Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΟΤΑΝ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΥΣ... Θ’ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΣΟΥ

 (...Η Ιστορία)
Φαίνεται πως στον τόπο μας τουλάχιστον, εδώ και μάλλον αρκετές δεκαετίες, η καθημερινή γλώσσα αντικατοπτρίζει μίαν αντίληψη και μία υποδηλούμενη ψυχική θέση, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ένα είδος κατολίσθησης της εσωτερικής ποιότητας. Θα πει βέβαια κανείς : «Τούτο συνιστά μία καινοφανή εξέλιξη ή μήπως αυτή η έκπτωση της εσωτερικής ποιότητας -η οποία σήμερα αντικατοπτρίζεται περισσότερο απ’ ότι στο παρελθόν στον καθημερινό μας λόγο- επήλθε προοδευτικά, στην πάροδο πολύ περισσότερων δεκαετιών, ενώ έως τώρα απλά υποκρύπτονταν κάτω από τα υποκριτικά ενδύματα της καλλιέπειας και της ωραιολογίας; Διόλου απίθανο.
Η δυνατότητά μου να εξετάσω την όποια πιθανή ιστορική διάσταση του πράγματος είναι τελείως περιορισμένη, παρόλα αυτά κάποιες πρώτες σκέψεις δεν είναι καθόλου απαγορευμένες. Είμαι της γνώμης πως η διακοπή της ιστορικής συνέχειας, που προκαλείται από τη βίαιη προσάρτηση ενός κράτους και μάλιστα ενός σημαντικού ιστορικού τόπου σε ετέρες δυνάμεις, η πολιτιστική κατοχή και η βίαιη υπαγωγή του στο πολιτισμικό πλαίσιο, τους θεσμούς και την κουλτούρα του καταχτητή και τέλος ή ίδια η ιμπεριαλιστική και βίαιη συμπεριφορά, την οποία υφίσταται ο καταχτημένος, καθώς επίσης και οι προσπάθειες του ν’ αντεπεξέλθει περαιτέρω στους όρους που επιβάλει ο καταχτητής, ίσως όλα τούτα λοιπόν μας παρέχουν επιγραμματικά, έστω «κάτι», από την ιστορική πλευρά και συνιστώσα του όλου θέματος.
Στο πλαίσιο της ακριβώς πιο πάνω θεώρησης, γύρω από το ζήτημα της κατοχής και της ιμπεριαλιστικής πραχτικής, πρέπει να θέσουμε και το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης, όποιας μορφής. Η έννοια αυτή καθώς έχει διαστραφεί ως προς το περιεχόμενο, που θα ήταν σκόπιμο να της αναλογεί, περιγράφει τελικά την υπαγωγή των ελεύθερων εθνών στην κηδεμονία και ακόμη παραπάνω, τη δεσποτεία ισχυρών οικονομικά και στρατιωτικά κρατών. Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν αφενός εξυπηρετείται από τις καθαρά στρατιωτικές ιμπεριαλιστικές τακτικές, ταυτόχρονα δε αμβλύνει τους ιστορικούς και πολιτισμούς δεσμούς εσωτερικής συνοχής ενός τόπου προετοιμάζοντας, στο πλαίσιο της ευαλωτότητάς του, την κατάχτησή του από τον ισχυρό.
Η «Ελλάδα» τώρα, στη μακραίωνη ιστορική πορεία της, πέρασε εναλλαχτικά στα χέρια περισσότερων καταχτητών, για τουλάχιστον έξι αιώνες (αν δεν υπολογίσουμε τα προηγούμενα), χωρίς επιπλέον να έχει δημιουργηθεί καμία πραγματική προϋπόθεση ανάκαμψης μετά την περίοδο αυτή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (απ’ όσο θυμάμαι) χαρακτηρίζονταν από ένα δαιδαλώδες γραφειοκρατικό σύστημα και σύστημα ιδιοκτησίας και από μία βάρβαρη και ληστρική συμπεριφορά, ως προς την επιβολή φόρων, ώστε έγινε ανάγκη και αξία των καταχτημένων, αφενός να περιέρχονται στην προστασία ελλήνων ηγετών που διαπραγματεύονταν και διαβουλεύονταν με τους Τούρκους άρχοντες και αφετέρου να τους εξαπατούν, με σκοπό να αποφύγουν, όσο περισσότερο γίνεται, τις δυσβάσταχτες φορολογικές επιβαρύνσεις.
Με μία πρόχειρη ματιά, αυτό που κάπως φτάνει στα μάτια μας είναι πως στον ιστορικό μας τόπο, η ανάπτυξη αξιών ρουσφετολογίας, πατρωνίας, χρηματισμού, νεποτισμού και φοροδιαφυγής συνταιριάζει και συμπορεύεται με την εκκόλαψη αισθημάτων ευαλωτότητας και καταρράκωσης της εθνικής υπερηφάνειας και της ατομικής αξίας, οι οποίες λογικά θα είχαν ήδη δεχτεί ισχυρά πλήγματα μετά την πρώτη πτώση της πόλης (το 1204μχ) από τους Φράγκους. Από τη μια λοιπόν έχουμε τη βία του καταχτητή και την ασφυκτική ομηρία κάτω από τη βάναυση και αιμοδιψή σπάθη του και από τη άλλη την επιδείνωση (ίσως;), έως και την αλλοτρίωση της συμπεριφοράς του υποταγμένου για την αναζήτηση διεξόδων και εναλλακτικών επιβίωσης.
Στην επιστήμη της ψυχολογίας, μία συμπεριφορά που έχει τεθεί στους ειδικούς ψυχικής υγείας προς μελέτη, είναι εκείνη «της ταύτισης του θύματος με το θύτη» και η οποία, στον ευρύτερο χώρο της ψυχολογίας, τιτλοφορείται ως «σύνδρομο της Στοκχόλμης». Η κεντρική ιδέα προς επεξεργασία είναι πως άνθρωποι, που έχουν υποστεί ομηρία και συστηματική βία από απαγωγείς, συνδέονται συναισθηματικά με τους «βιαστές» τους και περαιτέρω ταυτίζονται αξιακά διαμορφώνοντας δε και ακραιφνή ερωτικά συναισθήματα γι’ αυτούς, προκειμένου να επιβιώσουν ψυχικά και σωματικά.
Βάση του ακριβώς παραπάνω, αποσκοπούμε όχι ασφαλώς στο να παρέχουμε μία μονοδιάστατη ερμηνεία της εξέλιξης της ελληνικής ιστορίας, της ποιότητας και της κουλτούρας της, αλλά να αποκτήσουμε κάποια έστω εικόνα, για μία, από το σύνολο των δυνατών οπτικών, γύρω από ένα πολυσύνθετο και πολυπαραγοντικό ζήτημα, σαν αυτό. 
