Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

ΣΕΞ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

                                                          (Μία κατάσταση ΠΠ...)
 
           Στις μεγαλόσχημες συζητήσεις μας της ψυχολογίας, με τους ομοτράπεζους σ’ ένα καφενεδάκι ή σ’ ένα ουζερί στην Πλάκα, καθώς ανακαλούμε και εισάγουμε στην απογευματινή θεματολογία τα διαλαμβανόμενα της «ψυχανάλυσης», σε δύο πράγματα ασφαλώς εκτοξεύεται το μυαλό μας: Στον FREUD!… και που αλλού ασφαλώς…;
…στο ΣΕΞ!…
 
            Η ανάλυση των συνδέσεων αυτών είναι περιττή, καθώς οποιονδήποτε ψυχολογικό λίθο και αν σηκώσεις θά βρεις από κάτω του να έχει εγγεγραμμένα αυτά ακριβώς τα δύο. Εδώ όμως θα επιχειρήσουμε μία διαφορετική σύνδεση που θα μας εισαγάγει λίγο στο χώρο και στα διεδρικώς μορφούμενα σχήματα «μιας κάποιας ψυχαναλυτικής ή προσιδιάζουσας διαπλαστικής  διαδικασίας, υπό το… Βλέμμα και το Αίσθημα… και εν τέλει… την ψυχονοητική σκέπη και μέσα στην κατισχύουσα αγκάλη του αναλυτή».
 
            Αν θα θέλαμε να δώσουμε μια θεωρητική και μάλλον επιστημονική διάσταση στη συζήτησή μας, θα μιλάγαμε οπωσδήποτε για τις διαδικασίες της «μεταβίβασης & αντιμεταβίβασης», αλλά εδώ ουδόλως περιλαμβάνεται στους στόχους μας να παράσχουμε την όποια ενημερότητα γύρω από τις εννοιολογήσεις της ψυχαναλυτικής θεωρίας, χωρίς αναμφιβόλως να ξεφεύγουμε από το πλαίσιο αυτό. Απλά θα εστιάσουμε λίγο σε συγκεκριμένα ψυχοσυναισθηματικά διακινούμενα πάνω στη γέφυρα της «αποστασιοποίησης» μεταξύ του θεραπευομένου και του αναλυτή του.
 
            Το ψυχαναλυτικό θεραπευτικό σκηνικό έχει κάτι από το διδακτικό / εκπαιδευτικό σκηνικό και για να εξειδικεύσουμε, μία μορφοπλαστική διάσταση «πλατωνικής υφής», η οποία είναι σαφέστατα πρόδηλη μέσα στο τελευταίο διαδραστικό πεδίο, από την οποία όμως δεν απουσιάζει καθόλου (απεναντίας…) η ατομική πορεία, η ατομική επιλογή και η προσωπική διευθέτηση των δεδομένων. Καρπούται όμως κάτι παραπάνω από τη μονοσήμαντη συνεισφορά του θεραπευτή, καθώς η μετοχή του εισαγάγει, μέσα από τις πύλες της θεραπευτικής διαδικασίας, ως προσκεκλημένο, την ολότητα του αναγορεύοντάς τον, πολύ συχνά, σε «βασίλισσα μέλισσα, αλλά ταυτόχρονα και σε φιλελεύθερο διαμορφωτή των συναισθηματικών και γνωστικών (ασφαλώς) στοιχείων της διαδικασίας».
 
 Μία τέτοια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση μπορεί μεν να προκύπτει, ψυχοερμηνευτικά και ασύνειδα, από τις θεωρητικές τοποθετήσεις της ψυχαναλυτικής σχολής και από μία, κατά τη γνώμη μου, ταύτιση με την εγωστρεφή προσωπικότητα του ΠαΤέΡα της ψυχανάλυσης, δεν παύει όμως να φέρει μέσα της την αισθητική και το προσωπικό και ιδιάζον γούστο μίας πλευράς της ψυχικής εκδήλωσης του αναλυτή. Ήτοι: Οι αναλυτές, όσο και αν εμμένουν στη μη μετοχή τους, στην αποστασιοποιημένη τοποθέτησή τους μέσα στη θεραπευτική διαδικασία, δεν κάνουν άλλο τι παρά να μετέχουν ψυχογνωστικά και προσωπικά και άρα κατευθυντικά σ’ αυτήν, φέροντας ξεκάθαρα τη Βούλησή Τους μέσα σ’ ένα περιβάλλον κηδεμονικού τύπου, χωρίς διόλου κάτι τέτοιο να ετικετογραφείται αυθωρί ως χειραγωγική και απρόσφορη θεραπευτική πραχτική. Τα πάντα εξαρτώνται από την αναλυτική μαεστρία, ώστε να ξεδιπλωθούν και να ολοκληρωθούν οι μεταβιβαστικές διαδικασίες, που η θεωρία υπερασπίζεται.
 
