Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ


(Και Η Έννοια Του Εαυτού)


Θα έλεγα πως μάλλον διαθέτουμε μία μονόσημη άποψη και μία ιδιαίτερα απλή εικόνα, για το τι συνιστά εθελοντισμό και όχι μόνο. Εξίσου απλοειδής φαίνεται να είναι εικόνα που διαθέτουμε, για το ποιοι είναι οι λόγοι που «επιβάλουν» την εθελοντική εργασία και ποια τα αποτελέσματα που μπορούμε να επιτύχουμε όταν εμπλεκόμαστε σε σχετικές δράσεις.

Από τη μία, είναι θεμελιώδες να καταλάβουμε πως η εθελοντική προσφορά δεν είναι ξεκομμένη από τις υπόλοιπες πλευρές της ζωής.

Από τη άλλη, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως όταν τούτη η πλευρά λαμβάνει έναν χαρακτήρα πιο διακριτό και ξεκάθαρο, εν τοιαύτη περιπτώσει, χρήζει κατάλληλης παραμετροποίησης και θα εξηγήσω παρακάτω τι σημαίνει αυτό, θέτοντας σε πρώτο πλάνο την εξέταση των κινήτρων που θα μπουν σε μία τέτοια υπηρεσία.

Υποθέτουμε πως η εθελοντική εργασία έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για το κοινωνικό σύνολο, συνεπώς, με μια τέτοια εκδοχή στο νου, είναι αναμενόμενη κάποια μελλοντική ωφέλεια για τον εαυτό ή τους απογόνους μας. Συνακόλουθα αισθανόμαστε πως η εθελοντική εργασία περιλαμβάνει έναν ηθικό και ανθρώπινο χαρακτήρα, δια τούτο και καθίσταται απαραίτητη στα διάφορα πλαίσια της ανθρώπινης δράσης.

Ας θέσουμε δύο ερωτήματα:

Γιατί ένας άνθρωπος να μην επενδύσει άμεσα τα χρήματα ή όποιους άλλους πόρους διαθέτει στις δικές του δράσεις ή αυτές της οικογενείας του, αλλά αντ’ αυτού στην εξασφάλιση της ευημερίας άλλων προσώπων, προκειμένου να λάβει μία μάλλον επισφαλή ωφέλεια στο μέλλον; Σχετικό με το προηγούμενο είναι και τούτο: Τι είναι αυτό που θα του έχει εξασφαλίσει κάτι τέτοιο, αν μάλιστα σκεφτούμε το ενδεχόμενο πως την επόμενη στιγμή είναι δυνατόν ο «Χάρων» να του κρούσει τη θήρα ή να του δείξει, με το δάχτυλο, της πύλες του Άδη;

Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα: Γιατί ένας άνθρωπος οφείλει να είναι ηθικός; Η μάλλον γιατί να μην υιοθετεί ηθικές τακτικές, όταν αυτό τον εξυπηρετεί και να μην τις καταστρατηγεί, όταν τούτο αντιστρατεύεται τα αναγνωρίσιμα, από τον ίδιο, συμφέροντά του; Εξάλλου αυτό ακριβώς δεν έχουμε δει να γίνεται συχνότατα και αρκετές φορές, μάλιστα, το αξιολογούμε θετικά, για την ικανότητα του «δράστη» να επιβιώνει μέσα σ’ έναν κόσμο προβληματικό και να διαπράττει αυτό το οποίο πολλοί θα επιθυμούσαν, αλλά δεν έχουν τις σχετικές δεξιότητες ή το σθένος να εκτελέσουν;

Όλα τούτα τα ερωτήματα θα απαντηθούν σταδιακά καθώς θα προσπαθήσουμε αρχικά να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο η εθελοντική προσφορά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και έπειτα πως αυτή παραμετροποιείται όταν διευρύνεται και εξειδικεύεται, αποκτώντας έναν χαρακτήρα περισσότερο διακριτέο και αποκλειστικό, προς κοινωνικές ομάδες, οι οποίες είχαν την ατυχία ν’ αποκτήσουν ειδικές ανάγκες.

Ας ξεκινήσουμε με την πρώτη παραδοχή πως η εθελοντική προσφορά δηλαδή δεν είναι ξεκομμένη από τις υπόλοιπες πλευρές της ζωής:

 Ένας άνθρωπος είναι ένα αντικείμενο, το οποίον δεν βλέπω πως θα μπορούσε να οριστεί, παρά μόνο εν σχέση προς ένα έτερο αντικείμενο, ενταγμένα και τα δύο μέσα σ’ ένα πλαίσιο. Αυτό σημαίνει πως ένα πράγμα διαθέτει μία... έκφανση, επειδή δεν διαθέτει μία άλλη. Εάν διέθετε όλες τις δυνατές εκφάνσεις, τότε ασφαλώς δεν θα επρόκειτο για ένα αντικείμενο, αλλά για ένα άπειρο αντικείμενο, το οποίο δεν θα ήτο δυνατόν να προσδιοριστεί. Αυτό λογικώς το κατανοούμε από την ίδια τη σημασία της έννοιας «άπειρο». Πέρα απ’ αυτό (και εδώ μπορείτε να ανατρέξετε σε προηγούμενο κείμενό μου, περί λογικής και φενάκης του ενός), όπως ένα μάτι δεν μπορεί να κοιτάξει τον ίδιο του τον εαυτό, κατά τον ίδιο τρόπο ένα μοναδικό πράγμα αδυνατεί να αυτοπροσδιοριστεί. Από τα παραπάνω προκύπτει πως ένα αντικείμενο αδυνατεί να ορίσει τον εαυτό του, εάν δεν μπορεί να τον εντάξει μέσα σ’ ένα οικοσύστημα, το οποίο συνιστά τον ευρύτερο χώρο, ο οποίος απαρτιώνεται με τη λειτουργία και τη δράση περισσότερων του ενός αντικειμένων, αποτελώντας και αυτός ένα επιπλέον αντικείμενο (ή και πολλά, δεν έχει σημασία για τη δική μας ανάλυση).

Πως γίνεται όμως αυτός ορισμός; Είμαι της γνώμης πως -έτσι και αλλιώς- δεν έχουμε καταφέρει να ορίσουμε ποτέ τον εαυτό μας, κατά τρόπο ουσιαστικό, αλλά βασικά τις λειτουργίες του. Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ταυτότητά μας, παρά μόνο να συνθέσουμε την εικόνα μας, κατά τρόπο επαγωγικό, από τις πράξεις μας. Δηλαδή: Κάνω αυτά τα πράγματα, συνεπώς είμαι αυτή η οντότητα και έχω αυτές τις ανάγκες. Δεν έχουμε άποψη του τι ακριβώς είμαστε. Έχουμε μόνο κάποια υποψία για τα επιμέρους υλικά στοιχεία που συνθέτουν την ύπαρξή μας, τα συναισθήματά ή τις νοητικές λειτουργίες μας και για το πως συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους και για τίποτε άλλο.

Που μας οδηγούν οι ακριβώς πιο πάνω σκέψεις;


Σε δύο πράγματα :

Το πρώτο είναι πως Δεν Μπορώ Να Κάνω Τίποτα, Απολύτως Μόνος Μου. Δεν πληρείται ούτε η βασική προϋπόθεση, δηλαδή να αντιληφθώ ότι υφίσταμαι ως οντότητα, στο χώρο και το χρόνο (όχι να καταλάβω και ποιος ακριβώς είμαι, που έπεται ως πράξη).

«Δεν Υπάρχω Καν»

και συνεπώς... Η συνδρομή του άλλου στην αυτοαντίληψη είναι δεδομένη !

Το δεύτερο είναι πως καθόσον η αντίληψη λοιπόν των λειτουργιών μου δεν θα επιφέρει (υποχρεωτικά) τη συνέχιση της νοητικής εργασίας, που θα εξασφαλίσει την αντίληψη για την ταυτότητά μου, θα καταστώ αναγκαστικά απλά και μόνο ένα μετρήσιμο αντικείμενο (βάσει των ακριβώς παραπάνω λειτουργιών), ανάμεσα σε άλλα, ήτοι μία «Μονάδα», μέσα πλέον σε ένα «Όλον» (έναν κόσμο δηλαδή).

Ως μία τέτοια πλέον μονάδα, μία τέτοια υλική οντότητα, δηλαδή «όχι μοναδική και… ανύπαρκτη…» , αλλά ενταγμένη μέσα σ’ ένα πλαίσιο με άλλες πολλές, εξίσου μετρήσιμες μονάδες, δεν μου είναι δυνατό να έχω επίγνωση ταυτότητας, για τον απλούστατο λόγο πως δεν υφίσταται κάτι μέσα μου. Και αν -κάτω από αυτή την συνθήκη- θεωρήσω πως υπάρχει κάτι, τι είναι αυτό το «πράγμα» και γιατί να μην είναι κάτι άλλο; Αναδεικνύεται λοιπόν η ανάγκη να επαναπροσδιοριστώ.

Ως Όλον (όμως...) Δεν υπάρχει κάτι έξω μου... Είμαι τα Πάντα.