(...Η γλώσσα)
Η γλώσσα είναι ένα ζωντανό, δυναμικό και συλλογικό ον και ως εκ τούτου αντικατοπτρίζει, στη γλωσσική της χρήση και τα σημαινόμενά της, τα βιωματικά και γνωστικά μας δεδομένα, στη διαχρονική τους πορεία, αλλά και στην έκαστη συγχρονική τους έκφανση. Ως εκ τούτου, αντανακλά την εσωτερική μας ποιότητα και προφανώς την ποιότητα της ζωής μας, ως άτομα και ως λαός.
Έχω την αίσθηση πως με την πάροδο του χρόνου, η «γλωσσική χρήση» περισσότερο, παρά η ίδια η γλώσσα αντανακλά μία σταδιακή έκπτωση στη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά των ελλήνων των τελευταίων δεκαετιών. Η καθημερινή γλώσσα, με το συγκείμενο και τα εξωγλωσσικά συμφραζόμενα εξακολουθεί να απόλλυται τα ενδύματα της ευπρέπειας, που δεν αντικατοπτρίζουν υποχρεωτικά μία ψευδεπίγραφη ευγένεια, αλλά συνηγορούν στη δημιουργία και τη διασφάλιση των λειτουργικών σχέσεων των ανθρώπων και των συναισθημάτων που γεννώνται και διακινούνται μέσα σ’ ένα κανάλι επικοινωνίας. Και όλα αυτά μπορεί κανείς να τα διαπιστώσει από τον τρόπο που χαιρετάμε και αν χαιρετάμε τον συνάνθρωπο ή τον φίλο, από τον τρόπο που στεκόμαστε στην ουρά, από το πως επιλύουμε ένα πρόβλημα, έναν λεκτικό διαξιφισμό ή διαφωνία ή από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε μία συμπλοκή, όταν παραβιάζεται ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας.
Αν αποφασίσει να κάνει κάποιος μία πραγματικά εξεταστική βόλτα στα κανάλια της τηλεόρασης, είναι πολύ πιθανό να νιώσει πως πλατσουρίζει σε βοθρόλακκο. Από τις εκπομπές της πρωινής και μεσημεριανής ζώνης, μέχρι τις «χιουμοριστικές» σειρές και αδιαμφισβήτητα τις ειδήσεις. Οι προσβολές μεταξύ των ομιλητών στα τηλεοπτικά παράθυρα, η «κοινωνική κριτική» για την εμφάνιση και ενδυμασία των δημοφιλών προσώπων, οι φωνές, οι προβαλλόμενες βιαιότητες παντοειδούς τύπου, η καμουφλαρισμένη ή απροκάλυπτη σεξιστική προπαγάνδα, η απουσία διακριτικότητας, ευγένειας και κριτικής σκέψης σε ό,τι ξεστομίζεται, διαμορφώνουν το κλίμα της συμπεριφοράς και το πλαίσιο αναφοράς του πολίτη, που φέρει, ακόμη και διαγενεακά (σύμφωνα με τα παραπάνω ρηθέντα), μέσα του, μία απαξιωτική αυτοεικόνα. Όμως το κλίμα αυτό δεν διδάσκει απλά τους πολίτες να συμπεριφέρονται αγενώς και μειωτικά για τους εαυτούς τους, αλλά προσφέρει δε και το δοχείο της ψυχικής εκτόνωσης, που αργότερα θα μπει στην υπηρεσία της εκπαίδευσης, ώστε ο φαύλος κύκλος να συνεχιστεί.
Η καθημερινή γλώσσα φέρνει στο φως, αλλά και αναπαράγει άδηλα στοιχεία ρατσισμού. Καθώς βέβαια διαθέτει δημιουργική συνεισφορά στο πλαίσιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς και κουλτούρας, επαναπραγματεύεται και δίδει νέα οντότητα στο προϋπάρχον ψυχικό υλικό. Ο προσβλητικός, ο ειρωνικός, ο δηκτικός, ο επιθετικός λόγος είναι παράλληλα ρατσιστικός λόγος, καθόσον λογοκρίνει την ανθρώπινη έκφραση και υφαρπάζει ή αποπειράται να υπεξαιρέσει, από την επικοινωνία, το δικαίωμα του άλλου να εκφραστεί, κατά το δοκούν, διακόπτοντας έτσι την εξέλιξη μιας κίνησης και μιας ροής. Μία τέτοια κλοπή συνιστά πράξη ρατσισμού, αφού παραβιάζει ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, ακόμη και κατά τρόπο αδιάγνωστο.
(...Ο Πολιτικός)
Οι πολιτικές συμπεριφορές δεν βλέπω να είναι καθόλου τυχαίες. Οι άνθρωποι, στην προσπάθεια ν’ αμυνθούμε και να επιβιώσουμε από την κακομεταχείριση των αφεντάδων μας, καταλήγουμε να τους αγαπούμε. Το κομμάτι της ταυτότητας που απεμπολείται και πετιέται βάναυσα στα σαρκοβόρα, σαν ένα κομμάτι κρέας, αφήνει έναν κατεστραμμένο και κενό χώρο, που θα ρουφάει πάντα τα υποκατάστατα της επούλωσής του. Έτσι, από τη μία έχουμε την ταύτιση με τα ισχυρά πρόσωπα, που φέρουν τα ενθύμια της απωλείας και από την άλλη την αέναη και άλογη επανάληψη του τραύματος της θυματοποίησης (η οποία υποστηρίζεται από το εσωτερικό, ψυχικό καθεστώς του σαδομαζοχισμού), μέχρι ο θάνατος να μας σταματήσει. Όταν πέσει κάποιος μέσα στον λάκκο της αέναης επανάληψης του τραύματος, οι ναρκισσιστικές δυνάμεις που αναπτύσσονται καθιστούν αδύνατη τη θέαση οποιουδήποτε κόσμου, έξω από αυτόν.
Τούτο πιθανά μας φέρνει στο νου το μύθο του σπηλαίου του Πλάτωνα. Η αέναη επανάληψη του τραύματος εγκλωβίζει τη ματιά και την πράξη των ανθρώπων στο χώρο που περιφράζεται και δομείται από τους όρους «της κυριαρχίας του ισχυρού και της υποταγής του αδυνάμου». Αυτοί οι δύο μαθαίνουν να ζουν εκεί μέσα και ο ένας έχει ανάγκη τη λειτουργία του άλλου για να υπάρξει..., σε μία αγάπη νοσηρή που διακινεί ολόκληρα, τσιμεντένια κομμάτια εξουσίας ανάμεσα στους δύο δεσμώτες... «για να πράξω αυτό που μου ζητάς, θα πρέπει και ‘συ να κάνεις για ‘μένα αυτό που απαιτώ...». Σύνηθα, τέτοιες είναι οι σχέσεις με τα στενά πρόσωπα της ζωής μας και αυτές είναι οι σχέσεις των πολιτών τους πολιτικούς τους. Έτσι διαμορφώνεται ένα κλειστό κύκλωμα αμεταβόλιστης μεταφοράς ψυχικού υλικού και εξουσίας που συντηρεί το τραύμα και την ψευδαίσθηση της επιλογής και της ελευθερίας, στη ζωή, η οποία ψευδαίσθηση τροφοδοτείται από τους διάφορους μηχανισμούς προπαγάνδας, άμυνας, αλλά και οικονομικούς μηχανισμούς, που εφευρίσκονται για τη διατήρηση του συστήματος αυτού.
