«Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν»… είπε μία μάλλον πολύ ενδιαφέρουσα, ιστορική προσωπικότητα, αν ασφαλώς δεν πρόκειται περί θρησκευτικής προέλευσης επίνοια, όπως πολλοί εικάζουν. Και λέω φειδωλώς μόνο ενδιαφέρουσα γιατί πάντα είμαι καχύποπτη ως προς την απεμπόληση του ενστίκτου της ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπό ένα ευρύτερο πρίσμα ερμηνείας και υπό μία διαφορετική ανάγνωση δεν επιδέχεται διαφοροποιητική και ολότελα αξιότιμη και καθόλου αντιφατική (ως προς το παραπάνω ένστικτο) ερμηνεία μία τέτοια εκδήλωση, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
«…Μα αυτό δεν κάνουμε όλοι μας; …». Και συμπληρώνω : «Θα μπορούσε άλλωστε να είναι και αλλιώς;…» Αυτό είχε αποτελέσει θέμα συζήτησης μεταξύ παλιών καλών φίλων πριν από πολλά χρόνια, όταν η παρέα ήταν περισσότερο ακέραιη, σίγουρα περισσότερο απ’ ότι είναι τώρα που έχει υποστεί σημαντικές απώλειες και η παρατήρηση αυτή (όποιος και αν την είχε κάνει) είναι κατ’ εμέ, αρκετά εύστοχη.
Γιατί οι άνθρωποι ζηλεύουμε και τι είναι η ζήλεια; Έχει αυτό το συναίσθημα κάποια σχέση με το τρυφερό συναίσθημα της αγάπης ή του έρωτα που συνήθως επικαλούμαστε για να δικαιολογήσουμε την έκφραση μιας τέτοιας συναισθηματικής κατάστασης; Μήπως έχει κάποια λογική σχέση με την κοινωνικοοικονομική μας θέση και συνολικά την παρουσία μας στον κόσμο και τον χώρο; Επιπλέον: Είναι υποχρεωτικά απρόσφορο συναίσθημα η ζήλεια, ή μπορεί να τύχει και τελέσφορης αξιοποίησης προς τη διεύρυνση της ατομικής ανάπτυξης και ποια μπορεί να είναι αυτή;
Νομίζετε πως οι άνθρωποι ζηλεύουν επειδή επιθυμούν κάτι που το έχει κάποιος άλλος; … Εγώ λέω λανθάνετε … Μήπως ζηλεύετε ή μάλλον εποφθαλμιάτε τα πουλιά επειδή πετούν, τα ψάρια επειδή κολυμπούν και τους ψύλλους επειδή πηδούν; Στη φύση εξάλλου, έκφραση της οποίας είναι και οι ανθρώπινες κοινωνίες, δεν βλέπω να υπάρχουν σοβαρά μονοπώλια. Αν κάποιος θέλει κάτι, βρίσκει σύνηθα κάποιο τρόπο, έστω «σάτρα πάτρα» να το αποκτήσει. Διότι με τη συνδρομή της φαντασίας και με κάποιους συμβιβασμούς και να πετάξουμε καταφέραμε και να κολυμπήσουμε και να πηδήξουμε. Βέβαια, «τίποτα ακριβώς δεν σου δωρίζεται», όμως γενικά στο «παντοπωλείο της φύσης» διατίθενται ποικίλες εναλλακτικές επιλογές, αν βέβαια αυτός ο κάποιος διαθέτει τις σχετικές δεξιότητες για να τις αξιοποιήσει. Ασφαλώς δεν γίνεται ένας να διαθέτει ακριβώς ότι και κάποιος άλλος, γιατί τότε δεν θα μιλούσαμε για δύο οντότητες και μια τέτοια σύλληψη θα ήταν αυταπάτη, αλλά για τη μία και την αυτή.
Αλλά και στην περίπτωση που η διαθεσιμότητα πραγμάτων και αγαθών είναι περιορισμένη, αλλού πρέπει να αναζητήσουμε πρωτογενώς το πρόβλημα. Αναλογιστείτε μόνο το λόγο για τον οποίο κοινωνικές ομάδες ασθενείς ή ανίσχυρες έως και εξαθλιωμένες, συνήθως, όταν κάποτε λάβουν την εξουσία, δεν φτάνουν μόνο στο σημείο της αποκατάστασης και της εξισορρόπησης των πραγμάτων (που είναι το ακριβώς αιτούμενο), αλλά μάλλον αυτομάτως και απαρεγκλίτως υιοθετούν, πέραν της σχετικής, ουσιαστικώς, πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας (πράγμα το οποίο δεν θέλω καθόλου εδώ να θίξω), και την επιδεικτική και αποθησαυριστική διαστροφή των προηγούμενων αφεντάδων τους, αντιβαίνοντας έτσι στην προηγούμενη τους δέσμευση να αποκαταστήσουν την τάξη και την δικαιοσύνη.
