…μία δουλειά σας βάλανε
να κάνετε και δεν μπορείτε ούτε αυτή να κάνετε σωστά…
...αναμενόμενο... Οι
μπράβοι και ο συρφετός από μαντρόσκυλα που σας ακολουθάει μαστίζεστε
οδυνηρά από έναν λειτουργικό αναλφαβητισμό…
Francisco Jose de Goya
Μελέτες έχουν δείξει πως οι μπράβοι έχετε χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης, οπότε όσες κότες έχετε τούτο ψυχανεμιστεί, μεταναστεύετε να κάνετε καριέρα στις επιχειρήσεις της ημέρας, προσφέροντας άθλια υπηρεσία σε εκείνους που δεν αντέχουνενα τσακωθούν για δεύτερη φορά με το σινάφι τους και προκαλώντας όλοι εσείς ακραίαασφυξία ακόμα και στους πιο στενούς τους συγγενείς, που έχει χαραχτεί ξεκάθαρα στα μάτια και τα πρόσωπά τους.
Το πλέγμα όμως των υποσυστημάτων
που συναποτελούν ένα υπερσύστημα δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει με αναγωγισμούς
που έρχονται απευθείας και αφιλτράριστα από τις απλοϊκέςεπιταγές της
νύχτας. Γι’ αυτό και κάθε εγχείρημα που έχετε αναλάβει, χωρίς καμία εποπτεία
επιστημονική, είναι μοιραίο να οδηγήσει το καράβι σας στον πάτο της
θαλάσσης και όχι στον προορισμό του, αλλά ποιος χολοσκάει γι’ αυτό……
Τρεις ώρες μετά την επίσημη
κατάθεση μίας καταγγελίας με κοινοποίηση σχετική, ανακοινώνεται στο
πουθενά, από έναν ακέφαλο προϊόν που πήρατε από το ράφι απευθείας (καλό!!),
η εξαπόλυση ενός εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας προς διαβούλευση
(αστείο!!) που, όχι μόνο οπλίζει υπάρχουσες αυθαιρεσίες
και συρρικνώνει τη συμμετοχή, παράλληλα εδραιώνει μία «λειτουργία»
που υφίσταται αποκλειστικά και μόνο για να προσφέρειπάσης φύσεωςμειωτικό
βιοπορισμό σε μικρονοϊκούς τσανακογλείφτες. Και έτσι κατοχυρώνετε έτη
περισσότερο την προσχηματική εφεύρεση ενός ρόλου, ακριβώς ίδια δηλαδή με
την εφεύρεση ενός κουρελοχάρτου που φωτογραφίζετε επιλεκτικά, βιάζετε
και περιφέρετε δεξιά και αριστερά, κυρίως αριστερά, και βάζετε κάτω
από τον τίτλο καταστατικό.
Τούτος ο κανονισμός προσφέρει
επιπλέον ένα δώρο θεϊκό σε εκείνον που δεν αντέχει να είναι κάτι
περισσότερο από μία γλάστρα ανταμείβοντάς τον με την χαρά να
κάνει το κακοπληρωμένο ή απλήρωτο μπατσόνι σε κάθε ανυποψίαστο που
προσφέρεται να γαϊδουροφορτωθεί. Όμως υπενθυμίζει εξίσου -ελάχιστα
διακριτικά- μία διαδικασία «ξεκουμπίσματος», επιτρέποντας σε άσχετα
τσιράκια να χώνουνε τη μύτη τους παντού. Και όλα αυτά μέσα σε μία ανοιχτή
διαδικασία, αλλά όπου πρέπει να υπάρχει έγκριση αποδοχής (πιο καλό!!)
-όχι όμως για τα μεγάλα «αφεντικά», άντε και τα μαντρόσκυλά τους- που
βιντεοσκοπείται; δεν βιντεοσκοπείται; Ποιος ξέρει…, μη σας πιάνουν και
στα πράσα, όταν παίζετε βελάκια με κάτι «φουκαράδες που δυσκολεύονται
ακόμη και όρθιοι να σταθούν».