            Τι συμβαίνει όμως τώρα από την πλευρά του αναλυτή μιας και αυτό είναι το θέμα μας;
            Η ψυχαναλυτική διαδικασία αποτελεί, κατ’ εμέ, την κορωνίδα της θεραπευτικής διαδικασίας στην ψυχολογία, όσο και αν οι παπαγαλίστικες ροπές μας στα αμερικάνικα πρότυπα έχουν εντάξει, ως κυρίαρχες, τις συμπεριφορικές και γνωσιακές προσεγγίσεις στα ελληνικά πανεπιστήμια. Απαιτεί μία βαθύτατη και πολύχρονη ενδοσκοπική διαχείριση που κάποτε μπορεί να προκαλέσει την οδύνη και συχνά την αυτοαναίρεση του αναλυόμενου, ανάγκη που εξυπηρετεί το όραμα της σταδιακής εσωτερικής αναδόμησης υπό ένα καθεστώς όμως εσωτερικής πολυφωνίας, έξω από την προσχηματικότητα και την ενοχική αυτοαπόρριψη του εαυτού. Η πραγματικότητα μας λέει ότι μία τέτοια διαδικασία είναι αδύνατο να διαμορφωθεί ξέχωρα από τη συνδρομή και την ουσιαστική μετοχή ενός μαέστρου της ψυχολογικής θεωρίας. Η μαεστρία όμως αυτού δεν εξασφαλίζεται μόνο από τη θεωρητική τοποθέτηση και τις έμπροσθεν διανοίξεις που αυτή δύναται να προσφέρει, αλλά πιότερο μάλλον από την ικανότητα του να καταβιβάζεται συνοδοιπορικά και με ταξιδιάρικη διάθεση στην εσωτερική δεξαμενή του αναλυομένου.
 
Φαντάζεστε λοιπόν ότι κάτι τέτοιο είναι εύκολο;…
 
Ουδόλως… θα απαντούσα
 
Όσο ακριβώς προβάλλει αντιστάσεις ο αναλυόμενος, άλλο τόσο προβάλει αντιστάσεις και ο αναλυτής
 
            Η μέθεξη του θεραπευτή αποτελεί κάπου κάπου μία εξάρχουσα και πάντοτε μία σημαίνουσα και ολομέτοχη είσδυση στον χώρο του υποκειμένου. Συνεπώς: Μία προσωπική προετοιμασία στο ακέραιο είναι, κατά τα φαινόμενα, εντελώς απαιτητή, προκειμένου να υποβασταχθεί το βάρος όχι μόνο και τόσο του θεραπευομένου αλλά κυρίως του ίδιου του αναλυτή που είναι αναγκασμένος να προαχθεί παρελαύνοντας ενίοτε και δυστυχώς πάνω από τον ίδιο του το δαίμονα, που εγείρεται κάτω από το βάρος των αντιμεταβιβαστικών πιέσεων της θεραπευτικής διαδικασίας.
 
