Στο προηγούμενό μου κείμενο προσέγγισα και επεξεργάστηκα, σε κάποιο βαθμό, την έννοια του ναρκισσισμού. Και αυτό το οποίο συμπέρανα είναι ότι ο σταδιακός διαμελισμός του «εγώ», για τον οποιοδήποτε λόγο, οδηγεί στη διαμόρφωση ναρκισσιστικών μορφωμάτων, το είδος, η ένταση και το βάθος των οποίων ποικίλλει, καθώς συναρτώνται με πλείστες παραμέτρους της ζωής του ανθρώπου. Είμαι σίγουρη ότι αν ερευνήσουμε το χώρο των σωματικών ασθενειών, θα εντοπίσουμε αντίστοιχες λειτουργίες του οργανισμού, ενώ αν επιδιώξουμε μία εικονιστική αναφορά σε αυτά, θα μιλάγαμε είτε απλά για εσωτερικούς ογκόλιθους, είτε για βαθιά χάσματα, είτε τέλος για μια άβυσσο μέσα στην οποία καταβαραθρώνονται, συνθλίβονται και διαλύονται τα πάντα. Εδώ, η εξουσιαστική πραχτική που κατευθύνεται προς τον εξωτερικό κόσμο, στην όποια της έκφραση, δεν είναι κάτι παραπάνω από μια εφηβική ανταρσία ενάντια σε έναν ανελαστικό κηδεμόνα, ένα συχνά «αδυσώπητο και έκφυλο «Υπερεγώ» που θα κουβαλάει ως εγκυμονούσα για πάντα μέσα του. Αυτός ο ανελαστικός κηδεμόνας δεν είναι άλλο τι παρά η σύνθλιψη του εαυτού, ή εξάρτηση και ο ετεροκαθορισμός του και όσο το άτομο θα χρησιμοποιεί ως μέθοδο επανάστασης και απαγκίστρωσης την εξουσιαστική πραχτική, τόσο περισσότερο θα βουλιάζει και θα συνθλίβεται εν αγνοία του κάτω από το βάρος του αδυσώπητου υπερεγώ. Θα λέγαμε λοιπόν χαρακτηριστικά ότι «η βία φέρνει βία». Η βία δηλαδή ενάντια στον εαυτό, γεννάει ένα βίαιο υπερεγώ ως αντιστάθμισμα της απώλειας. Αυτό με τη σειρά του θα εκκολάψει βίαιες (καμουφλαρισμένες ή μη) συμπεριφορές, που θα κατευθυνθούν όμως στο εξωτερικό περιβάλλον, προκειμένου αφενός να επαναστατήσει ενάντια στο υπερεγώ (όπως το παιδί ενάντια στον κηδεμόνα του) και αφετέρου να πληρώσει το κενό της απωλείας. Και όσο η επανάσταση αυτή θα διαφεύγει της προσοχής και του ελέγχου του ατόμου, τόσο περισσότερο θα εκπληρώνει τους όρους ύπαρξης και λειτουργίας του «Δημιουργού» της και θα βαθαίνει την υποταγή, αλλά και την ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΟΥ ΣΕ ΑΥΤΟΝ, διοχετεύοντας την επαναστατική του διάθεση σε αποπροσανατολιστικά κανάλια, ενώ θα έπρεπε να την στρέψει ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ και για την ακρίβεια ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΟΡΩΝ που συντηρούν και εξελίσσουν τον εκφυλισμό του.