Κάθε άνθρωπος νομιμοποιείται, ασφαλώς από κάθε άποψη, να διαθέτει τα απαραίτητα για την επιβίωση και την ανάπτυξή του. Και ασφαλώς οι εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και θεσμοί οφείλουν, βάση του σχεδιασμού τους, να ανταποκρίνονται σ’ αυτό το αίτημα, προσαρμοσμένο ασφαλώς στις σύγχρονες με αυτό πολιτισμικές και τεχνολογικές επιτεύξεις. Κάθε φιλοσοφία, κάθε πραχτική, κάθε πολιτική ή κοινωνική δραστηριοποίηση και κάθε προσπάθεια που στοχεύει σ’ αυτό έχει όλα τα λογικά, ηθικά και ιδεολογικά ερείσματα της ύπαρξής της. Εξίσου κάθε άνθρωπος είναι απολύτως δικαιολογημένος ν’ αγαπάει κάποια πράγματα, να τα επιδιώκει για τον εαυτό του και να θέλει να χειρίζεται κάποια άλλα. Ποιος δεν θέλει να είναι όμορφος, ικανός, αξιοσέβαστος. Ποιος δεν θα επιθυμούσε μια δημιουργική εργασία, ένα όμορφο περιβάλλον διαβίωσης και στενές διαφυλικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο ένας άνθρωπος αξιώνει να τηρούνται οι όροι ενός μονογαμικού του συμβόλαιου και έχει ψυχολογικά και κοινωνικά προσαρμοστεί σε ένα τέτοιο πλαίσιο σχέσης, ώστε κάθε παραβίασή του να εγείρει την αγανάκτηση, την αμφιβολία, το φόβο, τη θλίψη, ακόμη και την οργή. Τι είναι λοιπόν αυτό που εμποδίζει κάποιον να αποκτήσει όλα αυτά σε ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο όπου τα φαινόμενα εξαθλίωσης είναι περισσότερο ελεγχόμενα;
Κάποτε σε ένα ντοκιμαντέρ είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η φυσική κατωτερότητα, η κατωτερότητα δηλαδή στους πόρους της ζωής, γεννάει το αίσθημα της ψυχικής κατωτερότητας και αυτό σταδιακά θα προκαλέσει τη σύγκρουση. Εγώ διαφωνώ. Μπορεί αυτές οι δύο μεταβλητές να έχουν υψηλή μεταξύ τους συνάφεια αλλά δεν αποτελεί η πρώτη το αίτιο της δεύτερης. Θα έλεγα μάλλον ότι ισχύει το αντίθετο, αν και στο χώρο της ψυχολογίας υπάρχει συνήθως ανατροφοδότηση και αναδραστική συσχέτιση των μεταβλητών Η δεύτερη λοιπόν, κατά την αντίληψή μου, αποτελεί το αίτιο της πρώτης για να αποτελέσει βαθμιαία τη γενεσιουργό αιτία για μύρια κακά. Θα απαντούσα λοιπόν ότι κάποιος εμποδίζεται στο ν’ αποκτήσει αυτά που επιθυμεί, ακριβώς εξαιτίας αυτών που επιθυμεί. Και όσο και αν αυτό σας φαίνεται χωρίς νόημα, παρακάτω θα διασφίσω επαρκώς τι εννοώ.
Τις προάλλες βρέθηκα στην παραλία δίπλα σε μία νεαρότατη κοπέλα (που αν δεν είχε παιδί θα έλεγα ότι δεν ξεπερνάει τα 20 έτη), από αυτές τις πολύ ελκυστικές και καλλίγραμμες (της σύγχρονης αισθητικής κουλτούρας για τη θηλυκότητα), που σίγουρα λίγα έχει να ζηλέψει, ως προς τα φυσικά της προσόντα, κάτι τουλάχιστον από τις κοινές θνητές και οπωσδήποτε από μία γυναίκα αρκετά μεγαλύτερή της στην ηλικία. Μου έκανε αρκετή εντύπωση το γεγονός ότι κάθε φορά που έπεφτε η ματιά μου προς την μεριά της, λάμβανα ένα εχθρικό και περιφρονητικό βλέμμα, ακόμη και όταν κοιτούσα τρυφερά την χαριτωμένη, (αλλά και λίγο άτυχη) κορούλα της, στο βαθμό που κάποια στιγμή αισθάνθηκα ενοχή και απέστρεψα το βλέμμα μου, μην παρεξηγηθώ κιόλας. Και αναρωτήθηκα: «Τι πρόβλημα έχει;. Δεν με χωνεύει ειδικά, ως γυναίκα, δεν με χωνεύει γενικά, παρέα με τα έντερά της, ή φοβάται μήπως απαγάγω την κόρη της και ασελγήσω διαστροφικά επάνω της ή την πουλήσω (την ίδια) ή τα όργανα της στην παράνομη αγορά εμπορίας ανθρωπίνων οργάνων;» Και επειδή δεν την έκοψα για φρενοβλαβή συμπέρανα ότι κάποιο είδος φθόνου ή ζήλιας «έχει φωλιάσει μέσα στα σωθικά της». Και αναρωτιέσαι τότε: Τι λόγο έχει λοιπόν μία ελκυστική νεαρά κυρία να ζηλεύει μία άγνωστη και μεγαλύτερη της γυναίκα. Φαίνεται λοιπόν ότι συχνά στις τάξεις των προικισμένων ή των ευνοημένων από τη ζωή, η ζήλεια και ο φθόνος όχι μόνο δεν απουσιάζουν απεναντίας περισσεύουν, καταδεικνύοντας και ένα από τα κίνητρα της φιλοδοξίας, αλλά και παρέχοντας μας ένα στοιχείο ότι η φυσική δηλαδή ένδεια δεν συνιστά επαρκές αίτιο της ζήλιας