Τώρα, πέρα από τις ειδικές λειτουργίες του είδους μου και μάλιστα εξατομικευμένες, διαθέτω και έναν εαυτό, που αφορά σε μία εσωτερική οργάνωση, με συνοχή και νόημα, που συμπυκνώνει μέσα της και διέπεται από τις αρχές τις δημιουργικής και πλουραλιστικής έκφανσης του «Όλου». Σ’ αυτό το συμπέρασμα δεν φτάσαμε αβασάνιστα, μέσω μηχανισμών «εκλογίκευσης», οι οποίοι αναζητούν εναγωνίως μία απάντηση και μία λύση, αλλά επισκοπώντας το όλο ζήτημα με κάποια άλλα μάτια εσωτερικά και ψηλαφώντας ένα ένα τα πράγματα, μέσα στο σκοτάδι.

Ο μόνος τρόπος να «αισθανθούμε» και λιγότερο να κατανοήσουμε το οτιδήποτε (αν και το λήμμα αισθάνομαι, εν προκειμένω, παρουσιάζει μία εννοιολογική ασάφεια...) είναι να το έχουμε ήδη και με κάποιον τρόπο εμπεριέξει. Στην ουσία, είναι αδύνατον να αποκτήσουμε βιωματική, πόσο μάλλον γνωστική αντίληψη ενός πράγματος (ολοκληρώνοντας η μία την άλλη), εάν αυτό δεν μπορεί να ενταχθεί, να ερμηνευτεί και να μεταβολιστεί μέσα στο προϋπάρχον αναπαραστατικό υλικό του ψυχισμού μας και με το οποίο έχει συγγένεια. Εάν κάτι βρίσκεται πραγματικά έξω από μας, τότε αυτό το κάτι είναι ανύπαρκτο. Ούτε καν αντίληψη αυτού δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε.

Εδώ το φαινομενικά (υποθέτω) οξύμωρο σχήμα είναι πως η «Μονάδα» (το ένα) φαίνεται να εμπεριέχει το «Όλον» (τα πολλά δηλαδή), αλλά (όπως έχω ήδη ισχυριστεί) ένα Μοναδικό Αντικείμενο είναι λογικώς αδύνατον, αφενός να προσδιοριστεί, αφετέρου να υπάρξει. Πέραν τούτου, αυτό το οποίο οι νοητικές μας λειτουργίες δεν μπορούν να συλλάβουν, να δουν δηλαδή ως εικόνα και να την κατανοήσουν είναι με ποιον τρόπο το «όλον» εμπεριέχεται στο «ένα» και το «ένα» στο «όλον». Ας ελπίσουμε πως οι φυσικοί επιστήμονες έχουν διατυπώσει ή θα διατυπώσουν σχετικές θεωρίες, στο πλαίσιο της αστροφυσικής επιστήμης, προκειμένου να παράσχουν σε μας κάποια νοητική εικόνα, κατανοήσιμη και επεξεργάσιμη (πρώτα απ’ όλα) από τους μηχανισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Που θέλουμε να καταλήξουμε με αυτές μας νοητικές αναζητήσεις πιθανά και άλματα;

Αυτό που ενδιαφέρει, στο πλαίσιο αυτής της κουβέντας, είναι ν’ αποκτήσουμε μία πρώτη ιδέα του γεγονότος ότι η αντίληψη «Της Λειτουργίας Του Ενός» (και εδώ με ενδιαφέρει πιότερο η ολοκληρωτικού χαρακτήρα θεώρησης της ζωής, γιατί στον ολοκληρωτισμό το «Ένα» είναι η θεμελιώδης δομή σκέψης) βρίσκεται στη βάση της αντίληψης του Φρενοβλαβούς  και πως η λειτουργία η Δική μας δεν είναι παρά μία άλλη όψη της λειτουργίας του Άλλου.

Όμως όλα τούτα δεν συνιστούν αναλύσεις επί του πρακτέου,  ώστε να δούμε κάποια αποτελέσματα και την πραγματική αξία της εθελοντικής προσφοράς. Της μη υποχρεωτικής προσφοράς, της υποτιθέμενης δηλαδή προσφοράς από τον εαυτό, που δεν είναι άλλο, παρά προσφορά προς τον εαυτό. Παρά μόνο νοητικές συλλήψεις των σχέσεων μας με τ’ αντικείμενα του υπόλοιπου κόσμου, οι οποίες (σχέσεις) θα ξεδιπλώσουν τις συνιστώσες της «εθελοντικής προσφοράς».

Θα παραθέσω λοιπόν κάποια παραδείγματα, ώστε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η εθελοντική προσφορά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κανονιστικού πλαισίου, το οποίο οργανώνει κάθε σύστημα της ζωής -περισσότερο ή λιγότερο τεχνητό- και με ποιον τρόπο αυτή συνεπάγεται και εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των μακρόβιων οικοσυστημάτων.

Ο χώρος της εργασίας είναι ένα κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι άνθρωποι, αν μη τι άλλω, έχουν συμφωνήσει και συναποδεχτεί κάποιους κανόνες. Το ότι αυτοί οι τελευταίοι υπόκεινται στις δυναμικές αλλαγές των οικοσυστημάτων, δεν είναι θέμα προς εξέταση σ’ αυτό το άρθρο. Όταν στο οικοσύστημα αυτό παραβιάζονται μονομερώς οι κανόνες, για περισσότερο διάστημα, απ’ όσο αυτό δύναται ν’ αντέξει, κρίνεται σκόπιμο να προχωρήσουν αυτού του είδους οι επανορθώσεις, ώστε να επιστρέψει στην προηγούμενη ή έστω μία νέα ισορροπία πραγμάτων, προκειμένου να αποφευχθεί ο εκφυλισμός, ο οποίος θα θέτει επαναλαμβανόμενα σε κίνδυνο τη μακροβιότητά του συστήματος αυτού.

Αν θεωρήσουμε πως οι παραπάνω σκέψεις είναι ορθές και προβούμε σε μία αναγωγή αυτών των θέσεων στα σημερινά εργασιακά δεδομένα του τόπου μας, γίνεται κατανοητό ασφαλώς πως η κινητοποίηση κάθε εργαζόμενου στον εργασιακό του χώρο, προς αποκατάσταση του συνόλου των πραγμάτων και όχι μόνο των προσωπικών θεμάτων, συνιστά τη μόνη πραγματική οδό, για την περίπτωση που ο καθένας αποζητά να διατηρήσει τον προϋπάρχοντα βαθμό ελευθερίας στις συναλλαγές του (μέσα σ’ αυτό το οικοσύστημα), εξίσου έναν βαθμό διασφάλισης της επιβίωσής του.

Που θέλω να καταλήξω με τα παραπάνω: Εάν τα μέλη προχωρήσουν αποκλειστικά σε επίλυση προσωπικών ζητημάτων αγνοώντας και ολιγωρώντας για τον τρόπο λειτουργίας των εργασιακών ζητημάτων συλλήβδην, ένα ενδεχόμενο είναι το συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον να οδηγηθεί σε παγιωμένο εκφυλισμό, που αφορά στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος παρανομίας, μειωμένων αμοιβών και τρομοκρατίας. Έχοντας εγκαθιδρύσει αυτό το καθεστώς μέσα του, θα το αναπαράγει και έξω από αυτό, στις διαπραγματεύσεις του με άλλα οικοσυστήματα και ανταγωνιστές, πράγμα το οποίο συνεπάγεται έναν ακήρυχτο πόλεμο και όπως καταλαβαίνουμε, όταν κάποιος μπαίνει σε πόλεμο και μάλιστα «μη νομιμοποιημένο», κινδυνεύει, από κάθε μπάντα να την «βρει».

Πέραν αυτού, το επόμενο οικοσύστημα στο οποίο θα επιχειρήσει να επιβάλει «παράνομους» όρους, εάν προσβληθεί τελικά, θα περάσει στο ίδιο μοντέλο λειτουργίας και πάει λέγοντας. Τούτο θα οδηγήσει το ευρύτερο σύστημα, σταδιακά, αλλά σταθερά σε κατολίσθηση ή ολοκληρωτική κατάρρευση, μέσω μίας επιτακτικής, έντονης και οριστικής εκτόνωσης των υφιστάμενων πιέσεων, προκειμένου να επανεγκαθιδρυθούν οι κατάλληλες δυναμικές εξισορρόπησης πραγμάτων. Το δυστύχημα είναι πως τούτη η αναπόδραστη (Πάντοτε!) επαναδιευθέτηση θα τελεσθεί στα πλαίσια πια της αισθητικής της φύσης -ας προσέχαμε, αν και όχι πάντα δυσάρεστη- που θα αναλάβει τα ηνία και έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο, αφού αυτός έχει ήδη απολεσθεί.

Κάπου εδώ μέσα, εγώ κατανοώ πως βρίσκεται η πραγματική και θεμελιώδης αλήθεια της καταστροφής των ανθρώπινων οικονομιών και κοινωνιών.

