Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

ΦΥΓΗ ... & ΑΠΟΔΡΑΣΗ: …Η Αυτοκτονία Του Θεού

Shame λέγεται η ταινία του S.M.Q., που πραγματεύεται σε πρώτο επίπεδο, την αιμομικτική «αγάπη» δύο αδερφιών, το ατομικό μαρτύριο, και τη λύτρωση που οικονομεί η κάθαρση της παραδοχής και της αποδοχής από το βασανισμένο εαυτό, της συναισθηματικής και ψυχικής θέσης στην οποία έχει περιέλθει κατά την πορεία των όποιων χρόνων της ζωή του. Ασφαλώς, με μια τέτοια θεώρηση οι διακειμενικές αναφορές στις μορφές και τα θέματα που διαλαμβάνει η  αρχαιοελληνική τραγωδία καθίστανται αντιληπτές.
Ταυτόχρονα δε και κατά συνέπεια, η φροϋδική προσέγγιση γίνεται ελαφρώς απαιτητή. Μια σύντομη αναφορά οφείλει να αναδείξει το συστηματικό προηγούμενο (κάποιας φύσης) βασανισμό του προσώπου, πράγμα το οποίο θα συνεπιφέρει σχετικές λιμπιντικές απεμπολήσεις και ενοχοποιήσεις. Αυτά με τη σειρά τους θα έχουν περισσότερες συνέπειες: Τις παρεκκλίνουσες επενδύσεις του ενοχικού έρωτα και την  έγερση του εξιδανικευμένου (έρωτα) στο αδερφικό πρόσωπο, την προσπάθεια κατάπνιξής του στην ερωτική παρεκτροπή και περαιτέρω, τη χρήση του  βασανιστικού (τις πιο πολλές φορές) σεξουαλικού καναλιού για τη διοχέτευση της θλίψης, του θυμού, της κραυγής και της απόγνωσης, της άρνησης, της ενοχής και των ναρκισσιστικών υποταγών που εγείρει ο τεμαχισμός της ψυχής. Αυτή είναι μία σύντομη, τηλεγραφικού χαρακτήρα θα λέγαμε ψυχολογική προσέγγιση του θέματος, στο πλαίσιο των προσωπικών μου ψυχολογικών θεωρήσεων και γνώσεων, αλλά ουδόλως θα μείνω σ’ αυτή, καθώς αυτό που επιθυμώ ν’ αναδείξω είναι κάτι βαθύτερο, πληρέστερο και με περισσότερο νόημα και αξία για τις δικές μας πια ζωές.
Όλες οι υφολογικές, λογοτεχνικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές ή άλλες προσεγγίσεις αποκτούν κάποια περαιτέρω λειτουργία, όταν μπορούν να ενταχθούν σε ένα ενιαίο πλαίσιο ερμηνείας και να μας φέρουν, από τον πάτο του χάσματος στην επιφάνεια, και να φωτίσουν την ουσία του πράγματος που προκύπτει από την πραγμάτευση του  υποτιθέμενου «αιμομικτικού έρωτα». Και αυτή η ουσία αναφέρεται στο διχασμό του «Εγώ» και την απόρριψη των «Πλέον Αδιαφιλονίκητων Πλευρών Του», που υπαγορεύουν τη «Διαχρονική Του Υπόσταση» και την εγγενή του τάση και πάγκαλο «Ορμή» να λειτουργεί, να πράττει, να δρα και συνολικά να «Κινεί» και να διαμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στα άπειρα πλαίσια που ο «Λόγος» αποκαλύπτει και περιφρουρεί...
Αυτός ο σπαραξικάρδιος αποχωρισμός και αυτή η φυγή είναι η θλίψη, η ενοχή και η συμφορά του προσώπου, τα οποία η άρνηση εναντίον του ίδιου του εαυτού συνεπιφέρει...

“Παλινδρόμηση”... Είναι η απάντηση που είμαστε αναγκασμένοι πολλές φορές όλοι να δίνουμε στις διλημματικές καταστάσεις και τα αδιέξοδα της ζωής, που σαν τεράστιοι και ανηλεείς ογκόλιθοι δύνανται κυριολεχτικά να μας συνθλίψουν κάτω από το βάρος τους ή σε βράχους πέρα απ’ το εκτόπισμά τους… Ένα δρομολόγιο που λίγοι αναζητητές δεν έχουν κάποια στιγμή στη ζωή τους εκτελέσει…
Η παλινδρόμηση αναζητά εναγωνίως διέξοδο στην ασφάλεια της ανεπάρκειας, και τα πρόσωπα που μπορεί να φορέσει είναι περισσότερα και παραπλανητικά. Αυτά τα πρόσωπα άλλοτε αναγορεύουν τη συστολή της ψυχής σε απυρόβλητο δαίμονα, άλλοτε υποδεικνύουν με το δάχτυλο την άμεση επιστροφή στις τάξεις των στοιχειωμένων, ενώ άλλοτε τέλος αξιοποιούν την εκπορευόμενη από την εσωτερική σύγκρουση θλίψη, προκειμένου να ενδείξουν, προβλητικά στον έξω κόσμο, από τον οποίο έχουμε προσδοκίες, την αδυναμία του κόσμου αυτού να στοιχηθεί με τα νέα δεδομένα της ζωής, και την εμμονή του να κινείται αυτιστικά και ως μαριονέτα από τις εγγενείς του αδυναμίες και τις εξωγενείς του υπαγορεύσεις.
Όμως κάτι τέτοιο ακυρώνει αυτομάτως την ικανότητα οποιουδήποτε για αντίδραση. Αυτού που φέρει το λόγο και αυτού που τον λαμβάνει. Στα λίγα χρόνια της... «επίγειας» ζωής μου, έχω καταλάβει (όπως άλλωστε έχω αναφέρει και σε προηγούμενο μου κείμενο) ότι στην ύπαρξη δεν βλέπω να υπάρχουν σοβαρά μονοπώλια. Και πως ο φαινομενολογικός τρόπος, περαιτέρω, που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα του κόσμου, δύναται να διαμορφώσει σχετικές πραγματικότητες, καθιστώντας έτσι τις συνεπαγωγές του «οντολογικού επιχειρήματος» αληθινές υποστάσεις.
Οι εξωτερικές περιστάσεις πάντα πιέζουν... Αυτή είναι οι δουλειά τους... Και αυτός ο εσωτερικός, αρκετές φορές, «ολιγοκέφαλος» προγραμματισμός τους... Αν μπορούσαν… καθόλου να μην πιέζουν… δεν θα πίεζαν... θα δρούσαν: Αυτόματα και κατηγορηματικά.- Αν και πάλι όχι για πολύ. Εναλλακτικά αποπειρώνται να κολακεύσουν ή να δωροδοκήσουν με ψίχουλα… Γιατί ένα πράγμα, που οι λιγοστές ιστορικές μου γνώσεις μου έχουν κάπως αποκαλύψει, είναι ότι τα ανθρώπινα κίνητρα και πραχτικές τείνουν να είναι διαχρονικά... Τα τεχνικά μέσα αλλάζουν... Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος... Μόλα ταύτα, όλα τούτα υποσημαίνουν ότι η παντοδυναμία των περιστάσεων που φαινομενικά είναι εγκατεστημένες στο απυρόβλητο, είναι συναλλάξιμη και άρα το όλο πράγμα εμπίπτει στο χώρο της αντινομίας. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι σε καμία περίπτωση δεν αφαιρούν το δικαίωμα, την υποχρέωση (όλων), αλλά ούτε και την ικανότητα από κανέναν εχέφρονα να συλλογίζεται, να ενεργεί, και να αποδέχεται τις συνέπειες, εξίσου και τις επιπτώσεις των επιλογών του, είτε πρόκειται για τον πιο «ασήμαντο μέρμηγκα» είτε πρόκειται για τον ίδιο το «Θεό». Και αυτό είναι που προσδιορίζει την ουσία και υπόστασή μας... Η ελευθερία μας να επιλέγουμε τις καταφάσεις, τις αρνήσεις, αλλά και τις θέσεις και τις συμφορές μας...
Κάθε προσπάθεια, ακόμη και ενός ολοκλήρου έθνους, φυγής από μια τέτοια «εγγενή» αξίωση και τιμή, συνεπάγεται αυτομάτως και απαρεγκλίτως τη μαζοχιστική καθήλωσή του στην εξαρτησιακή εκμηδένιση μιας κραυγής χωρίς φωνή...

“Αυτοθυσία”. Στα χρόνια της πρώτης νιότης μου ένοιωθα μια γλυκιά «τρυφερότητα» και μια κάποια «λύπη» για ένα πλάσμα που θεωρούσα ενδόμυχα ευγενικό, καλοσυνάτο και πραγματικά σοφό. Παρά το γεγονός ότι μια τέτοια σύλληψη φαίνεται αφενός ν’ αντίκειται στα ιστορικά δεδομένα και αφετέρου ότι βολτάρει στο χώρο του φανταστικού και των ανθρωπίνων εξιδανικεύσεων, κάποια περαιτέρω διείσδυση στο όλο θέμα θα μπορούσε να δράσει διαφωτιστικά για τις πλευρές των ανθρωπίνων περιπτώσεων, εκείνες που φλερτάρουν περισσότερο ή λιγότερο με μια μελαγχολική και αποστασιοποιημένη απ’ αυτούς αντίληψη του κόσμου.

Έχω αναφέρει με κάθε τρόπο σε προηγούμενά κείμενά μου ότι το γεγονός της εσωτερικής ενότητας της ψυχικής ζωής, σύμφωνο επίσης, και γιατί όχι, εκδηλούμενο κατά τους τρόπους που υπαγορεύει η ανθρωπιστική θεώρηση της ψυχολογίας, αντανακλά μία σύστοιχη και ολότελα απαραίτητη τοποθέτηση ως προς τα πράγματα πια του εξωτερικού κόσμου. Απαραίτητη διότι διευρύνει τα όρια του εαυτού, την ψυχική και πραξιακή του αποτελεσματικότητα, άροντας ταυτόχρονα την υπαρξιακή θλίψη και αγωνία της επικείμενης και αναπόδραστης απώλειας της ζωής, της δικής του και των άλλων.
Όσο ευρύτερες κατακτήσεις δύναται να επιτύχει κάποιος πάνω σ’ αυτό τον τομέα, (όχι ασφαλώς παρατακτικού τύπου), τόσο περισσότερο διευρύνει τις ταυτίσεις του χωρίς να χάνει την ατομικότητά του, τις νοηματοδοτήσεις και το πλαίσιο των επιλογών του, καθιστώντας, μέσα από τη δική του πια οντότητα, πραγματικές τις νομοτελειακές παραμετροποιήσεις της ύπαρξης, που  άρουν το προαναφερθέν δυιστικό σχίσμα και οδηγούν την υπόσταση στην… «αθανασία...»
Μία τέτοια σύλληψη της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής, ολόψυχα την επιθυμούμε και την επιδιώκουμε και όποια ειρωνική κατάδειξη περί ΔονΚιχωτισμού, είναι πολύ περισσότερο και από ανόητο τεκμήριο, αν αναλογιστεί κανείς το πλήθος των σχετικών τεκμηρίων που διατρέχουν την ανθρώπινη ιστορία.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο και πιο σωστά στο πάνω άκρο του πλαισίου αυτού, δύναται να επιλεχθεί η αυταπάρνηση, που εν προκειμένω, χάνει τον αυτοακυρωτικό χαρακτήρα της αυτοθυσίας και καθίσταται «Συνειδητή Επιλογή» και δράση «Υγιούς Ναρκισσιστικού Τύπου» κατά τις ανακύπτουσες απαιτήσεις της Ατομικής Ύπαρξης και Μόνο. Και αναδεικνύει την νεοαποκτηθείσα ικανότητα του εαυτού να επιλέγει καθ’ ολοκληρίαν πια και κατά το προσωπικό «γούστο» και «κρίση» το ό,τι, πράγμα που κατά την ταπεινή μου γνώμη, συνιστά «Μέγιστη Ελευθερία» και «Αυτοπραγμάτωση».
Κάποιες φορές εντούτοις, παρ’ όλο που η αυταπάρνηση δεν συνιστά σαδομαζοχιστικού / ναρκισσιστικού τύπου αυτοθυματοποίηση, δεν μπορεί και εξίσου ν’ ανταποκριθεί στις επιταγές και εκπορεύσεις του παραπάνω κανόνα.
Η υπερεμπλοκή, με την ανάλογη απουσία εσωτερικού ελέγχου και εποπτείας, μπορεί να καταστεί καταστροφική και θλιβερή με συνέπειες για όλους. Η λειτουργία του εσωτερικού φόβου για την εκμηδένιση της ύπαρξης, της αδιόρατης ενοχής και του καταθλιπτικού αυτοοίκτου δρουν προβλητικά (όπως είπα και παραπάνω) στον έξω κόσμο, προκειμένου να αποφευχθεί η αυτόματη αυτοακύρωση του ατόμου οιονεί καταβύθιση «δίδυμου πύργου». Με τη συνδρομή των εξιδανικεύσεων του «εγώ» και άλλων ψυχικών μηχανισμών, μετατρέπουν τον κόσμο με τον πλουραλισμό των εκδηλώσεών του, σε μονοσήμαντο φορέα ανημποριάς, καταφρόνιας και εχθρικότητας. Μία τέτοια εξέλιξη επιτρέπει την αποστασιοποίηση και την προς τα πάνω, ή προς τα έξω, ή προς τα μπρος τοποθέτηση, δείχνοντας παράλληλα το δρόμο της αυτοθυσίας ή… «αυτοκτονίας», προκειμένου να μην βιωθεί ο «εν ζωή θάνατος»
Ασφαλώς, όσες ενδείξεις και αν έχουμε, δεν είναι απλό πράγμα να πούμε έτσι απλά ποιο απ’ τα δύο δρομολόγια ακολουθεί ή έχει ακολουθήσει ένας ψυχισμός καθώς αδυνατούμε να βιώσουμε το δυναμικό βίωμα του άλλου και αυτό που επιχειρούμε, είναι μέσα από το βαθύ κοίταγμα των ματιών μας να ταρακουνήσουμε την «Ορμή» της «Έγερσης» και να σκεδάσουμε την «Ορμή» της «Λήθης»…