Η ζήλια, είτε λανθάνουσα, είτε περισσότερο φανερή, συνίσταται κατ’ αρχήν σε μία εχθρική τοποθέτηση απέναντι σε ότι δεν κατανοούμε και άρα δεν διαθέτουμε, σε ότι ψιλοαντιλαμβανόμαστε αλλά εξίσου δεν διαθέτουμε και συλλήβδην σε ότι, ανταγωνιζόμαστε (καθώς το φοβόμαστε) και δεν διαθέτουμε. Για να το πω και αλλιώς, σε ότι κινείται, για τον οποιοδήποτε λόγο, έξω από το χώρο της προσωπικής μας εμβέλειας. Μόνο που η έλλειψη αυτή (για να μην φανταστείτε ότι αντιφάσκω με τα προηγούμενα) συνίσταται βασικά σε εσωτερική, ψυχική ανεπάρκεια που μπορεί να αγγίξει και την ένδεια και πολύ λιγότερο σε πόρους ζωής ή προικοδοτήσεις της φύσης προς το άτομο. Η ζήλεια είναι ένα είδος υποκρυπτόμενης εξουσιαστικής επιβολής, κατά την οποία το υποκείμενο απαιτεί και διεκδικεί την υπαγωγή, του έξω από το ίδιο κόσμου, στους όρους της δικής του ύπαρξης, ώστε να εξαλείψει κάθε μέτρο σύγκρισης. Κάθε τι που διαφοροποιείται από την, κατά την αυτοαντίληψη, περιορισμένη και άλλοτε λίγο κολακευτική εικόνα του εαυτού, αφορίζεται. Σ’ ένα σύστημα όπου τα πράγματα καρπώνονται επαρκούς αυτονομίας, ώστε να εξελίσσουν τις συσχετίσεις και τις δομές τους (και όσον αφορά τους ανθρώπους, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και τις ζωές τους), γίνονται αυτομάτως και ελάχιστα προσπελάσιμα από τον περισταλμένο και κατεσταλμένο άνθρωπο, που στην ουσία νιώθει τα πράγματα να τον προσπερνάνε, να τον ξεπερνάνε να ξεφεύγουν του ελέγχου του, της εποπτείας και των ικανοτήτων του. Οτιδήποτε λοιπόν, μέσω των δικών του ιδιοτήτων, μπορεί να ξεχωρίσει και να συνεχίσει να πορεύεται αντιστεκόμενο στις φροϋδικές δυνάμεις της καθήλωσης και περαιτέρω της παλινδρόμησης, γίνεται αυτόματα και εχθρός, γιατί άθελα του υπενθυμίζει και επισημαίνει «το βούλιαγμα στο λάκκο της μετριότητας και της ασημαντότητας, το βούλιαγμα στο λάκκο της κατεσταλμένης ζωής». Και περαιτέρω, ο περισταλμένος ψυχισμός διεκδικεί την υποβάθμιση και όπως παραπάνω είπα την υπαγωγή της (κατά την αντίληψη) διαφορετικότητας και ανωτερότητας στον στενό και πνιγηρό κόσμο της ασημότητας και της μικρότητας. «Αν λοιπόν δεν μπορείς να χωρέσεις εσύ στον κόσμο, τότε αγωνίζεσαι να χωρέσει αυτός σε ‘σένα». Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει και το μότο της βουλιμίας, αν βέβαια είχε στόμα να μιλήσει.
Στην πορεία της σκέψης μου πάνω στο θέμα αυτό, προέβηκα στην ταξινόμηση τριών βασικών παραγόντων της ζήλιας, αλλά κάθε άλλη σκέψη και συνεπής προσθήκη πάνω στο ζήτημα αυτό, θα ήταν παραπάνω από καλοδεχούμενη.
Η ενοχή. Έχω μιλήσει σε προηγούμενη ανάρτησή μου για το θέμα αυτό και έχω διατυπώσει τη γνώμη μου για τις συνθήκες εκκόλαψης της. Έχω μάλιστα ισχυριστεί ότι η ενοχή επισημαίνει την αναξιότητα και την ανικανότητά του ατόμου. Καθώς λοιπόν το άτομο έχει (κάτω από την φρονηματισμό του μαστιγίου της), ενστερνιστεί και εμπεδώσει τις ρήσεις της, η αμέσως επόμενη κίνησή του είναι να θέσει σε κίνηση τις πράξεις ζωής που αυτή υποδεικνύει. Έτσι συνήθως καθηλώνεται σε επινοημένες από το ίδιο ρουτίνες, ανακουφιστικού χαρακτήρα, ενδεείς δηλαδή απαντήσεις στα φλέγοντα ζητήματα της ζωής, που ούτε προσφέρουν κάποια σοβαρή ικανοποίηση, ενώ ταυτόχρονα καθιστούν αληθινές τις χαμηλές προσδοκίες για τον εαυτό, που η ενοχή υποδεικνύει και απαιτεί. Στον χώρο της ψυχολογίας αυτό το τελευταίο λέγεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία και συνίσταται στο να πράττει και να επιλέγει δηλαδή κάποιος σύμφωνα με τις χαμηλές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί γι’ αυτόν. «Τι και αν είναι ο Αϊνστάιν αν έχει πειστεί ότι έχει νοημοσύνη ιδιώτη; Σαν τέτοιος θα φερθεί. Και στην καλύτερη περίπτωση θα αναζητήσει απλά μία θέση καθηγητάκου, με ένα μισθό υπαλληλάκου και μια ζωούλα ανθρωπάκου και με την πρώτη μάλλον ευκαιρία θα δείξει με το δάχτυλο της προδοσίας το Χριστό». Καθώς λοιπόν βιώνει τον εαυτό του ως ελλειμματικό, ζηλεύει αλλά και περισσότερο φοβάται (λόγω της παθητικής / μαζοχιστικής του τοποθέτησης απέναντι στις προκλήσεις της ζωής, που συνεπάγεται η υποταγή στην ενοχή) ό,τι και όποιον αισθάνεται πως το ξεπερνάει, οδηγούμενο πιθανά στην κατάθλιψη, ίσως και στον πανικό και κατά περίπτωση μάλλον και σε άλλες διαταραχές, όπως η φοβία έναντι αντικειμένου/ατόμου που εγείρει φόβους αδυναμίας. Βέβαια σε αυτά τα συμπτώματα μπορεί κανείς να φτάσει και από άλλες οδούς, όμως αυτό δεν ενδιαφέρει προς στιγμή.