Ας εξετάσουμε τώρα ένα δεύτερο ενδεχόμενο εξελίξεων, στο πλαίσιο της πιο πάνω κατάστασης. Εφόσον κάποιοι συνάψουν ξεχωριστές, από το σύνολο, συμβάσεις, προκειμένου να πετύχουν ιδιωτικά οφέλη (πέραν του γεγονότος πως -σύμφωνα με τα παραπάνω- θα διακυβεύσουν τη βιωσιμότητά του), εν τοιαύτη περιπτώσει θα θέσουν τον εαυτό τους εκτός ομάδας και συνεπώς κάτω από την συνεχόμενη, απειλή του Ισχυρού συμβαλλομένου. Για να διατηρήσουν λοιπόν κάποιο ποσοστό επιβίωσης, κάτω από μία τέτοια συνθήκη, θα πρέπει να είναι πρόθυμοι να απολέσουν «υλικό» από την προηγούμενα κατοχυρωμένη ελευθερία κινήσεων και επιλογών. Αυτό το τελευταίο βέβαια, δεν είναι απλή και ασφαλώς καθόλου εύκολη υπόθεση, διότι εγείρει τα ψυχικά αντανακλαστικά, τα οποία αιτούνται του ποσού ενεργείας που αποδόθηκε στο χώρο των βιοτικών αναγκών, με αποτέλεσμα να εκκολάπτονται αντισταθμιστικές ψυχοπαθολογίες, οι οποίες όμως δεν δύνανται να καλύψουν το κενό που έχει προκληθεί, παρά μονάχα προξενούν επίσχεση στη λειτουργία των μονάδων και συνεπώς των οικοσυστημάτων στα οποία αυτές εντάσσονται.

Σκόπιμο λοιπόν φαίνεται να προβούν τα άτομα στις κατάλληλες επιλογές, εκείνες που θα επαναφέρουν το οικοσύστημα σε κάποια ισορροπία, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένας μίνιμουμ -τουλάχιστον- βαθμός ατομικής και συλλογικής αποτελεσματικότητας.

Τούτο λοιπόν δεν είναι μία προσφορά; Μία προσφορά όμως, που από τη στιγμή που ερείδεται σε μία διευρυμένη αντίληψη για την έννοια του εαυτού και των συμφερόντων του, παύει να είναι προσφορά, αλλά «αναγκαία επιλογή»; Δεν είναι μία παραίτηση από ένα κάποιο μυωπικό όφελος; δεν καταλήγει, δεν διαμορφώνει και δεν αναγνωρίζει απαρέγκλιτα και ακαταμάχητα το νοιάξιμο του άλλου; Όταν το εργασιακό οικοσύστημα καταφέρει να βγει σχετικά αλώβητο από την κρίση (και αμόλυντο) δεν θα επανεκκινήσει εκείνες τις λειτουργίες οι οποίες θα συνεισφέρουν στη βιωσιμότητα του; Ακόμη και τούτο δεν θα έχει εξυπηρετηθεί από μία τέτοια εξέλιξη πραγμάτων;

Έχοντας λοιπόν ο κάθε άνθρωπος έναν επεξεργασμένο χώρο αξιών (τον οποίο -ως οπλοστάσιό του- θέτει σε εντατική λειτουργία την κατάλληλη ώρα, την ώρα της κρίσης), δεν εξυπηρετεί, με την εξυπηρέτηση του άλλου, την ίδια του την ύπαρξη, χωρίς ασφαλώς να πάψει ν’ αναγνωρίζει τις ατομικές ιδιαιτερότητες στους τρόπους λειτουργίας και έκφρασης των ομοτέχνων του ή οποιουδήποτε άλλου;

Και θα κλείσω αυτό το παράδειγμα με μία τελευταία παρατήρηση, για την οποία κρίνω σκόπιμο να αναλογιστούμε πάνω σε αυτή, που αφορά στον βαθμό αναγκαιότητας κάποιων οικοσυστημάτων. Τι σημαίνει αυτό; Πως κάποια από αυτά είναι περισσότερο πρωτογενή, περισσότερο θεμελιώδη για την λειτουργία των άλλων, τα οποία έπονται αυτού. Είναι δηλαδή περισσότερο (ας το πούμε) «φυσικά». Χωρίς να είμαι κοινωνιολόγος, έχω καταλάβει πως στο καπιταλιστικό σύστημα και ειδικά στο εργασιακό πλαίσιο, την έμμισθη δηλαδή εργασία, την υπαλληλία, πρωταρχικός δανειστής (του σχετικού οικοσυστήματος) καθίσταται εκείνος ο οποίος επιβιώνει από το εργασιακό προϊόν που παράγει ο ίδιος. Δηλαδή ο υπάλληλος. Και τούτο για τον απλό λόγο πως δεν διαθέτει (υπό αυτές τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες) άλλη επιλογή. Μετατρέπεται δηλαδή σε φυσικό και αναγκαστικό σύμμαχο του «Εργοδότη». Όσο περισσότερο αυτός ο πρώτος αποστραγγίζεται, τόσο εξελίσσονται εκείνοι οι μηχανισμοί που θα οδηγήσουν σε σταδιακή εκμηδένιση και τον δεύτερο.

Ας περάσουμε τώρα σε ένα δεύτερο παράδειγμα, που άπτεται της μελέτης βιολογικών διεργασιών και της συμβολής της επιστήμης της βιολογίας στις αναλύσεις μας, σ’ ένα παράδειγμα, στο πλαίσιο του οποίου μελετάται η κατανάλωση ενέργειας από τον άνθρωπο, για να μπορεί να ζει, να λειτουργεί με επάρκεια  και ν’ αναπαράγεται. Όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ το είδος και την ποσότητα της τροφής που οφείλουμε να καταναλώνουμε. Εάν μας κάνουν δώρο μία τούρτα γενεθλίων και την καταβροχθίσουμε ολάκερη ή αν γενικότερα έχουμε εντάξει στο πλαίσιο των διατροφικών μας συμπεριφορών τέτοιου είδους υπερβολές, το απολύτως βέβαιο είναι πως αργά η γρήγορα θα νοσήσουμε. Και μόνο το γεγονός της ύπαρξης της διατροφικής διαταραχής, δηλαδή της κατανάλωσης ενεργείας πέρα από το επιθυμητό όριο και με ακατάλληλο τρόπο, συνιστά αιτία προβληματισμού, για τις ψυχικές ανάγκες οι οποίες στο πλαίσιο αυτής της διαταραχής, αποζητούν, εις μάτην, την αποκατάστασή τους.

Το ανθρώπινο σώμα δεν είναι κατασκευασμένο για να καταναλώνει οποιοδήποτε ποσό ή είδος τροφής, παρά μόνο πολύ συγκεκριμένα πράγματα και με κάποια σχετική τάξη ή αλλιώς κανονικότητα. Εάν συστηματικά παραγνωρίζουμε αυτή την πληροφορία, η βλάβη που θα προκληθεί δεν θα είναι μόνο σημαντική ή μη αναστρέψιμη, αλλά και θανατηφόρα.

Γενικότερα, τα πράγματα τα οποία χρειάζεται να καταναλώνουμε είναι πολύ λιγότερα, απ’ όσο φανταζόμαστε και με συγκεκριμένη αξία, εξυπηρετώντας καλά ορισμένες ανάγκες, η εκπλήρωση των οποίων δεν διαταράσσει την οικιακή οικονομία ή το σύστημα άντλησης πόρων του πλανήτη. Όλοι πλέον έχουμε μία κάποια επίγνωση πως το περιττό προκύπτει από τα πλήγματα που έχουν καταφερθεί στη διαπροσωπική συναλλαγή, αλλά και την ενδοπροσωπική επαφή, πράγμα το οποίο δεν είναι τυχαίο..., και πως όταν αυτές οι ανάγκες εκπληρωθούν σε ένα επίπεδο ικανοποιητικό, σταδιακά θα εξοβελίσουν τα άχρηστα υποκατάστατα στον κάδο ανακύκλωσης, ενώ παράλληλα θα εκσφενδονίσουν την ποιότητα ζωής στα υψηλότερα σημεία της κλίμακας. Και αυτό ασφαλώς θα γίνει αναπόφευκτο μιας και οι οικονομικοί καρκίνοι, που έχουν αποτελέσει τη συμφορά του πλανήτη, δεν θα έχουν πλέον λόγο ύπαρξης.

Το να μοιραστεί λοιπόν κάποιος ένα περιττό -όταν είναι τέτοιο- γι’ αυτόν αγαθό, μέσα σ’ ένα πλαίσιο όπου υφίστανται ελλείψεις, ακόμη και το να προσφέρει από το ίδιο του το «πιάτο», υφιστάμενος μία ελάχιστη και σχεδόν ανεπαίσθητη επίπτωση για τον εαυτό του (το αίσθημα της απωλείας είναι περισσότερο ψυχολογικής υφής και άπτεται της έννοιας του δυσλειτουργικού ναρκισσισμού, παρά αποτελεί πραγματικό γεγονός), συμβάλλει στην ανακύκλωση των στοιχείων της φύσης, τα οποία σε άλλη περίπτωση θα συσσωρευτούν, όπως η πλαστική ύλη στις χωματερές, για να μετατραπούν σε επιβλαβή, για το περιβάλλον, ρύπο. Εάν ρίξουμε μια ματιά σ’ ένα εγχειρίδιο βιολογίας, θα συναντήσουμε μέσα τον ορισμό πως ένα στοιχείο συνιστά ρύπο όχι βάσει της τοξικότητάς του, αλλά της συγκέντρωσής του σε μία περιοχή.

