένη και μοιραία γιατί τότε ο λόγος μου ετούτος θα υπολείπονταν νοήματος και λογικής. Θεωρώ κυρίως ότι στο χώρο της ύπαρξης ακόμη και τούτη αυτή έχει τη θέση της αν τη αναγνώσουμε σαν τη μεταφορά της "παλίρροιας και της άμπωτης της ζωής" που ακόμη και αν λίγο κάποτε μας εξυπηρετεί, προκύπτει από την διαδικασία αυτορρύθμισης των πραγμάτων της ζωής. Όσο ελλειματικότερους για τα συμφέροντά μας χειρισμούς πραγματοποιούμε και όσο περισσότερο μυωπική ανάγνωση της πραγματικότητας πετυχαίνουμε, τόσο περισσότερο θα εγκαταλείπουμε τη διευθέτησή των προκλήσεων και των πραγμάτων της ζωής στην αισθητική της φύσης.

...΄Αραγε το θέλουμε πάντα κάτι τέτοιο;...

...Γιατί τα πράγματα είναι, κατ’ εμέ, κυρίως θέμα γούστου και όχι ηθικής...

Καλή σας συνέχεια. Σύντομα ξανά κοντά σας!


© 2013 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')