Ασφαλώς όλα τούτα τα λόγια, όλα τούτα τα γραφόμενα είναι δυνατό να προκαλέσουν ένα … Γιατί;…

…Έτσι δύσκολοι που είμαστε οι άνθρωποι…

Ίσως Επειδή… αγαπάμε «τηνΟρμή&τονΛόγο»
Ίσως Επειδή… κάποτε γίναμε και ‘μεις αποδέκτες ενός τέτοιου Δώρου
Ίσως Επειδή… το κάλεσμα των ανθρωπίνων φωνών είναι ακαταμάχητο,
                        αποδεικνύοντας ότι στο σύμπαν το μόνο που δεν υπάρχει είναι
                        μοναξιά…
Ίσως και όλα…

Καλό σας βράδυ
και…
Καλή σας διασκέδαση…
…Άλλο ένα πράγμα στο σύμπαν, που δεν χρειάζεται λεφτά, όπως έλεγε και ο αγαπητός φίλος…
…ούτε την έγκριση της Τρόικα… :-)

                    © 2012 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')


Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΑΜΦΙΘΥΜΙΑ



Αυτό που με κίνησε πρώτη φορά μέσα στον πίνακα του Walter Grammate ήταν αυτό το παλλόμενο, δυνατό και ρεμβαστικό χρώμα του ονείρου (του) στο παρασκήνιο και η πρωτοεπίπεδη φιγούρα που ξεφεύγει (σε στυλ μπαρόκ) και πρωταγωνιστικά έξω από το υπόλοιπο πλάνο. Σαν να πρόκειται για έναν παρασκηνιακό κόσμο κινηματογραφικής ή (και) θεατρικής εμβέλειας από τον οποίο θέλει να αποδράσει… Κλείνει τα μάτια με μια λανθάνουσα εσωτερική αποδοκιμασία και μέσω της θλίψης και του εσωτερικού ΛΥΓΜΟΥ της κυλάει προς τα μπρος (για να ξεφύγει ή  για να ειδωθεί εναργέστερα;… Ποιος ξέρει…;), ενώ ταυτόχρονα η φλόγωση κάτω απ’ τα μάτια, δηλωτική της ασύνειδης επιθυμίας να φέρει ισχυρό λόγο σ’ αυτόν ακριβώς τον κόσμο από τον οποίο θέλει να δραπετεύσει, τον σύρει ξανά μέσα του. Στον ολοζώντανο, αλλά σχεδόν άδειο από ΑΛΗΘΙΝΑ όντα, από AMANDI όντα και βουβό χώρο του επιθυμητού, που δεν είναι όμως άλλο από την προβολή της εσωτερικής μόνωσης στο μακρόκοσμο. Η αμφιθυμία της μόνωσης… Ίσως να έφταιγε και η φθίση του μικρής ηλικίας ζωγράφου, ίσως όμως και όχι…

Ασφαλώς η ερμηνεία μου, καθώς δεν είμαι εικαστική καλλιτέχνης, μπορεί να είναι εσφαλμένη. Αν όμως υιοθετήσουμε και στις τέχνες αυτές τις αναγνωστικές θεωρίες που επιδιώκουν να εξηγήσουν τα πράγματα στο χώρο της λογοτεχνίας, τότε νομιμοποιούμαστε κάπως στη φαινομενολογική μας ανάγνωση και ερμηνεία των έργων και της τέχνης αυτής.

Η θλίψη και η φυγή… Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Όχι μόνο για τον καλλιτέχνη… Για Πολλούς από μας. Αισθανόμαστε τις οντότητες γύρω μας σαν μαριονέτες, όπως οι «πλαγιασμένες» φιγούρες του ζωγράφου, που εκπληρώνουν επαναληπτικά και ατέρμονα το δρομολόγιό τους και προωθούμε την αποστασιοποίηση μας από αυτούς. Και αυτή είναι ουσιαστικά η Θλίψη μας… Δυστυχώς όμως με αυτή μας την κίνηση και τοποθέτηση προς τα «μπρος» εξασφαλίζουμε άθελά μας και τη δική μας καταδίκη. Η θλίψη είναι η ασφάλεια και η ναρκισσιστική μας υποκατάσταση, προκειμένου να διατηρήσουμε τις αποστάσεις ασφαλείας από το ποθητό και το όραμα. Και έτσι καταφέρνουμε  να ανακόψουμε την ένταξή μας στο σύστημα και να τορπιλίσουμε το «επικίνδυνο» όνειρο.

Αυτή η ένταξη υπαγορεύεται από διαφορετικές παραμέτρους για τον καθένα μας. Ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του ο ζωγράφος για τους στόχους του. Εγώ… Εσύ… Ο Άλλος… Ο καθένας είναι αρμόδιος στο να προσδιορίσει τη μοίρα του και να την υποστηρίξει. Και κανείς δεν μπορεί να ορίσει της παραμέτρους αυτής της υποχρέωσης προς τον εαυτό πέρα από τον ίδιο τον εαυτό. Ως εκ τούτου κάθε ανταγωνιστική από τα έξω τοποθέτηση πρέπει να εξασφαλίσει την εσωτερική νομιμοποίηση του εαυτού που νοηματοδοτεί τα πράγματα και τον κόσμο όλο, αυτός και κανένας άλλος. Πολύ δύσκολα λοιπόν κάποιος, όσο μεγάλος και αν είναι και κυρίως όσο μεγάλος ή και μόνον σημαντικός και αν θεωρείται, μπορεί να τοποθετηθεί στο απυρόβλητο της «ΑΡΝΗΣΙΚΥΡΙΑΣ» του εαυτού, Οποια επιχειρήματα και αν ισχυρίζεται ότι φέρει και Πάντα θα είναι υποχρεωμένος να κρούει το κατάλληλο ρόπτρο της προσέλευσης, της έγκρισης και της αποδοχής…

Καλό σας βράδυ

© 2012 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Η ΖΗΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΟΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ

           
«Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν»… είπε μία μάλλον πολύ ενδιαφέρουσα, ιστορική προσωπικότητα, αν ασφαλώς δεν πρόκειται περί θρησκευτικής προέλευσης επίνοια, όπως πολλοί εικάζουν. Και λέω φειδωλώς μόνο ενδιαφέρουσα γιατί πάντα είμαι καχύποπτη ως προς την απεμπόληση του ενστίκτου της ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπό ένα ευρύτερο πρίσμα ερμηνείας και υπό μία διαφορετική ανάγνωση δεν επιδέχεται διαφοροποιητική και ολότελα αξιότιμη και καθόλου αντιφατική (ως προς το παραπάνω ένστικτο) ερμηνεία μία τέτοια εκδήλωση, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
«…Μα αυτό δεν κάνουμε όλοι μας; …». Και συμπληρώνω : «Θα μπορούσε άλλωστε να είναι και αλλιώς;…» Αυτό είχε αποτελέσει θέμα συζήτησης μεταξύ παλιών καλών φίλων πριν από πολλά χρόνια, όταν η παρέα ήταν περισσότερο ακέραιη, σίγουρα περισσότερο απ’ ότι είναι τώρα που έχει υποστεί σημαντικές απώλειες και η παρατήρηση αυτή (όποιος και αν την είχε κάνει) είναι κατ’ εμέ, αρκετά εύστοχη.
Γιατί οι άνθρωποι ζηλεύουμε και τι είναι η ζήλεια; Έχει αυτό το συναίσθημα κάποια σχέση με το τρυφερό συναίσθημα της αγάπης ή του έρωτα που συνήθως επικαλούμαστε για να δικαιολογήσουμε την έκφραση μιας τέτοιας συναισθηματικής κατάστασης; Μήπως έχει κάποια λογική σχέση με την κοινωνικοοικονομική μας θέση και συνολικά την παρουσία μας στον κόσμο και τον χώρο; Επιπλέον: Είναι υποχρεωτικά απρόσφορο συναίσθημα η ζήλεια, ή μπορεί να τύχει και τελέσφορης αξιοποίησης προς τη διεύρυνση της ατομικής ανάπτυξης και ποια μπορεί να είναι αυτή;
Νομίζετε πως οι άνθρωποι ζηλεύουν επειδή επιθυμούν κάτι που το έχει κάποιος άλλος; … Εγώ λέω λανθάνετε … Μήπως ζηλεύετε ή μάλλον εποφθαλμιάτε τα πουλιά επειδή πετούν, τα ψάρια επειδή κολυμπούν και τους ψύλλους επειδή πηδούν; Στη φύση εξάλλου, έκφραση της οποίας είναι και οι ανθρώπινες κοινωνίες, δεν βλέπω να υπάρχουν σοβαρά μονοπώλια. Αν κάποιος θέλει κάτι, βρίσκει σύνηθα κάποιο τρόπο, έστω «σάτρα πάτρα» να το αποκτήσει. Διότι με τη συνδρομή της φαντασίας και με κάποιους συμβιβασμούς και να πετάξουμε καταφέραμε και να κολυμπήσουμε και να πηδήξουμε. Βέβαια, «τίποτα ακριβώς δεν σου δωρίζεται», όμως γενικά στο «παντοπωλείο της φύσης» διατίθενται ποικίλες εναλλακτικές επιλογές, αν βέβαια αυτός ο κάποιος διαθέτει τις σχετικές δεξιότητες για να τις αξιοποιήσει. Ασφαλώς δεν γίνεται ένας να διαθέτει ακριβώς ότι και κάποιος άλλος, γιατί τότε δεν θα μιλούσαμε για δύο οντότητες και μια τέτοια σύλληψη θα ήταν αυταπάτη, αλλά για τη μία και την αυτή.
Αλλά και στην περίπτωση που η διαθεσιμότητα πραγμάτων και αγαθών είναι περιορισμένη, αλλού πρέπει να αναζητήσουμε πρωτογενώς το πρόβλημα. Αναλογιστείτε μόνο το λόγο για τον οποίο κοινωνικές ομάδες ασθενείς ή ανίσχυρες έως και εξαθλιωμένες, συνήθως, όταν κάποτε λάβουν την εξουσία, δεν φτάνουν μόνο στο σημείο της αποκατάστασης και της εξισορρόπησης των πραγμάτων (που είναι το ακριβώς αιτούμενο), αλλά μάλλον αυτομάτως και απαρεγκλίτως υιοθετούν, πέραν της σχετικής, ουσιαστικώς, πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας (πράγμα το οποίο δεν θέλω καθόλου εδώ να θίξω), και την επιδεικτική και αποθησαυριστική διαστροφή των προηγούμενων αφεντάδων τους, αντιβαίνοντας έτσι στην προηγούμενη τους δέσμευση να αποκαταστήσουν την τάξη και την δικαιοσύνη.
Κάθε άνθρωπος νομιμοποιείται, ασφαλώς από κάθε άποψη, να διαθέτει τα απαραίτητα για την επιβίωση και την ανάπτυξή του. Και ασφαλώς οι εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και θεσμοί οφείλουν, βάση του σχεδιασμού τους, να ανταποκρίνονται σ’ αυτό το αίτημα, προσαρμοσμένο ασφαλώς στις σύγχρονες με αυτό πολιτισμικές και τεχνολογικές επιτεύξεις. Κάθε φιλοσοφία, κάθε πραχτική, κάθε πολιτική ή κοινωνική δραστηριοποίηση και κάθε προσπάθεια που στοχεύει σ’ αυτό έχει όλα τα λογικά, ηθικά και ιδεολογικά ερείσματα της ύπαρξής της. Εξίσου κάθε άνθρωπος είναι απολύτως δικαιολογημένος ν’ αγαπάει κάποια πράγματα, να τα επιδιώκει για τον εαυτό του και να θέλει να χειρίζεται κάποια άλλα. Ποιος δεν θέλει να είναι όμορφος, ικανός, αξιοσέβαστος. Ποιος δεν θα επιθυμούσε μια δημιουργική εργασία, ένα όμορφο περιβάλλον διαβίωσης και στενές διαφυλικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο ένας άνθρωπος αξιώνει να τηρούνται οι όροι ενός μονογαμικού του συμβόλαιου και έχει ψυχολογικά και κοινωνικά προσαρμοστεί σε ένα τέτοιο πλαίσιο σχέσης, ώστε κάθε παραβίασή του να εγείρει την αγανάκτηση, την αμφιβολία, το φόβο, τη θλίψη, ακόμη και την οργή. Τι είναι λοιπόν αυτό που εμποδίζει κάποιον να αποκτήσει όλα αυτά σε ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο όπου τα φαινόμενα εξαθλίωσης είναι περισσότερο ελεγχόμενα;
Κάποτε σε ένα ντοκιμαντέρ είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η φυσική κατωτερότητα, η κατωτερότητα δηλαδή στους πόρους της ζωής, γεννάει το αίσθημα της ψυχικής κατωτερότητας και αυτό σταδιακά θα προκαλέσει τη σύγκρουση. Εγώ διαφωνώ. Μπορεί αυτές οι δύο μεταβλητές να έχουν υψηλή μεταξύ τους συνάφεια αλλά δεν αποτελεί η πρώτη το αίτιο της δεύτερης. Θα έλεγα μάλλον ότι ισχύει το αντίθετο, αν και στο χώρο της ψυχολογίας υπάρχει συνήθως ανατροφοδότηση και αναδραστική συσχέτιση των μεταβλητών Η δεύτερη λοιπόν, κατά την αντίληψή μου, αποτελεί το αίτιο της πρώτης για να αποτελέσει βαθμιαία τη γενεσιουργό αιτία για μύρια κακά. Θα απαντούσα λοιπόν ότι κάποιος εμποδίζεται στο ν’ αποκτήσει αυτά που επιθυμεί, ακριβώς εξαιτίας αυτών που επιθυμεί. Και όσο και αν αυτό σας φαίνεται χωρίς νόημα, παρακάτω θα διασφίσω επαρκώς τι εννοώ.
Τις προάλλες βρέθηκα στην παραλία δίπλα σε μία νεαρότατη κοπέλα (που αν δεν είχε παιδί θα έλεγα ότι δεν ξεπερνάει τα 20 έτη), από αυτές τις πολύ ελκυστικές και καλλίγραμμες (της σύγχρονης αισθητικής κουλτούρας για τη θηλυκότητα), που σίγουρα λίγα έχει να ζηλέψει, ως προς τα φυσικά της προσόντα, κάτι τουλάχιστον από τις κοινές θνητές και οπωσδήποτε από μία γυναίκα αρκετά μεγαλύτερή της στην ηλικία. Μου έκανε αρκετή εντύπωση το γεγονός ότι κάθε φορά που έπεφτε η ματιά μου προς την μεριά της, λάμβανα ένα εχθρικό και περιφρονητικό βλέμμα, ακόμη και όταν κοιτούσα τρυφερά την χαριτωμένη, (αλλά και λίγο άτυχη) κορούλα της, στο βαθμό που κάποια στιγμή αισθάνθηκα ενοχή και απέστρεψα το βλέμμα μου, μην παρεξηγηθώ κιόλας. Και αναρωτήθηκα: «Τι πρόβλημα έχει;. Δεν με χωνεύει ειδικά, ως γυναίκα, δεν με χωνεύει γενικά, παρέα με τα έντερά της, ή φοβάται μήπως απαγάγω την κόρη της και ασελγήσω διαστροφικά επάνω της ή την πουλήσω (την ίδια) ή τα όργανα της στην παράνομη αγορά εμπορίας ανθρωπίνων οργάνων;» Και επειδή δεν την έκοψα για φρενοβλαβή συμπέρανα ότι κάποιο είδος φθόνου ή ζήλιας «έχει φωλιάσει μέσα στα σωθικά της». Και αναρωτιέσαι τότε: Τι λόγο έχει λοιπόν μία ελκυστική νεαρά κυρία να ζηλεύει μία άγνωστη και μεγαλύτερη της γυναίκα. Φαίνεται λοιπόν ότι συχνά στις τάξεις των προικισμένων ή των ευνοημένων από τη ζωή, η ζήλεια και ο φθόνος όχι μόνο δεν απουσιάζουν απεναντίας περισσεύουν, καταδεικνύοντας και ένα από τα κίνητρα της φιλοδοξίας, αλλά και παρέχοντας μας ένα στοιχείο ότι η φυσική δηλαδή ένδεια δεν συνιστά επαρκές αίτιο της ζήλιας
Η ζήλια, είτε λανθάνουσα, είτε περισσότερο φανερή, συνίσταται κατ’ αρχήν σε μία εχθρική τοποθέτηση απέναντι σε ότι δεν κατανοούμε και άρα δεν διαθέτουμε, σε ότι ψιλοαντιλαμβανόμαστε αλλά εξίσου δεν διαθέτουμε και συλλήβδην σε ότι, ανταγωνιζόμαστε (καθώς το φοβόμαστε) και δεν διαθέτουμε. Για να το πω και αλλιώς, σε ότι κινείται, για τον οποιοδήποτε λόγο, έξω από το χώρο της προσωπικής μας εμβέλειας. Μόνο που η έλλειψη αυτή (για να μην φανταστείτε ότι αντιφάσκω με τα προηγούμενα) συνίσταται βασικά σε εσωτερική, ψυχική ανεπάρκεια που μπορεί να αγγίξει και την ένδεια και πολύ λιγότερο σε πόρους ζωής ή προικοδοτήσεις της φύσης προς το άτομο. Η ζήλεια είναι ένα είδος υποκρυπτόμενης εξουσιαστικής επιβολής, κατά την οποία το υποκείμενο απαιτεί και διεκδικεί την υπαγωγή, του έξω από το ίδιο κόσμου, στους όρους της δικής του ύπαρξης, ώστε να εξαλείψει κάθε μέτρο σύγκρισης. Κάθε τι που διαφοροποιείται από την, κατά την αυτοαντίληψη, περιορισμένη και άλλοτε λίγο κολακευτική εικόνα του εαυτού, αφορίζεται. Σ’ ένα σύστημα όπου τα πράγματα καρπώνονται επαρκούς αυτονομίας, ώστε να εξελίσσουν τις συσχετίσεις και τις δομές τους (και όσον αφορά τους ανθρώπους, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και τις ζωές τους), γίνονται αυτομάτως και ελάχιστα προσπελάσιμα από τον περισταλμένο και κατεσταλμένο άνθρωπο, που στην ουσία νιώθει τα πράγματα να τον προσπερνάνε, να τον ξεπερνάνε να ξεφεύγουν του ελέγχου του, της εποπτείας και των ικανοτήτων του. Οτιδήποτε λοιπόν, μέσω των δικών του ιδιοτήτων, μπορεί να ξεχωρίσει και να συνεχίσει να πορεύεται αντιστεκόμενο στις φροϋδικές δυνάμεις της καθήλωσης και περαιτέρω της παλινδρόμησης, γίνεται αυτόματα και εχθρός, γιατί άθελα του υπενθυμίζει και επισημαίνει «το βούλιαγμα στο λάκκο της μετριότητας και της ασημαντότητας, το βούλιαγμα στο λάκκο της κατεσταλμένης ζωής». Και περαιτέρω, ο περισταλμένος ψυχισμός διεκδικεί την υποβάθμιση και όπως παραπάνω είπα την υπαγωγή της (κατά την αντίληψη) διαφορετικότητας και ανωτερότητας στον στενό και πνιγηρό κόσμο της ασημότητας και της μικρότητας. «Αν λοιπόν δεν μπορείς να χωρέσεις εσύ στον κόσμο, τότε αγωνίζεσαι να χωρέσει αυτός σε ‘σένα». Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει και το μότο της βουλιμίας, αν βέβαια είχε στόμα να μιλήσει.
Στην πορεία της σκέψης μου πάνω στο θέμα αυτό, προέβηκα στην ταξινόμηση τριών βασικών παραγόντων της ζήλιας, αλλά κάθε άλλη σκέψη και συνεπής προσθήκη πάνω στο ζήτημα αυτό, θα ήταν παραπάνω από καλοδεχούμενη.