Για δεύτερη λοιπόν φορά συναντάμε μπροστά μας το θεωρητικό πλαίσιο που ανάγει την «Απώλεια...» σε διασφάλιση της «Ατομικής Σωτηρίας».

Αυτή ακριβώς η παραπάνω περίπτωση δεν είναι διαφορετική από άλλες, οι οποίες πραγματεύονται το θέμα της υποστήριξης ενός πλαισίου και ενός συστήματος αξιών, ακόμη και αν αυτό προκαλεί, έστω και βραχυπρόθεσμα, αναστάτωση και οδύνη. 
 
Οι άνθρωποι, είμαστε αναγκασμένοι συχνά να αντιμετωπίσουμε διλημματικές καταστάσεις. Αν θα πληρώσουμε χρέη που μπορούμε ν’ αποφύγουμε, αν θα συνάψουμε σχέσεις «παράνομες», αν θα προσφέρουμε την αλήθεια σε κάποιον ή θα προτιμήσουμε ν’ αποφύγουμε την πιθανά δυσάρεστη αντίδραση, με την καταφυγή στο ψέμα.

Προφανώς και δεν είναι δυνατόν να λέμε σε όλες τις περιπτώσεις την αλήθεια, αλλά ασφαλώς αυτές στις οποίες κάτι τέτοιο γίνεται αναγκαίο είναι πολύ περισσότερες απ’ όσο νομίζουμε, ενώ οι άλλες πολύ λιγότερες, ώστε η κατάχρηση του ψέματος να αναδεικνύει τη μειωμένη αυτοεκτίμηση και την αρνητική αυτοεικόνα. Όταν ένας άνθρωπος ψεύδεται ασύστολα, αυτό το κάνει επειδή έχει πειστεί πως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα πρόσωπα στα οποία αισθάνεται πως πρέπει να «δώσει λόγο». Μάλιστα η σταθερή παραδοχή του κινείται στο πλαίσιο της επισήμανσης της αδυναμίας των άλλων προσώπων να κατανοήσουν τη θέση του και αυτός ο ισχυρισμός είναι μια πράξη «προβολής». Η πραγματικότητα έγκειται στο γεγονός πως αφενός δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, ήτοι να εξηγήσει τους λόγους των πράξεών του και στο μέλλον να δράσει επανορθωτικά, αφετέρου έχει πειστεί πως είναι ένα ανάξιο πλάσμα και ως τέτοιο δεν του αξίζει καμία ουσιαστική «τιμή», αλλά μόνο κάποιες μικρές ανταποδώσεις της ζωής, όταν αυτός κινείται στο χώρο της «παρανομίας».

Συναφές με τα παραπάνω είναι και το ζήτημα της εκκίνησης εκείνων των πραχτικών, οι οποίες θα συνεισφέρουν άλλοτε στην ενοχοποίηση και άλλοτε στην επίσχεση της εξέλιξης της διαπραγματευτικής ικανότητας των ανθρώπων. Όμως τι σημαίνουν όλα αυτά;

Μπορεί να μας φαίνεται δύσκολο να το φανταστούμε, αλλά όταν τα άτομα αντιμετωπίζουν διλημματικές καταστάσεις ηθικού τύπου, (είτε κάνουν λάθος είτε όχι, αυτό δεν μας αφορά καθόλου και κυρίως δεν μπορούμε να το κρίνουμε, καθώς είναι τμήμα του φαινομενολογικού χώρου καθενός), η συμβολή μας μπορεί να καταστεί τεράστια στην αποηθικοποίησή τους και τελικά τη διάπραξη εγκλήματος.

Οι άνθρωποι διαχειριζόμαστε ένα σύνολο ηθικών αντιλήψεων, οι οποίες οργανώνουν τη ζωή μας. Είναι τεράστιας σημασίας το γεγονός ότι έχουμε πεποίθηση σ’ αυτές και πολύ λιγότερο αφορά τον οποιοδήποτε το είδος αυτών, ασφαλώς για την περίπτωση που δεν καταστρατηγούν εξόφθαλμα τα δικαιώματα των άλλων.

Κάποτε μπορεί να βρεθούμε όλοι στο σταυροδρόμι να παραβιάσουμε τμήμα ή το σύνολο των αξιών μας και αυτό είναι πραγματικά μία πολύ δυσάρεστη κατάσταση. Είναι διαφορετικό πράγμα (και έξω από πλαίσια σχετικισμού) να επανεπεξεργαστεί κάποιος τις ηθικές του αντιλήψεις, για να προβεί σε σχετικές αναθεωρήσεις και διαφορετικό να τις καταστρατηγήσει. Στην τελευταία αυτή περίπτωση διαπράττεται ένα έγκλημα και ως εκ τούτου θα εγερθεί η συνακόλουθη ενοχή η οποία θα προξενήσει κάποτε και ανεπανόρθωτες βλάβες στον ψυχικό μηχανισμό, κατ’ επέκταση στην ενδοατομική, αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Εάν, από μεριάς μας, συνδράμουμε σε αυτή τη διαδικασία, αυτομάτως και απαρέγκλιτα καθιστάμεθα συνυπεύθυνοι στην τέλεση μίας παράνομης πράξης και με συνεπακόλουθο την έγερση της δικής μας ενοχής. Το έγκλημα εις βάρος του πρώτου προσώπου γίνεται και έγκλημα εις βάρος του δεύτερου και η συμφορά της ενοχής και των αντισταθμισμάτων, τα οποία ο εαυτός εγείρει και οργανώνει, εξαπολύουν τη νόσο μολυσματικά στο σύμπαν.

Όπως ακριβώς η συμβολή μας στην επίσχεση του συστήματος αξιών ενός ανθρώπου μπορεί να προξενήσει ανεπανόρθωτη συνολική βλάβη, έτσι ακριβώς η εσκεμμένη ολιγωρία μας να εξοφλήσουμε, επί παραδείγματι, τα χρέη μας, ενώ δεν ανήκουμε σε κάποια ομάδα με άτομα που χρήζουν ειδικής αρωγής, παραβιάζει τα όρια και τους νόμους που διέπουν μία διαπροσωπική σχέση, διαρρηγνύουν τους νόμους της θεμιτής έκφρασης «Ισχύος», και επαναλαμβάνουν νόρμες και μοτίβα ανημποριάς για τα πρόσωπα.

Όμως πέρα από αυτά, όταν κάποιος εκμεταλλεύεται έναν άνθρωπο, αυτομάτως του επικοινωνεί πως τον θεωρεί ένα ανάξιο ον και τελικά αυτός ο τελευταίος ως τέτοιος θα φερθεί, ακόμη και απέναντι στον πρώτο, ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες του. Παράλληλα (ο πρώτος) προξενεί μία βίαιη έξοδο του ίδιου του τού εαυτού από το «μαντρί». Το οποίον:

Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από ένα περιβάλλον που διέπεται από κανονικότητες, τάξη, προβλεψιμότητα και οργάνωση για να μπορέσουμε να ζήσουμε μέσα του. Όταν υποδαυλίζουμε τους θεμελιώδεις κανόνες οργάνωσης ενός συστήματος και ασφαλώς δεν τους αντικαθιστάμε με ένα βιώσιμο σύνολο νορμών, τότε αυτό που προκύπτει μοιάζει με τον εξοβελισμό μας από τον κόσμο και τον εξοστρακισμό μας σ’ ένα άπειρο και χωρίς όρια κενό.

Και τούτο γίνεται  μία πράξη αυτοδιωγμού από Την Παράδεισο...

...ώστε η ψυχική κόλαση θ’ ανοίξει σιγά σιγά τις πύλες της  για να μας γνέψει σ’ ένα κατευόδιο αναπότρεπτο, εάν δεν προβούμε άμεσα σε σχετικές επαναδιευθετήσεις.

Το ν’ αγαπάω έναν άνθρωπο συνεπάγεται το να επιθυμώ γι’ αυτόν να παραμένει ακέραιος και αλώβητος ψυχικά. Εάν ικανοποιήσω τη μικροαναγκούλα μου, εις βάρος της αυτοεκτίμησής του, τότε δεν νοιώθω αγάπη όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά και για κανέναν άλλον, καθόσον η αγάπη, όπως ισχυρίζεται και ο Erich Fromm (και ορθώς λέγει), δεν εκδηλώνεται επιλεκτικά.

Ο περιοδικός συνεπώς επαναπροσδιορισμός της σχέσης με τον άλλον ή με το άλλο αντικείμενο προϋποθέτει μία εποπτεία και μία υπευθυνότητα στον έλεγχο και την τακτοποίηση των συσχετισμών των εσωτερικών πραγμάτων. Έτσι η Ωριμότητα καθίσταται μία πραγματική, αλλά και μία δυναμική κατάσταση και όχι το φαντασιακό ενός κούφιου -στην καλύτερη περίπτωση- ή σαδιστικού -στην χειρότερη- «Υπερεγώ» που έρχεται να κάνει ακριβώς αυτό… Το ποιο;

…Να καταλάβει τον κενό χώρο που έχει μείνει αφρούρητος, μέσω της δημιουργίας υπερφίαλων επενδύσεων πάνω σε εξωτερικά σύμβολα, που κατοπινά θα ενδοβληθούν από το άτομο, στην προσπάθειά του να συλλέξει την αξία του, δυστυχώς όμως…

«σαν μπουκιά που του ‘χει κάτσει στο λαιμό…»

Η ωριμότητα, στο πλαίσιο των προηγούμενων όρων, είναι αναγκαία συνθήκη για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του Εαυτού και της σχέσης αλληλεπίδρασης και προσφοράς με ό,τι φαινομενικά δεν είναι εαυτός.