Ο λόγος των πολιτικών έχει πέραση, διότι οι ψηφοφόροι τους λαμβάνουν κάτι από αυτούς. Έτσι οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι, από τη μια να ομιλούν τη γλώσσα των ψηφοφόρων τους και από την άλλη να συνδράμουν στην έκπτωση αυτής της γλώσσας. Γιατί; Διότι στην πρώτη περίπτωση καθιστούν τους εαυτούς τους προσλήψιμους, από τους πολίτες και συνεπώς διευκολύνουν τους μηχανισμούς της ταύτισης, μέσω της οποίας οι ψηφοφόροι θα νιώσουν τον εαυτό του στη θέση του ισχυρού (πολιτικού) και θα λάβουν «κάτι» από την αίγλη, το κύρος και την εξουσία του, ό,τι δηλαδή τους λείπει. Ο ψηφοφόρος, που θα ταυτιστεί με τον πολιτικό, θα τον ψηφίσει κιόλας. Από την άλλη θα καθοδηγήσουν αυτή την γλώσσα στο να προσεγγίσει όσο περισσότερο τον απόπατο. Ο άλογος «Λόγος» είναι χειραγωγούμενος Λόγος καθώς δεν διαθέτει εσωτερικές αντιστάσεις και θέσεις, παρά μόνο ένα άμορφο συναίσθημα, οπότε η εξαρτησιακή σχέση αναβαθμίζεται. Ο άλογος Λόγος αναζητάει ταυτότητα έξω από τον εαυτό. Ο άλογος Λόγος είναι από τη φύση του ή αν θέλετε μετατρέπεται αυτομάτως και απαρεγκλίτως σε ρατσιστικό λόγο, αφού ερείδεται πάνω στο αυτομίσος, που θα προκαλέσει το μίσος εναντίον του άλλου, πράγμα το οποίο συνιστά τη φιλοσοφία και το μέσο της κατοχύρωσης της εξουσίας των άδικων πολιτικών συστημάτων. Τα άδικα πολιτικά συστήματα είναι ρατσιστικά συστήματα, αφού καταστρατηγούν τα δικαιώματα των πολιτών. Ο άλογος Λόγος του μαζοχιζόμενου (αλλά ταυτόχρονα και σαδιστή, ανατρέξτε σε προηγούμενα κείμενά μου για τα ζητήματα του σαδομαζοχισμού), αποζητάει τη διατήρηση του τραύματος, για τη διαφυγή από την ευθύνη της ελευθερίας της πράξης και της σκέψης, η οποία (διαφυγή) εγείρει περαιτέρω την ενοχή, που θα ενισχύσει (σ’ ένα φαύλο κύκλο) την ανάγκη διατήρησης του συστήματος.
«Οι πολίτες και οι πολιτικοί παράγονται ο ένας μέσα από τον άλλον..., για να διατηρήσουν και οι δύο το σύστημα, που περιγράφεται στον Πλατωνικό μύθο του σπηλαιου...»
(...Ο Πολίτης)
Ο πολίτης δεν επιλέγει μόνο αυτόν με τον οποίον θα ταυτιστεί, αλλά και εκείνον από τον οποίο θα αποταυτιστεί. Κάθε πολιτικός λοιπόν είναι εν δυνάμει μισητός για δύο λόγους, πέραν τούτων που αναγνωρίζει η ίδια η πραγματικότητα (αν και εδώ μπορούμε να ισχυριστούμε πολλά γύρω από τη διαφορά μεταξύ μίσους και άμυνας εναντίον ενός εχθρού). Είτε επειδή γίνεται αντιληπτός ως φορέας ιδιοτήτων, που ο ψηφοφόρος απεχθάνεται στον ίδιο του τον εαυτό, είτε επειδή απολαμβάνει, άλλοτε κυρίως θεωρητικά και άλλοτε πραχτικά (ή και τα δύο), προνομίων που ο ψηφοφόρος θα ήθελε να καρπωθεί για τον εαυτό του. Στο παρελθόν έχω μιλήσει για δύο ειδών μίση. Εκείνο που απευθύνει το άτομο ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, ως αξιομίσητο και βδελυρό ον, και εκείνο που απευθύνει ενάντια στον θύτη, ο οποίος βασανίζει το θύμα και με τον οποίο κατοπινά θα ταυτιστεί.
Κανονικά λοιπόν θα έπρεπε να παραμένουμε αδιάφοροι, όταν διεκτραγωδείται  μπροστά στα μάτια μας το συναίσθημα της αηδίας, που κάποιοι άνθρωποι εκδηλώνουν για συγκεκριμένους πολιτικούς, ή το μένος που βιώνουν, κυρίως όταν αποκαλύπτονται οι απάτες, οι σπατάλες και ο άσωτος βίος τους, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποκαλύψεις δε, που τις περισσότερες φορές, μπαίνουν και αυτές στην υπηρεσία του πολιτικού συστήματος.
Θα μπορούσε κάλλιστα ν’ απαντήσει κανείς: «Mα καλά δεν το γνώριζες πως μια συνηθισμένη, για να μην πω και λίγο ειρωνικά, στοιχειώδης ιδιότητα των πολιτικών ή τουλάχιστον των σύγχρονων ελλήνων πολιτικών είναι η διαφθορά τους; Είσαι βέβαιος πως όλον αυτόν τον καιρό δεν στρουθοκαμήλιζες ή δεν κώφευες βολικά; Και γιατί επαναστατείς τόσο ενάντια στο συγκεκριμένο πρόσωπο; Μήπως γιατί αυτός αποκαλύφτηκε, στην τρέχουσα συγκυρία, οπότε γίνεται ευάλωτος στην ανάγκη σου για αναίμακτη (για χάρη δική σου) κριτική, την ώρα που οι υπόλοιποι καλά κρατούν ακόμη, καρπωνόμενοι άλλοτε της ανώδυνης καταγγελτικότητας και εναλλακτικά των χειροκροτημάτων σου; ...σ’ ένα ατελείωτο ερωτικό φλερτ μεταξύ του ποντικού και της γάτας;».