Η ενοχή. Έχω μιλήσει σε προηγούμενη ανάρτησή μου για το θέμα αυτό και έχω διατυπώσει τη γνώμη μου για τις συνθήκες εκκόλαψης της. Έχω μάλιστα ισχυριστεί ότι η ενοχή επισημαίνει την αναξιότητα και την ανικανότητά του ατόμου. Καθώς λοιπόν το άτομο έχει (κάτω από την φρονηματισμό του μαστιγίου της), ενστερνιστεί και εμπεδώσει τις ρήσεις της, η αμέσως επόμενη κίνησή του είναι να θέσει σε κίνηση τις πράξεις ζωής που αυτή υποδεικνύει. Έτσι συνήθως καθηλώνεται σε επινοημένες από το ίδιο ρουτίνες, ανακουφιστικού χαρακτήρα, ενδεείς δηλαδή απαντήσεις στα φλέγοντα ζητήματα της ζωής, που ούτε προσφέρουν κάποια σοβαρή ικανοποίηση, ενώ ταυτόχρονα καθιστούν αληθινές τις χαμηλές προσδοκίες για τον εαυτό, που η ενοχή υποδεικνύει και απαιτεί. Στον χώρο της ψυχολογίας αυτό το τελευταίο λέγεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία και συνίσταται στο να πράττει και να επιλέγει δηλαδή κάποιος σύμφωνα με τις χαμηλές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί γι’ αυτόν. «Τι και αν είναι ο Αϊνστάιν αν έχει πειστεί ότι έχει νοημοσύνη ιδιώτη; Σαν τέτοιος θα φερθεί. Και στην καλύτερη περίπτωση θα αναζητήσει απλά μία θέση καθηγητάκου, με ένα μισθό υπαλληλάκου και μια ζωούλα ανθρωπάκου και με την πρώτη μάλλον ευκαιρία θα δείξει με το δάχτυλο της προδοσίας το Χριστό». Καθώς λοιπόν βιώνει τον εαυτό του ως ελλειμματικό, ζηλεύει αλλά και περισσότερο φοβάται (λόγω της παθητικής / μαζοχιστικής του τοποθέτησης απέναντι στις προκλήσεις της ζωής, που συνεπάγεται η υποταγή στην ενοχή) ό,τι και όποιον αισθάνεται πως το ξεπερνάει, οδηγούμενο πιθανά στην κατάθλιψη, ίσως και στον πανικό και κατά περίπτωση μάλλον και σε άλλες διαταραχές, όπως η φοβία έναντι αντικειμένου/ατόμου που εγείρει φόβους αδυναμίας. Βέβαια σε αυτά τα συμπτώματα μπορεί κανείς να φτάσει και από άλλες οδούς, όμως αυτό δεν ενδιαφέρει προς στιγμή.
Η μικρότητα. «Έρως ανίκατε μάχαν…».Λογικό. Αλλά και μάλλον παροδηγητικό. Γι’ αυτό και θα πρότεινα να είστε λίγο καχύποπτοι απέναντι στις «σειρήνες του έρωτα». («Όχι πολύ… Λίγο…!»)  Έχω επαναλάβει ότι η καταστολή των αυτονομιστικών τάσεων της libido παραγάγουν ευνουχισμό και υποταγή και περαιτέρω ίσως και καθήλωση και παλινδρομήσεις σε προγενέστερα στάδια της ύπαρξης. Αυτό το τελευταίο θα μπορούσαμε να το πούμε και αλλιώς: Από τη στιγμή που η φυσική πορεία της libido (με την όποια δημιουργική επένδυση αυτή η πορεία συνεπάγεται) φράζεται, αναζητεί διεξόδους προς παρεκκλίνοντα κανάλια, ένα από τα οποία είναι και το ιδιαίτερα ισχυρό «ερωτικό και σεξουαλικό» κανάλι. Βέβαια η αναζήτηση αυτή δεν είναι τυχαία. Από τη στιγμή που η καταστολή έχει εσωτερικευτεί και έχει γίνει (ας το πούμε) η φιλοσοφία της ψυχής του ατόμου, η χαρά βιώνεται μέσα από την υποταγή στο νεοευρεθέν ερωτικό αντικείμενο, που λαμβάνει στον ψυχισμό του ερωτευμένου διαστάσεις κηδεμονικού χαρακτήρα, ώστε να μπορέσει αυτή η υποταγή να ολοκληρώσει το ρόλο της. Έτσι λοιπόν το ερωτικό αντικείμενο γίνεται απαιτητό, αίτημα δηλαδή ακαταμάχητο και άγιο δισκοπότηρο. Όσο μειώνεται η ενημερότητα του ατόμου πάνω στην εσωτερική του αυτή κατάσταση και όσο το ερωτικό συναίσθημα αφήνεται να δρα ανεξέλεγκτα στο χώρο του ασυνειδήτου, τόσο το άτομο εθίζεται στο αντικείμενο στο οποίο στέλνει συστηματικά τεράστια ρευστά λιμπιντικών επενδύσεων, τα οποία (αντλώντας ερεθίσματα από το περιβάλλον του ατόμου σε συνδυασμό και με τις μνήμες και τις εσωτερικές συνθήκες της παιδικής ηλικίας), διογκώνονται και κατοχυρώνουν την θέση τους με τη διαμόρφωση σχετικών αναπαραστάσεων, τις οποίες το άτομο στο μέλλον θα αδυνατεί να ξεριζώσει από μέσα του.
Η αντίδραση, ως «μηχανισμός άμυνας του εγώ», μπορεί να αποτρέψει την ενημέρωση του ατόμου και έτσι ενώ το αντικείμενο είναι ποθητό, η συμπεριφορά απέναντί του κάθε άλλο από ερωτική επιθυμία να επικοινωνεί. Αν παρ’ αυτά το άτομο καταφέρει ν’ αποκτήσει ενημερότητα των συναισθημάτων του, τότε το ερωτικό αντικείμενο αντιμετωπίζεται ως πραγματοποιημένη κατάκτηση και διεκδικείται η υποταγή του στους όρους της ύπαρξης του ερωτευμένου, είτε κατακτηθεί είτε όχι. Και ενώ «αγαπιέται» γιατί είναι «αγαθό και ωραίο», επιδιώκεται ο ευνουχισμός του και η υποβάθμισή του στο ψυχικό πλαίσιο της ζωής του εραστή. Και ο λόγος για τον οποίο αγαπήθηκε είναι ακριβώς και ο λόγος για τον οποίο μισιέται. Η ικανότητα της αυτοδιάθεσης, η σεξουαλική διαθεσιμότητα που καθιστά το ερωτικό αντικείμενο δυναμικό, ελεύθερο να επιλέγει και προσπελάσιμο από τους άλλους, στοιχεία για τα οποία γίνεται και ερωτεύσιμο, συνιστούν αυτομάτως και αίτια ζήλιας έως και φθόνου καθώς υπενθυμίζουν τη μηδαμινότητα και τη μικρότητα του εραστή. Έτσι λοιπόν αναπτύσσεται μία αμφιθυμική συμπεριφορά και μία ψυχοδυναμική, σύμφωνα με την οποία αγαπάω κάτι αλλά και ταυτόχρονα το μισώ και πασχίζω να το φέρω στα μέτρα τα δικά μου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πετυχαίνω σύγχρονα και την επιβολή σαδιστικής εξουσίας πάνω του, όπως αυτή που έχω υποστεί και ο ίδιος τόσα χρόνια στη ζωή μου. Το βέβαιο ασφαλώς είναι, ότι αν ευοδωθούν οι προσπάθειές μου, τότε το ερωτικό μου ενδιαφέρον θ’ αποσυρθεί για να παραμείνει πιθανά μίζερα μόνο το σαδιστικό. Αν όχι… τότε το ποθητό αντικείμενο θα βιώσει τη κακία μου ή και την έμμεση μοχθηρία μου μέσω της ενοχοποίησής και του στιγματισμού της διαθεσιμότητάς του, στον έξω από μένα κόσμο και θα καταγγελθεί ως πλάνο, εκμαυλιστικό και αμαρτωλό. Αυτό δύναται να μην συμβεί και γενικά όλα τα παραπάνω να περιοριστούν μόνο με τη δράση αυθεντικών (ανταγωνιστικών στα προηγούμενα) τρυφερών αισθημάτων αντλημένα κατευθείαν από την παιδική ηλικία του ερωτευμένου και την τρυφερή σύνδεσή του με τη μητέρα του. Αν έχετε δει την ταινία «Μαλένα», σταθείτε στη σκηνή όπου οι γυναίκες της τοπικής κοινωνίας, διαπομπεύουν την όμορφη μοιχαλίδα, ενώ οι άντρες που την πόθησαν και κυρίως αυτοί που κατάφεραν έστω και λίγο να την έχουν, στέκονται αδιάφοροι και απαθείς στο διασυρμό της. Δεν νομίζετε ότι κάπου στο βάθος ικανοποιούνται ζηλόφθονα και σαδιστικά αφήνοντας τα θηλυκά ανδρείκελα να διασύρουν τη σαγήνη και την ομορφιά;
Η εχθρότητα. Η βία (στις διάφορες μορφές της), όπως έχω πολλάκις υποστηρίξει, μπορεί να αποβεί σχετικά ανώδυνη έως και καταστρεπτική. Όταν χρησιμοποιείται από σπάνια έως και περιστασιακά, ή χωρίς επαρκές σύστημα ή σοβαρή ένταση και εστιασμό ή σε συνδυασμό με κάποια ποσά τρυφερότητας και αμοιβαιότητας μεταξύ των εμπλεκομένων, τότε οι επιπτώσεις της είναι περισσότερο ή λιγότερο αμβλυμμένες. Κάποιες φορές στη ζωή μας, έχουμε, ίσως και αρκετοί από μας, συναντήσει ανθρώπους για τους οποίους λέμε, «αυτός είναι αυθεντικός κακός». Αυτή η κακία βέβαια έχει διαβαθμίσεις και ασφαλώς δεν απευθύνεται πάντα σε όλους. Όταν είναι απόλυτη και καθολική τότε μιλάμε πλέον για «ψυχοπαθητικότητα», πράγμα το οποίο βρίσκεται έξω από τους στόχους ανάλυσης του παρόντος κειμένου μου.
Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές, οι άνθρωποι έχουν ενσωματώσει, ακόμη και από τη βρεφική τους ηλικία (όπως υποστηρίζουν προσωπικότητες από τον ευρύτερο ψυχοδυναμικό χώρο και κατόπιν σκέψης και εγώ) εξαιρετικά αρνητικές εντυπώσεις από την πρώιμη επαφή τους με το περιβάλλον τους, που αναφέρεται και στην ποιότητα συναλλαγής, αλλά και στην ικανοποίηση των αναγκών τους. Όσο τα άτομα αυτά αναπτύσσονται, αφενός ο τρόπος αυτός συναλλαγής με τα στενά πρόσωπα του περιβάλλοντος δεν βελτιώνεται, αφετέρου  με τη διεύρυνση του κοινωνικού κύκλου δύναται να επιδεινώσει τη θέση τους. Τι ακριβώς βέβαια σημαίνει αυτό : Πιστεύω ότι στις περιπτώσεις αυτές οι συγκεκριμένοι άνθρωποι υφίστανται ένα είδος ψυχοθεραπευτικής μεταβίβασης. Δηλαδή: Ο τρόπος με τον οποίο συσχετίζονται με τα άτομα του στενού τους περιβάλλοντος και τα συναισθήματα και οι απαιτήσεις που έχουν από αυτά, μεταβιβάζονται σε άτομα του ευρύτερου κοινωνικού κύκλου λόγω της προηγούμενης εμπειρίας και προκατάληψης. Αυτό είναι το ένα πράγμα που συμβαίνει, Το δεύτερο είναι ότι η βία δρα επισχετικά στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, επισφραγίζει την αδυναμία του πληγμένου και εγείρει τους υποκαταστασιακούς ναρκισσιστικούς μηχανισμούς. Το άτομο λοιπόν νοιώθει μίσος για τον βιαστή του (όμως για λόγους που έχω ήδη αναφέρει σε προηγούμενα κείμενα, τον αγαπά κιόλας), αλλά και λόγο της ταύτισης μαζί του και της αποστροφής για τον κακορίζικο, αηδιαστικό, ανήθικο και αδύναμο εαυτό, που ο βιαστής, αλλά και τα ίδια τα πράγματα του έχουν επικοινωνήσει (αφού κατάφερε να γίνει θύμα), νοιώθει μίσος και για τον εαυτό του. Τα δύο λοιπόν αυτά μίση θα αναζητήσουν αντικείμενα εναντίον των οποίων θα εκτοξευτούν, αφού ο προσανατολισμός τους απέναντι στο βιαστή είναι αδύνατος λόγω του ότι είναι ισχυρότερος (και πλέον αγαπητός όσο και μισητός), ενώ απέναντι στον εαυτό αντιφατικός λόγω της κυρίαρχης δράσης του ενστίκτου της ζωής.
Όταν ο άνθρωπος τιμωρείται, ειδικά για κάποιες πλευρές του εαυτού του, τότε συνήθως απωθεί τις αναφερόμενες σ’ αυτές ανάγκες. Όταν τιμωρείται γενικά χωρίς κάποια ικανοποιητική αιτιολόγηση, τότε αναπτύσσει γενική αποστροφή για τον εαυτό του (να επισημάνω εδώ ότι στις έννοιες τιμωρία και βία περιλαμβάνω κάθε πιθανή μορφή εκδήλωσής τους (σωματική, λεκτική, ψυχολογική, συναισθηματική). Σ’ αυτή λοιπόν την περίπτωση της αποστροφής προς τον εαυτό, η βία θα εκφραστεί απέναντι σε όποιον μπορεί να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως κατώτερος και να υπενθυμίσει την εσωτερική και επίφοβη αναξιότητα του ατόμου και μέσω της συνδρομής διαφόρων μηχανισμών (πέραν του μηχανισμού άμυνας της μετατόπισης που είναι το ακριβώς παραπάνω) να εξαπολυθεί προς το πρόσωπο αυτό. Αυτή μάλιστα η αυτοσιχασιά θα προκαλέσει, όπως προείπα, την έγερση υποκαταστασιακών ναρκισσιστικών μηχανισμών, που συνίστανται σε μία σταθερή προσπάθεια απόκρυψης και αποσόβησης της εσωτερικής ενοχής της αναξιότητας και σε μία τάση αυτοπροβολής του ατόμου με τρόπους που και το ίδιο αδυνατεί να αναγνωρίσει και να ελέγξει και έτσι επισφραγίζεται και κατοχυρώνεται ένα ισχυρότατο σχίσμα με τον εαυτό. Συχνά θα συναντήσετε άντρες που δείχνουν όχι απλά αποστασιοποίηση αλλά αποστροφή προς την ομοφυλοφιλία. Μπορεί να ακούσετε ότι αυτό το οποίο τους ενοχλεί δεν είναι ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός, αλλά η χυδαία θηλυπρέπειά τους. Ίσως και να σας πουν ότι μεγάλα ονόματα που ήταν ομοφυλόφιλοι δεν ήταν καθόλου θηλυπρεπείς, «χωρίς βέβαια να τους έχουν γνωρίσει». Αυτό το κάνουν απλά και μόνο για να ιδεολογικοποιήσουν και να νομιμοποιήσουν την αποστροφή τους. Αυτό που πραγματικά τους συμβαίνει, είναι ότι η υποταγή στον σαδιστή τους, καλλιέργησε στους ιδίους, μαζί με την «ασυνείδητη υποταχτική αγάπη» γι’ αυτόν, και τη σεξουαλική έλξη απέναντί του, ως έκφραση αυτού του ειδικού συναισθήματος («που άλλωστε συναντάμε συχνά στα πρωτεύοντα θηλαστικά»), και ως μοναδική πλέον πηγή άντλησης και απορρόφησης εξουσίας από τον κατεσταλμένο εαυτό, (όπως το μωρό από το στήθος της μητέρας) μέσω της εκδήλωσής της από το σαδιστή κατά τρόπο ταπεινωτικό για το θύμα, πράγμα που επισημαίνει την εξουσία του ισχυρού. Αυτή η λανθάνουσα λοιπόν ομοφυλοφιλική παρείσφρηση τους τρομάζει και μέσω του μηχανισμού της απώθησης και της αντίδρασης προσπαθούν να σιωπήσουν την εσωτερική αυτή φωνή καταγγέλλοντας την όπου γύρω τους τη συναντήσουν. Σε άλλη περίπτωση πάλι θα εκπλαγείτε όταν συναντήσετε κυρίες, οι οποίες φοβούμενες την επαίσχυντη, δηλωτική της ενοχής και της κατωτερότητας σεξουαλικότητά τους, εκφράζουν αηδία και κακία για την εκδηλούμενη σεξουαλικότητα και περαιτέρω δυνατότητα αυτοδιάθεσης άλλων γυναικών. Αυτό που φοβούνται ως μιαρό, ανήθικο, ταπεινωτικό και υποβαθμιστικό γι’ αυτές τις ίδιες και γι’ αυτό ακριβώς το απωθούν, είναι και αυτό που πιο πολύ απ’ όλα και πιο βαθιά επιθυμούν. Βασιζόμενη στα προηγούμενα θα έλεγα ότι ακόμη και οι ολοκληρωτικές φωνές των μειοψηφούντων πολιτικών κομμάτων, που κακομεταχειρίζονται τους μετανάστες, πάνω σε τέτοια ψυχικά υποστρώματα ερείδονται.