Από αυτή την ωριμότητα θα ξεπηδήσει η διακριτή πλέον, η αποκλειστικά προσανατολισμένη προς ένα αντικείμενο, εθελοντική προσφορά. Από την εσωτερική θεμελίωση των πιο πάνω προδιαγραφών όχι μόνο θα γεννηθούν τα σχετικά κίνητρα, αλλά περαιτέρω θα εξελιχτεί η συναισθηματική σύνδεση του εθελοντή με τα αντικείμενα της «αγάπης» προκαλώντας παράλληλα επίσχεση στα ναρκισσιστικά κίνητρα ή τα υπολείμματα του κοινωνικού ρατσισμού, από τα οποία -κακά τα ψέματα- έχουμε μολυνθεί, μέσω διαγενεακών μηχανισμών μεταφοράς σφάλματος, λίγο πολύ οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, ασφαλώς.

Υπάρχει ένα πράμα από το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει. Ποιο είναι αυτό;. Η Ύπαρξή του. Αυτή είναι δεδομένη, αναπότρεπτη και Αξιωματική. Το να θέσει τον Εαυτό του σε Αυτοακύρωση και συνεπώς σε Ανυπαρξία είναι λογικώς αδύνατο και έχω μιλήσει σχετικά σε προηγούμενο κείμενο.  Όταν κάτι υφίσταται, δεν είναι εφικτό γι’ αυτό να περάσει στην αντίθετη κατάσταση. Στην ουσία, αυτό θα σήμαινε πως δεν υπήρξε ποτέ.

Το αναπόδραστο Χρέος του ανθρώπου (όλα τ' άλλα παράγονται από αυτό), το χρέος δηλαδή το οποίο συνεπάγεται η αναπόφευκτη Ελευθερία και Ελεύθερη Βούλησή Του (την οποία προσπαθεί, εις μάτην, να απολέσει), που τον καθιστά ικανό (είτε του αρέσει είτε όχι) για κάθε επιλογή (βαρύ το… δώρο;…), είναι να Νοηματοδοτήσει ο Ίδιος τη ζωή του και μέσω αυτής της νοηματοδότησης να επιφέρει τη Σωτηρία Του, από τα προμηθεϊκά δεσμά της άγνοιας και της φενάκης για τη λειτουργία του πραγματικού, το οποίο πραγματεύεται επάξια ο πλατωνικός μύθος του σπηλαίου.

Δεν ζούμε ! … Μόνον επιβιώνουμε μέσα σ’ έναν Ψευδοκόσμο. Έναν κόσμο σχιζοφρενικό και διά τούτο βραχύβιο. Έναν κόσμο που συμπεριφέρεται με έναν τρόπο ο οποίος παράγει προϊόντα που δεν διαφέρουν από το αντιληπτικό υλικό που λαμβάνει ένας ψυχωσικός, όταν κοιτάζει με τρόμο τα τέρατα να ξεπηδούν μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης. Αυτός ο κόσμος των τεράτων δεν είναι πραγματικός, αλλά οι προβολές του εσωτερικού, απορριφθέντα εαυτού, που έχει περάσει στο στρατόπεδο και την υπηρεσία του κακού.

Αυτά τα κατεστραμμένα κομμάτια, έχοντας νομιμοποιηθεί, από τους κοινωνικούς και άλλους θεσμούς, οι οποίοι -κατά τ’ άλλα- φέρνουν στο φως ένα βαρύ και βαθύ υπαρξιακό σφάλμα, διαχειρίζονται τα πράγματα της ζωής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλούν εκρήξεις εφήμερες και καταποντιζόμενες γεννήσεις.

Ο ψευδοκόσμος -χωρίς να παύει να αποτελεί επιλογή, γιατί και η σχιζοφρένεια είναι επιλογή, όσο ακραίο και αν ακούγεται αυτό- συνιστά προϊόν εκφυλισμού, γι’ αυτό και πάντα θα καταρρέει μέχρις ότου αποκατασταθεί μία βιώσιμη, δυναμική και ισορροπημένη αλληλουχία. Ο ψευδοκόσμος είναι ένας ιδιαίτερα βραχύβιος κόσμος και αποτελεί υλική πραγμάτωση ενός ολέθριου, άλογου και ασύμφορου φαντασιακού και διά τούτο διέπεται από συσχετισμούς πραγμάτων που δεν διαθέτουν μέσα τους "Λόγο", ή μάλλον διαθέτουν έναν υποκατάστατο "διαστροφικό λόγο". Ο ψευδοκόσμος συναντάται στα άκρα μιας κατανομής Gauss, αλλά δεν παύει ποτέ να αποτελεί, έστω και μικρό τμήμα του πραγματικού κόσμου, γιατί αυτός ο τελευταίος τα 'χει όλα μέσα του, για να μπορεί και να προσδιοριστεί, μέσω της πλουραλιστικής έκφρασης και για κανέναν άλλο λόγο. Βάσει αυτής της λογικής, οι αξιολογικές κρίσεις δεν έχουν κανέναν ουσιώδη λόγο ύπαρξης, μόνο συνιστούν αντισταθμιστικές θεωρήσεις ζωής και επί της ουσίας τμήμα του ψευδοκόσμου, διάφορες από το "έλλογο" συναίσθημα, γι' αυτό και εξίσου προβληματικές.

Το να υποστηρίζει κάποιος υλικά και ψυχικά τους πακιστανούς, τους μαύρους, τους ανάπηρους τους «εγκληματίες…» ή τους τρανσέξουαλ… παρέχει μία πολυσημία, για τους λόγους που αυτό γίνεται και αποτελεί τακτική, ανάλογη του φαινομενολογικού κόσμου που φέρει μέσα του ο εθελοντής.

Ένας άνθρωπος που υιοθετεί πραχτικές φιλανθρωπίας μπορεί να επιδιώκει να θεραπεύσει τον ίδιο ή απλά και μόνο να ξεράσει από μέσα του τη βρώμα και τη σιχασιά που νοιώθει, για κάποιες πλευρές του εαυτού του (οι οποίες έχουν εξοστρακιστεί στο χώρο της απόρριψης ή το χώρο του κακού) πετώντας τα σαν δηλητηριώδη κομμάτια και εναποθέτοντάς τα στο εσωτερικό ενός ευάλωτου πληθυσμού.

Ταυτόχρονα δε και να αρνηθεί στην ηθική και πάντα αυστηρή πλευρά της συνείδησής του, την βδελυγμία που νοιώθει γι’ αυτούς.  Σε αυτούς τους ανθρώπους, μία εσωτερική φωνή εκδηλώνει πάντα, με τρόπο καταναγκαστικό και συστηματικό, μια ανυπέρβλητη επίκριση, ταυτόχρονα δε διατάσσει και απαιτεί από αυτούς να είναι ηθικοί, «ωραίοι», αγνοί, αμόλυντοι και νόμιμοι. Τούτοι δε, αγαπούν το ωραίο, λιγότερο επειδή κατανοούν ποια είναι η πραγματική του αξία, αλλά πιότερο ως θεραπεία της εσωτερικά βιούμενης αυτοαπέχθειας.

Και όλο τούτο το συναίσθημα διαγράφεται στη συμπεριφορά τους προς τον ατυχούντα, όταν του μιλάνε, όταν του απευθύνουν τον λόγο ή όταν τον ακούνε σαν να επρόκειτο για ένα μικρό, κακομαθημένο, κατώτερο και χαζό παιδί και όχι σαν ένα πλάσμα με δική του κουλτούρα, με δικές του πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, με ανάγκες ψυχικής και σωματικής επιβίωσης… ως άνθρωπο ισότιμο με αυτούς, από τον οποίο έχουν να πάρουν και να ωφεληθούν πολλά. Διότι τον έχουν εκ προοιμίου απορρίψει και πολιτογραφήσει στη χώρα του κατώτερου και του δυσπροσαρμοστικού.

Η συμπεριφορά εν προκειμένω, μπορεί να λάβει τη μορφή μιας απροκάλυπτης, βασανιστικής για τον άλλον και ανεπιθύμητης ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας.

Η επιδίωξη της εθελοντικής προσφοράς δεν μπορεί να γίνεται με όποιον τρόπο, αλλά μόνο με τρόπο κατάλληλο, αναγνώσιμο από τον άλλον και υπό την προϋπόθεση πως έχει αναγνωρίσει αυτή του την ανάγκη και έχει ζητήσει μία σχετική συνδρομή.

Συνιστά «Ύβρη» το να επιθυμούμε τη σωτηρία κάποιου, στο πλαίσιο των δικών μας θεωρήσεων για τη ζωή, όταν ο άλλος άνθρωπος επιδιώκει να διάγει έναν βίο, μέσα από διαφορετικές επιλογές, στα μάτια μας ίσως και αυτοκαταστροφικές.