Εγώ προσωπικά υποστηρίζω πως ακόμη και τούτη η στάση μπορεί ωραιότατα να πολιτογραφηθεί μέσα στο χώρο της ρατσιστικής συμπεριφοράς, αφού ο στόχος που εξυπηρετείται δεν έχει καμία σχέση με την ανάδειξη της πραγματικής ουσίας των ανθρωπίνων προβλημάτων και την πρόληψη και αντιμετώπισης της αδικίας. Αλλά αυτό που πραγματικά επιχειρείται, μέσω της υιοθέτησης του «τρόπου» και του «λόγου» του καταχραστή, έγκειται στην υφαρπαγή του ρόλου του και στη διαιώνιση του καθεστώτος της αδικίας, με τη μεταφορά της εξουσίας στα αντίπαλα χέρια.
Και αποτελεί άποψή μου πως η ιδεολογία του μεγαλοϊδεατισμού ουδέποτε εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά ή εξοβελίστηκε από την νοοτροπία και τα αιτήματα των ελλήνων πολιτών. Μόνο μπουκώθηκε, κατασιγάστηκε, υποκαταστάθηκε και εξυπηρετήθηκε από την εξαγορά, μέσω του κίβδηλου νομίσματος των εξωτερικών δανείων. Κίβδηλου ασφαλώς, γιατί η εξουσία είναι «Μία» και δεν διαγουμίζει τα υπάρχοντά της. Και έρχεται η ώρα που αναρωτιέσαι... «Σε τι διαφέρει ο γερμανικός μεγαλοϊδεατισμός, από τον ελληνικό;» Με μια πρόχειρη ματιά θα έλεγε κανείς... μόνο «στο γεγονός πως λόγω ιστορικών συγκυριών, ανήκει στην αντίπερα όχθη του σαδομαζοχιστικού σχήματος...».
(...Η Ύπαρξη)
 Οι όποιες ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, ακόμη και γεωγραφικές συνιστώσες ενός προβλήματος χαρτογραφούν το κοινωνικό ζήτημα, που κάθε φορά εξετάζεται, αποδίδοντας μία εικόνα πληρέστερη και κάνοντας μάλλον αντιληπτή την αμφιδρομικότητα και την αναδραστικότητα των μεταβλητών στο χώρο των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών.
Στο πλαίσιο της θετικής προκατάληψης που διαθέτω, απέναντι στο χώρο της ψυχολογίας, έχω διαμορφώσει και την άποψη πως όλοι οι παραπάνω περιγραφέντες παράγοντες συντελούν μεν στη διαμόρφωση του κόσμου γύρω μας και των κοινωνιών μας, όμως η πεποίθηση πως ο άνθρωπος απλά διαντιδρά, σε ό,τι έξω από αυτόν γίνεται, συνιστά συμπεριφοριστικού τύπου θεώρηση, που ασφαλώς ελάχιστα με αφορά.
Θα προτιμούσα την εκδοχή του σφάλματος. Βεβαίως στη φύση δεν υφίστανται σφάλματα, παρά περισσότερο ή λιγότερο μακρόβια συστήματα, όμως στις ανθρώπινες κοινωνίες υφίστανται, όταν δεν εξαντλούνται τα δυναμικά όρια που τίθενται από τη φύση των πραγμάτων.
Τι θα πει λοιπόν «σφάλμα»; Σφάλμα σημαίνει πως στην ανταλλαγή υλικού μεταξύ του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του, ο άνθρωπος υφίσταται πλήγματα που δεν μπορεί να επεξεργαστεί, με επάρκεια, λόγω της απουσίας της απαραίτητης νοητικής ή συναισθηματικής σκευής, που θα δομήσουν την εμπειρία και η οποία είναι ασφαλώς απαραίτητη για τη διαχείριση περισσότερο ισχυρών πληγμάτων. Ένας δεύτερος λόγος που δυσχεραίνει μία επεξεργασία και έναν λειτουργικό χειρισμό τον πληγμάτων συνίσταται στη χρήση παρωχημένων χειρισμών, οι οποίοι προκύπτουν από την εξελικτική διασύνδεση του ανθρώπου με την υπόλοιπη πανίδα.
Ανάμεσα στα διάφορα πλαίσια που διαμορφώνονται, από τους όρους, οι οποίοι διέπουν τις σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο του, ένα είναι και το παραπάνω. Φανταστείτε ένα μικρό παιδί, που αρπάζει μία σφαλιάρα από οπουδήποτε, ασφαλώς και πάντα για μιαν αιτία κατανοητή ή μη. Η αδυναμία του μικρού αυτού παιδιού να επεξεργαστεί αυτό το συμβάν, να το κατανοήσει, να το νοηματοδοτήσει και έπειτα να το εποπτεύσει και να το ελέγξει, καθώς και η ενστικτώδης αντίδραση με την οποία η φύση το έχει προικίσει, για να εξυπηρετήσει την επιβίωσή του, είναι πολύ πιθανό (και ανάλογα με την ένταση της απειλής) να δημιουργήσουν δύο ειδών αποκρίσεις σ’ αυτό το παιδί. Η πρώτη είναι ψυχονοητικού τύπου και συνεπάγεται το αίσθημα της ευαλωτότητας στα «πυρά» και έτσι να επισυμβεί ένας παθολογικός διαχωρισμός του παιδιού με τον κόσμο και να προκληθεί ένα πρώτο συναίσθημα μειονεξίας. Η δεύτερη είναι κιναισθητικού τύπου, έτσι ώστε μία παρόμοια και ίσως ισχυρότερη απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερέθισμα εκτοξεύεται αντανακλαστικά, καθώς εγείρεται η αμυντική λειτουργία του οργανισμού.
Η πολυπλοκότητα ενός οργανισμού και η ικανότητά του να υπερτερεί έναντι άλλων ειδών δεν εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την υπεροχή έναντι όλων των γύρω πλασμάτων, αφού εν τοιαύτη περιπτώσει, πρέπει να εξασφαλιστεί η επιβίωση των όντων μέσα στο ίδιο είδος, τα οποία διαθέτουν όλα, λίγο πολύ, παρόμοιες ιδιότητες και ασφαλώς συνιστούν κόσμο για το καθένα από τα μέλη του είδους αυτού.
Η συσσώρευση πληγμάτων διαφόρων εντάσεων, για τα οποία κάποιος δεν είναι προετοιμασμένος και δεν διαθέτει ασφαλώς τη σχετική εμπειρία, μπορούν να οδηγήσουν σε ατελέσφορη συμπεριφορά, σύστοιχη και του βιολογικού δυναμικού του καθενός. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι νευρολογικά είναι περισσότερο ανθεκτικοί και άλλοι λιγότερο. Εδώ λοιπόν δημιουργείται το σφάλμα και από τούδε και στο εξής δύναται να εξαπλωθεί και να μεταλλαχτεί σε όλον τον πληθυσμό με πλείστους τρόπους ψυχολογικούς και άλλους, κοινωνικοπολιτικής υφής, έως και να μετεξελιχθεί στους σύγχρονους «οικονομικούς καρκίνους», που με βιαιότητα  βλέπουμε να δρουν, στις μέρες μας.