Εάν λοιπόν η επανάσταση αυτή (λόγω εξωτερικών συνθηκών) αποτύχει, οδηγεί στη δεύτερη ψυχολογική πρακτική «τον ψυχαναγκασμό», ως τη μόνη πια δυνατή και επιθυμητή λύση, που έτσι και αλλιώς έχει προαναγγελθεί από την προηγούμενα διαπιστούμενη ανάγκη για «υποταγή στον Δημιουργό». Θυμάστε το «κακομοίρικο» ύφος του άλλοτε αγέρωχου Stross Kahn, μετά τα γεγονότα της σύλληψης και έχοντας παραδοθεί υποταχτικά στη μοίρα του, στη μοίρα του αδυνάμου; Αυτό το οποίο λοιπόν πιστεύω, είναι ότι ο ψυχαναγκασμός είναι μία πιο έκδηλη έκφραση της «μαζοχιστικής λειτουργίας» διατηρώντας όμως τώρα πια στο άλλο άκρο, ως υποκρυπτόμενο το σαδισμό. Όπως έχω ήδη προείπει, το δίπολο «σαδισμός-μαζοχισμός» θεωρώ πως ενυπάρχει ως ενιαίο σύνολο στην αυτή οντότητα. Αυτό σημαίνει (όπως έχω ήδη εξηγήσει) ότι το άτομο που κινείται στο άκρο του σαδισμού, έχει εξορισμού υποταχτεί στην αδυναμία του έχοντας εκδηλώσει έτσι μία καμουφλαρισμένη μαζοχιστική λειτουργία. Ενώ το άτομο που κινείται στο άκρο του μαζοχισμού γλύφει, φλερτάρει και χαϊδεύει την εξουσία και εποφθαλμιά την εκπορευόμενη από αυτήν ισχύ. Και υποτασσόμενο τώρα στο «αδυσώπητο και έκφυλο «Εκείνο», εκδηλώνει την επιθετικότητά του και την ανάγκη πλήρωσης του κενού της απωλείας μέσα από την ψυχαναγκαστική πράξη. Ανάλογα λοιπόν με τις περιστάσεις της ζωής και την ιδιοσυγκρασία, το άτομο δύναται να κινείται σταθερά σαν το «Gollum» από το ένα άκρο στο άλλο, σε μία ατέρμονα διαδρομή μέχρι την ολοκληρωτική εξάντληση ή τα βαθιά γεράματα. Οι σχετικοί με το χώρο, ας ανακαλέσουν και τις έννοιες του Piaget «αφομοίωση» & «συμμόρφωση» και ας κάνουν μία αναγωγή αυτών που λέω πάνω σε αυτές τις έννοιες και θα εξάγουν πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Αλλά ας αναλύσουμε καλύτερα την ψυχαναγκαστική λειτουργία.
Αυτό που εγώ εννοώ όταν αναφέρομαι στην έννοια ψυχαναγκασμός είναι εμμονές, που δεν έχουν δημιουργικό χαρακτήρα, δεν εξελίσσουν δηλαδή μία κατάσταση και κατ’ επέκταση δεν δραπετεύουν, δεν επεκτείνονται έξω από τα αυστηρά όρια του εαυτού. Η συστηματική ενασχόληση ας πούμε με μία τέχνη, ή με μία επιστήμη, ή με κοινωνικά ή άλλα πράγματα δύναται να διευρύνει τις εμπειρίες και τις γνώσεις του ανθρώπου και να διευκολύνει την κίνηση του μέσα και έξω από αυτόν. Και θα σας προέτρεπα τους πονηρούτσικους, να μην κάνετε σεξουαλικούς συνειρμούς αναφορικά με την προηγούμενη διατύπωση, αν και μην νομίζετε ότι το σεξ διαφέρει πολύ από τα ακριβώς προηγούμενα και εξ’ άλλου κάτι τέτοιο στους χώρους μας, δεν είναι καθόλου απαγορευτικό ούτε από ψυχοσυναισθηματικής άποψης ούτε από φιλοσοφικής ούτε και από σημειολογικής. Απεναντίας! Για να επανέλθουμε λοιπόν, θα λέγαμε χαρακτηριστικά ότι έτσι δημιουργείται μία συνθήκη όσμωσης και ανταλλαγής που δεν υποτάσσεται ασφαλώς στη διαστροφή των οικονομικών όρων αλλά διέπεται από την εγγενή και πρωτογενή δυναμική των πραγμάτων.
Στον ψυχαναγκασμό αυτή η δυναμική είναι κατακρεουργημένη και το άτομο έχει βουλιάξει σ’ έναν «αποξηραμένο και μονοδιάστατο εαυτό». Χωρίς ψυχή, χωρίς μυαλό, χωρίς βούληση και στόχο. Το άτομο σε αυτή τη συνθήκη, έχει «επαναστραφεί» και «καθηλωθεί» σε μία κατάσταση, που μας φέρνει στο νου «το πιο πρώιμο πλαίσιο αναγκών της ζωής του ανθρώπου», δηλαδή εκείνο το βρέφους. Εδώ η ψυχαναγκαστική πράξη γίνεται το «κέλυφος» μέσα στο οποίο το σακάτικο εγώ, αφού αποδράσει από τη ζωή, βουλιάζει και βυθίζεται μέσα του για να πραγματώσει μέσα στη φυλακή του, διαστροφικά τους όρους της ύπαρξης. Και ενώ στο βρέφος η κατάσταση της εξάρτησης είναι φυσιολογική και επιθυμητή για την επιβίωσή του, εδώ είναι υπαναχώρηση, αλλοτρίωση και εκφυλισμός. Με την ψυχαναγκαστική πράξη το ανάπηρο εγώ βρίσκει ένα καινούργιο θωρακισμένο εγώ, «που το βυζαίνει όπως το βρέφος το στήθος της μητέρας του», και μέσα στο οποίο ανακουφίζεται από τον πόνο της απώλειας, ανακτά την χαμένη ομορφιά του, την ισχύ και τη μεγαλοσύνη του και επιδεικνύει εγωιστικά τη δύναμή του. Το όλο πράγμα δηλαδή θυμίζει κάποιο είδος παραληρητικής συμπεριφοράς, που εν προκειμένω δεν δύναται να αποτελέσει στόχο της ανάλυσης.
