Μπέρτραντ Ράσελ και το όριο της λογικής : http://socialpolicy.gr/2014/02/%ce%bf-%ce%bc%cf%80%ce%ad%cf%81%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%bd%cf%84-%cf%81%ce%ac%cf%83%ce%b5%ce%bb-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%bf-%cf%8c%cf%81%ce%b9%ce%bf-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba.html
Δύο πράγματα πια με ενδιαφέρει, για άλλη μία φορά, να
καταδείξω:
Αυτή ήταν πάντα και η δική μου θέση και νομίζω πως (αν
κατάλαβα σωστά) η προσέγγισή μου είναι πάνω κάτω ίδια με του Rusell. Συγκεκριμένα, στο παρελθόν έχω
κάνει τον εξής συλλογισμό :
Αν υποθέσουμε ότι υφίσταται κάποια μονάδα, έξω από την οποία
δεν υφίσταται κάτι, τότε έχουμε το εξής πρόβλημα :
Αυτή η «Μοναδική
Μονάδα», εφόσον μπορεί να οριστεί ως «Υπάρχουσα Μονάδα», ως μονάδα δηλαδή
που υφίσταται και γίνεται αντιληπτή, τότε κάπου θα πρέπει και να Κατοικεί.
Δεν νοείται «μονάδα» που να γίνεται αντιληπτή ως υπάρχουσα
και ζώσα, ενώ ταυτόχρονα να μην είναι υπάρχουσα και ζώσα «μέσα σ’ έναν τόπο».
Δεν είναι δηλαδή δυνατόν «Να Υπάρχεις Πουθενά».
Το πρώτο πράγμα λοιπόν που προκύπτει είναι ότι ο τόπος, μέσα
στον οποίο αυτή η μονάδα υπάρχει, είναι ευρύτερος αυτής έστω και απειροελάχιστα. Άρα
η μονάδα αυτή, παύει να είναι μονάδα, εφόσον τοποθετείται μέσα σε κάτι άλλο, εκτός και αν η μονάδα αυτή ταυτίζεται με τον τόπο αυτόν, αλλά αυτό λίγο μας ενδιαφέρει, εξαιτίας του ακριβώς παρακάτω.
Το δεύτερο που προκύπτει είναι πως αν αυτή η μονάδα υπάρχει
μέσα σ’ έναν τόπο και επειδή η έννοια
του τόπου υπονοεί αυτομάτως την έννοια των ορίων (διότι τόπος χωρίς όρια είναι Τόπος
χωρίς Τόπο) τότε αυτομάτως ορίζεται και τουλάχιστον ένας ακόμη τόπος που
είναι έξω από αυτά τα όρια, δηλαδή έξω από αυτόν τον τόπο («το έξω από έναν
τόπο» είναι και αυτό τόπος). Άρα η έννοια της μονάδας αυτής αυτομάτως και
απαρεγκλίτως ακυρώνεται ως έννοια, αφού υπάρχει τουλάχιστον άλλος ένας τόπος
που μέσα του μπορεί να έχει οτιδήποτε ή και μόνον τον εαυτό του.
Άρα «Μονάδα Μοναδική» δεν υπάρχει.
Μία δεύτερη προσέγγιση είναι και η εξής :
Αν υφίσταται μία «Μονάδα
Μοναδική», δηλαδή μία μονάδα έξω από την οποία δεν υπάρχει κάτι, αυτό
σημαίνει πως η μονάδα αυτή γίνεται Αντιληπτή.
Κάτι δηλαδή που υφίσταται, αλλά που δεν μπορεί να γίνει
αντιληπτό, κάτω από οιαδήποτε συνθήκη και από κανέναν, δεν έχει
καν νόημα να μιλάμε γι αυτό. Ή μάλλον δεν μιλάμε καν γι’ αυτό, αλλά για κάτι
άλλο (είτε μιλάμε σωστά είτε λάθος γι' αυτό το άλλο) και δεν το έχουμε καταλάβει. Νομίζουμε δηλαδή πως μιλάμε γι’ αυτό.
Δηλαδή, η πρόταση : «μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι μη
αντιληπτό» ισούται με την φράση : «μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι για το οποίο δεν
μπορούμε να μιλάμε, δηλαδή για κάτι για το οποίο δεν υπάρχει τίποτα, από αυτό,
μέσα στο κεφάλι μας».
Το νόημα αυτής της δεύτερης πρότασης είναι Αδύνατο.
Συνεπώς, κάτι που «Υφίσταται» είναι κάτι που «Αυταπόδεικτα»
γίνεται «Αντιληπτό».
Αν λοιπόν κάτι γίνεται αντιληπτό έχουμε δύο προβλήματα να
λύσουμε :
1. Από ποιον γίνεται αντιληπτό
2. Ως προς τι γίνεται αντιληπτό
Θα ξεκινήσω από το δεύτερο πρόβλημα :
Κάτι που γίνεται αντιληπτό σημαίνει πως έχει κάποιες «Ιδιότητες», βάσει των οποίων
γίνεται αντιληπτό και αναγκαστικά προσδιορίζεται.
Αν όμως αυτό το κάτι διαθέτει κάποιες ιδιότητες, αυτό
σημαίνει πως δεν διαθέτει τις ακριβώς αντίθετες ιδιότητες ή κάποιες άλλες. Άρα
αυτή η «Μοναδική Μονάδα» ως έννοια αυτοακυρώνεται, Καταρρέει, αφού το μοναδικό αυτό αντικείμενο δεν
περιλαμβάνει τα πάντα μέσα του.