...τι να πει κανείς;;…. Να
κλάψει ή να γελάσει; Μάλλον να γελάσει, εάν λάβει υπόψη του πως οι αετονύχηδες
ξέρουνε τουλάχιστον πως να βγάζουνε λεφτά…
…πήρα το δρόμο της επιστροφής
για τη «σπηλιά» μου, σκεπτόμενη τη ματαιότητα του να ζεις και να
πεθαίνεις εις μάτην έχοντας φανεί τόσο χρήσιμος στον κόσμο, όσο ένα κουνούπι
που δεν έχει κάνει, πέρα από λίγη φασαρία, τίποτε σωστό, τσιμπώντας μόνο όποιον στο
διάβα του βρεθεί, για να μην πω απλά ως μία μύγα που ξέρουμε όλοι που επιλέγει
πάντοτε να αγκιστρωθεί…
…όμως και με ένα μειδίαμα
στα χείλη, κάνοντας εικόνα τον ιδρώτα που κυλάει, όσων η ρόμπα έχει ανεπανόρθωτα και εντελώς
ξεκουμπωθεί…
Η ικανοποίηση που νοιώθω, σαν να πρόκειται για ένα συναίσθημα
"χορτασμού", όταν αντιληφθώ πως έχω καταφέρει να επικοινωνήσω πάνω σε
ένα ζήτημα με έναν εντελώς απροσχημάτιστο τρόπο, νοιώθοντας αυτή την
επικοινωνία σαν μία "ανηλεή" εφόρμηση (επειδή δεν μου
ζητάει την άδεια, αλλά και επειδή έχει καταφέρει να μην πετιέται έξω κλωτσηδόν)
"μέσα από μία χαράδρα, φτάνοντας βαθιά μέσα στα σωθικά μου",
είναι αδύνατο να περιγραφεί, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν είναι δυνατόν να
περιγραφεί η "απόλαυση" στη μεταψυχολογία του Lacan.
Θα σας παραξενεύει το ύφος μου, όμως αυτό στηρίζεται σε ένα
μετασχηματισμό του ασύνειδου ονειρέματος -κατά την ώρα της γραφής- σε εικόνες, που έπειτα ανασυγκροτούνται σε συντάσσουσα και όχι συνταγμένη σημασιολογία στο
συμβολικό. Δηλαδή σε γλώσσα που αρθρώνεται δυναμικά και όχι ως ένα ακόμη
"πάροχο" για να μην πω κακέκτυπο της "μπαγιατουρίας"
του πολιτισμού (όπως είχα επισημάνει για τους τ(ρ)άπερ και την τραπ
τους μουσική σε κάτι φίλους ψυχαναλυτές, κυριολεκτικά "κουφαίνοντας"
τους με τους νεολογισμούς μου: "Πω το είπατε το άλλο το καλό;;").
Όταν εγώ όμως μιλάω για "πάροχο", στη γλώσσα τη δική μου δηλαδή
μιλάω γι’ αυτό που άλλοι κατονομάζουνε ως παρωχημένο. Παρωχημένες βέβαια μπορεί
να είναι, λόγου χάρη, οι αντιλήψεις μας για τις λειτουργίες και τους ρόλους των
φύλων, για τον απλούστατο λόγο πως δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικότητες των
σύγχρονων αναγκών. Πράγματα όμως που χρησιμοποιούνται ανέκαθεν,
προκειμένου να εξυπονοήσουν τις συνιστώσες της εξατομίκευσης μίας
πανανθρώπινης σχέσης, ταυτόχρονα όμως να εκφράσουν έτι μία φορά το συλλογικό
ασυνείδητο, δεν είναι "πάροχα", αλλά διαχρονικές αξίες και
ανθρώπινες ψυχικές στρατηγικές, που επιδέχονται κατεξοχήν ψυχαναλυτικής
ερμηνείας, όπως ψυχαναλυτικής ερμηνείας επιδέχεται το κάθε τι, ακόμη και το
γεγονός της ώρας που κάποιος θα πάει να κ...ρήσει. Κάθε τέτοια άρνηση
καθιστά κάποιον είτε προπέτη είτε περιστασιακά "μωρό".