Η μικρότητα. «Έρως ανίκατε μάχαν…».Λογικό. Αλλά και μάλλον παροδηγητικό. Γι’ αυτό και θα πρότεινα να είστε λίγο καχύποπτοι απέναντι στις «σειρήνες του έρωτα». («Όχι πολύ… Λίγο…!») Έχω επαναλάβει ότι η καταστολή των αυτονομιστικών τάσεων της libido παραγάγουν ευνουχισμό και υποταγή και περαιτέρω ίσως και καθήλωση και παλινδρομήσεις σε προγενέστερα στάδια της ύπαρξης. Αυτό το τελευταίο θα μπορούσαμε να το πούμε και αλλιώς: Από τη στιγμή που η φυσική πορεία της libido (με την όποια δημιουργική επένδυση αυτή η πορεία συνεπάγεται) φράζεται, αναζητεί διεξόδους προς παρεκκλίνοντα κανάλια, ένα από τα οποία είναι και το ιδιαίτερα ισχυρό «ερωτικό και σεξουαλικό» κανάλι. Βέβαια η αναζήτηση αυτή δεν είναι τυχαία. Από τη στιγμή που η καταστολή έχει εσωτερικευτεί και έχει γίνει (ας το πούμε) η φιλοσοφία της ψυχής του ατόμου, η χαρά βιώνεται μέσα από την υποταγή στο νεοευρεθέν ερωτικό αντικείμενο, που λαμβάνει στον ψυχισμό του ερωτευμένου διαστάσεις κηδεμονικού χαρακτήρα, ώστε να μπορέσει αυτή η υποταγή να ολοκληρώσει το ρόλο της. Έτσι λοιπόν το ερωτικό αντικείμενο γίνεται απαιτητό, αίτημα δηλαδή ακαταμάχητο και άγιο δισκοπότηρο. Όσο μειώνεται η ενημερότητα του ατόμου πάνω στην εσωτερική του αυτή κατάσταση και όσο το ερωτικό συναίσθημα αφήνεται να δρα ανεξέλεγκτα στο χώρο του ασυνειδήτου, τόσο το άτομο εθίζεται στο αντικείμενο στο οποίο στέλνει συστηματικά τεράστια ρευστά λιμπιντικών επενδύσεων, τα οποία (αντλώντας ερεθίσματα από το περιβάλλον του ατόμου σε συνδυασμό και με τις μνήμες και τις εσωτερικές συνθήκες της παιδικής ηλικίας), διογκώνονται και κατοχυρώνουν την θέση τους με τη διαμόρφωση σχετικών αναπαραστάσεων, τις οποίες το άτομο στο μέλλον θα αδυνατεί να ξεριζώσει από μέσα του.
Η αντίδραση, ως «μηχανισμός άμυνας του εγώ», μπορεί να αποτρέψει την ενημέρωση του ατόμου και έτσι ενώ το αντικείμενο είναι ποθητό, η συμπεριφορά απέναντί του κάθε άλλο από ερωτική επιθυμία να επικοινωνεί. Αν παρ’ αυτά το άτομο καταφέρει ν’ αποκτήσει ενημερότητα των συναισθημάτων του, τότε το ερωτικό αντικείμενο αντιμετωπίζεται ως πραγματοποιημένη κατάκτηση και διεκδικείται η υποταγή του στους όρους της ύπαρξης του ερωτευμένου, είτε κατακτηθεί είτε όχι. Και ενώ «αγαπιέται» γιατί είναι «αγαθό και ωραίο», επιδιώκεται ο ευνουχισμός του και η υποβάθμισή του στο ψυχικό πλαίσιο της ζωής του εραστή. Και ο λόγος για τον οποίο αγαπήθηκε είναι ακριβώς και ο λόγος για τον οποίο μισιέται. Η ικανότητα της αυτοδιάθεσης, η σεξουαλική διαθεσιμότητα που καθιστά το ερωτικό αντικείμενο δυναμικό, ελεύθερο να επιλέγει και προσπελάσιμο από τους άλλους, στοιχεία για τα οποία γίνεται και ερωτεύσιμο, συνιστούν αυτομάτως και αίτια ζήλιας έως και φθόνου καθώς υπενθυμίζουν τη μηδαμινότητα και τη μικρότητα του εραστή. Έτσι λοιπόν αναπτύσσεται μία αμφιθυμική συμπεριφορά και μία ψυχοδυναμική, σύμφωνα με την οποία αγαπάω κάτι αλλά και ταυτόχρονα το μισώ και πασχίζω να το φέρω στα μέτρα τα δικά μου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πετυχαίνω σύγχρονα και την επιβολή σαδιστικής εξουσίας πάνω του, όπως αυτή που έχω υποστεί και ο ίδιος τόσα χρόνια στη ζωή μου. Το βέβαιο ασφαλώς είναι, ότι αν ευοδωθούν οι προσπάθειές μου, τότε το ερωτικό μου ενδιαφέρον θ’ αποσυρθεί για να παραμείνει πιθανά μίζερα μόνο το σαδιστικό. Αν όχι… τότε το ποθητό αντικείμενο θα βιώσει τη κακία μου ή και την έμμεση μοχθηρία μου μέσω της ενοχοποίησής και του στιγματισμού της διαθεσιμότητάς του, στον έξω από μένα κόσμο και θα καταγγελθεί ως πλάνο, εκμαυλιστικό και αμαρτωλό. Αυτό δύναται να μην συμβεί και γενικά όλα τα παραπάνω να περιοριστούν μόνο με τη δράση αυθεντικών (ανταγωνιστικών στα προηγούμενα) τρυφερών αισθημάτων αντλημένα κατευθείαν από την παιδική ηλικία του ερωτευμένου και την τρυφερή σύνδεσή του με τη μητέρα του. Αν έχετε δει την ταινία «Μαλένα», σταθείτε στη σκηνή όπου οι γυναίκες της τοπικής κοινωνίας, διαπομπεύουν την όμορφη μοιχαλίδα, ενώ οι άντρες που την πόθησαν και κυρίως αυτοί που κατάφεραν έστω και λίγο να την έχουν, στέκονται αδιάφοροι και απαθείς στο διασυρμό της. Δεν νομίζετε ότι κάπου στο βάθος ικανοποιούνται ζηλόφθονα και σαδιστικά αφήνοντας τα θηλυκά ανδρείκελα να διασύρουν τη σαγήνη και την ομορφιά;
Η εχθρότητα. Η βία (στις διάφορες μορφές της), όπως έχω πολλάκις υποστηρίξει, μπορεί να αποβεί σχετικά ανώδυνη έως και καταστρεπτική. Όταν χρησιμοποιείται από σπάνια έως και περιστασιακά, ή χωρίς επαρκές σύστημα ή σοβαρή ένταση και εστιασμό ή σε συνδυασμό με κάποια ποσά τρυφερότητας και αμοιβαιότητας μεταξύ των εμπλεκομένων, τότε οι επιπτώσεις της είναι περισσότερο ή λιγότερο αμβλυμμένες. Κάποιες φορές στη ζωή μας, έχουμε, ίσως και αρκετοί από μας, συναντήσει ανθρώπους για τους οποίους λέμε, «αυτός είναι αυθεντικός κακός». Αυτή η κακία βέβαια έχει διαβαθμίσεις και ασφαλώς δεν απευθύνεται πάντα σε όλους. Όταν είναι απόλυτη και καθολική τότε μιλάμε πλέον για «ψυχοπαθητικότητα», πράγμα το οποίο βρίσκεται έξω από τους στόχους ανάλυσης του παρόντος κειμένου μου.
Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές, οι άνθρωποι έχουν ενσωματώσει, ακόμη και από τη βρεφική τους ηλικία (όπως υποστηρίζουν προσωπικότητες από τον ευρύτερο ψυχοδυναμικό χώρο και κατόπιν σκέψης και εγώ) εξαιρετικά αρνητικές εντυπώσεις από την πρώιμη επαφή τους με το περιβάλλον τους, που αναφέρεται και στην ποιότητα συναλλαγής, αλλά και στην ικανοποίηση των αναγκών τους. Όσο τα άτομα αυτά αναπτύσσονται, αφενός ο τρόπος αυτός συναλλαγής με τα στενά πρόσωπα του περιβάλλοντος δεν βελτιώνεται, αφετέρου με τη διεύρυνση του κοινωνικού κύκλου δύναται να επιδεινώσει τη θέση τους. Τι ακριβώς βέβαια σημαίνει αυτό : Πιστεύω ότι στις περιπτώσεις αυτές οι συγκεκριμένοι άνθρωποι υφίστανται ένα είδος ψυχοθεραπευτικής μεταβίβασης. Δηλαδή: Ο τρόπος με τον οποίο συσχετίζονται με τα άτομα του στενού τους περιβάλλοντος και τα συναισθήματα και οι απαιτήσεις που έχουν από αυτά, μεταβιβάζονται σε άτομα του ευρύτερου κοινωνικού κύκλου λόγω της προηγούμενης εμπειρίας και προκατάληψης. Αυτό είναι το ένα πράγμα που συμβαίνει, Το δεύτερο είναι ότι η βία δρα επισχετικά στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, επισφραγίζει την αδυναμία του πληγμένου και εγείρει τους υποκαταστασιακούς ναρκισσιστικούς μηχανισμούς. Το άτομο λοιπόν νοιώθει μίσος για τον βιαστή του (όμως για λόγους που έχω ήδη αναφέρει σε προηγούμενα κείμενα, τον αγαπά κιόλας), αλλά και λόγο της ταύτισης μαζί του και της αποστροφής για τον κακορίζικο, αηδιαστικό, ανήθικο και αδύναμο εαυτό, που ο βιαστής, αλλά και τα ίδια τα πράγματα του έχουν επικοινωνήσει (αφού κατάφερε να γίνει θύμα), νοιώθει μίσος και για τον εαυτό του. Τα δύο λοιπόν αυτά μίση θα αναζητήσουν αντικείμενα εναντίον των οποίων θα εκτοξευτούν, αφού ο προσανατολισμός τους απέναντι στο βιαστή είναι αδύνατος λόγω του ότι είναι ισχυρότερος (και πλέον αγαπητός όσο και μισητός), ενώ απέναντι στον εαυτό αντιφατικός λόγω της κυρίαρχης δράσης του ενστίκτου της ζωής.
Όταν ο άνθρωπος τιμωρείται, ειδικά για κάποιες πλευρές του εαυτού του, τότε συνήθως απωθεί τις αναφερόμενες σ’ αυτές ανάγκες. Όταν τιμωρείται γενικά χωρίς κάποια ικανοποιητική αιτιολόγηση, τότε αναπτύσσει γενική αποστροφή για τον εαυτό του (να επισημάνω εδώ ότι στις έννοιες τιμωρία και βία περιλαμβάνω κάθε πιθανή μορφή εκδήλωσής τους (σωματική, λεκτική, ψυχολογική, συναισθηματική). Σ’ αυτή λοιπόν την περίπτωση της αποστροφής προς τον εαυτό, η βία θα εκφραστεί απέναντι σε όποιον μπορεί να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως κατώτερος και να υπενθυμίσει την εσωτερική και επίφοβη αναξιότητα του ατόμου και μέσω της συνδρομής διαφόρων μηχανισμών (πέραν του μηχανισμού άμυνας της μετατόπισης που είναι το ακριβώς παραπάνω) να εξαπολυθεί προς το πρόσωπο αυτό. Αυτή μάλιστα η αυτοσιχασιά θα προκαλέσει, όπως προείπα, την έγερση υποκαταστασιακών ναρκισσιστικών μηχανισμών, που συνίστανται σε μία σταθερή προσπάθεια απόκρυψης και αποσόβησης της εσωτερικής ενοχής της αναξιότητας και σε μία τάση αυτοπροβολής του ατόμου με τρόπους που και το ίδιο αδυνατεί να αναγνωρίσει και να ελέγξει και έτσι επισφραγίζεται και κατοχυρώνεται ένα ισχυρότατο σχίσμα με τον εαυτό. Συχνά θα συναντήσετε άντρες που δείχνουν όχι απλά αποστασιοποίηση αλλά αποστροφή προς την ομοφυλοφιλία. Μπορεί να ακούσετε ότι αυτό το οποίο τους ενοχλεί δεν είναι ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός, αλλά η χυδαία θηλυπρέπειά τους. Ίσως και να σας πουν ότι μεγάλα ονόματα που ήταν ομοφυλόφιλοι δεν ήταν καθόλου θηλυπρεπείς, «χωρίς βέβαια να τους έχουν γνωρίσει». Αυτό το κάνουν απλά και μόνο για να ιδεολογικοποιήσουν και να νομιμοποιήσουν την αποστροφή τους. Αυτό που πραγματικά τους συμβαίνει, είναι ότι η υποταγή στον σαδιστή τους, καλλιέργησε στους ιδίους, μαζί με την «ασυνείδητη