Βάση όλων όσων είπα μέχρι τώρα σχετικά με την ψευδαίσθηση της κατωτερότητας του άλλου, μπορούμε να κάνουμε κάποιες σχετικές υποθέσεις και αναγωγές στην περίπτωση της «παραλίας» που προανέφερα.. Η κυρία αυτή λοιπόν υποθέτω πως σε πρώτη φάση σκέφτηκε. «Δεν κοιτάς μ…ή τα μούτρα σου που ρίχνεις και τα μάτια σου επάνω μου? Είσαι μια σκ…α και κοιτάς επίβουλα εμένα και το παιδί μου!». Όχι δηλαδή πως το μισεί η ίδια γιατί συμπληρώνει τη φυλακή της. Αλλά με λίγη περισσότερη ειλικρίνεια θα παραδεχόταν : «Εσύ! το κατώτερο μου πλάσμα μπορείς και ζεις ελεύθερη και να φλερτάρεις και να διασκεδάζεις, ενώ εγώ είμαι εδώ εγκλωβισμένη και ο άντρας μου ούτε που γυρίζει να με κοιτάξει, ενώ ορέγεται κάτι ξεδιάντροπες σαν και ‘σένα». Δεν τον αδικώ!. Έτσι λοιπόν η πιο πάνω κυρία «μπορεί να είναι ωραία…, αλλά δεν είναι και ελεύθερη…»!
Αυτό πάνω κάτω υποθέτω ότι είναι το δρομολόγιο των βδελυρών ταυτίσεων του εαυτού και τίθεται πλέον το ερώτημα, «ποιο είναι εκείνο των εξιδανικεύσεων»; Πριν πολλά χρόνια είχα διαβάσει το βιβλίου του Βίλχελμ Ράιχ «Η δολοφονία του Χριστού». Αυτό που κάπως ανακαλώ στη μνήμη είναι ότι «καθώς περπατούσα τη πηγαία διαδρομή μέσα στον τόπο της σκέψης και του συναισθήματος του συγγραφέα, αισθάνθηκα σταδιακά σαν μία λάμπα ανάγνωσης, μαθητική, κάθετη στο σώμα μου, να λυγίζει και να στρέφεται σιγά σιγά προς τα μέσα μου και ‘γω ανήμπορη ν’ αντισταθώ άνοιξα τα χέρια μου και την άφησα να κοιτάξει, και να εισχωρήσει, όλο και περισσότερο βαθιά μέσα μου, αποκαλύπτοντας μου λίγο λίγο τα όντα της δικιάς  μου δημοσιάς. Και τότε πήρε σάρκα και οστά η σκέψη που σαν αερικό ταλαντεύονταν χρόνια στον αέρα. Ότι ο Χριστός δολοφονήθηκε για να πάψει να υπενθυμίζει την ελλειμματικότητα, την αδυναμία και την ασχήμια των υποταγμένων, των δούλων της ζωής». Αυτό λοιπόν που θέλω με το πιο πάνω να καταδείξω, είναι ότι το μίσος απέναντι στον ισχυρό και ανώτερο και σαδιστή βασανιστή, κατευθύνεται μέσω αμυντικών μηχανισμών προς άτομα που το θύμα νοιώθει ως ανώτερα από αυτόν σε κάθε τομέα ή σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα του ενδιαφέροντός του. Καθώς το άτομο νοιώθει ένα αίσθημα μειονεξίας απέναντι στον ισχυρό βασανιστή χωρίς κανένα περιθώριο αντίστασης, προσανατολίζει το συναίσθημά του αυτό εναντίον εκείνων των προσώπων που του ξυπνάνε σχετικές συναισθηματικές μνήμες και τους οποίους θα ήθελε ολοκληρωτικά να εκμηδενίσει και να λάβει πλέον τη θέση τους… αν βέβαια μπορεί!
Μ’ αυτή την τελευταία του πράξη κατοχυρώνει και οριστικά πλέον την αλλοτρίωση και την υποταγή του. Διότι αντί να πάει κόντρα στη «μοίρα» του, διαιωνίζει το φαύλο κύκλο της βίας, της ανελευθερίας και της αλλοτρίωσης. Κάθε αποτίναξη λοιπόν των προηγούμενων καθηλωτικών και περαιτέρω καταστρεπτικών δυνάμεων, εναντίον αλλότριων άσχετων προσώπων, συνεπάγεται την αποτίναξή τους από το εσωτερικό και την καμπούρα του ιδίου του ατόμου. Η αντίθετη πορεία οξύνει το ψυχικό βούλιαγμα, του οποίου η σταθερή επιδείνωσή μαζί με την πιθανή αδυναμία ανεύρεσης εξωτερικού αντικειμένου διοχέτευσης της επίθεσης, θα οδηγήσει σε επαναστροφή της επιθετικής ορμής προς τον εαυτό και σε διάλυσή του, προκειμένου να επιτευχθεί η λύτρωση. Και έτσι η φύση θα ολοκληρώσει τον κύκλο της ισορροπίας, μόνο που αυτό θα γίνει με οδυνηρές συνέπειες για το άτομο και το σχετιζόμενο με αυτό περιβάλλον του. Το «φροϋδικό ένστικτο του θανάτου», κατά τη γνώμη μου πάντα, μπορεί να ερμηνευτεί κάτω από δύο πλαίσια. Το ένα είναι η επαναστροφή της επιθετικότητας προς τον εαυτό υπό την πίεση των προηγούμενων συνθηκών. Το δεύτερο πλαίσιο που εν μέρει στηρίζεται και στο πρώτο, αναφέρεται στη συνειδητή ή και ασυνείδητη επιδίωξη του σωματικού θανάτου προκειμένου ν’ αποφευχθεί η βίωση του ψυχικού.
Τα ακριβώς παραπάνω μπορούν λοιπόν να μας δώσουν αρκετές ιδέες σχετικά με την αθλιότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς στον κοινωνικό και πολιτικό στίβο πλέον (όταν ασφαλώς είναι τέτοια) και το υποκριτικό καμουφλάρισμά της κάτω από το αθώο ένδυμα της πολιτική ιδεολογίας, τη μοχθηρία, την επιβουλή της θέσης του ισχυρού και τη φιλοδοξία της αρπαγής της και της κάρπωσης των σχετικών με αυτή προνομίων, ακόμη και αντίθετα προς προηγούμενες εξαγγελίες.
Κάθε αντίσταση λοιπόν και κάθε επανάσταση εναντίον της υποταγής στις προηγούμενες εκμηδενιστικές δυνάμεις, που στρέφονται προς στον εξωτερικό κόσμο, αυτόματα εξασφαλίζουν και τη ΣΩΤΗΡΙΑ του ιδίου του ατόμου. Η ρήση λοιπόν «αγάπα τον πλησίον ως εαυτόν», αν θελήσουμε να την αναγνώσουμε υπό αυτό το νόημα, τότε αποκτά ουσία και ενδιαφέρον αδιαφιλονίκητης αξίας και αξίζει να αποτελέσει όχι τόσο τον στόχο, αλλά κυρίως το μόνιμο «εραστή» κάθε ανθρώπινης φιλοδοξίας και στόχευσης. Επιπλέον, όπως έχω υποστηρίξει στο παρελθόν και όπως και τα ίδια τα πράγματα (που καθημερινά συναντάμε) αναδεικνύουν, είναι πάντα δυνατό να ανατρέψουμε τη μοίρα μας και μαζί της τη μοίρα του κόσμου που μας περιβάλλει και που εύχομαι να είναι μεγάλος και να εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια της ατομικής επιδερμίδας. Έτσι, κάθε αίσθημα ζήλιας που έχει μαθησιακό και αναπτυξιακό χαρακτήρα και ζωγραφίζει στον χάρτη έναν ανυψωτικό για το άτομο δρόμο, δεν είναι μόνο αποδεκτό, αλλά και περισσότερο επιθυμητό, γιατί που θα ‘μασταν αν δεν κοιτάγαμε με λαχτάρα το πέταγμα του αετού, τις περήφανες βουνοκορφές και τη δύναμη του λέοντα;
Αν θα έπρεπε λοιπόν να δώσω οδηγίες προς ναυτιλλόμενους θα έλεγα ότι ο ελεύθερος άνθρωπος αφουγκράζεται με τεντωμένα τ’ αυτιά όλες τις φωνές μέσα του εξίσου. Και τις πιο ανάξιες και τις πιο τιμητικές. Και ψηλαφεί με τα ακροδάχτυλα όλους τους εσωτερικούς σκόπελους, σαν να ψηλαφεί με τα μάτια ένα έργο τέχνης, χωρίς απώθηση, χωρίς φυγή, χωρίς αυτολογοκρισία. Δεν επιδιώκει την καταστολή ή την καταστροφή των απαξιωτικών, κατά τη γνώμη του, φωνών, αλλά δραστηριοποιεί τις δημοκρατικές λειτουργίες που άλλοτε βάζουν σε τάξη και άλλοτε δείχνουν κατανόηση και δεν ισοπεδώνουν τα πάντα σε μία τάξη, σε μία κατάσταση, σ’ αυτή δηλαδή της βίας του ολοκληρωτισμού. Πως θα μπορούσε άλλωστε κανείς να δείξει κατανόηση απέναντι σε οποιονδήποτε αν δεν μπορεί να δείξει απέναντι στον εαυτό του. Για να κραυγάζουν σημαίνει ότι κάτι έχουν ανάγκη, κάτι θέλουν. Και καθώς ανακαλύπτει και οικοδομεί αυτά που πραγματικά θέλει και όχι αυτά που του έχουν διδάξει να θέλει, δηλαδή τα σακάτικα ναρκισσιστικά και (περισσότερο ή λιγότερο) «σαδομαζοχιστικά» υποκατάστατά τους, γίνεται ευτυχής και ελάχιστα έχει πλέον να φοβηθεί, αλλά και να ζηλέψει από τους άλλους. Η δύναμη, η πληθώρα των προκυπτουσών επιλογών και η οικειότητα με τα πράγματα του κόσμου, που όλο και περισσότερο αναπτύσσει, δύνανται να καταστήσουν την πιθανά διαισθανόμενη «μηδαμινότητα του εαυτού» σε «ουσία ύπαρξης» και έτσι να σκιάσουν ακόμη και αυτόν τον ίδιο το «θάνατο». Ασφαλώς μη φανταστείτε πως η γράφουσα διαθέτει ανώτερες ή υπερφυσικές ιδιότητες, απλά αποδύεται σε αυτό τον ίδιο τον αγώνα που περιγράφει, και τον οποίο εύχεται τελικά να κερδίσει και προσκαλεί και έτερους ανθρώπους για να «μη νοιώθει μοναξιά».
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο φίλος μου ο «Σπύρος» λέει: «Τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο Ελενίτσα είναι Τσάμπα…»
Και τουλάχιστον αυτή τη φορά θα συμφωνήσω μαζί του… Εντελώς…! Και αυτός του ο λόγος, όταν καμιά φορά τον σκέφτομαι, με κάνει λίγο και να θλίβομαι…Ίσως γιατί διαισθάνομαι ότι στο διανυόμενο χρόνο που δύναμαι ν’ αντιληφθώ, δεν θ’ αποκτήσω ποτέ επαρκή επίγνωσή τους. …Γιατί μπορεί να είναι τσάμπα, αλλά είναι και πολύτιμα…
Και παρακάτω: … «Αν το σύμπαν είναι άπειρο, άπειρες θα είναι και οι επαναλήψεις του εαυτού μου. Βέβαια δεν θα είμαι ο ίδιος αφού θα απουσιάζουν οι μνήμες, αλλά είναι κι αυτό μία παρηγοριά».
Εγώ λέω να το πάω κάποια στιγμή ακόμη πιο μακριά ... Πάντως κατά πως φαίνεται, αυτή η «περί των ωραίων πραγμάτων» κουβέντα, έχει γίνει και θα ξαναγίνει πολλάκις. Και η υπόθεση αυτή, λέω εγώ τώρα, μπορεί πάντα να αναγιγνώσκεται διαφορετικά, ευρύτερα, στενότερα, κάτω από τη χωροχρονική ενότητα που διέπει τα πράγματα (όπως λένε και οι αστροφυσικοί επιστήμονες), όπως κάνει δηλαδή και η τέχνη με τις αξίες της ζωής, γι’ αυτό και είναι πάντα, ως ανθρώπινη λειτουργία, επίκαιρη. Η διαφορά που εγώ έχω με τον φίλο μου το Σπύρο, είναι ότι εκείνος επισήμανε την εξάλειψή του για να εννοήσει τη διαχρονικότητά του, ενώ εγώ απλά θεωρώ την πρώτη ανέφικτη. Αλλά και έτσι να είναι τα πράγματα, όπως τα λέει ο Σπύρος, «διόλου δεν χαλιέμαι!». «Έχω υπομονή…!».
«Κατόπιν των παραπάνω, θα πρότεινα στον όποιο ενδιαφερόμενο να στρέψει αλλού τις αναζητήσεις του για το «ωραίο κ’αγαθό», που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, αν πραγματικά θέλει να τους τιμήσει, εκτός από το να τους επικαλείται με φράσεις, που περιλαμβάνουν βελανίδια και κουκουνάρια, σε δύσκολες, εθνικές κυρίως περιστάσεις.
Επιπλέον… Αρκετοί άνθρωποι πιστεύουν ότι με το να κρύβουν τον εαυτό τους, προφυλάσσουν και την βαθύτερη ανάγνωση των κινήτρων των πράξεών τους. Θα τους συμβούλευα λοιπόν (όσοι δεν το έχουν κάνει), να αναλογιστούν περισσότερο, γύρω από τα σχετικά με την «αναλογική και ψηφιακή επικοινωνία θέματα», και να μην ξεγελιούνται…  Τα ίχνη και τα τεκμήρια που αφήνουν σωρηδόν πίσω τους είναι πολλά για έναν συνεπή και φιλοπερίεργο ντεντέκτιβ που αρέσκεται και σπεύδει να τα μαζέψει».
Μπορεί τα τρυφερά συναισθήματα του ακάματου εργάτη και εραστή της γνώσης να εγκολπώνονται δημοκρατικά κάθε ανθρώπινη φωνή και κραυγή, ακόμη και τις πιο ανάξιες κάποιες φορές, χωρίς λογοκρισία (όπως και τις δικές του τέτοιες εσωτερικές), αυτό όμως δεν του αφαιρεί το δικαίωμα να καταδεικνύει τον ολοκληρωτισμό του παραλογισμού αν όχι και της αδικίας