Η έκφραση που συνηθίζω να χρησιμοποιώ, για να περιγράψω τον τρόπο που
βιώνω το παραπάνω επικοινωνιακό συμβάν και το γεγονός πως μία συγκεκριμένη
σκέψη (δεν έχει σημασία εάν είναι λανθασμένη ή σωστή, αυτό είναι άλλης τάξης
συζήτηση ή κουβέντα...) δεν επιδέχεται περεταίρω χειρισμό, είναι "το
κοφτερό λεπίδι". Προσωπικώς διαθέτω αμελητέα γνώση και δη
εγκυκλοπαιδική, με δυσκολία π.χ. εντοπίζω στο «χάρτη» τη βουλή (διότι ανήκω, κατά τρόπο αρκετά αποκλειστικό, στον ενορμητικό τύπο και είμαι άνθρωπος "των σπηλαίων", ασχολούμαι δηλαδή πρώτα με την ατομικότητα και έπειτα την κοινωνικότητα του ανθρώπου, αντίθετα με τον υπερεγωτικό τύπο) διαθέτω όμως,
νομίζω, μία υπερευαισθησία στις κεραίες μου που συλλαμβάνουν την κοφτερή "γραφή".
Η αλήθεια είναι πως νοιώθω πως διαθέτω μία παραλληλία στον γλωσσικό μου
προγραμματισμό (όχι όμως το ακριβώς παραπάνω) με μία κατηγορία επαγγελματιών,
τους μηχανικούς, αλλά και τους φυσικούς, οι οποίοι κατανοούν από το hardware τι γίνεται στο software
(πράγμα το οποίο αποπειρόμαστε και εμείς η ψυχολόγοι), αντίθετα πχ με τους
μαθηματικούς που γενικά τους αντιλαμβάνομαι ως φιλοσόφους "αεριτζήδες".
Συζητούσα λοιπόν με ένα φίλο μου, τον Γ., τοπογράφο μηχανικό, κάτι που πολλές
φορές έχω ακούσει, "γνωρίζω πως κάποια ώρα θα πεθάνω, αυτό όμως δεν με
αποτρέπει από το να προσπαθώ, να ελπίζω και να ζω". Θα πρότεινα λοιπόν να
επεξεργαστούμε το ενδεχόμενο ο συλλογισμός αυτός να μην είναι ισχυρός:
Εάν βρισκόσασταν μέσα σε ένα αεροπλάνο και βλέπατε το έδαφος να πλησιάζει
το αεροπλάνο σας με μία "ταχύτητα φωτός", αυτό το οποίο θα κάνατε, θα
ήταν να σπεύδατε να χαιρετήσετε όσους πολυαγαπάτε ή ποθείτε και όχι να μπείτε
σε μία διαδικασία προσπαθειών αποτροπής και ελπίδας, που θα ήτανε για εσάς κάτι
ακόμη πιο καταστροφικό. Και τούτο διότι το άγχος που θα βιώνατε θα σας στερούσε
την απαραίτητη και απαιτούμενη ψυχραιμία των τελευταίων σας στιγμών πάνω σε αυτή τη "γη".
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος κάποια πράγματα τα βιώνει εμπειρικά, κάποια
άλλα τα συναγάγει μέσα από συλλογισμούς ή μέσα από τις εξωτερικές
συμπεριφορές των "αντικειμένων" και άλλα εξαιτίας των στατιστικών
εμπειρικών δεδομένων.
Επί τη ευκαιρία, να κάνω μία μικρή θεωρητική παρέμβαση: Οι επαγγελματίες
των ανθρωπιστικών επιστημών τείνουμε πολύ συχνά να προσαρμόζουμε τα
εμπειρικά δεδομένα στη θεωρία και όχι τη θεωρία στα εμπειρικά δεδομένα.
Αυτό έχει ως επίπτωση και γενικά ως συνέπεια να εισερχόμαστε μέσα σε μία
φαινομενολογία που δεν συνδέεται με την πραγματικότητα και έτσι να χάνουμε
σημαντικές πληροφορίες, πράγμα που μας απομακρύνει από το να καταφέρνουμε να
χειριζόμαστε με επάρκεια τα δεδομένα ενός σχεδιασμού. Πρακτικά αυτό
συνεπάγεται, επί παραδείγματι, πως ένας επαγγελματίας θα έχει καλύτερο
αποτέλεσμα, εάν αξιοποιεί τους ανθρώπους περισσότερο σύμφωνα με τις ικανότητές
τους και λιγότερο σύμφωνα με τις "ανάγκες" τις δικές του. Οι ανάγκες
αυτές θα πρέπει εξίσου να επαναπροσδιορίζονται και ως προς το περιεχόμενό τους
αλλά και ως προς τις στρατηγικές που εξευρίσκονται, ώστε τούτες να
ικανοποιηθούν, ανάλογα με τη φάση και την πραγματικότητα μέσα στην οποία ο
επαγγελματίας αυτός πορεύεται, ώστε να μην καταλήξει να ματαιοπονεί. Και
εδώ κλείνει αυτή η παρένθεση.