υποταχτική αγάπη» γι’ αυτόν, και τη σεξουαλική έλξη απέναντί του, ως έκφραση αυτού του ειδικού συναισθήματος («που άλλωστε συναντάμε συχνά στα πρωτεύοντα θηλαστικά»), και ως μοναδική πλέον πηγή άντλησης και απορρόφησης εξουσίας από τον κατεσταλμένο εαυτό, (όπως το μωρό από το στήθος της μητέρας) μέσω της εκδήλωσής της από το σαδιστή κατά τρόπο ταπεινωτικό για το θύμα, πράγμα που επισημαίνει την εξουσία του ισχυρού. Αυτή η λανθάνουσα λοιπόν ομοφυλοφιλική παρείσφρηση τους τρομάζει και μέσω του μηχανισμού της απώθησης και της αντίδρασης προσπαθούν να σιωπήσουν την εσωτερική αυτή φωνή καταγγέλλοντας την όπου γύρω τους τη συναντήσουν. Σε άλλη περίπτωση πάλι θα εκπλαγείτε όταν συναντήσετε κυρίες, οι οποίες φοβούμενες την επαίσχυντη, δηλωτική της ενοχής και της κατωτερότητας σεξουαλικότητά τους, εκφράζουν αηδία και κακία για την εκδηλούμενη σεξουαλικότητα και περαιτέρω δυνατότητα αυτοδιάθεσης άλλων γυναικών. Αυτό που φοβούνται ως μιαρό, ανήθικο, ταπεινωτικό και υποβαθμιστικό γι’ αυτές τις ίδιες και γι’ αυτό ακριβώς το απωθούν, είναι και αυτό που πιο πολύ απ’ όλα και πιο βαθιά επιθυμούν. Βασιζόμενη στα προηγούμενα θα έλεγα ότι ακόμη και οι ολοκληρωτικές φωνές των μειοψηφούντων πολιτικών κομμάτων, που κακομεταχειρίζονται τους μετανάστες, πάνω σε τέτοια ψυχικά υποστρώματα ερείδονται.
Βάση όλων όσων είπα μέχρι τώρα σχετικά με την ψευδαίσθηση της κατωτερότητας του άλλου, μπορούμε να κάνουμε κάποιες σχετικές υποθέσεις και αναγωγές στην περίπτωση της «παραλίας» που προανέφερα.. Η κυρία αυτή λοιπόν υποθέτω πως σε πρώτη φάση σκέφτηκε. «Δεν κοιτάς μ…ή τα μούτρα σου που ρίχνεις και τα μάτια σου επάνω μου? Είσαι μια σκ…α και κοιτάς επίβουλα εμένα και το παιδί μου!». Όχι δηλαδή πως το μισεί η ίδια γιατί συμπληρώνει τη φυλακή της. Αλλά με λίγη περισσότερη ειλικρίνεια θα παραδεχόταν : «Εσύ! το κατώτερο μου πλάσμα μπορείς και ζεις ελεύθερη και να φλερτάρεις και να διασκεδάζεις, ενώ εγώ είμαι εδώ εγκλωβισμένη και ο άντρας μου ούτε που γυρίζει να με κοιτάξει, ενώ ορέγεται κάτι ξεδιάντροπες σαν και ‘σένα». Δεν τον αδικώ!. Έτσι λοιπόν η πιο πάνω κυρία «μπορεί να είναι ωραία…, αλλά δεν είναι και ελεύθερη…»!
Αυτό πάνω κάτω υποθέτω ότι είναι το δρομολόγιο των βδελυρών ταυτίσεων του εαυτού και τίθεται πλέον το ερώτημα, «ποιο είναι εκείνο των εξιδανικεύσεων»; Πριν πολλά χρόνια είχα διαβάσει το βιβλίου του Βίλχελμ Ράιχ «Η δολοφονία του Χριστού». Αυτό που κάπως ανακαλώ στη μνήμη είναι ότι «καθώς περπατούσα τη πηγαία διαδρομή μέσα στον τόπο της σκέψης και του συναισθήματος του συγγραφέα, αισθάνθηκα σταδιακά σαν μία λάμπα ανάγνωσης, μαθητική, κάθετη στο σώμα μου, να λυγίζει και να στρέφεται σιγά σιγά προς τα μέσα μου και ‘γω ανήμπορη ν’ αντισταθώ άνοιξα τα χέρια μου και την άφησα να κοιτάξει, και να εισχωρήσει, όλο και περισσότερο βαθιά μέσα μου, αποκαλύπτοντας μου λίγο λίγο τα όντα της δικιάς μου δημοσιάς. Και τότε πήρε σάρκα και οστά η σκέψη που σαν αερικό ταλαντεύονταν χρόνια στον αέρα. Ότι ο Χριστός δολοφονήθηκε για να πάψει να υπενθυμίζει την ελλειμματικότητα, την αδυναμία και την ασχήμια των υποταγμένων, των δούλων της ζωής». Αυτό λοιπόν που θέλω με το πιο πάνω να καταδείξω, είναι ότι το μίσος απέναντι στον ισχυρό και ανώτερο και σαδιστή βασανιστή, κατευθύνεται μέσω αμυντικών μηχανισμών προς άτομα που το θύμα νοιώθει ως ανώτερα από αυτόν σε κάθε τομέα ή σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα του ενδιαφέροντός του. Καθώς το άτομο νοιώθει ένα αίσθημα μειονεξίας απέναντι στον ισχυρό βασανιστή χωρίς κανένα περιθώριο αντίστασης, προσανατολίζει το συναίσθημά του αυτό εναντίον εκείνων των προσώπων που του ξυπνάνε σχετικές συναισθηματικές μνήμες και τους οποίους θα ήθελε ολοκληρωτικά να εκμηδενίσει και να λάβει πλέον τη θέση τους… αν βέβαια μπορεί!