© 2012 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
   

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

3. ΦΟΒΟΣ, ΤΡΟΜΟΣ & ΕΝΟΧΗ



Αφιερωμένο στις δυσεύρετες τάξεις των στοχαστών του σύγχρονου πολιτικού βίου, αυτές που αγωνίζονται να σπάσουν το κέλυφος της ανυπαρξίας και το φράγμα της λήθης και να περπατήσουν ελεύθερα στην αιωνιότητα!


 «... Ήμουν κάπου έξι χρονών, στη μέση ενός αγρού. Από τη μία πλευρά εκτείνονταν ο αγρός μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου και από την άλλη μάλλον κατέληγε σε βαθύ χάσμα. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος εκτυφλωτικός και διαπεραστικός, τόσο που ήθελες να κρυφτείς για να μην σε τρυπήσει και σε διαλύσει όπως η ραδιενέργεια τα φύλλα. Φορούσα ένα όμορφο λουλουδάτο άσπρο φορεματάκι με κόκκινα λεπτεπίλεπτα λουλουδάκια, ξέρεις σαν και ‘κείνα που μ’ αρέσουν πολύ, και είχα καστανά καρέ μαλάκια. Τι άγχος Θεεέ μου!! Έτρεχα μέσα στα ψιλά στάχυα, που κάλυπταν το σώμα μου ίσαμε πάνω, χωρίς σταματημό και ο φόβος μου ήταν μην πέσω στο γκρεμό...!»
«... Ήταν απογευματάκι πια. Σουρούπωνε μάλλον. Ήμουν πίσω από τα κάγκελα σε μια στενόμακρη αυλή. Σαν κάτι παλιές αυλές που βλέπανε απευθείας στο δρόμο, σαν να μην υπήρχε πεζοδρόμιο! Το όλο οικιστικό τοπίο σου θύμιζε λίγο τη φτωχογειτονιά της παλιάς ελληνικής ταινίας. Κρυβόμουνα! Αλλά κανείς δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Ήταν όλοι τους αδύναμοι, ανήμποροι, έως και αδιάφοροι. Ένας μαύρος ερχοτάνε κατ’ επάνω μου. Ανέβηκα κάτι σκάλες, μπήκα από ‘δω, μπήκα από ‘κει, μπήκα τελικά σ’ ένα μαγαζί γεμάτο ανθρώπους, αλλά τίποτα. Με βρήκε... Και μ’ έσφαξε...»
«... Ταξίδευα με το πλοίο. Ήταν πάλι μεσημέρι, θα ‘λεγες μάλλον γύρω στις δώδεκα. Ήλιος έντονος και καυτός, αυτός που σου τυφλώνει τα μάτια και κάνει το δέρμα σου να λιώνει σαν λίπος στο τηγάνι. Αηδίαα!! Ξαφνικά, μεσοπέλαγα, στη μέση του τίποτα δηλαδή και του πουθενά ένας τεράστιος άσπρος κόκορας περνώντας από πάνω μου, με μικρή ταχύτητα και σε απόσταση μόνο λίγο μέτρων πάνω από το κεφάλι μου, εξερράγη σαν μπαλόνι! Και τότε αίματα χύθηκαν επάνω μου και στο πρόσωπό μου!...»

- Χαχαχα! Μαύρος; της είπα! Και είσαι και αριστερή!
- Τι φταίω εγώ! μου απάντησε. Η επί δεκαετίες προπαγάνδα έπιασε τόπο βλέπεις. Το συνειδητό μου μπορώ να το ελέγξω, αλλά το ασυνείδητο ...
- Ακριβώς! Το έχεις καταλάβει υποθέτω ότι είσαι απλά τρελή και ότι χρειάζεσαι ψυχίατρο. Ξέρω έναν καλό της είπα γελώντας. Λίγο τζαναμπέτης, αλλά καλός!

.......................................................

- Δεν μπορώ άλλο «Σεληνάκι» μου... Απόκαμα... Τα μαλλιά μου άσπρισαν, το σώμα μου γέρασε, τα μάτια μου βαθούλωσαν, η θλίψη μου ξεπετάγεται σε πίδακες πηχτού υγρού από μέσα τους ή βυθίζεται στα σωθικά μου πνίγοντάς μου το λαιμό. Και η καρδιά μου μαύρισε από το πέπλο της μοναξιάς που σαν βέλος μου δείχνει ολόισια την άβυσσο...
- Και ποιος φταίει γι’ αυτό;
- Το ότι δεν είμαι τραμπούκος ίσως;
- Μόνο οι τραμπούκοι πετυχαίνουν;… Τα όνειρά σου άλλα λένε...
- Είσαι μικρή ακόμη και γεμάτη θεωρίες. Ένα παιδί! Και δεν ξέρεις... Θέλω να ξεκουραστώ κι εγώ λίγο. Πίσω στην πατρίδα… Το ‘χω το δικαίωμα!
- “Fear, guilt, anxiety, key words in the vocabulary of 20th century man. How do you banish these dark images from the soul?” ...  1 Σ’ αυτή την πατρίδα θες να ξεκουραστείς;
- Τι Θες! από ‘μένα;
- Ξέρεις τι θέλω από ‘σένα… Έχω και ‘Γω! δικαιώματα πάνω σου! Ξεχνάς; Περισσότερα και από τους άλλους. Όχι μόνο οι «Γκροτέσκοι» και οι «Κοντοί». Θέλω να υποστηρίξεις την κόρη μας την «Mediocris», που αυτή τη στιγμή στέκεται μόνη της στο πεδίο της μάχης ενάντια στους «Επικυρίαρχους». Πρέπει να προσέξεις όμως γιατί οι «Γκροτέσκοι» έχουνε στήσει ψευδαισθησιακές παγίδες. Και οι ακυρωμένες τάξεις των «Κοντών»… Δεν μπορείς να βασιστείς σ’ αυτούς. Αυτοί δεν νοιάζονται για τον πόνο των άλλων... Παρά μόνο για τον εαυτό τους…
- Πνίγομαι!...
- Αν δεν μπορείς εσύ «Αμάντα» να καθυποτάξεις και να στρατολογήσεις  το «Δαίμονα»…  
 Τότε δεν μπορεί κανείς...
Εμείς δεν έχουμε την αγάπη σου;
- ...Και τι θες να κάνω;
- Ν’ ασκήσεις VETO... στην «Πατρίδα»... Όλα τ’ άλλα θα ‘ρθουν από μόνα τους...

Η «Αμάντα» μειδίασε θλιμμένα, με καληνύχτισε φιλώντας με όλο τρυφερότητα στα δύο μάγουλα και στο στόμα γεμίζοντάς το με το μέλι της θλίψης της και έφυγε μέσα στη νύχτα για να πορευτεί το «δρόμο του δικού της μαρτυρίου» ... Δεν ξέρω αν θα καταφέρει ν’ αντιμετωπίσει το πεπρωμένο της … Όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία…