Συνεχίζοντας λοιπόν από το πιο πάνω θέμα, ο ανθρώπινος εγκέφαλος γνωρίζει
πως είναι το "υπάρχειν", επειδή υπάρχει, γιατί εάν δεν υπήρχε με ποια
φυσική σκευή θα αντιλαμβανόταν το "υπάρχειν"; Δηλαδή, όταν ένας
άνθρωπος πεθαίνει δεν "πηγαίνει σε ένα άλλο κόσμο", απ' όπου μπορεί
να δει κάτι, αυτή είναι μία ενσυνείδητη και ασυνείδητη εφεύρεση του ανθρωπίνου
εγκεφάλου, προκειμένου να χειριστεί τα στατιστικά εμπειρικά δεδομένα, τα
μόνο που αποδεικνύουν ότι ένας άνθρωπος κάποια ώρα θα πεθάνει. Ο ανθρώπινος
εγκέφαλος γνωρίζει αυτό που του συμβαίνει, δηλαδή πως το να ζει ο άνθρωπος
σημαίνει πως πονάει, αγαπάει, ερωτεύεται, δημιουργεί, καταστρέφει. Είναι φύσει
φτιαγμένος να χειρίζεται τα δεδομένα της ζωής, διότι είναι υλικός. Το τι είναι
θάνατος λοιπόν, αυτό είναι κάτι που δεν το γνωρίζει, αλλά είναι κάτι που το
συμπεραίνει, όταν βλέπει τα πλάσματα δίπλα του να παύουνε να λειτουργούνε. Στην
πραγματικότητα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την κατάσταση του θανάτου, αφού δεν
μπορούμε να τη βιώσουμε, ούτε την έννοια του θανάτου και ακριβώς γι’ αυτό δεν
φοβόμαστε το θάνατο, αλλά τον πόνο που ενδέχεται να προηγηθεί, όσο και την
απώλεια αυτουνού που μετά θα πάψει δίπλα μας να λειτουργεί. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν αποδέχεται ποτέ το θάνατο, γιατί απλά δεν τον γνωρίζει. Ό,τι ακριβώς δηλαδή βιώνει το μωρό παιδί με την απουσία της μητέρας. Το τι είναι θάνατος είναι κάτι
που το "μαθαίνει" εν καιρώ.
Ίσως λοιπόν με αυτή την έκφραση, ήτοι "γνωρίζω πως κάποια ώρα θα
πεθάνω, αυτό όμως δεν με αποτρέπει από το να προσπαθώ, να ελπίζω και να ζω", αυτό που
περισσότερο επιδιώκουμε να επιτύχουμε είναι να κρύψουμε τον "δονκιχωτισμό"
μας (ως άλλοι μ...ες), πίσω μάλιστα από μία μάσκα που στους άλλους επιτρέπουμε
να μας φορέσουνε, δηλαδή τον "δουνζουανισμό", και έτσι
να προστατεύουμε τον "ευάλωτο" ψυχικό μας κόσμο από τις βολές
και τις επιθέσεις των διεστραμμένων και εν γένει των εχθρών της ανθρωπότητας,
αλλά επίσης και του κόσμου όλου. Εμένα προσωπικά μου είναι ιδιαιτέρως
προσφιλείς οι θαρραλέοι Δον Κιχώτες, γιατί είναι άνθρωποι καλοί, αρκετά αγνοί,
δημιουργικοί και δοτικοί και όχι οι Δον Ζουάνηδες, οι οποίοι μου έχουνε φανεί
αρκετά δειλοί και αμυντικοί "συμφεροντολόγοι".
...μην κρύβετε λοιπόν τον δονκιχωτισμό σας, μία τέτοια προσπάθεια
ενδέχεται να "απελπίσει" έτι περισσότερο τον "κόσμο" γύρω σας (που είναι ήδη, μέσα σε αυτό το τρι...δελο που ζει, απελπισμένος), όπως θα
απέλπιζε όλους μας, ακόμη και εσάς, η ανυπαρξία ενός Julian Assange και ενός Θανάση Βέγγου (αλλά και τόσων άλλων…) !