Μ’ αυτή την τελευταία του πράξη κατοχυρώνει και οριστικά πλέον την αλλοτρίωση και την υποταγή του. Διότι αντί να πάει κόντρα στη «μοίρα» του, διαιωνίζει το φαύλο κύκλο της βίας, της ανελευθερίας και της αλλοτρίωσης. Κάθε αποτίναξη λοιπόν των προηγούμενων καθηλωτικών και περαιτέρω καταστρεπτικών δυνάμεων, εναντίον αλλότριων άσχετων προσώπων, συνεπάγεται την αποτίναξή τους από το εσωτερικό και την καμπούρα του ιδίου του ατόμου. Η αντίθετη πορεία οξύνει το ψυχικό βούλιαγμα, του οποίου η σταθερή επιδείνωσή μαζί με την πιθανή αδυναμία ανεύρεσης εξωτερικού αντικειμένου διοχέτευσης της επίθεσης, θα οδηγήσει σε επαναστροφή της επιθετικής ορμής προς τον εαυτό και σε διάλυσή του, προκειμένου να επιτευχθεί η λύτρωση. Και έτσι η φύση θα ολοκληρώσει τον κύκλο της ισορροπίας, μόνο που αυτό θα γίνει με οδυνηρές συνέπειες για το άτομο και το σχετιζόμενο με αυτό περιβάλλον του. Το «φροϋδικό ένστικτο του θανάτου», κατά τη γνώμη μου πάντα, μπορεί να ερμηνευτεί κάτω από δύο πλαίσια. Το ένα είναι η επαναστροφή της επιθετικότητας προς τον εαυτό υπό την πίεση των προηγούμενων συνθηκών. Το δεύτερο πλαίσιο που εν μέρει στηρίζεται και στο πρώτο, αναφέρεται στη συνειδητή ή και ασυνείδητη επιδίωξη του σωματικού θανάτου προκειμένου ν’ αποφευχθεί η βίωση του ψυχικού.
Τα ακριβώς παραπάνω μπορούν λοιπόν να μας δώσουν αρκετές ιδέες σχετικά με την αθλιότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς στον κοινωνικό και πολιτικό στίβο πλέον (όταν ασφαλώς είναι τέτοια) και το υποκριτικό καμουφλάρισμά της κάτω από το αθώο ένδυμα της πολιτική ιδεολογίας, τη μοχθηρία, την επιβουλή της θέσης του ισχυρού και τη φιλοδοξία της αρπαγής της και της κάρπωσης των σχετικών με αυτή προνομίων, ακόμη και αντίθετα προς προηγούμενες εξαγγελίες.
Κάθε αντίσταση λοιπόν και κάθε επανάσταση εναντίον της υποταγής στις προηγούμενες εκμηδενιστικές δυνάμεις, που στρέφονται προς στον εξωτερικό κόσμο, αυτόματα εξασφαλίζουν και τη ΣΩΤΗΡΙΑ του ιδίου του ατόμου. Η ρήση λοιπόν «αγάπα τον πλησίον ως εαυτόν», αν θελήσουμε να την αναγνώσουμε υπό αυτό το νόημα, τότε αποκτά ουσία και ενδιαφέρον αδιαφιλονίκητης αξίας και αξίζει να αποτελέσει όχι τόσο τον στόχο, αλλά κυρίως το μόνιμο «εραστή» κάθε ανθρώπινης φιλοδοξίας και στόχευσης. Επιπλέον, όπως έχω υποστηρίξει στο παρελθόν και όπως και τα ίδια τα πράγματα (που καθημερινά συναντάμε) αναδεικνύουν, είναι πάντα δυνατό να ανατρέψουμε τη μοίρα μας και μαζί της τη μοίρα του κόσμου που μας περιβάλλει και που εύχομαι να είναι μεγάλος και να εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια της ατομικής επιδερμίδας. Έτσι, κάθε αίσθημα ζήλιας που έχει μαθησιακό και αναπτυξιακό χαρακτήρα και ζωγραφίζει στον χάρτη έναν ανυψωτικό για το άτομο δρόμο, δεν είναι μόνο αποδεκτό, αλλά και περισσότερο επιθυμητό, γιατί που θα ‘μασταν αν δεν κοιτάγαμε με λαχτάρα το πέταγμα του αετού, τις περήφανες βουνοκορφές και τη δύναμη του λέοντα;
Αν θα έπρεπε λοιπόν να δώσω οδηγίες προς ναυτιλλόμενους θα έλεγα ότι ο ελεύθερος άνθρωπος αφουγκράζεται με τεντωμένα τ’ αυτιά όλες τις φωνές μέσα του εξίσου. Και τις πιο ανάξιες και τις πιο τιμητικές. Και ψηλαφεί με τα ακροδάχτυλα όλους τους εσωτερικούς σκόπελους, σαν να ψηλαφεί με τα μάτια ένα έργο τέχνης, χωρίς απώθηση, χωρίς φυγή, χωρίς αυτολογοκρισία. Δεν επιδιώκει την καταστολή ή την καταστροφή των απαξιωτικών, κατά τη γνώμη του, φωνών, αλλά δραστηριοποιεί τις δημοκρατικές λειτουργίες που άλλοτε βάζουν σε τάξη και άλλοτε δείχνουν κατανόηση και δεν ισοπεδώνουν τα πάντα σε μία τάξη, σε μία κατάσταση, σ’ αυτή δηλαδή της βίας του ολοκληρωτισμού. Πως θα μπορούσε άλλωστε κανείς να δείξει κατανόηση απέναντι σε οποιονδήποτε