Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Φόβος, Τρόμος και Ενοχή ΙΙ


Κάποιοι δηλώνουν ευθέως «ναι, είμαι κακός» ή «ναι, είμαι ρατσιστής» και πίσω από αυτό λανθάνει μία επιθετική διάθεση απέναντι στον συνομιλητή, στη βάση των «υποθέσεών» τους για τη γνώμη που έχει γι’ αυτούς ο άλλος, λες και πρόκειται για μία αμοιβαίως αναγκαία και αναπόφευκτη ενασχόληση. Τούτη η ομολογία προσιδιάζει του ατοπήματος του καμικάζι θανάτου, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση δεν υφίσταται το σχετικό «σθένος» της αυτοχειρίας και αν επρόκειτο τέτοιες ομολογίες να επιφυλάξουν σοβαρή επίπτωση μάλλον δεν θα είχαν ειπωθεί.

H.R. Giger
https://www.youtube.com/watch?v=CCFx188UmXs&t=174s



Πολύ συχνά οι άνθρωποι παραμένουμε «μη φυσιολογικοί», επειδή δεν διαθέτουμε το «σθένος» να γίνουμε «φυσιολογικοί», καθώς φοβόμαστε «να αποδράσουμε από τη φυλακή των μοτίβων» επαναλαμβανόμενης εκδραμάτισης, η οποία βιώνεται διαστροφικά ως ευχάριστη. Στο αβυσσαλέο βάθος της εκδραμάτισης πάντοτε μα πάντοτε υποκρύπτεται ο ακραίος φθόνος του υποκειμένου ενάντια στην ίδια του την ύπαρξη. Αυτός ο φθόνος λόγω του γεγονότος πως είναι αβάσταχτος στο να ιδωθεί, ακόμη περισσότερο να κολυμπήσει κάποιος μέσα σε αυτόν, «παραφράζεται» χωρίς έγκυρη μεταφορά (προβάλλεται) από το υποκείμενο, δηλαδή μεταφράζεται (και μετατρέπεται από το υποκείμενο) σε φθόνο του αντικειμένου ενάντια στο υποκείμενο και μέσω της ταύτισης του υποκειμένου με το αντικείμενο, γίνεται φθόνος του υποκειμένου ενάντια στο αντικείμενο (και επαναπωθειται), όπου αντικείμενο είναι ο «εξωτερικός άλλος», ο οποίος δεν είναι κατ’ ανάγκη ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.

Γι’ αυτό λοιπόν η εκδραμάτιση λαμβάνει τον χαρακτήρα της εθιστικής ευχαρίστησης. Αφενός επειδή στο βάθος της λαμβάνει χώρα η (μαζοχιστική) αυτοτιμωρία με στόχο την αναγκαστική και καταναγκαστική εξιλέωση (πράγμα που το συναντάμε στους σχιζοφρενείς, όταν διαπράττουν εγκληματικές πράξεις και ασύνειδα επιδιώκουν να συλληφθούν), ακόμη περισσότερο, επειδή το αντικείμενο του φθόνου μεταφέρεται ανώδυνα στο εξωτερικό περιβάλλον. Πάντα όμως, μα πάντα η εκδραμάτιση του φθόνου βιώνεται ενάντια στον εαυτό και από εκεί αντλείται κάθε ουσιαστική ευχαρίστηση, καθόσον επαναφέρει τα πράγματα σε τάξη και οικονομεί τη λύτρωση στο πεδίο του ασυνειδήτου. Αλλά, ας πούμε, το «έγκλημα», εξαιτίας του φθόνου απέναντι στην ίδια την ύπαρξη, έχει δρομολογηθεί.


Κανένας δεν μπορεί πραγματικά να φθονήσει κάποιον άλλον. Ο φθόνος έχει πάντοτε ένα πρωτογενές στόχαστρο και (ας πούμε) «...επιδημικά....» μπορεί να μεταβιβάζεται στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, μέσω των αμυντικών μηχανισμών και ...άλλων...

Όσον αφορά τη δική μου ψυχολογική γνωσιολογία, αυτή η παραπάνω περιγραφείσα αδυναμία για ένταξη στο «φυσιολογικό» εκκολάπτεται, συγκροτείται, τροφοδοτείται και ανατροφοδοτείται προοδευτικά και άλλοτε παράλληλα, πάνω σ’ ένα πρωτογενές και ολότελα ασύνειδο υπόστρωμα διάχυτης ενοχής το οποίο θα διακλαδωθεί περαιτέρω σε ενδοψυχικούς τόπους και τρόπους και εν κατακλείδι ασφαλώς (αυτό που μας ενδιαφέρει) στη σχέση με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, πάντοτε εκεί καταλήγει κάθε θέμα ψυχικό.