            Σε τι όμως συνίστανται αυτές οι αντιμεταβιβαστικές πιέσεις;
Όπως ο αναλυόμενος φέρει στη θεραπευτική διαδικασία και μέσα στον αναλυτικό οίκο τις αποσκευές και οπωσδήποτε τα βασικά φορτία και τα βαρίδια ενός συνεχούς διαμειβόμενων με τις πρωτοσήμαντες και τις εν εξελίξει, σημαίνουσες συναλλαγές, από τις ατομικές του καταβολές, διαμορφώνοντας τις επενδύσεις και τους αντικατοπτρισμούς του πάνω και μέσα στο σώμα του αναλυτή του, έτσι και ο τελευταίος φέρει μέσα στο κύτος της ενδοσκοπικής συνοδοιπόρευσης την ψυχονοητική και σωματική του ολότητα που υποστηρίζεται όχι μόνο από την επαγγελματική του εξάρτυση, αλλά και τα πλείστα διαλαμβανόμενα στον δικό του πλέον εσωτερικό χώρο διαμορφώνοντας έτσι και μέσα από τη συνάρθρωση αυτή το στίγμα της ψυχικής του θέσης και σε διαντίδραση με τη θέση του αναλυομένου. Σε απλά ελληνικά, ο θεραπευόμενος φέρει στην ψυχαναλυτική διαδικασία τις αξιώσεις, τα αιτήματα και τους συσχετισμούς με τα κυρίαρχα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, εναποθέτοντάς τα στην αγκάλη του θεραπευτή, ο οποίος διαντιδρά σ’ αυτά, μέσα από το πλαίσιο των δικών του αιτημάτων, της κυρίαρχης ανάγκης και του δαίμονα που καλείται, αν δεν έχει ήδη ξεγυμνώσει, να επιβληθεί, δυστυχώς, κυριαρχικά και μέσω κηδεμονικής δεσποτείας πάνω του.
 
            Ασφαλώς, τα παραπάνω έσωθεν διαδραματιζόμενα λαμβάνουν χώρα μέσα σ’ ένα οποιοδήποτε ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, αλλά η αξιοποίηση τους στο ψυχαναλυτικό σκηνικό είναι όχι μόνο θεραπευτικώς διαφορετική αλλά και μεταβολίζεται από το θεραπευτή μέσα από τα προσωπικά σημασιολογικά του δεδομένα που ενεπλέκουν: Τα ζητήματα της προσωπικής εκφοράς και ελευθέριας έκφρασης της ψυχής και τις εκδηλώσεις της ιδιόμορφης,  εξ’ αυτών  απορρέουσας, σεξουαλικότητας καταβυθίζοντάς τον μέσα σ’ ένα διαμορφούμενο πλαίσιο, άλλοτε ασφαλούς αποστασιοποίησης, που εξυπηρετεί μία απομακρυσμένη συναισθηματική επαφή, πράγμα που άλλωστε είναι και το ζητούμενο και άλλοτε απλά  και μόνο ασφαλείας, που είναι ένα δεύτερο ζητούμενο και αίτημα του ψυχαναλυτή. Ο στόχος που εξυπηρετείται αφορά στην πραγμάτωση, σε πραγματικό χρόνο, της σεξουαλικοποιημένης φαντασίωσης. Μιας φαντασίωσης που έχει ήδη, χρόνια προκύψει από την εξελισσόμενη και ξεδιπλούμενη απεμπόληση και συνεπακόλουθα την άρνηση, αν όχι και την αδικοπραγία, που αγγίζει συχνά και τα όρια του εγκλήματος, ενάντια στον εαυτό εκμεταλλευόμενη ναρκισσιστικά τα  διάφορα Εξουσιαστικά Όργανα της διαδικασίας για την πραγμάτωσή της. Αυτή ακριβώς η επίθεση και η καθημερινή πραγμάτωση της θανάτωσης μέσα από το ειδικό πλαίσιο βιωμάτων και εξαρτήσεων του εκάστοτε αναλυτή διαμορφώνει την προσωπική του υποταγή στη θεραπευτική διαδικασία και την σχετιζόμενη με αυτή απόκριση και απάντηση στα αιτήματα που καταθέτει ο θεραπευόμενος.
Καθώς λοιπόν οι αναλυτές απολήγουν, μετά απ’ όλα αυτά, στο ν’ απειλούνται από το θάνατο, σεξουαλικοποιούν, με ποικίλους τρόπους και συμβολικά συνήθως, τις σχέσεις τους με τους θεραπευομένους, οι άπειροι σ’ έναν περισσότερο πραγματικό χρόνο, οι έμπειροι σ’ έναν φαντασιακό χώρο και οι… πληχτικοί; σ’ ένα μετωνυμικό πεδίο δράσης, μέσα από την έμμονη διαχείριση και ερμηνεία των ζητημάτων της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης, τα οποία πραγματεύονται καταχρηστικώς και ταυτιζόμενοι υποταχτικά και μαζοχιστικά στον ΠαΤέΡα της ψυχανάλυσης, εκπληρώνοντας γι’ αυτόν ένα ελάχιστα τιμητικό χρέος, που αντικαθιστά την επιβεβλημένη και ολότελα απαιτητή εξελιχτική προσέγγιση της θεωρίας.
 
 Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω απέχουν έτη φωτός από το να επιδιώκουν να στιγματίσουν τους ψυχοθεραπευτές συλλήβδην και οπωσδήποτε όχι περισσότερο από οιονδήποτε επαγγελματία οποιουδήποτε χώρου, που εκπληρώνει το ρόλο του έξω από τα πλαίσια της όποιας δεοντολογίας ή νομιμότητας. Ο στόχος έγκειται στο ν’ αναδειχθεί μία (κατά την αντίληψή μου) καταβολή και μια πιθανή εκβολή της θεραπευτικής σχέσης, οριζόμενη κυρίως από τις εσωτερικές επιταγές του αναλυτή, που δεν έχει ολοκληρώσει το προσωπικό του ψυχαναλυτικό δρομολόγιο ή έχει ολιγωρήσει στην επαναδιευθέτηση των δεδομένων του, όπως αυτή η ανάγκη προκύπτει από τα ατέρμονα διαφοροποιούμενα αντικείμενα της εσωτερικής του ζωής και της ζωής γενικότερα.
 
Η αλήθεια είναι πως έχω καταλήξει να υποθέτω πως η ψυχαναλυτική θεραπευτική εμπεριέχει κάποιο στοιχείο κηδεμονικής, αν και αποστασιοποιημένης καθοδήγησης (αυτό το τελευταίο ίσως και λίγο για να κρύψει το πρώτο της «ψεγάδι»), που άλλωστε προκύπτει και από τη θεωρία, με την αξιοποίηση της μεταβιβαστικής λειτουργίας, εξίσου και την αυστηρή δόμηση των εννοιών που τη συστήνουν και στην οποία υποβάλλονται, δίχως άλλο, οι αναλυόμενοι, χωρίς βέβαια μια τέτοια τοποθέτηση να καταλογογραφείται στις αλυσιτελείς ή μη νόμιμες πραχτικές. Απεναντίας! Ένας έντεχνος χειρισμός μπορεί ν’ αποβεί σωτήριος για το θεραπευόμενο, ειδικά εκείνον που έχει κλειδωθεί και αγκιστρωθεί, από παντού, μέσα στα δίχτυα μιας κάποιας εκτεταμένης ψυχοπαθολογίας.
 
Ταυτόχρονα όμως η θεραπευτική αυτή ελκύει και επαγγελματίες, που αρέσκονται στο να εκπληρώνουν έναν... πλατωνικό, κατευθυντικό και ιδιαζόντως ναρκισσιστικό ψυχοθεραπευτικό ρόλο οδηγώντας σε παραδείγματα, όπως:
 
Μία φαντασιωτική εισδοχή του Αναλυτή στο ΥπερΔιεγερμένο «Είναι (Του)», το οποίο βιώνει (επιζήτητα αφοπλισμένο) την ελευθερία του, μέσα στην ηδονική αγκαλιά της ψυχοθεραπευτικής ή άλλης σχετικά συμβολοποιημένης διαδικασίας, καταπίνοντας λιμπιστικά τη λαγνεία και βιώνοντας το μεγαλείο ενός όμορφου και δυνατού Εγώ, που δεν έχει ανάγκη από κανένα κοινωνικό πρόσχημα και οποιαδήποτε σχετική, πληχτική, ανυπόφορη και χωρίς νόημα εξάρτυση, παρά μόνο το πρόκριμα της υπερέχουσας θέσης και του γλυκού γλειψίματος της εξουσίας...
 
...Ακόμη και όταν σε κοιτάει ανήσυχος και λάγνα μέσα στα μάτια ρωτώντας γεμάτος απορία... Τι Μου Κάνεις:...
 
...Αυτό που αποζητάει είναι μια χειραγωγική και ναρκισσιστική αντανάκλαση του ευατού του μέσα απ' το σώμα σου και ένα φιλόστοργο καθρέφτισμα της θεσπέσιας όψης του στα μάτια σου...
 