___________________________________________________________________________


            Στο παραπάνω μυθοπλαστικό «καρέ», πήραμε μία ιδέα, για το πως οι εσωτερικεύσεις, που προκύπτουν από την επίδραση ανασταλτικών περιβαλλοντικών επιδράσεων, μπορούν να εντυπώσουν εικόνες που θα επιδράσουν στην εύρυθμη λειτουργία της δέσμευσης2 και κατ’ επέκταση θα υποβαθμίσουν ποσοτικά και ποιοτικά τη δυναμική2. Υπάρχουν διάφορα θεωρητικά συστήματα που επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω, τα οποία εδώ είναι ολότελα αδύνατο να αναλυθούν, ούτε καν στοιχειωδώς αν και σκοπεύω στο μέλλον να επιχειρήσω κάποια σύνδεση μεταξύ τους στο πλαίσιο κάποιας άλλης εργασίας. Μία προσωπική μου σύντομη γνώμη αναφορικά με το θέμα του τίτλου, στο ευρύτερο πλαίσιο του συστήματος που εγώ πρεσβεύω, είναι δυνατόν βέβαια να κατατεθεί.
Η ποιότητα και το είδος των ανθρωπίνων επαφών κατά τις πρώιμες κυρίως φάσεις της ζωής, συγκαταλέγονται στα πιο σημαίνοντα γεγονότα. Σ’ αυτές τις φάσεις εκκολάπτονται εκείνες οι ψυχικές δομές, που σταδιακά μέσω της έλκυσης πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου θα διαμορφώσουν τις πιο συγκεκριμένες εκδηλώσεις της ύπαρξης του καθενός μας, μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται και οι ΟΓΚΟΛΙΘΙΚΕΣ ΠΑΘΟΓΟΝΕΣ ΣΤΡΟΥΚΤΟΥΡΕΣ. Θεμελιώδης δε είναι και η συμβολή σε όλα τα παραπάνω, των στοιχείων της ιδιοσυγκρασίας. Η μετεξέλιξη των παθογόνων στρουκτούρων (αν δεν έχουν ήδη φτάσει σε οριακό σημείο) και  τελικά η κάθοδος είναι αναμενόμενες αν δεν προλάβει η θεραπεία. Η διαγενεακή μεταφορά χαρακτηριστικών δεν είναι απλή υπόθεση, ούτε απλά και (ορθότερα) μόνον προϊόν μιμητικής διαδικασίας (παρά το βαθμό συμμετοχής της) και οπωσδήποτε οι άνθρωποι σε μία οικογένεια δεν είναι «συγκοινωνούντα δοχεία», όπου μέσω της έκχυσης προσλαμβάνουν όλοι ένα παραπλήσιο περιεχόμενο. Στους χώρους της ανθρώπινης επαφής διαμεσολαβούν δηλαδή κάποιοι περισσότερο πολύπλοκοι εσωτερικοί ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ.
Υπάρχουν μορφές εξουσίας που μπορούν να ασκήσουν σοβαρή και συγκεκριμένου τύπου επίδραση σε εξαρτώμενες από αυτές οντότητες, μέσω κάποιας ειδικής μορφής βίαιης συμπεριφοράς. Μέσα σ’ αυτές τις εξουσίες συγκαταλέγεται πρωτίστως η  ΓΟΝΕΪΚΗ. Γονείς που έχουν πέσει οι ίδιοι θύματα κάποιας ειδικής μορφής βίας θα παραγάγουν και οι ίδιοι βία. Η πρώτη άμεση επίπτωση της ειδικού τύπου βίας είναι η καταστολή της πρωτογενούς δράσης της LIBIDO και δεν εννοώ το σεξ. Μιλάω ευρύτερα. Η καταστολή της libido είναι ένα είδος στείρωσης ή ευνουχισμού, πράγμα το οποίο θα εισάγει με απόλυτη σαφήνεια και κατηγορηματικότητα τη βασική παράμετρο του ευνουχισμένου ψυχισμού, την ΥΠΟΤΑΓΗ. Η υποταγή βέβαια συνιστά, όπως και η αυτεξουσιότητα, ενδιάθετο χαρακτηριστικό του ανθρώπου με προσαρμοστική λειτουργία και κάποιο ποσό και είδος υποταγής είναι επιβεβλημένο προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση και μέσα σ’ ένα ευρύτερο ψυχολογικό πλαίσιο και η μάθηση. Ο Russell μάλιστα υποστήριζε ότι εναλλακτικά όλοι ασκούν κάποια εξουσία στους άλλους, ως μία επικοινωνιακή λειτουργία και θα έλεγα «πως καλά τα λέει». Και εξακολουθώ: Για να διατηρήσει μάλιστα τον αναπτυξιακό της χαρακτήρα, η υποταγή πρέπει σταδιακά να αποσύρεται και ν’ αντικαθίσταται από την αυτεξουσιότητα και να επανενεργοποιείται σε αξιοσημείωτο ποσό, ΜΟΝΟ υπό ειδικές συνθήκες και περιστασιακά, ως αμυντική διαδικασία και εν γένει μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο διεξαγωγής μίας τακτικής μάχης και επιβίωσης.
Η υποταγή όμως με τη διαμεσολάβηση της βίας είναι αλλότριο πράγμα και δεν πρέπει να συγχέεται με τα παραπάνω. Με την υποταγή ο οργανισμός υφίσταται κάποιο είδος και ποσό φίμωσης, βασανισμού, ακρωτηριασμού και τελικά καθίζησης των αυτονομιστικών τάσεων τις libido για να εγκαθιδρυθεί έπειτα ένα ολοκληρωτικό καθεστώς ΤΡΟΜΟΥ όσον αφορά οποιαδήποτε επικείμενη στασιαστική διάθεση. Όμως το χειρότερο δεν είναι η εξωτερική επιβολή και άλλωστε ποτέ δεν ήταν. Κάτι τέτοιο δεν είναι τίποτε περισσότερο  από ένα συμπτωματικό γεγονός στη δυναμική και την πορεία της ιστορικής εξέλιξης των ανθρωπίνων πραγμάτων. Κάθε πραχτική εξαναγκασμού οφείλει να κατοχυρώσει την εξουσία της πάνω στην αναγεννητική δράση της libido, ορίζοντας ως μόνη δυνατή οδό, την πίστη σε αυτή αλλά και κάθε  ανυπακοή ως  πράξη εγερτική της ΕΝΟΧΗΣ. Η ενοχή έρχεται εδώ να συμπληρώσει και να κατοχυρώσει το έργο της τρομοκρατίας και να υποδείξει στον «υποτελή» ότι δεν διαθέτει καμία ικανότητα, καμία δεξιότητα επιλογής και κρίσης,  καμία εξουσία και καμία νομιμοποίηση στα θέλω του. Κατ’ επέκταση κάθε τάση αυτονόμησης και κριτικής τοποθέτησης στα πράγματα του κόσμου, στερείται αξίας και νομιμότητας και αναδεικνύει απλά και μόνο την αναξιότητα, τη διαφθορά και την ελλειμματικότητα του ευτελούς και αδυνάμου.
Η λαϊκή ρήση λέει, «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, το φιλάς». Και έτσι είναι. Εν τέλει, μειωμένων των αντιστάσεων λόγω της εξάντλησης, αλλά και από την βαθύτερη ανάγκη κατανόησης και αιτιολόγησης των αιτιών της επίθεσης εναντίον του, και από την ανάγκη της ανακούφισης από τα βάσανά και την αγωνία της επιβίωσης και της ανάκτησης του αυτοσεβασμού του, το άτομο ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ με την άποψη και τη ΘΕΣΗ της ενοχής για το ίδιο το άτομο, την αναξιότητα και την ανικανότητα του. Από την άλλη, ταυτίζει ΑΥΤΟ ΚΑΘΕΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ με τον ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΚΦΡΑΣΤΗ της, ο οποίος γίνεται ο υλικός ΦΟΡΕΑΣ και η επέκτασή της στον μακρόκοσμο. Έτσι καθιστά το λόγο ΤΗΣ από τη μια αλλά και τις υποδείξεις του ΦΟΡΕΑ ΤΗΣ από την άλλη (ο οποίος δρα ως το ανδρείκελο και ο εκφραστής των επιθυμιών της και είναι εξίσου υποταγμένος σε αυτήν),  ΟΔΗΓΟ της ζωής του. Συνεπώς η ενοχή γίνεται κατ’ ελάχιστον το ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ και ο ΣΥΜΒΟΥΛΑΤΟΡΑΣ του θύματος ενώ εσχάτως Ο ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ που εναγκαλίζεται και εγκολπώνεται στοργικά και επιβραβεύει το πειθήνιο τέκνο, που αρέσκεται και εξυπηρετείται από την προστατευτική δράση και τις θωπείες της, επιτείνοντας την αυτοακύρωσή του (ανατρέξτε στην έννοια μαζοχισμός / ψυχαναγκασμός). Η φροϋδική λειτουργία της ταύτισης θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να εξεταστεί και κάτω από αυτό το πλαίσιο, αν δεν το έχει ήδη κάνει κάποιος και μέσω αυτής να γίνει περισσότερο κατανοητή η επιδημιολογική / διαγενεακή εκδήλωση των ψυχικών χαρακτηριστικών, ασφαλώς όταν είναι τέτοια.
Εγώ εδώ ενδιαφέρομαι για την ενοχή ως συμβουλάτορα. Ασφαλώς για να επιβιώσει αυτή η ψυχική δομή καταναλίσκει τεράστιο ποσό ενέργειας (γιατί είναι και ανοικονόμητη, όπως το ελληνικό κράτος), την οποία όπως ίσως εύλογα φαντάζεστε ΥΠΕΞΑΙΡΕΙ από τη libido και το ισχυρό της όπλο τη θέληση. Υπό αυτές τις συνθήκες κάθε κάλεσμα της φύσης και κάθε κάλεσμα για δράση, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα προσκρούσει στην επίσχεση της απουσίας νομιμότητας και της αναξιότητας που υπαγορεύει η ενοχή. Από δω και πέρα και με την πάροδο του χρόνου, θα αξιοποιήσει (καταλλήλως της παραμετροποίησης του οργανισμού) εκείνα τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου που θα κατοχυρώσουν την εξουσία της με την δημιουργία σχετικών αναπαραστάσεων και θα δημιουργήσει (με την εκτροπή και τη συνδρομή των επενδύσεων της libido) τις βασικές και εσχάτως τη ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΔΟΜΗ της εκδήλωσής της, που αρέσκομαι ναρκισσιστικώς και λογοτεχνικώς να αποκαλώ «ΔΑΙΜΟΝΑ». Η ανάλυση όμως θα σταματήσει εδώ και θα συνοψίσω επισημαίνοντας πως μέχρις εδώ είδαμε πως δημιουργείται ένα πρωτογενές ψυχικό υπόστρωμα ΕΥΑΛΩΤΟΤΗΤΑΣ, όπου το κυριαρχικό στοιχείο είναι αυτό της ενοχής.
Στη ζωή, κάποιοι από ‘μας ίσως έχουμε συναντήσει ανθρώπους που αισθανόμαστε ότι ξεχωρίζουν. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη, εγώ εδώ θ’ αναφερθώ ειδικά σε εκείνους τους ανθρώπους, που στο πεδίο της ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ & ΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ αρκετά συχνά ξεχωρίζουν. Δεν θα εξηγήσω το γιατί συμβαίνει αυτό (αυτό είναι άλλο θέμα), απλά κάνω τη διαπίστωση. Αυτή η υπεροχή όμως δεν είναι αυτονόητη από πραγματολογικής άποψης, πράγμα το οποίο σημαίνει  ότι μπορεί να καταλήξει κυρίως θεωρητική αν δεν καλλιεργηθεί καταλλήλως και περισσότερο αν παρεμποδιστεί σοβαρά. Η καλλιέργεια του φόβου, του τρόμου και της ενοχής, είτε αυτό γίνει συνειδητά, είτε ασυνείδητα, μπορεί (σε συνδυασμό Πάντα με άλλες παραμέτρους της ζωής του ανθρώπου) να έχει από οδυνηρές έως τραγικές επιπτώσεις. Η επίσχεση των λειτουργιών του εγώ είναι σημαντική και ακόμη και αν δεν είναι ολοκληρωτική, σίγουρα θα ανακόψει σοβαρά την πορεία. Σε άλλες δε περιπτώσεις θα οδηγήσει την προσωπικότητα σε βούλιαγμα ώστε η ζωή να βιώνεται τελικά σαν «Γολγοθάς», σε τελμάτωση εξίσου και πιθανώς από κει και πέρα, με τη συνδρομή των «μηχανισμών άμυνας του εγώ», σε επικίνδυνα κανάλια μέχρι την εκμηδένιση.
            Ο φόβος και η ενοχή θέτουν ισχυρά εμπόδια στις εσωτερικές τάσεις ανάπτυξης και στα οράματα ενός ανθρώπου (στοιχεία της δέσμευσης και ανταγωνιστικά της ενοχής) και το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι μια ατέρμονη, αιώνια πάλη μεταξύ των εσωτερικών στοιχείων και των φωνών του ανθρώπου, ο οποίος αναζητάει εναγώνια τη ΛΥΤΡΩΣΗ στη ΦΥΓΗ και την ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ στις υποδείξεις και στον κόσμο της ενοχής. (Και για να κάνω εδώ μία παρένθεση, όταν η παλινδρόμηση ενταθεί, τότε αξιοποιώντας και τα επιθετικά ένστικτα προχωράει, κατόπιν της εγκατάλειψης στον φόβο, στην ΠΑΡΑΔΟΧΗ της ΗΤΤΑΣ, που συνίσταται στην αυτομόληση σε προηγούμενες καταστάσεις της ύπαρξης. Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν γίνεται απροκάλυπτα, αλλά με τη χρήση των «μηχανισμών άμυνας του εγώ» που καμουφλάρουν υποκριτικά τον φόβο με το ένδυμα της επανάστασης και της αυτονόμησης). Η ενοχή όπως προείπα επισημαίνει την αυτοαπόρριψη του ατόμου, ως προς τη νομιμότητα, την αξία και τις ικανότητές του. Ακόμη και όταν αυτός πετυχαίνει πράγματα ή κατανοεί σε βάθος άλλα, δεν πιστεύει στα μάτια του! Και κάνοντας άλλη μία παρένθεση, μη σας ξεφεύγει καθόλου το γεγονός ότι τέτοιου είδους μεθοδεύσεις υιοθετούνται, με τη συνδρομή ασφαλώς «αξιοσέβαστων» ειδικών του ψυχολογικού κλάδου, από θεσμικούς παράγοντες στον κοινωνικοπολιτικό χώρο πια, δηλαδή στο ΜΑΚΡΟΚΟΣΜΟ. Και ο νοών νοείτο!