Εν συνεχεία, το πρώτο πρόβλημα έχει να κάνει με το «Υποκείμενο» της Θέασης.
Το υποκείμενο λοιπόν αυτό, εφόσον μιλάμε για μία μοναδική μονάδα, δεν μπορεί να
είναι άλλο από την ίδια τη μοναδική μονάδα.
Τα ερωτήματα λοιπόν που ανακύπτουν είναι δύο :
α. Πως γίνεται «Ένα Μοναδικό Υποκείμενο» να
θωρεί «Ένα Μοναδικό Υποκείμενο», αφού Δεν
έχει αντίληψη του εαυτού του, εφόσον δεν υπάρχει έξω-εαυτός. Επίσης πως
γίνεται κάτι να αυτοκοιτιέται όταν δεν μπορεί, μέσα σ’ έναν χώρο, να στρέψει τη
ματιά του πάνω του, αφού δεν υπάρχει (σύμφωνα με τα παραπάνω) ευρύτερος (αυτού)
χώρος.
β. Αν αυτό το κάτι διαθέτει πάνω του ένα
όργανο παρατήρησης, τότε αυτομάτως υποπίπτει στα συνεπαγόμενα του συλλογισμού
περί ιδιοτήτων (βλέπε παραπάνω).
Ας σκεφτούμε το εξής για να το κατανοήσουμε καλύτερα :
Γίνεται «Ένα Μάτι» να κοιτάζει «Αυτό το Ίδιο Μάτι» ;
Σε κείμενα του χώρου αυτού έχω ήδη, αλλά εντελώς περιεκτικά,
συλλογιστεί πάνω σ’ αυτά, πλέον μέσα σ’ ένα ψυχολογικό πλαίσιο, αλλά καταδεικνύοντας
τις φιλοσοφικές βάσεις του αιτήματος για την αναγνώριση του πλουραλισμού. Τα
κείμενα αυτά είναι :
1. 2. ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ
2. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΘΙΣΜΟΥ Ή Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ
ΣΥΜΦΟΡΑΣ
1. Ο ολοκληρωτισμός
είναι κατάσταση «άλογη» και
συνεπώς «ανύπαρκτη». Στο
βαθμό που υφίσταται, γίνεται στο πλαίσιο τοπικών φαινομένων και ως εκφάνσεις
(στιγμιαίες εκρήξεις δηλαδή) των φαντασιώσεων και του συμβολικού χρόνου.
(για την έννοια του συμβολικού
χρόνου, ανατρέξτε εδώ :
2. Οι απόλυτες θέσεις στα ζητήματα της
ψυχολογίας (ο χώρος δηλαδή που μ' ενδιαφέρει, αλλά λογικά και αλλού) πρέπει
να αποφεύγονται, αν μη τι άλλο, πρέπει να εξετάζονται ενδελεχώς και να διατυπώνονται με μεγάλη φειδώ.
Η μόνη απόλυτη θέση που εμένα μου
φαίνεται (γενικότερα) αποδεκτή είναι πως δεν είναι αποδεκτές οι απόλυτες θέσεις.
Τι σημαίνει αυτό ;
Ασφαλώς εδώ δεν αναφέρομαι σε κάποιο
είδος σχετικισμού. Αυτό που περισσότερο ισχυρίζομαι είναι πως τα πράγματα που
λειτουργούν (έτσι όπως λειτουργούν) κατά τρόπο αξιωματικό, έξω δηλαδή από το
πλαίσιο κάποιας ντετερμινιστικής θεώρησης, δεν πρέπει να είναι και πολλά. Μάλιστα
κάποια από αυτά είναι φαινομενικά απόλυτα. Δηλαδή το χωροχρονικό εύρος τους
είναι περιορισμένο. Η βαρύτητα επί παραδείγατι, είναι ένα φαινόμενο που στο
παρελθόν φαινόταν πως ισχύει καθολικά. Όσο όμως διευρύναμε τη γνώση μας για τον
κόσμο, σιγά σιγά διαπιστώσαμε πως το
φαινόμενο αυτό παραμετροποιείται.
Ίσως υπάρχει και μια δεύτερη απόλυτη
θέση. Οι αναγωγές που κάνουμε από τα μαθηματικά στην αστροφυσική (μπορεί και το
αντίθετο, δεν ξέρω), την φιλοσοφία (που εμπεριέχει όλες τις επιστήμες), τις
κοινωνικές επιστήμες και αλλού αποδεικνύουν το εξής :
Η γνώση μπορεί μεν να τεμαχίζεται, για μεθοδολογικούς λόγους, σε ταξινομικά συστήματα (επιστήμες), ώστε να γίνεται αναλύσιμη, ερμηνεύσιμη και κατανοητή, αλλά αυτό δεν ακυρώνει τον ενωτικό της χαρακτήρα. Ήτοι :
Η γνώση μπορεί μεν να τεμαχίζεται, για μεθοδολογικούς λόγους, σε ταξινομικά συστήματα (επιστήμες), ώστε να γίνεται αναλύσιμη, ερμηνεύσιμη και κατανοητή, αλλά αυτό δεν ακυρώνει τον ενωτικό της χαρακτήρα. Ήτοι :
«Η γνώση είναι ενιαία». Οι οπτικές
διαφέρουν ...
Να
‘στε καλά !
© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')