αν δεν μπορεί να δείξει απέναντι στον εαυτό του. Για να κραυγάζουν σημαίνει ότι κάτι έχουν ανάγκη, κάτι θέλουν. Και καθώς ανακαλύπτει και οικοδομεί αυτά που πραγματικά θέλει και όχι αυτά που του έχουν διδάξει να θέλει, δηλαδή τα σακάτικα ναρκισσιστικά και (περισσότερο ή λιγότερο) «σαδομαζοχιστικά» υποκατάστατά τους, γίνεται ευτυχής και ελάχιστα έχει πλέον να φοβηθεί, αλλά και να ζηλέψει από τους άλλους. Η δύναμη, η πληθώρα των προκυπτουσών επιλογών και η οικειότητα με τα πράγματα του κόσμου, που όλο και περισσότερο αναπτύσσει, δύνανται να καταστήσουν την πιθανά διαισθανόμενη «μηδαμινότητα του εαυτού» σε «ουσία ύπαρξης» και έτσι να σκιάσουν ακόμη και αυτόν τον ίδιο το «θάνατο». Ασφαλώς μη φανταστείτε πως η γράφουσα διαθέτει ανώτερες ή υπερφυσικές ιδιότητες, απλά αποδύεται σε αυτό τον ίδιο τον αγώνα που περιγράφει, και τον οποίο εύχεται τελικά να κερδίσει και προσκαλεί και έτερους ανθρώπους για να «μη νοιώθει μοναξιά».
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο φίλος μου ο «Σπύρος» λέει: «Τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο Ελενίτσα είναι Τσάμπα…»
Και τουλάχιστον αυτή τη φορά θα συμφωνήσω μαζί του… Εντελώς…! Και αυτός του ο λόγος, όταν καμιά φορά τον σκέφτομαι, με κάνει λίγο και να θλίβομαι…Ίσως γιατί διαισθάνομαι ότι στο διανυόμενο χρόνο που δύναμαι ν’ αντιληφθώ, δεν θ’ αποκτήσω ποτέ επαρκή επίγνωσή τους. …Γιατί μπορεί να είναι τσάμπα, αλλά είναι και πολύτιμα…
Και παρακάτω: … «Αν το σύμπαν είναι άπειρο, άπειρες θα είναι και οι επαναλήψεις του εαυτού μου. Βέβαια δεν θα είμαι ο ίδιος αφού θα απουσιάζουν οι μνήμες, αλλά είναι κι αυτό μία παρηγοριά».
Εγώ λέω να το πάω κάποια στιγμή ακόμη πιο μακριά ... Πάντως κατά πως φαίνεται, αυτή η «περί των ωραίων πραγμάτων» κουβέντα, έχει γίνει και θα ξαναγίνει πολλάκις. Και η υπόθεση αυτή, λέω εγώ τώρα, μπορεί πάντα να αναγιγνώσκεται διαφορετικά, ευρύτερα, στενότερα, κάτω από τη χωροχρονική ενότητα που διέπει τα πράγματα (όπως λένε και οι αστροφυσικοί επιστήμονες), όπως κάνει δηλαδή και η τέχνη με τις αξίες της ζωής, γι’ αυτό και είναι πάντα, ως ανθρώπινη λειτουργία, επίκαιρη. Η διαφορά που εγώ έχω με τον φίλο μου το Σπύρο, είναι ότι εκείνος επισήμανε την εξάλειψή του για να εννοήσει τη διαχρονικότητά του, ενώ εγώ απλά θεωρώ την πρώτη ανέφικτη. Αλλά και έτσι να είναι τα πράγματα, όπως τα λέει ο Σπύρος, «διόλου δεν χαλιέμαι!». «Έχω υπομονή…!».
«Κατόπιν των παραπάνω, θα πρότεινα στον όποιο ενδιαφερόμενο να στρέψει αλλού τις αναζητήσεις του για το «ωραίο κ’αγαθό», που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, αν πραγματικά θέλει να τους τιμήσει, εκτός από το να τους επικαλείται με φράσεις, που περιλαμβάνουν βελανίδια και κουκουνάρια, σε δύσκολες, εθνικές κυρίως περιστάσεις.
Επιπλέον… Αρκετοί άνθρωποι πιστεύουν ότι με το να κρύβουν τον εαυτό τους, προφυλάσσουν και την βαθύτερη ανάγνωση των κινήτρων των πράξεών τους. Θα τους συμβούλευα λοιπόν (όσοι δεν το έχουν κάνει), να αναλογιστούν περισσότερο, γύρω από τα σχετικά με την «αναλογική και ψηφιακή επικοινωνία θέματα», και να μην ξεγελιούνται… Τα ίχνη και τα τεκμήρια που αφήνουν σωρηδόν πίσω τους είναι πολλά για έναν συνεπή και φιλοπερίεργο ντεντέκτιβ που αρέσκεται και σπεύδει να τα μαζέψει».
Μπορεί τα τρυφερά συναισθήματα του ακάματου εργάτη και εραστή της γνώσης να εγκολπώνονται δημοκρατικά κάθε ανθρώπινη φωνή και κραυγή, ακόμη και τις πιο ανάξιες κάποιες φορές, χωρίς λογοκρισία (όπως και τις δικές του τέτοιες εσωτερικές), αυτό όμως δεν του αφαιρεί το δικαίωμα να καταδεικνύει τον ολοκληρωτισμό του παραλογισμού αν όχι και της αδικίας…
© 2012 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')