Είναι αρκετά εύκολο να προβεί κάποιος σε μία αμυντική ομολογία (όχι σθεναρή απολογία, αυτό είναι αρκετά πιο δύσκολο να γίνει, πολύ περισσότερο εφόσον πρόκειται για αυθεντική και ειλικρινή επικοινωνιακή απόπειρα) σαν την παραπάνω για τον εαυτό του, καθώς έχει στο βάθος του μυαλού του το κοινωνικοϊστορικό αιτιολογικό που μπορεί να εξεύρει και να χρησιμοποιήσει. Πέρα όμως από αυτό, έχει αποσύρει «εν συνειδήσει…» από το γνωστικό του πεδίο ότι αυτόματα τη χρησιμοποιεί και εναντίον του, πράγμα το οποίο ακυρώνει το όποιο αιτιολογικό του, όσο ακράδαντο και αν μπορούσε να είναι.

Αν κάποιος δηλώσει, επί παραδείγματι, πρέπει να θανατωθεί ο τάδε για τον τάδε λόγο, είναι σαν να αποδέχεται να θανατωθεί ο ίδιος για τον ίδιο λόγο (η στατιστική πιθανότητα ενδέχεται να τον διευκολύνει να προβαίνει σε τέτοιες …αφηγήσεις… γι’ αυτό οι συνάδελφοι στο χώρο καλό θα ήταν να ασχοληθούν μετά φορτικότητως και με ζητήματα σαν αυτό… μπας και μας βάλουνε μυαλό…), πράγμα το οποίο είναι ασυμβίβαστο με τη φύση των ζωντανών πλασμάτων (το γνωρίζουν αυτό και οι πέτρες) γι’ αυτό και αυτομάτως καθίσταται άκυρο, όπως κάθε τι σχετικό, και μηδέν αντιρρήσεις μπορούν, επ’ αυτού, να διατυπωθούν. Βέβαια, μία τέτοια αποδοχή δεν πρόκειται ποτέ πραγματικά να πλειοδοτήσει, όσο θαρραλέος και αν υποστηρίζει κάποιος πως είναι και ασφαλώς η περίπτωση του αυτόχειρα είναι ολότελα διαφορετική.

Πέραν των προηγουμένων, εμένα μία τέτοια δήλωση προσωπικώς με ενδιαφέρει από ελάχιστα έως καθόλου ως μεταβλητή κοινωνικής συμπεριφοράς. Κυρίως εκλαμβάνω την αξιολογική κρίση ως κωδικοποίηση ενός συνόλου επιφανειακών νοημάτων, προκείμενου να γίνουν γλωσσικώς πραγματεύσιμα πράγματα που αλλιώς δεν θα μπορούσαν να περάσουν στη γλωσσική πραγμάτωση και την ανθρώπινη επικοινωνία, μέσω του λεκτικού κωδικού.

«Είμαι πρωτεύον θηλαστικό», είναι μία ταξινομία που κατανοώ, όπως επίσης και την ταξινομία «ντόπια πανίδα», έτσι όπως ειπώθηκε στη σειρά «The Big Bang Theory» την κατανοώ στη σκωπτική, μεταφορική της σημασία. Τι σημαίνει όμως αντικειμενικά και πρακτικά «είμαι ρατσιστής» και γιατί δεν θα έπρεπε κάποιος να είναι ρατσιστής (αν αυτό είναι κάτι) ή γιατί να έχει χρέος να δέχεται υποδείξεις για το τι πρέπει να είναι ή να μην είναι, περαιτέρω γιατί θα πρέπει να απασχολεί τους άλλους επικοινωνώντας τους ζητήματα προσωπικά, εφόσον αυτοί οι άλλοι δεν συνιστούν στενό του περιβάλλον, ούτε κάποιος από αυτούς είναι ο αναλυτής του; Άραγε, αυτός που επίσης  κάνει σθεναρά την υπόδειξη  είναι ρατσιστής ή δεν είναι ρατσιστής; Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά…