Η πολιτιστική υποβάθμιση κατόπιν, η χειραγώγηση και η προπαγάνδα εκπηγάζουν και προκαλούνται από την ψυχολογία του νοσούντα, για να τη μεταδώσουν σε όσους, μετά από αυτούς, θα έρθουν στη ζωή ή για να επεκτείνουν τη νόσο τους, σε εκείνους που έχουν ήδη σημαντικά πληγεί και των οποίων οι ψυχονοητικές άμυνες είναι αμβλυμμένες έως και ευεπίφορες στο άνοιγμα των πυλών, για την έλευση του κακού μέσα στον οργανισμό.
Ο άνθρωπος δεν είναι φύσει κακός, όχι επειδή εγώ αρέσκομαι να υποστηρίζω κάποια ρομαντική άποψη για την ανθρώπινη φύση, αλλά επειδή κάτι τέτοιο, δεν βλέπω να στέκει φιλοσοφικά. Ο άνθρωπος γεννιέται με την ανάγκη να επιβιώσει. Η επιβίωσή του, καθώς είναι ολότελα ανήμπορος, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα συσχετιστεί με το περιβάλλον του. Η έκφραση της υποτιθέμενης κακίας ή καταστροφικότητας αντίκειται στρατηγικά και αυταπόδεικτα στο εσωτερικό αίτημα της επιβίωσης. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικός, ακόμη και από τη βρεφική του ηλικία και αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να επικοινωνήσει τις ανάγκες του και να συνδεθεί με ό,τι υπάρχει γύρω του, προκειμένου να αντεπεξέλθει, ν’ αναπτυχθεί, να ικανοποιηθεί και να ευτυχήσει.
Πέραν του παραπάνω, στο σύμπαν δεν υφίστανται κακά πλάσματα. Όταν τα όντα γεννιούνται, ένας από τους εγγενής στόχους τους είναι να εξακολουθήσουν να υφίστανται. Αν ήταν να γεννηθούν φέροντας μέσα τους τον εγγενή και αντιφατικό στόχο να καταστραφούν, πράγμα το οποίο υποτίθεται πως συνιστά την αιτία της υποτιθέμενης καταστροφικής τους συμπεριφοράς, έναντι του άλλου, δεν κατανοώ γιατί να μπουν σ’ ένα τέτοιον κόπο. Και περαιτέρω δεν κατανοώ, βάσει ποιας λογικής αυτό να επισυμβεί, μετά από 5, 10 100 χρόνια και όχι μετά από 5 λεπτά, 2 λεπτά, ένα εκατομμυριοστό του λεπτού ή 0 λεπτό. Αν αποδεχτούμε τα προηγούμενα, τότε είναι δυνατόν, στη φύση ενός πλάσματος, να περιλαμβάνεται ένας DNA κώδικας, ο οποίος να προβλέπει ότι μετά τη γέννηση ενός πλάσματος, αυτό θα πρέπει να πεθάνει, το πολύ, μετά από 0 λεπτά. Η ακριβώς προηγούμενη πρόταση είναι αδύνατη. Και αν δεν μπορεί να ισχύει αυτή η πρόταση, τότε δεν μπορεί να ισχύει καμία σχετική πρόταση συλλήβδην.
Με όποιους όρους και αν συντελείται αυτή η επιβίωση, τούτη δεν μπορεί να υποπέσει στην ερμηνεία, η οποία βασίζεται σε αξιολογικούς όρους, που περιγράφουν και εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Τι σημαίνει αυτό το τελευταίο; Πως εάν ένα πλάσμα πρέπει να τραφεί μ’ ένα διπλανό του ον, για να επιβιώσει, κάτι τέτοιο δεν το καθιστά ταυτόχρονα κακό ή καταστροφικό πλάσμα, απλά «έτσι είναι φτιαγμένο» και αυτή η πρόταση δεν επιδέχεται αξιολογικής ερμηνείας, γιατί δεν υπάρχει αντίθετό της. Όταν ένα πλάσμα καταστρέφει περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται να καταναλώσει, τότε τούτο νοσεί, γίνεται διεστραμμένο και βάσει της γλώσσας μας, που δείχνει τα συναισθήματά μας και καταστροφικό. 
Θα αναρωτηθεί πιθανά κανείς, «γιατί να δημιουργηθεί ένα τέτοιο σφάλμα;» Αν το εξετάσει κανείς φιλοσοφικά θα διαπιστώσει πως ένα πράγμα προσδιορίζεται βάσει κάποιου άλλου πράγματος και πως για να υπάρξει το ένα πρέπει να υπάρξει και το άλλο. Για να ορίσουμε την έννοια και το αντικείμενο άνθρωπος, πρέπει να ορίσουμε και τι δεν είναι άνθρωπος. Για να ορίσουμε τι είναι καλό, πρέπει να μπορούμε να ορίσουμε τι δεν είναι καλό. Ορίζουμε τις ιδιότητες και άρα την ταυτότητα κάποιου σε σχέση με τις ιδιότητες κάποιου άλλου. Αν δεν υπάρχει το κρύο, τότε δεν υπάρχει και το ζεστό. Έτσι, στον κόσμο υπάρχει μία διακύμανση πραγμάτων που υφίστανται επειδή υπάρχουν όλα μαζί. Αν στηριχτούμε στον παραπάνω συλλογισμό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι και γιατί υπάρχει το σφάλμα.
Όμως πέρα από τη φιλοσοφική θεώρηση, υπάρχει και ένα είδος ψυχολογικής, κοινωνιολογικής ή και απλά λογικής θεώρησης. Το να εξελίξουμε τα μέσα της επιβίωσής μας είναι πιο εύκολο, ή πιο σωστά ακόμη, προηγείται από την εξέλιξη της «σοφίας» μας. Αυτή η τελευταία είναι προϊόν συστηματικής μάθησης που ενεπλέκει την εκπαίδευση του μυαλού και της καρδιάς, με την αξιοποίηση της εμπειρίας. Ίσως τώρα λοιπόν μπορούμε να ανακαλέσουμε τη ρήση του αρχαίου σοφού, του Σωκράτη, ο οποίος ισχυρίζονταν πως οι άνθρωποι είναι κακοί από άγνοια και αν μας κάνει γούστο (χωρίς να είναι υποχρεωτικό) μπορούμε να επιφέρουμε και μία μικρή αλλαγή, για κάποιους ίσως και διόρθωση, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί...
«Οι άνθρωποι είναι κακοί, όταν γίνονται διαστροφικοί...»