Ο μοναδικός που είναι Υπεύθυνος και αρμόδιος για τη σωτηρία του είναι ακριβώς εκείνος που φέρει αυτή την ανάγκη και καμία παρείσφρηση δεν μπορεί να διαθέσει την ελάχιστη νομιμοποίηση, αν δεν μας έχει γίνει η τιμή να προσκληθούμε σε αυτό. Διότι τούτη η πραχτική περιστέλλει το θεμελιώδες και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα και υποχρέωση καθενός, που συνίσταται στην ελευθερία του να γίνει αυτό το οποίο αντέχει και επιθυμεί, ακόμη και αν αυτό σταδιακά θα οδηγήσει στην στην συντόμευση της ζωής του. Φαντάζεται κανείς πως η ζωή είναι σημαντικότερη του θανάτου; Το να επιλέξει ένας άνθρωπος έναν τρόπο ζωής, ο οποίος στα μάτια μας φαντάζει και εν τέλει είναι ατελέσφορος, αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως την "Επιβολή" εξωτερικών αντισταθμισμάτων και τούτη είναι διάφορη κατάσταση από την εκδήλωση μίας απεγνωσμένης κραυγής (και κλίσης για βοήθεια) αυτού που αποπειράται τη φυγή απ' τη ζωή.

Κάθε ανταγωνιστική στο παραπάνω αντιμετώπιση, αποδεικνύει την μυωπική συμπεριφορά μίας ναρκισσιστικής κακόηθους οντότητας και ενός προσώπου, το οποίο έχει βασανιστικά αυτοαπορριφθεί, ώστε πλέον να εκδηλώνει την προκύπτουσα επιθετικότητα του τύπου…

«είσαι βδελυρός και πρέπει να σε σώσω…»

εναντίον εύκολων στόχων και με την μαζοχιστική υποταγή του αδυνάμου στο πλαίσιο των σαδιστικών του αναγκών.

Όμως πέραν των ακριβώς παραπάνω, υφίσταται και μία ανάγκη σεβασμού κάποιων όρων που προωθούν μία εξωτερική λειτουργικότητα της ζωής.

Όταν δίνουμε χρήματα σε ένα παιδί εγκαταλειμμένο, θύμα της εργασιακής εκμετάλλευσης, της παραμέλησης, ακόμη και της σωματεμπορίας, συνεισφέρουμε στη διατήρηση αυτών των όρων της επιβίωσής του.

Όταν προσφέρουμε ανακούφιση σε μία κοινωνική παθογένεια, για την οποία θα όφειλε να υπάρχει κρατική πρόνοια, χωρίς όμως να έχουμε προχωρήσει σε πρόβλεψη για τη θεραπεία των σχετικών γενεσιουργών αιτιών, στην πραγματικότητα διασφαλίζουμε τη διαιώνιση του προβλήματος.

Όταν δεν έχουμε πραγματική επίγνωση των αναγκών μας και κινούμαστε στα τυφλά, καθώς προβαίνουμε σε εθελοντικές δράσεις, ώστε να στέλνουμε πίσω στο ίδρυμα (μετά από ένα χρόνο) παιδιά, των οποίων υπήρξαμε ανάδοχοι γονείς, τότε συνεισφέρουμε στην προϋπάρχουσα ζημιά αντί να την θεραπεύουμε.

Σαν υιοθετημένους σκύλους, που μας έγιναν βάρος και μετά από λίγο τους εγκαταλείπουμε στο δρόμο...

Κάποτε, η φίλη μου η Αλέκα μου δήλωσε, με απόλυτη σιγουριά:

«Ελένη, αν ήταν δικό σου το παιδί θα το επέστρεφες πίσω;… Όταν αποφασίσεις και προβείς στην αναδοχή ενός παιδιού, ό,τι και να προκύψει πως είναι αυτό, είναι δικό σου πια παιδί!»


Οι εθελοντικές δράσεις λοιπόν…
…χρήζουν παραμετροποίησης πλαισίου, ώστε να μην καταστούν, από σωτηρία για τους άλλους, σε μεγαλύτερη συμφορά ή σε ανηλεή και καμουφλαρισμένο τραμπουκισμό.

…χρήζουν αυτοεκτίμησης, ώστε να μην μετατραπούν σε όχημα της εξυπηρέτησης ιδιοτελών αναγκών,

…χρήζουν αυτεπίγνωσης, ώστε να εξαπλώσουν την πιο θεμελιώδη αλήθεια που οδηγεί στη νοηματοδότηση και συνακόλουθα τη δικαίωση της ύπαρξης και η οποία εξυπηρετείται από τις παραδοχές πως…
         για να κερδίσουμε, είναι αναγκαίο να παραιτηθούμε κάποιων βραχυπρόθεσμων ωφελειών,
         για να επιβιώσουμε, πρέπει ν’ αποκαλύψουμε έναν συλλογικότερο εαυτό και
         για να κάνουμε όλα τα παραπάνω θα χρειαστεί να εφεύρουμε τον τρόπο, με τον οποίο θα 
         αποτινάξουμε το ναρκισσιστικό εγώ

ήτοι,

«για νά ‘βρεις τον εαυτό σου… πρέπει πρώτα να τον απολέσεις…»

Καλό σας βράδυ
© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

ESCAPEE

(ή αλλιώς… ΔΙΑΦΥΓΗ απ’ την …«Κτίση»… του ΠραΓΜατιΚού…)

 
 
Μερικές φορές αναρωτιέμαι …

Πως μπορεί να είναι κάτι τόσο! αφανώς Όμορφο… ή απλά… τόσο! Όμορφο..
 
Ο Glenn Gould είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένας εξαίσιος πιανίστας και αυτή του η αριστουργηματικότητα δεν αφορά στην απλή, παραταχτική, συμβατική σύνδεση του με το μουσικό όργανο και το έργο τέχνης…. Αλλά με τον τρόπο που αγκαλιάζει,  που ψηλαφεί, που εισδύει, που σαγηνεύει τη μουσική εκτοξεύοντας την πέρα και πάνω, ακόμη και από το ίδιο της το ύψος… Κάνοντας την «πλήρωμα» δικό του, εσωτερικό του αντικείμενο και ουσία που χτίζει το ατέρμονα διευρυνόμενο «έσω» του… Και κάνοντας τον εαυτό του εραστή, πατέρα και ποιητή σ’ ένα σωματικό και ψυχικό αγκάλιασμα του κάλους της, που τον καθιστά  ένα πράμα με το έργο τέχνης και μία παραπάνω έκφρασή αυτού.

            Όταν μιλάει κανείς για τον Glenn Gould, αδυνατεί να περιγράψει ή ν’ αξιολογήσει… Παρά μόνο να κάμει ποίηση, ακόμη και όταν, στο εγχείρημα του αυτό, αποδείχνεται λειψός…

            Και εδώ μέσα, ακριβώς μέσα σ’ αυτή την ποίηση, σ’ αυτή την ψυχική θέση συναντιέται η ουσία, το εξαίσια αρωματικό γιοματάρι της ανθρώπινης μετοχής και κατάφασης, του ανθρώπινου «ΝΑΙ», που το κείμενο αυτό φιλοδοξεί σήμερα -λαθραία- να επικοινωνήσει..

            Escapee! Διαφυγή! Από τι;
           
            Τι είναι αυτό, από το οποίο «Ο Άλλος» προσπαθεί επίμονα και σταθερά να ξεγλιστρήσει;…επιστρατεύοντας κάθε μέσο και όργανο που δύναται να διαθέσει και «χαλκεύοντας» ασύνειδα όλη του τη μαεστρία στην εκπλήρωση μιας τέτοιας αποκήρυξης, και την πραγμάτωση μιας κραυγάζουσας και ηρωικής εξόδου από την επιταγή του πραγματικού και την απαίτηση της ζωής;

Μία κάποια προβληματική, όπως πάντα συνηθίζω να επισημαίνω, υποδείχνει με το δάχτυλο, το μέγεθος μίας εσωτερικής συρρίκνωσης, που αντιστρατεύεται την έξοδο από το «μαντρί», ενώ κάλλιστα υπαγορεύει την παλινδρομική υπαναχώρηση στον παιδικό θώκο της ανημποριάς και ο οποίος εκφέρεται έως και ως μία βίαιη απόδραση από τα πράγματα, τα καθήκοντα, τις συναισθηματικές συναλλαγές και της ανάγκες της ενήλικης ζωής.
 