Μία τέτοια δήλωση λοιπόν δεν διαφέρει από μία δήλωση του τύπου «Είμαι πολύ ωραίος». Έχω συναντήσει ανθρώπους οι οποίοι εκδηλώνονται με τρόπους που δείχνουν (υποθέτω) πως αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως ιδιαίτερα εμφανίσιμους, αλλά στα μάτια τα δικά μου η εικόνα αναδεικνύει νοήματα διαφορετικά… Η πραγματικότητα (ασχέτως της στατιστικής επαληθευσιμότητάς της) εκδηλώνεται πάντοτε στα μάτια του βλέποντος (κάπου έχω διαβάσει κάτι σχετικό, μάλλον στο πλαίσιο της θεωρίας του γνωστικού κονστρουκτιβισμού), πέραν τούτου, είναι αδύνατον κάποιος να είναι ή να μην είναι για πάντα κάτι και αυτό το κάτι να μπορεί σε κάθε περίπτωση να μετρηθεί σε μία κλίμακα με σημείο εκκίνησης το μηδέν και έσχατο το ένα. Κατά συνέπεια, όλοι σχεδόν είναι δυνατόν να είναι κάπου κάπου διάφορα πράγματα, μόνο στις διαστροφές ή στα ταλέντα συναντάμε κατ’ εξοχήν το απόλυτο. Συνεπώς, τέτοιες δηλώσεις δεν συνιστούν τίποτα περισσότερο από απόπειρες φαλλικής προσέγγισης του αντικειμένου για την άρση του ευνουχισμού, λόγω της αναπτυξιακής καθήλωσης και της αναμενόμενης έγερσης αμυντικών μηχανισμών, μεταξύ των οποίων εντάσσονται και οι μηχανισμοί στόχευσης.

Εν κατακλείδι, συμφωνώ με τους συναδέλφους του ευρύτερου χώρου, οι οποίοι σημειωτέον μας έχουν μάθει πράγματα σημαντικά γύρω από το θέμα αυτό: Το να συμπεριφέρεται ή να νοιώθει κάποιος σε διαφορετικές φάσεις και περιστάσεις αρνητικά για το «περιβάλλον» του, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένο, είναι κάτι που έτσι και αλλιώς θα συμβεί (για ένα εκατομμύριο λόγους λέω εγώ). Άρα (συμπληρώνω), ανά πάσα ώρα και στιγμή κάποιος μπορεί να συμπεριφερθεί αρνητικά (ήτοι με  προκατάληψη) ή να νοιώσει σχετικά συναισθήματα για εκείνους οι οποίοι είναι δυνατόν να μπουν στο ψυχολογικό του στόχαστρο, με τη διεκπεραιωτική λειτουργία των προβλητικών μηχανισμών και των μηχανισμών στόχευσης (όπως οι μηχανισμοί αληθούς και ψευδούς εξιδανίκευσης και η στόχευση εν απουσία βάθους), οπότε κάθε ιδεολογικοποιημένο αιτιολογικό καθίσταται πραγματικά τελείως περιττό.
                       
Μία τέτοια παραδοχή γίνεται λοιπόν αρκετά ανώδυνη, καθώς ο «μάρτυρας» γνωρίζει ασυνειδήτως ότι η ομολογία του διαθέτει την αισθητική μίας δήλωσης του τύπου «είμαι ο καλύτερος του χωριού», για την οποία ουδείς πρόκειται να καταφέρει πραγματικά! να επιχειρηματολογήσει και συνεπώς να διαφωνήσει, κυρίως επειδή δεν έχει καμία απολύτως αξία, όταν δεν συνεπάγεται πρακτικές συνέπειες και επιπτώσεις. Αυτή η απουσία οδύνης συνιστά μία οπτική για να εξιστορήσουμε, σε αδρές γραμμές, κάποια «συμβάντα» που αφορούν και συγκροτούν, μεταξύ πολλών άλλων, το ψυχολογικό υπόβαθρο του «ομολογηθέντος  κακού».

Μία «αναπόδεκτη» αίσθηση εαυτού (που συνεπάγεται πρακτικά! και σε υπερβολικά αδρές γραμμές ένα ασύνειδο αίσθημα ενοχής για το τι είναι κάποιος, τι κάνει, τι δύναται να κάνει και τι του είναι επιτρεπτό, να εγχειρίσει, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω), εφόσον διαιωνίζεται, γίνεται ασύνειδα αποδεκτή και δεν επανορθώνεται, θα δρομολογήσει (σίγουρα και με τη συμβολή του υπερεγωτικού μηχανισμού) την αυτοκαταγγελία και την αποκήρυξη του εαυτού, και περαιτέρω περισσότερο εστιασμένους παροπλισμούς που θα εντείνουν διαφορετικά (αισθήματα ενοχής) αλλά και το κυρίαρχο υποβόσκον αίσθημα ενοχής.