Το ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο συνιστά το μόνο ασφαλή τόπο
που έχουμε εφεύρει και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, ώστε να εκφραστούν και εν
δυνάμει να εκτονωθούν όλες οι συναισθηματικές παρεκβάσεις της ψυχοθεραπευτικής
δυάδας. Πρόκειται δηλαδή για τον χώρο του διυποκειμενικού όπου η μεταβίβαση του
θεραπευόμενου και η άυλη αντιμεταβίβαση του αναλυτή μετατρέπονται σε ένα
διυποκειμενικό συμβάν που πραγματώνει και «κανονικοποιεί»
μέσα σε ένα «εμπλεκόμενο» τις ατομικές ιστορίες του
υποκειμένου και του αντικειμένου ή του αντικειμένου και του υποκειμένου της θεραπευτικής
δυάδας.
Μία τέτοια θεώρηση μας βοηθάει όχι μόνο να βλέπουμε καλύτερα το όλον
και να ξεφεύγουμε από παροδηγητικές μονοσήμαντες ερμηνείες των ρόλων της
θεραπευτικής δυάδας, αλλά ακόμη περισσότερο να βλέπουμε και να κατανοούμε
αρτιότερα το ενδοψυχικό βάθος του υποκειμένου, όσο και να χειριζόμαστε αποτελεσματικότερα
το σύνολο των συμπτωμάτων που παρέχουν αρνητική νοηματοδότηση στο υποκείμενο,
όταν αυτό αφήνεται έρμαιο στην τύχη του, δηλαδή στους «δαίμονες»
που έχουν ανδρωθεί από την καταβολή του και κυκλοφορούνε τόσο μέσα όσο και έξω
από αυτό.
Edvard
Munch
Οι άνθρωποι που έρχονται για θεραπεία σε εμάς μας έχουν επιλέξει
και οι άνθρωποι που εμείς θα αναλάβουμε τελικά για θεραπεία, είναι εκείνοι που
εμείς έχουμε εξίσου σταδιακά επιλέξει. Μπορούμε λοιπόν από αυτό να κατανοήσουμε
κάτι πολύ ενδιαφέρον. Πως το θεραπευτικό ταίριασμα είναι
σαν το ρούχο που ποτέ δεν είχες φανταστεί πως τόσο πολύ σου πάει. Η θεραπευτική
αγάπη που καλλιεργείται έτσι σταδιακά στο μεταβατικό χώρο του πλαισίου,
δηλαδή στο χώρο ανάμεσα στα μέλη της θεραπευτικής δυάδας έχει στο βάθος της τις
ανάγκες που με κάποιον τρόπο θα εκπροσωπηθούν και θα δημιουργήσουν μία νέα
δυναμική και τάξη πραγμάτων για την οποία μπορεί να γίνει ένας επιστημονικός
διάλογος και να ενισχυθεί η κλινική πράξη και η πρακτική της ψυχοθεραπείας.
Μία σημαντική μεθόδευση που αποκτά κυρίαρχο ρόλο στην
κλινική πράξη και απορρέει ως σύλληψη από τη λειτουργία του θεραπευτικού κλίματος, δηλαδή από
τη λειτουργία του μεταβατικού χώρου της θεραπευτικής δυάδας συνιστά «η
παρακολούθηση του συμπτώματος» που θα οδηγήσει ακόμη και σε «σπασίματα»
στο όριο του πλαισίου, αλλά ποτέ δεν θα το «ξεχειλώσει», ώστε να
απισχανθούν τα συναισθηματικά και κοινωνικά όρια μεταξύ των δύο υποκειμένων.
Αυτή την έννοια την έχω εισηγηθεί εγώ, όμως η καταβολή της είναι
ξεκάθαρη από το χώρο της Πειραματικής Ψυχολογίας, εδώ βέβαια αποπειρώμαι
να αναδείξω τη συμβολή της στην έρευνα του ενδοψυχικού και όχι ως αυτόνομη
πρακτική που βασίζεται σε κάποια θεωρία. Η ενδοψυχική έρευνα καλείται
να αποδώσει τα νοήματα του υποκειμένου και τα νοήματα που
λανθάνουν στο γνωστικό (διανοητικό ασύνειδο ή απλά αυτόματες σκέψεις), στις
κοινωνικέςπρακτικές, στα σωματικά συμπτώματα και τις εκδραματίσεις
του. Η παρακολούθηση του συμπτώματος παρέχει ένα συνεχές, τόσο σταθερό όσο και
δυναμικό «κράτημα του Winnicott» για την υποστήριξη της ζωής του υποκειμένου αλλά
και για τον έλεγχο και τη σταδιακή άρση όλων των παραπάνω περιγραφέντων που στη
γνωσιολογία τη δική μου καλούνται «το σύμπτωμα» και τα οποία επαληθεύουν
τα νοήματα εκείνα που κρατάνε δέσμιο το υποκείμενο σε μία ρηχή και τάλαινα
ζωή.