            Πως ακριβώς όμως υλοποιείται αυτή η εκφορά; ποια είναι δηλαδή η συμπεριφοριστική απόδοση αυτής της αυτoεκτόπισης και που εντοπίζεται η πηγή αυτής της εσωτερικής συρρίκνωσης; Ποια είναι η φύση αυτού τoυ αιτιακού παράγοντα, τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε και πως τελεσιδικεί αυτός ο παράγοντας, καθώς συναρμολογείται και απολήγει στα εκφέροντα μέσα της διαφυγής;

            Πλείστες φορές, στο παρελθόν, έχω άλλοτε κρούσει και άλλοτε ερμηνεύσει διεξοδικότερα αυτό ακριβώς το θέμα της «διαφυγής». Θα κάνω μία ακόμη απόπειρα, στην προσπάθεια μου να ολοκληρώσω σταδιακά τον «πίνακα» της καταναγκαστικής φυγής προσθέτοντας στοιχεία στην παράμετρο, στην οποία έχω πολλάκις αναφερθεί και που τώρα θα ήθελα να τιτλοφορήσω, για ν’ αναδείξω μια συγκεκριμένη διάσταση αυτής, ως :

            Το «Γονεϊκό Μεγαλείο» :
           
            Δεν δύναμαι να ξεκινήσω, επί του παρόντος, από το «καλό και κακό» αντικείμενο της Melanie Klein και ούτε και κρίνεται άλλωστε σκόπιμο να κάνει κανείς τα ερμηνευτικά περάσματά του από τα «τόσο πίσω». Το μόνο που έχω να επισημάνω είναι ότι η οικοδόμηση του ψυχικού μηχανισμού ξεκινάει από τη βρεφική ηλικία, στην οποία άλλωστε συνεισφέρουν προγεννητικοί παράγοντες, που αναδείχνουν εξίσου μία ορισμένη ιδιοσυγκρασία και η οποία επίσης συμμετέχει σ’ έναν πολυπαραγοντικό σχεδιασμό της εκάστοτε ψυχικής δομής.

            Τι εννοείται λοιπόν, εν προκειμένω, όταν γίνεται αναφορά στην έννοια «Γονεϊκό Μεγαλείο»; Αυτό στο οποίο αναφέρεται (μεταφορικά ασφαλώς) είναι σε μία αδιέξοδη (για το παιδί) και «υπερέχουσα» γονεϊκή συμπεριφορά, που όμως παραμένει ασυντόνιστη στο εσωτερικό της (μεταξύ δηλαδή των δύο κηδεμόνων), πράγμα το οποίο εννοεί την Υπερεμπλοκή του Ενός κηδεμόνα με παράλληλη, κάποιου τύπου, απόσυρση του δεύτερου. Στην πραγματικότητα, αυτό που εννοώ είναι ότι δεν υφίσταται κάποιο αντιστάθμισμα ή κάποιο εμπόδιο σε μία διαδικασία αφομοίωσης, συγχώνευσης ή υπερταύτισης με τον έναν από τους δύο κηδεμόνες, ο οποίος εννοεί να καταλαμβάνει, μ’ έναν πλέον «δυναμικό» τρόπο και σε μεγάλη έκταση, τον εσωτερικό χώρο του παιδιού του αναχαιτίζοντας τις αναπτυξιακές δυνάμεις του «εγώ», εκτοπίζοντας τις, ακόμα και συρρικνώνοντάς τις οδηγώντας τις ενίοτε και στον ευνουχισμό.

            Τα άκρα πάνε παρέα. Αυτό το έχουμε ξαναπεί άλλωστε και σημαίνει ότι, κατά τα φαινόμενα, μιας κάποιας θέσης άνθρωποι, με υπερβολικά και μάλλον δεσποτικά στοιχεία στην ψυχική τους δομή, επιβιώνουν συναναστρεφόμενοι και συγχρωτιζόμενοι με υποκείμενες σε αυτούς «έτερες ψυχές». Καθώς δηλαδή υπολείπεται ο ένας, αναπληρώνει ο άλλος. Στην ψυχαναλυτική θεωρία, οι θέσεις περί σαδομαζοχισμού μπορούν, μέχρις ενός σημείου, να δώσουν κάποιες εξηγήσεις. Αυτό που εγώ περισσότερο επισημαίνω είναι ότι οι αυταρχικές, υπερδραστήριες και πειθαρχημένες δομές μπορούν να επιβιώσουν μόνο κατά τη συναναστροφή τους με περισσότερο άτονες, υπολειπόμενες, ή εξαρτημένες και υποταχτικές οντότητες, καθόσον οι άνθρωποι, που έχουν σαφή προσανατολισμό προς το «μέσον» ή τη λεγόμενη «χρυσή τομή», θα λειτουργούσαν απορριπτικά, ενώ οι όμοιοι ως αντιύλη εξαϋλωτική. Βέβαια οι πιο πάνω διαφορές, οι αναφερόμενες στα άκρα, όπως έχω πολλάκις υπογραμμίσει, είναι μορφολογικού τύπου, εξωτερικού χαρακτήρα δηλαδή, αφού το κυρίαρχο στοιχείο της εσωτερικής ανελαστικότητας και παρεκτροπής (με ό,τι σημαίνουν ή συνεπάγονται τούτα, σύμφωνα με τις προηγούμενες αναλύσεις μου…) είναι ολότελα κοινό.

            Το ακριβώς παραπάνω μας παρέχει τουλάχιστον μια κάποια υποψία για τη φύση της σχέσης κάποιων συζύγων, η οποία συναρμολογείται από τις μεταξύ τους εξωτερικές αντιφάσεις ζωής. Τα τέκνα λοιπόν, που μεγαλώνουν κάτω από μια τέτοια σκέπη, δύνανται ν’ αναπτύξουν περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά παθολογικά στοιχεία, ανάλογα της ποιότητας, του μεγέθους, του «φύλλου» του εκτρεπόμενου γονεϊκού ρόλου και των σχετικών αντισταθμισμάτων.
 
Σε κάποιες οικογένειες τα κυρίαρχα αυταρχικά στοιχεία (της αδύναμης, κατά τ’ άλλα, ψυχικής θέσης) εκπηγάζουν από τη «Μητέρα», δομημένα και σφιχτοδεμένα, κάποτε, μαζί μ’ ένα παράλογο είδος λανθάνοντα τρόμου, ο οποίος κάνει ευθεία αναφορά στη δύναμη του πεπρωμένου, του αναπόδραστου (πράγμα που όπως έχω και άλλοτε πει συνιστά την ακραιφνή ψυχική, μαζοχιστική θέση του σαδιστή). Άλλοτε πάλι τα στοιχεία επιβολής συνδέονται με μία σοβαρή εσωτερική ελλειμματικότητα, βουλιμικού τύπου και έναν σημαντικό ψυχοπαθολογικό ναρκισσισμό, που εννοεί και πάντοτε αποπειράται να «καταβροχθίζει» άπαντες γύρω του, σε πραγματικό χώρο και χρόνο, αλλά και συμβολικά μέσα από την ναρκισσιστική απόληξη αυτής της ελλειμματικότητας, πραξιακού τύπου και σύμφωνη με τις συλλεγείσες, στην πορεία της ζωής, αναπαραστάσεις καθενός. Όλα τούτα τα στοιχεία φαίνονται, σύνηθα, να συναρμόζονται  με την ενοχή (προϊόν της ευνουχισμένης αυτοεικόνας του κηδεμόνα) και το σχετικό αυτομίσος, (που εκβάλλει κατευθείαν πάνω στον όποιον άλλον...), επιπλέον δε, φιλτράρονται και εκρέουν μέσα από ένα κανάλι, τα υλικά του οποίου συστήνουν ένα κράμα από στοιχεία απορριπτικά, αλλά ταυτόχρονα και (υπερ)προστατευτικά, ακόμα και (κάποτε και ευτυχώς) τρυφερά. Φαντάζεστε ότι οι δεσποτικοί γονείς δεν «καλοχαϊδεύουν» ποτέ τα παιδιά τους; Ο Adler έχει ήδη προβεί στην κατάδειξη των συναισθηματικών πλεονεκτημάτων που καρπούται το πρωτότοκο, εξίσου και το «στερνοπούλι»... Εξάλλου, τα «δύσκολα» παιδιά επίσης τείνουν να ελκύουν τη προσοχή και το ενδιαφέρον των γονέων πάνω τους. Κατόπιν όλων τούτων λοιπόν, προκύπτει πως τα στοιχεία της «καλοσύνης», στα οποία θα επιτραπεί η καλλιέργεια και άλλοτε η είσοδος από αλλότριες συναισθηματικές πηγές, θα αποδώσουν «λογιστικά» και ασφαλώς ποιοτικά,  στον ψυχισμό του τέκνου κατοπινά.

            Για να γίνω πιο σαφής και να ολοκληρώσω εξάλλου επί των ακριβώς πιο πάνω, οι χειρισμοί της μητέρας, όταν αυτή καταλήγει να έχει τον πρώτο ή τον κυρίαρχο λόγο μέσα στην οικογένεια, σε συνδυασμό με τα στοιχεία της τρυφερότητας, που η ίδια θα επιτρέψει να παρεισφρήσουν στη μεταξύ αυτής και του παιδιού της σχέσης, θα εισαγάγουν την καλλιέργεια των αναπαραστάσεων, που θα διαμορφώσουν τα στοιχεία της κατοπινής ανθρωπιάς. Επιπλέον, επειδή τα πλείστα συναισθηματικά χρέη έχουν καταλήξει να απορρέουν από την ίδια, η αδυναμία εκπλήρωσης αυτού του ρόλου φαίνεται πως δύναται να εκτρέψει τη διαδρομή του παιδιού εκβάλλοντας την στις πύλες του ατελέσφορου συναισθήματος που αφορά: στον ψυχωτισμό, την υστερία, την εξάρτηση και την επίσχεση δόμησης ολοκληρωμένης και επαρκούς αυτοεικόνας, την εκφραστική αδυναμία, την παλινδρόμηση, την καταχρηστική, καταναγκαστική και μάλλον μαζοχιστική εκπλήρωση των αιτημάτων του ψυχικού μηχανισμού.