(...Το μεγαλείο)
Οι έλληνες σιχαίνονται τους ξένους. Η καλύτερα, τους αλλοεθνείς που κατοικούν πάνω αριστερά στον χάρτη και κάτω από τη Μεσόγειο. Όσοι κατοικούν πάνω δυτικά, στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο και μέχρι τα όρια της Λαπωνίας, γίνονται αντικείμενο δουλικής λατρείας. Βέβαια το γεγονός ότι η καταστροφή μας προέρχεται από αυτήν ακριβώς την περιοχή, την οποία μάλιστα, στις κρίσεις πατριωτισμού, εγκαλούμε για το βαρβαρικό παρελθόν και την αμάθεια τους, η οποία όμως φωτίστηκε από το «μεγαλειώδες πνεύμα των δικών μας προγόνων», αυτό το ξεπερνάμε. Ή μάλλον με κάποιον μαγικό τρόπο καταφέρνουμε να συνυπάρχουν και οι δύο αυτές αντιλήψεις μέσα στο κεφάλι μας. Ιδού λοιπόν ένας χώρος στον οποίο η μαγεία, ίσως και η μεταφυσική μπορούν να δώσουν εξηγήσεις. Τελικά τίποτε δεν υπάρχει εις μάτην...
Οι Έλληνες επίσης έχουμε πίστη στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, ταυτόχρονα δε υποτασσόμεθα στο αρχαιοελληνικό μεγαλείο. Το ότι η πρώτη πίστη μάχονταν τη δεύτερη υποταγή, αυτό είναι πάλι κάτι που ελάχιστα μας έχει απασχολήσει. Και αν πάλι δεν προστρέξουμε στα εγχειρίδια της μεταφυσικής για να βρούμε απαντήσεις, μπορούμε να δώσουμε και μία δεύτερη, πιο λογική απάντηση. Λένε...
«Ο έμπορος θα σου πουλήσει και το σχοινί που θα τον κρεμάσεις...»
Ασφαλώς ούτε καλοί χριστιανοί είμαστε, μιας και ελάχιστα τηρούμε όσα η χριστιανική πίστη επιτάσσει, περί αγάπης του πλησίον και αποφυγής της βίας και στο βαθμό που το πράττουμε αυτό, τούτο δεν γίνεται από πίστη στα χριστιανικά ιδεώδη... Όμως δεν είμεθα ούτε λάτρεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Η σύνδεση μας, με τη σκέψη αυτή είναι ρηχή και δεν ξεπερνάει τα συμπλέγματα ενοχής και μειονεξίας, που φέρουμε σε υψηλό βαθμό, ως λαός και όποιος αρνείται κάτι τέτοιο αρέσκεται στο να στρουθοκαμηλίζει.
Και απ’ ότι φαίνεται, θα κάνουμε τα πάντα για να κατασκευάσουμε μία ταυτότητα, με δανεικά (και από τα μέχρι τώρα δεδομένα, φαίνεται πως διαθέτουμε περίσσιο ταλέντο στο να δανειζόμαστε...) και δεκανίκια, ακόμη και μεταξύ τους αλληλοσυγκρουόμενα και αντλημένα απευθείας από τη μουσειακή δεξαμενή της ιστορίας. Σαν μια κακοσούλουπη γυναίκα, που επειδή φοράει ένα ένδυμα υψηλής ραπτικής και εγγράφεται στη λίστα του κοινού, στην απονομή των oscar, φαντάζεται πως αυτομάτως μετατρέπεται στην καλλονή που θα το λάβει κιόλας.
Και λέω δε πως θα κάνουμε τα πάντα για να κατασκευάσουμε μία ταυτότητα, εκτός βέβαια από τα πρέποντα, γιατί φαντάζουν τραγικά δύσκολα και είναι δύσκολα, για όσους έχουν μάθει να ζούνε μέσα στο προσωπικό τους ψέμα για τις αξίες τους και πίσω από μία γιουγκιανή περσόνα και έναν κίβδηλο εαυτό. Η συντήρηση του προσωπικού μύθου του ατόμου για την «αρμόζουσα» κοινωνική του στάση, εξυπηρετεί ωραιότατα την ανάγκη του, να διαφεύγει του χρέους της ελεύθερης, κριτικής και απροκατάληπτης σκέψης, του χρέους να θέσει μπροστά στα μάτια την αλήθεια για την «σιχαμερή» για τον ίδιο!! προσωπικότητά του, το χρέος να επεξεργαστεί και να χρησιμοποιήσει το μοναδικό δώρο που του έχει δώσει ο Θεός(;)… και ποιο είναι αυτό; Να αναλάβει την αποκλειστικά δική του ευθύνη να θέσει τις δομές και τα θεμέλια του πολιτισμού του, αξιοποιώντας την ελευθερία του, την οποία πάντα φροντίζει, με περίσσια διπλωματική ευελιξία, ν’ ακουμπάει στην ποδιά των αφεντάδων του, προκειμένου να ανεγείρουν και να συντηρήσουν, όλοι μαζί, ένα ψευδεπίγραφο μεγαλείο ατομικής και συλλογικής αξίας.
Και αφού όλοι αυτοί έχουν συγκατατεθεί στο κυνήγι του μεγαλείου τους, είναι αναγκασμένοι πάντα, μα πάντα να βρίσκουν εκείνους, με τους οποίους θα συγκριθούν, εκείνους που θα μισήσουν, προκειμένου να ξεβρομίσουν και να πετάξουν από μέσα τους και πάνω στους «δύσμοιρους κολασμένους του πλανήτη», τα κατεστραμμένα και σάπια κομμάτια του εαυτού τους. Εκείνους στους οποίους θα απευθύνουν την ευθύνη της δικής τους κατάντιας, ώστε να σκουπίσουν κάτω απ’ το χαλί τα τραγικά σφάλματα και τις αβλεψίες τους, εκείνους που θα βασανίσουν σαδιστικά, μιας και οι σχέσεις που έχουν μάθει να διαμορφώνουν υπόκεινται στους νόμους του σαδομαζοχισμού, εκείνους που βδελύσσονται, προκειμένου να εντοπίσουν το κατάλληλο αντικείμενο, που θα αναλάβει την ενοχή, με την οποία τους σφυροκοπάει το κεφάλι το φροϋδικό Υπερεγώ ή η αρχαιοελληνικές ερινύες.