Σε πλείστους «χώρους», που μπορούν να εξυπηρετήσουν την εσώτερη αυτοέκφραση του ανθρώπου, όποια και αν είναι αυτή, όταν υφίσταται ένα σημαντικό ατομικό έλλειμμα, τούτο τείνει να αντλήσει τις υποκαταστάσεις του χρησιμοποιώντας ναρκισσιστικά αντικείμενα, που στρατολογούνται από τον εγερθέντα, δια τούτο, ψυχικό μηχανισμό, προκειμένου να διατηρηθεί ένα είδος ψυχικής «ομοιοστασίας». Και στις φυσικές διαδικασίες υπάρχει, κατά πως βλέπω, κίνηση προς τα πάνω ή κίνηση προς τα κάτω, κίνηση προς τα μπρος ή κίνηση προς τα πίσω. Κάποιο είδος κίνησης δηλαδή που δύναται να ερμηνευτεί, σύμφωνα με το προσωπικό γούστο και αισθητική,  με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Το απολύτως φανερό, κατά τη γνώμη μου, είναι πως δεν υπάρχει ακινησία και όταν ενίοτε αντιλαμβανόμαστε κάτι τέτοιο, αυτό είναι απλά φαινομενικό.
 
 Υπό ευνοϊκές συνθήκες λοιπόν, οι άνθρωποι δεν επιλέγουμε τυχαία τα επαγγέλματά μας, αλλά εκείνα που θα θέσουν σε πρώτο πλάνο το μοτίβο και περαιτέρω το Δαίμονα τον οποίο γεννάει το έλλειμμα της ζωής μας. Μέσα από κάποιο είδος ανθρωπιστικής, κοινωνικής, θεραπευτικής, εκπαιδευτικής, ή άλλης, γύρω από έναν τέτοιο πυρήνα, δράσης, ο άνθρωπος μπορεί όχι μόνο να πραγματώνει δημιουργικά την ύπαρξή του, αλλά και να ισχυροποιεί τη θέση του, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα ένα «σεξουαλικά συμβολοποιημένο Θέλω», που μπορεί να λάβει το χαρακτήρα της εμμονής οδηγώντας στην απόδραση από τους νόμιμους εθισμούς και το πέρασμα στους παράνομους και μία «αντίσταση» στις κοινωνικές υπαγωγές, που έχουν δομηθεί μέσα στο πλαίσιο της ζωής του για να εξυπηρετήσουν τα ελλείμματά του.
 
Έτσι, το ανθρωπιστικό έργο, που οφείλει να αναζητάει τα αντικείμένά του στο χώρο έξω από τον εαυτό, σημασιοδοτώντας κατόπιν τα σχετικά επιτεύγματα, απολήγει στο πλαίσιο εκείνο που θα εξυπηρετήσει την προσωπική χρεία, υποβαθμιζόμενο σε ατελέσφορο και κακορίζικο όργανο προσωπικής ψυχοθεραπείας με αποτελέσματα αρνητικά.
 
Για να μην παρεκκλίνουμε όμως από την εξ’ αρχής ορισθείσα μας περπατησιά, όλα τα παραπάνω λέγονται για να ρίξουν κάποιο ελάχιστο φως σε διαδικασίες και διαλαμβανόμενα μέσα στο πολύπλοκο και πολυποίκιλτο ψυχοθεραπευτικό τοπίο, αναδείχνοντας εξίσου τις δύσκολες και άλλοτε επώδυνες διαδρομές που καλείται να εκτελέσει ένας ψυχοθεραπευτής και ουδόλως αποσκοπούν στο να εξαντλήσουν τα πλείστα θέματα που αφορούν το χώρο της ψυχοθεραπείας. Η αναφορά εδώ στοχεύει εξίσου, έστω και λίγο, να υποδείξει (ομολογουμένως) κάπως με το δάχτυλο πως σκόπιμο και εχέφρον είναι να μην ολιγωρήσει κανείς ν’ ασχοληθεί, μέσα σ’ ένα τέτοιο χώρο, περισσότερο επισταμένα με τα μέσα του.
 
 Το ψυχαναλυτικό ταξίδι είναι πιότερο ένα ανυπολόγιστης αξίας οδυσσεϊκό ταξίδι, του οποίου τα διακείμενα αγγίζουν περισσότερους χώρους, εντός και εκτός του πλαισίου που κάποια στιγμή στο μέλλον ίσως αποπειραθώ να ερμηνεύσω.
 
Για την ώρα θα σας αποχαιρετήσω μ’ ένα ποίημα του Πάμπλο Νερούδα...
Σας εύχομαι να το απολαύσετε...
 
 
Αργοπεθαίνει
 
 Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
...
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,
που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο,
που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό γεγονός της αναπνοής.
 
© 2013 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')