            Στην περίπτωση τώρα που ο πατρικός «λόγος» ή ο «λόγος» εν γένει και σωστότερα (αν και στερεοτυπικά και διαγενεακά έτεινε να εκπορεύεται από τον πατέρα, τουλάχιστον στο παρελθόν) τίθεται ελλειμματικός και άλλοτε ακατάλληλος ή ακόμα και αποκρουστικός, χωρίς να παρέχει κάποια όρια ασφαλείας ή γραμμές προσανατολισμού, μέσα σ’ ένα εκφραστικό και δημοκρατικό πλαίσιο θέρμης και τρυφερότητας, τότε ο κόσμος του παιδιού καταπίπτει αδήριτος μπροστά στα μάτια του και απλώνεται εμπρός του άπειρος, απροσδιόριστος, ανεξήγητος και ασύνορος. Κάθε προσπάθεια ερμηνείας του ξερνάει, μέσα απ’ το «βλαστό», το τσάκισμα πάνω στα τείχη ενός σοβαρότατου ελλειμματικού διαχειριστικού, ενώ ακόμη περισσότερο τη διαφυγή, το ξεγλίστρημα από τον ανεξερεύνητο, ανάρμοστο και επίφοβο κόσμο της πατρικής ανεπάρκειας, ίσως και της εσωτερικής της διαστροφής. Έτσι ο κόσμος γύρω συμβολοποιείται σε μία ενδοβλημένη εικόνα ενός «πατρικού, ακατάληπτου και ατέρμονου» ή και ενός «πατρικού ειδεχθούς», που δρα επιμολυντικά σ’ όλο τον ψυχισμό.
 

Κάποιες φορές μπορεί ν’ ακούσει κανείς και τη βροντώδη του κραυγή...

“Πατέρα.... ! Δώσ’ μου έναν κόσμο να δράσω... Δώσ’ μου εσένα...! Ειδάλλως... σκότωσέ με...”

            Το πρόβλημα λοιπόν οικοδομείται σταδιακά, καθώς οι εξωγενείς μηχανισμοί ταύτισης και εμπέδωσης μίας διαλεκτικής φωνής είναι, αν όχι κομματιασμένοι, σίγουρα αποδιοργανωμένοι, ενώ παράλληλα ο ψυχικός μηχανισμός του παιδιού μαθητεύει υπό την σπάθη μιας λογικής ακραία συναισθηματικής, (που αναπαράγει η μητέρα) που μέσα της φέρει τη σκληρότητα, την οποία ξερνάει ένα πανάρχαιο, υστερικό  της κλάμα. Η λογική της πειθαρχίας,  της συμμόρφωσης και της κατάπνιξης των αυτονομίστικων τάσεων της libido. Η λογική της συναισθηματικής αποστασιοποίησης από το άμοιρο τέκνο, αλλά ταυτόχρονα και του προστατευτισμού κάτω από τη σκέπη μιας τεράστιας φτερούγας. Η λογική της εύρεσης λύσης έξω από το νου και την καρδιά του ενδιαφερομένου, έξω από τις αναλύσεις, τις ενοράσεις και εγκρίσεις του «εγώ» του, αλλά υπό τον φόβο του «καταπέλτη» των εξωτερικά οδηγούμενων και ανεξέλεγκτων γεγονότων. Και όχι μόνο… Η λογική της «μη λογικής», του αδιέξοδου κόσμου, της αναπόδραστης συμφοράς και της τιμωρίας.

«…Η λογική του «Εξωτερικού Κακού» και του «Πεπρωμένου. Της Φυγής από τις Θλίψεις της ζωής…»

            Μετά απ’ όλα αυτά, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι η απώλεια του κόσμου, δηλαδή η έλλειψη ταύτισης με κάτι θετικό, δημιουργικό εξελικτικό, που μέσα του φέρει την ποικιλία ενός πολύσημου, ενός πλουραλιστικού συστήματος, αναπληρώνεται από την απόδραση σ’ έναν ακραιφνή, παιδικότροπο ιδεαλισμό και μία φαντασίωση μεγαλείου και έκφρασης, που στόχο τους έχουν να θανατώσουνε τη θλίψη του εσωτερικού ελλείμματος. Και αυτή ακριβώς η απώλεια συμπληρώνεται από τις φαντασιωτικές υπερβάσεις ενός, αλλεπάλληλα σφυροκοπημένου, από τη μητέρα, «εγώ», η οποία ταυτόχρονα απέτυχε στο να διδάξει την επικοινωνία του θετικού συναισθήματος, καθόσον πρώτα απέτυχε στο να το αναγείρει, κατά τη διάνοιξη των περασμάτων της κοινής, μεταξύ της ίδιας και του βλαστού της, πια ζωής.

             Πώς να ξαποστάσει έτσι ένας άνθρωπος; πώς να απαντήσει στις εσωτερικές ανάγκες του; πώς να διεκδικήσει τη ζωή και τα νοήματά του μέσα της, πώς να ορίσει και να διευθετήσει το χώρο που του ανήκει μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο;…
Πως να μην αναζητήσει (Υστερικά! ;...) τη Φυγή; ...από την διαπροσωπική και διαφυλική επικοινωνία; από την αναζήτηση του προσωπικού γούστου, το οποίο αγγίζει το επάγγελμα, τα ενδιαφέροντα και τις άπειρες επιλογές και εναλλαχτικές της ζωής;...
Και ακόμη περισσότερο, πως να μην πέσει θύμα της παλίνδρομης κίνησης, αφού η παιδική «ανημποριά» κατοχυρώνει το απωλεσθέν μεγαλείο και τη φυγή από τα χρέη, δικαιολογώντας -στα μάτια των άλλων- την απουσία απαντητικότητας σε μια ζωή, που δεν παύει ποτέ μα ποτέ «να υποδείχνει με το δάχτυλο τα χρέη»;
΄
…καθώς άδει και ο καλλιτέχνης...

«...βλέπω... να με κυνηγά η ζωή και να...τρέχω.....μα δεν είν’ αρκετά τα βήματά μου...»1

Μα ας μην σκιαζόμαστε...
Καθόλου!

Γιατί, μη φαντάζεστε ότι αυτή η πιο πάνω αναφερθείσα φαντασίωση διαθέτει υποχρεωτικά και μόνο τη λειτουργία της φυγής. Η διάστασή της δεν είναι μονοσήμαντη, δεν είναι μονολιθική. Καθόσον επιδικώκει κάλλιστα την επιστροφή στην πατρίδα, στον εαυτό, τη σωτηρία μέσα απ' αυτόν και την οικειότητα και θαλπωρή ενός «καταδεχτικού και προσωπικού οίκου», το «ταξίδι» της επιστροφής οργανώνεται και τακτοποιείται κάποτε μέσα από την ολότελα ευπρόσδεκτη ερωτική συναλλαγή.

          Εξάλλου, όλα τούτα, που στα κείμενά μας πάντα περιγράφουμε, δεν αποτελούν σύνηθα μία ακραιφνή, μία καθαρόαιμη ψυχική εκδήλωση ενός ανθρώπου, μιας και οι περισσότεροι από 'μας λειτουργούμε σε ένα πλουραλιστικό και πολύπλοκο επίπεδο, όπου μέσα του φέρει περισσότερες διαστάσεις, όλες τους αξιαγάπητες (όπως τα τέκνα, που αγαπιούνται όλα από τη μάνα τους) εξίσου και τη δράση των προσωπικών δαιμόνων μας, που πάντα καλούμαστε, κάπου, κάπως, να δαμάζουμε... Όπως ο οργανισμός που σπεύδει πράττοντας το χρέος του, να ελέγχει τα συνεχώς αναγεννώμενα καρκινικά κύτταρα.  Και σ' αυτή τη μάχη, της... προσωπικής «εξέλιξης», βρίσκεται και η γοητεία της ζωής.
 
Άλλωστε, ένα κάποιο έλλειμμα -ή μια θελκτική και χαριτωμένη ανεπάρκεια στην ωριμότητα- είναι κουρνιασμένο στα «μέσα» πολλών από μας. Και αν επιτρέψουμε στο ένστικτο να μας κάνει μία έκπληξη, θα το συλλάβουμε να ραχατεύει νωχελικά και κουλουριασμένο πάνω στα σωθικά μας. Αυτή είναι έτσι και αλλιώς και η πάγκαλος γοητεία του κρυμμένου παιδιού, του χοροπηδηχτού πουλαριού, που στις ολόλαμπρες εκφάνσεις του, φεγγοβολάει «ολογέλαστα» και αστραποβόλα το θαύμα της παιδικής δημιουργίας και παρρησίας.

Ας υπενθυμίσω λοιπόν…
«Οι εξελίξεις προέρχονται από τη δημιουργική αξιοποίηση του προβλήματος»

Σας φιλώ,
© 2013 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

1Goin' Through - Τα Βήματά μου