Μία σχετική έννοια στον ευρύτερο χώρο και η οποία (αν θυμάμαι καλά) προέρχεται από το χώρο της κοινωνικογνωστικής ψυχολογίας είναι η έννοια της «μαθημένης ανημπόριας». Πρόκειται όμως για μία διαφορετική περίπτωση, διότι η μαθημένη ανημπόρια συνιστά κυρίως μία υπερκείμενη δομή και στη σχετική θεωρητική επεξεργασία δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο γνωστικό, αλλά (συμπληρώνω) και στο άδηλο σύμπτωμα στο γνωστικό, δηλαδή στην «αυτόματη σκέψη». Η μαθημένη ανημπόρια χτίζεται μέσω διαφόρων προτύπων μάθησης, ενώ στην ασύνειδη ενοχή βιώνεται  μία τουλάχιστον… συρρικνωμένη και ανεπιθύμητη αντανάκλαση της ύπαρξης του υποκειμένου από το ίδιο το υποκείμενο, με τη συμπερίληψη των δικών του ενδοβολών, και αυτή η ...αντανάκλαση... έχει ξεκινήσει να κάνει την εμφάνισή της πριν καν το υποκείμενο να έχει καν γεννηθεί, μέσω των γονεϊκών προσδοκιών και αυτό το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό.

Francisco de Goya


Από τη στιγμή που ένας άνθρωπος προχωρήσει σε μία τέτοια ομολογία, «εγκληματεί» εις βάρος του εαυτού του και τον τιμωρεί (μία τιμωρία που θα …λάβει περισσότερους προσανατολισμούς…), πράγμα το οποίο θα εκδραματίσει εκατό τοις εκατό και σύμφωνα πάντοτε με την «αισθητική» του, δηλαδή θα εκδηλώσει σύμπτωμα ή συμπτώματα περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικώς αποδεκτά ή ιδεολογικοποιημένα, μέσω της πολιτισμικής ανοχής και παραμετροποίησης. Και αυτό, διότι έχει ήδη προχωρήσει σε «ακύρωση» της ύπαρξής του, καθόσον την έχει καταστήσει μη σύννομη και συνεπώς μη άξια για ικανοποιητική ζωή. Όταν κάποιος δεν μπορεί να «αντιληφθεί», να «νοιώσει» (και σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο του σπηλαίου) το «ευ ζην» το δικό του, είναι αδύνατο να αντιληφθεί και να νοιώσει το «ευ ζην» του άλλου.

Ζει στο σκότος της αποκήρυξης…

Πέρα όμως από αυτό, αφήνει το «ανέγγιχτο, του τραύματος, κακό» ελεύθερο να δρα και να αλωνίζει, χωρίς κανέναν έλεγχο ουσιαστικό, εκτός από την εποπτεία της κοινωνικής συμμόρφωσης, πράγμα το οποίο θα αφυπνίσει την καταδιωκτική ενοχή του Carveth, αντί να θέτει σε λειτουργία την επανορθωτική ενοχή, με την οποία γίνεται επεξεργάσιμο το «κακό» στις πραγματικές, τις αληθινές του διαστάσεις, που απενεργοποιούν στο ασύνειδο το μεταφυσικό.

Περαιτέρω, εφόσον «βιαιοπραγεί» εις βάρος της ύπαρξής του, είναι αδύνατον να μην «βιαιοπραγήσει» εις βάρος της ύπαρξης του άλλου, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται πως διαθέτει αντοχή στον πόνο. Είναι διαφορετική η μέση αντοχή που μπορεί να διαθέτει ένας άνθρωπος σ’ έναν επεξεργάσιμο πόνο, δηλαδή σ’ έναν πόνο μακροπρόθεσμα προσοδοφόρο, από την υποταγή σ’ έναν μη επεξεργασμένο πόνο, δηλαδή σ’ έναν πόνο που οδηγεί στην καθήλωση μέσα σε αυτόν και σε μία υπερευαισθησία στον πόνο εκείνον που θα μπορούσε να περάσει στη συνειδητή επεξεργασία και τη συμπερασματικότητα.