«Δεν είμαι εγώ βρομιάρης, μαύρος, χοντρός, αδερφή, αξιοθρήνητο και μιαρό σκουλήκι. Είσαι εσύ ! που με βρωμίζεις, με καταστρέφεις και διαβρώνεις το κληρονομημένο μεγαλείο μου»
Άραγε, το μεγαλείο κληρονομείται ή μήπως τελικά οικοδομείται, με αγάπη, κόπο και πόνο, σιγά σιγά; Ποια είναι τελικά η αξία της ιστορικής γνώσης; και ποιος είναι έλληνας, γερμανός, τούρκος, σουδανός; αυτός που επικαλείται τους προγόνους του, προκειμένου να κατάσχει και να καπηλευτεί μία «αξία», για να την ενδυθεί επιδεικτικά ή αυτός που επεξεργάζεται το παγκόσμιο ιστορικό υλικό για να μπολιάσει την ατομική σοφία και το μέλλον του;... και να γίνει και έλληνας και γερμανός και τούρκος και σουδανός;
(...Το κατεστραμμένο Υποκείμενο)
Γεννιόμαστε μικροί, ανήμποροι, αδύναμοι να επιβιώσουμε, όμως διαθέτουμε όλα τις κοινωνικές δεξιότητες που θα δημιουργήσουν τη δίοδο επικοινωνίας με τα πρόσωπα που θα μας φροντίσουν και θα συγκροτήσουν, από κοινού, τον πρώτο κύκλο ζωής του υποκειμένου. Τα βρέφη (εκτός ίσως από μπελάς :-) ) είναι πηγή χαράς για τους μεγαλυτέρους, όταν αυτοί οι τελευταίοι διαθέτουν εκείνο το είδος της γλυκιάς υπομονής, της τρυφερότητας και της εσωτερικής γαλήνης, ώστε να «κρατήσουν» το τέκνο τους. Και όταν μιλάμε για «κράτημα» αναφερόμαστε στην ανταποκριτικότητα των γονέων στα βρεφικά καλέσματα για φροντίδα, στη δυνατότητα να συντονίζονται με αυτό, στην απαντητικότητά τους στις κοινωνικές και επικοινωνιακές του προσκλήσεις. Γονείς ψυχροί, αυστηροί, «παραμελητικοί», άγριοι, βάναυσοι ή κακοποιητικοί φτιάχνουν το πρώτο υπόστρωμα ευαλωτότητας (για το οποίο έχω μιλήσει και αλλού) στον ψυχισμό του βρέφους, καθώς αυτό εντυπώνεται έναν κόσμο αδιάφορο, ξένο και εχθρικό.
Όλα τα προηγούμενα συνιστούν μορφές βίας, οι οποίες εξελίσσονται κατά την αναπτυξιακή πορεία του ατόμου, στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων, μέσα στις οποίες οι γονείς εξακολουθούν ν’ αναπαράγουν τις διάφορες μορφές βίαιης συμπεριφοράς παγιώνοντας έτσι τα τραύματα και τα πλήγματα, που αλλοιώνουν τον ψυχισμό, ο οποίος θα εκφραστεί όχι μόνο με «διεστραμμένο» συναίσθημα, αλλά και αντίστοιχη σκέψη. Οι διάφορες μορφές βίας το μόνο που πετυχαίνουν είναι να πείθουν τον αποδέκτη πως είναι ένα κακό, ένα κακορίζικο και ανάξιο πλάσμα, ένα πλάσμα που του αξίζει να κακοποιείται, πως η κακοποίηση αυτή, από τον ισχυρό και εχέφρονα ενήλικο, συνιστά απόδειξη της αγάπης του για το μιαρό αυτό ον και έτσι με την τιμωρία αυτή, την οποία υφίσταται, λαμβάνει την απαιτούμενη αγάπη και προσοχή. Άρα πρέπει να γίνεται αντικείμενο κακοποίησης για να μπορεί να λαμβάνει αυτό που χρειάζεται.... και όχι μόνο...
Μέσω της εκπλήρωσης της απαίτησης αυτής για αγάπη, εξασφαλίζει την «εξουσία» του απέναντι στον ισχυρό και ανηλεή κηδεμόνα. Και ασφαλώς το τελικό δίδαγμα του μυαλού και της ψυχής είναι πως η βία, στις διάφορες μορφές της, είναι το μέσο της διεκδίκησης, αλλά και της απάντησης στις «ενοχλητικές» συμπεριφορές ή αιτήματα των άλλων. Ακόμη και όταν τα αιτήματα των άλλων είναι νόμιμα, τούτος τα σπιλώνει, προκειμένου να μεταφέρει τον τρόπο συσχετισμού με τον ισχυρό σε ετέρες σχέσεις, στις οποίες τη θέση του ισχυρού θα την έχει πλέον αυτός. Και αυτή η εξέλιξη συνιστά προϊόν της ταύτισης μαζί του και του συσσωρευμένου θυμού, ο οποίος αναζητάει τα αντικείμενα της εκτόνωσής του.
«Δως μου ό,τι σου ζητώ, για να εξακολουθήσω να σου δίνω αυτό που μου ζητάς... αλλιώς θα σ’ εγκαταλείψω και θ’ αναζητήσω αλλού αυτό που θέλω... πρώτα καταστρέφοντας, ώστε να χύσω, έξω από ‘μένα,  το μίσος που νοιώθω τόσα χρόνια εναντίον σου και να νιώσω δυνατός και έπειτα καταστρέφοντας εμένα  για να ξαναζήσω τον έρωτά μου για ‘σένα...»
Ο άνθρωπος λοιπόν, ο οποίος έχει μισηθεί από τους άλλους, είναι αυτός που θα μισήσει τον εαυτό του. Και όσο περισσότερο συντηρεί το μίσος ενάντια στο ανάξιο και μιαρό εγώ του, τόσο θα μισεί όσους εν δυνάμει του θυμίζουν την κακομοιριά του και όλους εκείνους οι οποίοι βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από αυτόν. Λένε, «καλύτερα άρχοντας στο χωριό, παρά παλιάτσος στην πόλη». Δοθέντων των ευκαιριών, θα αξιοποιεί τις εκάστοτε κοινωνικές εξελίξεις, προκειμένου να εκβάλλει το μένος του και ν’ αντλήσει ένα αίσθημα αυτοαξίας, το οποίο στερείται το κακορίζικο εγώ του, όπως επίσης και ένα ναρκισσιστικό αίσθημα υπεροχής, που περαιτέρω θ’ αναπαράγει τη σχέση υποταγής με τον προηγούμενο εξουσιαστή.
Στην ακραιφνή και ακραία εκδήλωση τέτοιων φαινομένων διαστροφικής συμπεριφοράς, οι άνθρωποι αυτοί γίνονται εντελώς ανόητοι, διεστραμμένοι και δειλοί. Εφόσον ασφαλώς δεν διαθέτουν κανένα εσωτερικό στύλο προσωπικής ικανότητας και αξίας, που να τους στηρίζει στη ζωή και τις επιλογές τους, ουσιαστικά δεν μπορούν να επιλέξουν ποτέ τίποτα. Δεν διαθέτουν άποψη, γιατί δεν μπορούν να υποστηρίξουν άποψη και γιατί αδυνατούν να κατανοήσουν προηγουμένως τι είναι άποψη και με ποια διαδικασία αυτή σχηματίζεται. Φέρονται και άγονται από το συναίσθημα ή δρουν αγελαία, καθόσον μέσα στην αγέλη αισθάνονται υπαρκτοί και δυνατοί.