Ένα από τα στοιχεία που μπορεί να εμπλακεί σ’ αυτή τη διαπάλη των εσωτερικών φωνών, στη συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, είναι αυτό που εγώ καλώ με κάποια τρυφερότητα «ΛΟΓΟ». Και λόγο εγώ εννοώ ό,τι εκδιπλώνει και αποκαλύπτει την αλληλουχία των πραγμάτων, τους μηχανισμούς στερέωσης της πραγματικότητας, την ορμή, τη δυναμική και την εγγενή τους τάση με τις νομοτελειακές παραμετροποιήσεις που τις διαπερνούν. Και πιστεύω ότι η υπηρέτηση της ανάδειξης του λόγου είναι ταυτόσημη με την υπηρέτηση του εαυτού, ο οποίος είναι όχι τμήμα του αλλά συμπύκνωση των αρχών και των παραμέτρων του. Και θεωρώ ότι ο λόγος φέρει μέσα του ενοποιημένα τα υγιή στοιχεία του εαυτού, που αντλούνται από το ΕΚΕΙΝΟ και το ΥΠΕΡΕΓΩ, και τα οποία συστρατεύονται με την υγιή πλευρά του ΕΓΩ. Και όσο περισσότερο αφομοιώνει και υπηρετεί το άτομο τα στοιχεία και της παραμέτρους του λόγου, τόσο περισσότερο υπηρετεί τον εαυτό του και τόσο περισσότερο ατρόμητος γίνεται εν σχέση με τους αρχέγονους / αρχετυπικούς φόβους και την χειραγώγηση και στρατολόγηση των «δαιμόνων».
Όταν αναφερόμαστε στο «Λόγο» δεν υπαινισσόμαστε τίποτε αναφορικά με τις θετικές ή αρνητικές αξίες των πραγμάτων. Ο «Λόγος», κατά τη γνώμη μου δεν έχει αξίες, αλλά απλά λειτουργίες και υπονοεί την Οργάνωση ως την ψυχή του ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ δηλαδή της ΥΠΑΡΞΗΣ. Εμείς έχουμε αξίες. Και οι ταξινομήσεις των πραγμάτων που κάνουμε αποσκοπούν στην διασφάλιση των συμφερόντων μας. Και όσο καλύτερη ανάγνωση πετυχαίνουμε των παραμέτρων του «Λόγου» τόσο ασφαλέστερες και υψηλότερης διαφοροποιητικής αξίας ταξινομήσεις πετυχαίνουμε. Και ο στόχος μας είναι να εμβαθύνουμε σε αυτή μας την ανάγνωση της οργάνωσης προκειμένου να ελέγξουμε ευρύτερα και άλλοτε ασφαλέστερα την τοποθέτηση μας στο σύστημα. Ο λόγος εξυπηρετείται και προωθείται από την ΜΕΣΟΤΗΤΑ, που ασφαλώς δεν αποσκοπεί στην παρατακτική τοποθέτηση των πραγμάτων, πράγμα το οποίο οικονομεί η μετριότητα. Ούτε απαιτεί την καταστροφή, αλλά κυρίως την περιστολή των ναρκισσιστικών ογκολίθων και τον επανασχεδιασμό μίας δομής. Όσοι ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΟΥΝΤΑΙ από την ΑΝΑΛΗΨΗ μιας τέτοιας ΕΥΘΥΝΗΣ ασφαλώς και επιλέγουν την υποταγή, τις ακραίες παλινδρομήσεις και τις άσχετες και ατελέσφορες επαναστάσεις, που έτσι και αλλιώς, υπό τις αναφερόμενες συνθήκες» είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Ο λόγος στον άνθρωπο απαιτεί θέληση και κατά συνέπεια σθένος που αντλεί κυρίως από τη «βιομηχανική μονάδα παραγωγής ενεργείας» του εαυτού που είναι η libido. Ασφαλώς και αντίθετα με τις παθογόνες δομές, όπως αυτή της ενοχής, δεν την εξαντλεί αφού η σχέση τους υποτάσσεται στο καθεστώς της ανακύκλωσης. Θα μπορούσαμε να πούμε χαριτολογώντας ότι η libido και ο Λόγος έχουν μία «ολοκληρωμένη ερωτική σχέση». Στην ουσία αυτά τα δύο στοιχεία είναι ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟ ΟΝ και μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό λαμβάνουν τη μορφή του συναισθήματος και της σκέψης, των οποίων η συσχέτιση είναι αμφίδρομη, αναδραστική και ενιαία.
Η έννοια αυτή του «Λόγου» υποθέτω θα έχει λάβει το ιδεαλιστικό ύφος της έννοιας του «Είναι» του Πλάτωνα, για τον όποιο αναγνώστη του κειμένου μου, στην οποία οι αρχαίοι έλληνες αναφερόντουσαν ανεκδοτολογικά όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν ένα πράγμα σκοτεινό και ασαφές. Αναγνωρίζω την αφαιρετικότητα της γραφής μου και θα κάνω μία προσπάθεια να την περιορίσω και να γίνω έστω και λίγο πιο συγκεκριμένη… «Μη ζητάτε όμως πολλά καθόσον πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι…»
Η συνδυασμένη χρήση των δύο παραπάνω στοιχείων αποτελεί τη σωματοφυλακή του εαυτού, που δρα ανταγωνιστικά στην ανασταλτική και εκμηδενιστική δράση της ΑΥΤΟΑΠΟΡΡΙΨΗΣ με όποιο περιεχόμενο. Η αναζήτηση δηλαδή του θετικού αυτοσυναισθήματος την οποία εξυπηρετεί η σταθερή προσπάθεια αντιμετώπισης των μύχιων φόβων, μέσω της ευγενούς «χορηγίας» της libido, μαζί με την ακάματη διερεύνηση και εμβάθυνση στα πράγματα της ζωής, δημιουργούν ένα τείχος προστασίας μέσα στο οποίο αναδημιουργείται ένας κόσμος, το οποίο η αυτόαπόρριψη δυσκολεύεται να διαπεράσει. Η κηδεμονική λειτουργία εδώ των πιο πάνω στοιχείων έχει χαρακτήρα προωθητικό (και κατά συνέπεια εκπαιδευτικό). Δεν εγκλωβίζει, δεν καταπιέζει, δεν ακυρώνει, ενώ ταυτόχρονα επεκτείνει τη δράση της μέχρι το σημείο της πλήρους ενσωμάτωσης τους στον εαυτό, οπότε αίρεται και το τείχος.
Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος λοιπόν και δη ο ντόπιος σπάνια χαίρει κάποιας πραγματικής εκτίμησης και αποδοχής από τους ίδιους τους φορείς του και οπωσδήποτε και από τους ψηφοφόρους. Ναι, καλά ακούσατε. Σας φαίνονται απροσδόκητα όλα αυτά; Θα πρότεινα… Μην ξεγελιέστε… Οι ψηφοφόροι δεν αποτελούν απόδειξη κατάρριψης του ακριβώς προηγούμενου ισχυρισμού, αφού αρκετά συχνά δεν ψηφίζουν αυτούς στους οποίους πραγματικά πιστεύουν, αλλά αυτούς οι οποίοι θεωρούν ότι πιστεύουν στους ψηφοφόρους. Και οι πολιτικοί το εκμεταλλεύονται και επιδιώκουν αυτή τη σύγχυση, ασχέτως που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Φροντίζουν οι «συμβουλάτορές» τους γι' αυτούς. Ο ψηφοφόρος λοιπόν που μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους και να φαντασιωθεί τον εαυτό του στη θέση τους έστω και ασυνείδητα είναι εξασφαλισμένος ψηφοφόρος. Οι περισσότεροι πολιτικοί δεν επιδιώκουν να κατανοηθούν γιατί τότε θα έχουν βγει χαμένοι, αφού τα εσωτερικά τους επιτεύγματα δεν ξεπερνούν τα εξωτερικά τους. Αν εξαιρέσουμε αυτούς που έχουν «κωλοκάτσει» σαδομαζοχιστικά στα άκρα φαρδαίνοντας τα «οπίσθιά» τους και αλληλοεξολοθρευόμενοι σε κάθε ευκαιρία, οι πιο πολλοί με το μονοσήμαντο πολιτικό παλαντζάρισμα τους άλλοτε στο ένα θεσμικό ή ιδεολογικό παραπέτασμα και άλλοτε στο άλλο, δεν υποδηλώνουν επί της ουσίας κάτι διαφορετικό παρά την αδυναμία τους, την ασημαντότητα τους, την απουσία αξιακού συστήματος και αντ’ αυτού τη δράση σάπιων και εκφυλιστικών δομών που φέρουν την επίφαση και το μανδύα της ΔΥΝΑΜΗΣ και της ΥΠΕΡΟΧΗΣ. Αυτά είναι τα μόνο πράγματα που μπορούν να προσφέρουν στον «κούτσαυλο» εαυτό τους ως δωροδοκία στην παραδοχή και την εκπλήρωση με κάθε συνέπεια της αναξιότητας τους. Έτσι το μόνο που συνήθως πράττουν με απόλυτη συστηματικότητα είναι να απεμπολούν τη ΔΥΝΑΜΙΚΗ της ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ για να ρουφήξουν οιωνεί «Βαμπίρ» τη ΔΥΝΑΜΗ της ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗΣ, αξιοποιώντας γι' αυτό τις όποιες ψυχολογικές υποδείξεις των «φίλτατων επικοινωνιολόγων» ώστε να αυξήσουν την εκλογική τους βάση.
Μέσα σ’ αυτό το καταλυμένο και δυσοίωνο σχετικά τοπίο, αλλά και μέσα σε κάθε δυσχερή φάση, θεωρώ ότι πάντα υπάρχουν τα διαφοροποιητικά στοιχεία, που δύνανται να δημιουργήσουν ρωγμή στην φαινομενική παντοδυναμία της σαθρότητας των πραγμάτων. Και κάθε τέτοια σύλληψη του κόσμου είναι πράξη δειλίας και υποταγής ενώ ταυτόχρονα ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Θα επανέλθω στην παλαιότερη ρήση μου … «Ένα ίσον κανένα». Κάθε λοιπόν τέτοια διαφοροποίηση, μέσα και έξω από τα πολιτικά θεσμικά πλαίσια (εγώ εδώ ενδιαφέρομαι για την εντός του πολιτικού θεσμικού πλαισίου διαφοροποιητική εκδήλωση), δεν αναφέρεται μόνο στην ουσία των διαφόρων πλευρών του περιεχομένου, στο πλαίσιο του οποίου επιδιώκεται ο επιτυχής συγκερασμός των πρωτογενών στοιχείων της ζωής, αλλά και στη μορφή, στον εκφερόμενο δηλαδή πολιτικό και ευρύτερο φιλοσοφικό λόγο, στην έμπρακτη ανάδειξη της εντιμότητας, στην έμπρακτη ταύτιση με τις αποδεχθείσες αξίες και στην απεμπόληση του ναρκισσισμού και της ακαμψίας για την εξυπηρέτηση και μόνο των βιώσιμων, κατά τις συνθήκες, εκδοχών του ΛΟΓΟΥ και έπεται και συνέχεια.
Παρ’ αυτά δεν κρύβω πως νοιώθω μία σοβαρή ανησυχία, για το κατά πόσο μια τέτοια φωνή θα αντέξει κάτω από το βάρος, όχι ασφαλώς, της εξωτερικής πίεσης, αλλά των εσωτερικών πιέσεων, τις οποίες πραγματεύτηκε αυτή μου η γραφή και οι οποίες συνοψίζονται στον τίτλο του κειμένου. Οι πιέσεις αυτές υποδεικνύουν σταθερά και με περίσσιο ζήλο την υπαναχώρηση, αν όχι την επαναστροφή, στις τάξεις των «Στοιχειωμένων». Εύχομαι, η δέσμευση στο «ΟΝΕΙΡΟ» που κάποιοι λίγοι πρεσβεύουν και ευαγγελίζονται, να λάβει το δώρο της δυναμικής που της αξίζει, ώστε να καταφέρει με τη συνδρομή της libido, εξίσου και του λόγου, ν' ασκήσει VETO στις επναστροφικές δυνάμεις του εαυτού και να στρατολογήσει στην εμπροσθοφυλακή το «Δαίμονα» ώστε τελικά να μετατρέψει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, δράση και αξία ζωής. Και επίσης εύχομαι να ενισχύσει σταδιακά όπου υπάρχει ανάγκη, τον ΑΥΤΟΣΕΒΑΣΜΟ του δεσμευμένου στις εσωτερικές αξιώσεις και ευθύνες του εαυτού και ως εκτούτου την ΑΥΤΟΑΠΟΔΟΧΗ ως το μοναδικό ΑΓΙΟ ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ που προσφέρει την ώθηση και δωρίζει το όνειρο για ένα περισσότερο αξιοσέβαστο, δίκαιο και αυτόνομο μέλλον.

«Με αυτό μου το κείμενο ολοκληρώνεται και το τρίπτυχο «ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ - ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΕΣ - ΜΕΣΟΤΗΤΕΣ». Ελπίζω περισσότερο να σας ψυχαγώγησα και λιγότερο να σας κούρασα. Σε κάθε περίπτωση, ο επικοινωνιακός χαρακτήρας της γραφής, που εξυπηρετεί τη μάθηση του ιδίου του γραφέα, την έκφραση και την άμβλυνση της ειδικού τύπου μόνωσης την οποία αντιστρατεύεται κάθε μορφή αναγνωρισμένης ή μη, μεγάλης ή μικρής τέχνης, είναι και δικός μου στόχος...
Καλή σας συνέχεια…Θα τα ξαναπούμε σύντομα…»


----------------------------------------------------
2  Για τη σχετική έννοια ανατρέξτε στο αμέσως προηγούμενο κείμενο

© 2012 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')