Edvard
Munch
Σε αυτή τη νέα προσαρμογή της ψυχοθεραπείας δεν γίνεται πλέον απαιτητή
μόνο η εκπαιδευτική ανάλυση και η ενδοψυχική διερεύνηση του ίδιου του
θεραπευτή, αλλά και η λειτουργία της εποπτείας η οποία μπορεί να
ξεφύγει από το μονοσήμαντο συμβουλευτικό ρόλο και να δημιουργήσει μία προσομοίωση
(και μόνο!) της φροντιστικής δυάδας στην οικογένεια του θεραπευόμενου, εφόσον
βέβαια αναλύονται και ερμηνεύονται τα όρια που χωρίζουν το θεραπευτικό πλαίσιο
από την πραγματικότητα του υποκειμένου, προκειμένου το τελευταίο πραγματικά να
βοηθηθεί. Με τη λειτουργία δηλαδή της εποπτείας με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται μία ειδική συναισθηματική συμμετοχή του επόπτη (πράγμα που καθιστά την ατομική θεραπεία κατά ένα μέρος και ομαδική) όσο και ένα ευρύτερο, αρτιότερο και ισχυρότερο θεραπευτικό πλαίσιο για τον θεραπευόμενο.
Η παρακολούθηση του συμπτώματος απαιτεί μία νέα προσαρμογή
του αναλυτή (ψυχολόγου ή ψυχίατρου) ψυχοθεραπευτή, όσο και κάθε ψυχολόγου ή ψυχιάτρου ψυχοθεραπευτή, επειδή
προϋποθέτει (για τον δεύτερο μιλώντας) μία επαρκέστερη ενδοψυχική διερεύνηση εντός του θεραπευτικού πλαισίου,
που ακόμη και όταν αυτό δεν συνιστά το κυρίαρχο εργαλείο εκάστου ψυχοθεραπευτή,
πρέπει όμως να εισέρχεται στη θεραπευτική διαδικασία. Η νέα αυτή προοπτική που
ανοίγεται, ειδικότερα μιλώντας τώρα, στον αναλυτή τον βγάζει έξω από το πλάνο του «λύκου της στέπας»
και την ειδική του, ναρκισσιστική μοναξιά και τον εντάσσει σε μία κοινωνικότητα που περιλαμβάνει
αρτιότερα τη θεραπευτική δυάδα, τον πραγματικό κοινωνικό κόσμο και το στενό περιβάλλον του
ψυχαναλυτικού υποκειμένου και όχι μόνο τις σχετικές αναπαραστάσεις
(όχι παραστάσεις) στο ενδοψυχικό του ανθρώπου αυτού, κάνοντας το επιστημονικό ταξίδι του αναλυτή μακρόβιο και ονειρικό.
Edvard
Munch
…καλώς ή κακώς δεν μπορούμε να μένουμε ταμπουρωμένοι
μέσα σε ένα γραφείο και πίσω από μία θεωρία, όταν ο κόσμος γύρω μας ψυχορραγεί…
…είναι κραυγαλέα πλέον η ανάγκη να κρατάμε βαθιά μέσα στο
«βλέμμα και τη σκέψη» μας τον άνθρωπο εκείνο που λίγο πιο πέρα σπαρταρά
και που του αξίζει να σωθεί… και που για να καταφέρει να εμπεδώσει αυτή του την αξία, απαιτείται πλέον στις 'μέρες μας μία νέα πρακτική...
Αυτό το άρθρο είναι αφιερωμένο στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ έναν από τους κατ' εξοχήν χώρους γένεσης της επιστημονικής αλήθειας και γνώσης, με την εφαρμογή μίας επιστημονικής πολυφωνίας, και έναν χώρο που μαζί με τους όμοιούς του πρέπει να διαφυλαχθούν, ακόμη περισσότερο όταν οι πολιτικές διαστροφές «θέλουν» να καθοδηγήσουν σε σοβαρή υποβάθμιση του ρόλου του στη διαμόρφωση της υγιούς ψυχονοητικής λειτουργίας και συμπεριφοράς του ανθρώπου και πολίτη.