Επιπλέον δεν πιστεύουν σε τίποτα καλό, μακροπρόθεσμο και οραματιστικό. Για να κοιτάξει κάποιος κατ’ αυτό τον τρόπο τον κόσμο, προϋπόθεση αποτελεί να έχει αναγνωρίσει και διαγνώσει τη δική του ανάγκη, έτσι έπειτα θα καταλάβει την ανάγκη του άλλου και τελικά θα διαπιστώσει πως με την εύρυθμη συνεργασία μαζί του, θα αντιμετωπίσει τα δεινά και τις δυσκολίες της ζωής, τη μοναξιά και τον φόβο του θανάτου.
 Ο δειλός είναι ασυγκίνητος και απάνθρωπος. Είναι τόσο μικρός και τόσο λίγος για τον εαυτό του, που δεν διαθέτει την πολυτέλεια να εξυπηρετήσει κανέναν πέρα από τον εαυτό του. Το αίσθημα τις μικρότητας, για το τι μπορεί να δώσει, είναι απλωμένο μέσα στον ψυχισμό, όχι ως σκέψη αλλά ως ασυνείδητη αίσθηση του εαυτού. Για να λειτουργεί κάποιος επωφελώς για τους άλλους, απαιτείται μία εσωτερική πίστη στην ικανότητά του να πράξει κάτι τέτοιο και έναν πλούτο εσωτερικό, που του περισσεύει και δεν φείδεται να μοιραστεί. Ο δειλός δεν διαθέτει υλικό για να το μοιραστεί. Το μόνο που διαθέτει, σε περίσσια ποσότητα, είναι καταστροφή και αυτή είναι που θέλει να μοιραστεί. Και αυτή η ανάγκη ξεπηδάει λαθραία πίσω από δηλώσεις του τύπου, «δεν αξίζει κανένας, δεν χρωστώ σε κανέναν, για ‘μένα ποιος νοιάζεται». Και αν ποτέ πράξουν οτιδήποτε καλό, αυτό συνιστά προϊόν πειθαναγκασμού και κοινωνικής υποταγής, ή προσπάθεια να εξασφαλίσουν τα εύσημα ή άλλα οφέλη.
Οι άνθρωποι που εκφράζουν ρατσιστικό συναίσθημα και συμπεριφορά, αγαπούν αυτούς που μισούν, γιατί τους χρειάζονται για να τους μισούν και γιατί δημιουργούν τον κόσμο, μέσα στον οποίο θέλουν να ζήσουν. Εάν τους βγάλει κανείς από την κόλαση στην οποία βρίσκονται, για να τους προσφέρει τον παράδεισο, θα είναι σαν να τους πυροβολεί. Μέσα τους έχουν απόβλητα και χρειάζονται αυτούς, πάνω στους οποίους θα τα ακουμπάνε και έπειτα θα τα ξαναπαίρνουν πίσω. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι φασίστες ακολουθούν, αναζητούν και αγαπούν την παρανομία και το έγκλημα. Ο κόσμος μέσα τους είναι μιαρός και μιαρό τον θέλουν και έξω τους. Όμως πέρα από αυτό, νοιώθουν μία βουλιμική ανάγκη καταξίωσης, την οποία μπορούν να ικανοποιήσουν μέσα από τον πλουτισμό και πολύ περισσότερο από τον παράνομο πλουτισμό, που θα τους δώσει την ευκαιρία να καταστρατηγήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η πίστη εξάλλου στην ασημαντότητα και την κακία τους είναι τέτοια, που δεν θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε άλλο δρόμο από αυτόν του εγκλήματος, ώστε δεν πράττουν τίποτα διαφορετικό από το να εκπληρώνουν τις προσδοκίες, που στα χρόνια τις ζωής τους, έχουν διαμορφωθεί γι’ αυτούς.
«...Η σωτηρία»
Κάποτε μου αφηγήθηκαν ένα περιστατικό, σύμφωνα με το οποίο, μία κυρία, ειδικός ψυχικής υγείας είχε αναλάβει την ψυχική υποστήριξη ασθενούς που ζούσε σε κάποιο ψυχιατρικό, ίσως και σωφρονιστικό ίδρυμα.

Ο άνθρωπος αυτός ζούσε σ’ έναν χώρο, πιθανά κελί, μέσα στο οποίο εκπλήρωνε όλες του τις βιολογικές ανάγκες, χωρίς να χρησιμοποιεί τις ειδικές κατασκευές υγιεινής που όλοι χρησιμοποιούμε, σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν μίλαγε, δεν λάλαγε, δεν κινούταν καθόλου.
Η κυρία αυτή πήγαινε στις συναντήσεις τους ανελλιπώς και κάθονταν δίπλα σ’ αυτόν τον άνθρωπο, μέσα σ’ αυτόν τον άθλιο χώρο με τα περιττώματα να ζέχνουν δίπλα της, χωρίς και η ίδια να λέει ή να πράττει κάτι, καθόσον αυτός δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο.
Κάποια στιγμή εκείνος σηκώθηκε και της είπε : «Είναι δυνατόν μία κυρία σαν εσάς να κάθεται μέσα σ’ αυτή την βρωμιά;» ...Την πήρε λοιπόν απ’ το χέρι και την οδήγησε σ’ ένα άλλο σημείο, προκειμένου να της προσφέρει ένα καλύτερο περιβάλλον για να τακτοποιηθεί.
Το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα επέμενε να κάθεται κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, κάποια στιγμή κινητοποίησε κάτι μέσα του, που του έβαλε την ιδέα πως για να κάνει ένας άνθρωπος κάτι τέτοιο γι’ αυτόν, αυτό σημαίνει πως αυτός έχει κάποια αξία. Έτσι αισθάνθηκε την επιθυμία ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες της γι’ αυτόν.
 Αυτή λοιπόν είναι μία ανάγνωση, που μπορούμε να κάνουμε και για κάποιες πράξεις θυσίας, όταν ασφαλώς (στο πλαίσιο άλλων ψυχικών μηχανισμών, που δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε) δεν συνιστούν αυτοκτονία.
Η επιθυμία ν’ απαλλάξουμε τους ανθρώπους από τη συμφορά τους ξεπηδάει από την ανάγκη μας να σκοτώσουμε την εσωτερική «καταστροφή» και «συμφορά», που αποδεκατίζει, όπως ο καρκίνος, τα μέσα μας και έπειτα να πορευτούμε στον δρόμο που εκπληρώνει το πιο ισχυρό ανθρώπινο ορμέμφυτο, εκείνο που θα σκοτώσει τη μοναξιά και θ’ απαλύνει τη θλίψη του θανάτου.
Φαίνεται λοιπόν πως...,
«Όταν αγαπήσεις τους κολασμένους, θ’ απελευθερωθείς από τα δεσμά σου...»
© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')