Αυτή λοιπόν η καταγγελία με υποκείμενο το υπερεγώ (που σταδιακά θα μετατραπεί σε σαδιστικό και το οποίο στον ευρύτερο χώρο γίνεται συχνά προσπελάσιμο -αδρομερώς μιλώντας- ως περιβαλλοντική/ κοινωνική/ πολιτισμική μεταβλητή, αλλά εδώ ενδιαφερόμαστε για την ψυχικοποίηση αυτού) η οποία εκδηλώνεται με αισθήματα ενοχής, σε μία κλίμακα από το σχεδόν απόλυτα ασύνειδο μέχρι το υποσυνείδητο και λιγότερο το συνειδητό, όχι μόνο προβάλλεται σε ασύνειδα επιλεγμένους στόχους, (προκαλώντας τη «βιαιοπραγία» του υποκειμένου) παράλληλα δημιουργεί μία έντονη εσωτερική διαμαρτυρία, μία υπερευαισθησία στον πόνο και έναν τρόμο να «αποδράσει» κάποιος στο «φυσιολογικό» ή απλά στο περισσότερο κανονικό και ακόμη καλύτερα στο «λογικό».

Η αόρατη φυλακή λοιπόν που χτίζει γύρω από το άτομο το «διάχυτο ασύνειδο της ενοχής», θα εκκολάψει και θα εξελίξει περεταίρω επιμέρους απρόσφορες επιλογές ζωής, που θα εντείνουν το συνολικό αίσθημα, αλλά και επιμέρους αισθήματα ενοχής.

Μέσα στο ψυχικό σύμπαν, η συνολική επιλογή ζωής, έτσι όπως έχει ψυχικοποιηθεί με την μεγαλύτερη ή μικρότερη και διαφορετικά εκπεφρασμένη απαξίωση της ύπαρξης γενικότερα (πολύ χειρότερα) και του εγώ (ως ρυθμιστή του διακινούμενου ψυχικού υλικού) ειδικότερα, θα γεννήσει (και θα γεννηθεί κατόπιν από αυτά) την αποδοχή του εγκλήματος, την αποδοχή της υπερεγωτικής καταγγελίας, τη διαμαρτυρία, την αποφυγή επεξεργασίας του πόνου και συνεπώς την «αποφυγή» του πόνου εντελώς και άρα την αναλγησία, την προβολή της αυτοκαταγγελίας και του κακού στον άλλον, για να τελεσιδικήσει στον εγκλωβισμό στην απόλαυση της διαστροφικής εκδραμάτισης,  η οποία μπορεί να συμπεριλάβει και την «βιαιοπραγία». Οι ιδεολογίες συχνά συνιστούν μία ψυχική δεξαμενή και μία ψυχική μετακατσκευή.

Πως όμως φτάσαμε έως εδώ;;…

Όχι ασφαλώς εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος ή κάποιου άλλου συμπαντικού κακού που μπόλιασε το είναι μας και σίγουρα όχι λόγω σφάλματος στην “κατασκευή”

…προφανώς, εξαιτίας κάποιου ειδικού τύπου θυματοποίησης (…ή… «παραμέλησης»…) που έχει δρομολογηθεί πριν καν το πρόσωπο να έχει γεννηθεί…

Όταν πλέον μου απευθύνονται παρόμοιες δηλώσεις, ομολογουμένως αυτό με αφήνει παγερά αδιάφορη σε επίπεδο συνειδητού, εφόσον (κατ’ εμέ) ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη μοίρα, τις σκέψεις, τα συναισθήματά του, το σύστημα αξιών του, τη ζωή του (ασφαλώς όταν δεν θαλασσοπνίγεται, βιάζεται ή κρεουργείται ή περνάει από μετατραυματικό στρες…) και αφού δεν είμαι ο κηδεμόνας ενός ανήλικου συνομιλητή, ή ο δάσκαλός του, ο γκουρού του ή κάποια άλλη μητρική ή πατρική οντότητα. Μόνο που δυστυχώς «…η ασύνειδη σκέψη μου…» (και μακάρι να είναι μόνο αυτή…) πάντα θα σχολιάσει… πολύ περισσότερο την πράξη της δήλωσης αυτή καθ’ εαυτή…


© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')