Κατ’ αυτό λοιπόν τον τρόπο ένας «ρωμαλέος και αιμοσταγής «Καιάδας» μπορεί να μετατραπεί, εν ριπή οφθαλμού, σε ένα «φουκαριάρικο και πειθήνιο αρνάκι» όταν χάσει τα ερείσματα της εξουσίας από κάτω του και ένα «φουκαριάρικο και πειθήνιο αρνάκι» σε ένα «ρωμαλέο και αιμοσταγή «Καιάδα» όταν τα ανακτήσει. Αφού έτσι και αλλιώς αυτό που βλέπουμε να πραγματώνεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ ότι η ψυχαναγκαστική φαντασίωση που ενσωματώνει και ερείδεται στην μαζοχιστική σύνδεση με τον αρχηγό. Μία σύνδεση άλογη, άψυχη, αδιαφοροποίητη, άσκοπη, αχρονική και θανατηφόρα! Και αλήθεια, τέτοια είναι. Ότι δεν μπορεί να σταθεί όρθιο και να αναπνεύσει ελεύθερα, επαναστρέφεται και βουλιάζει σιγά σιγά, διαλυόμενο και εκλιπαρώντας, στην ανακουφιστική αγκαλιά του θανάτου της συνείδησης, σαν φρούτο σε σήψη. Αν θα έπρεπε λοιπόν να εξετάσουμε την «φροϋδική ενόρμηση του θανάτου», νομίζω πως μια τέτοια αρχή είναι περισσότερο ενδεικνυόμενη. Στο βαθμό βέβαια που θα τιθασευτεί ο ανεξέλγκτος καιάδας και θα καταφέρει να φορέσει το κοινωνικό πανωφόρι του ναρκισσισμού, θα έχει πλέον περάσει και στα «σαλόνια της νομιμότητας», όπως άλλωστε έχει συμβεί με τους ομοϊδεάτες τους εγγύτερους και τους μακρινότερους...
Βέβαια το όλο πράγμα το έχω μέχρι στιγμής προσεγγίσει κάπως αφηρημένα. Ψυχαναγκαστικές εκφράσεις, κατά τη γνώμη μου, είναι ο αποθησαυρισμός, η βουλιμία, η μοιρολατρία, μάλλον κάποιες μορφές σεξουαλικής παραφιλίας και ίσως πλείστες άλλες ανθρώπινες εκδηλώσεις που καταγράφονται και πολιτογραφούνται στο χώρο των ψυχικών διαταραχών. Βέβαια όλες αυτές οι ανθρώπινες εκδηλώσεις έχουν διαφορετικό, από άνθρωπο σε άνθρωπο, βάθος, ποιότητα και ένταση και οπωσδήποτε εδώ εγώ αναφέρομαι στις πιο έντονες μορφές, προκειμένου να φωτίσω εναργέστερα και στο πλαίσιο των δικών μου δυνατοτήτων, το όλο θέμα. Ο άνθρωπος που εγκαθίσταται εμμονικά στους χώρους της ψυχαναγκαστικής επανάληψης βιώνει έναν εθισμό και μία ανοχή σ’ αυτόν, και όσο αυτός εμμένει στις επαναλήψεις του, τόσο η ψυχαναγκαστική λειτουργία αποκτά ρίζες μέσα του, δημιουργώντας διακλαδιζόμενες αναπαραστάσεις, από τις οποίες αδυνατεί να ξεφύγει.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της μοιρολατρίας, παρ’ ότι είναι ολότελα αδύνατο να αναλυθεί εδώ με κάποια, έστω και ελάχιστη, επάρκεια. Έχω δει τη μοιρολατρία να εκφράζεται απλά ως μια συνεχή γκρίνια, για την οποία μερικές φορές φαντάζεσαι ότι δεν θα σταματήσει παρά μόνο με τη «συντέλεια του κόσμου. Άλλοτε να εκφράζεται ως προϊόν μιας αίσθησης απολυτότητας, ολοκληρωτισμού και παντοδυναμίας στα νομοτελειακά πράγματα του κόσμου και άλλοτε με τη μορφή της θυματοποίησης. Εδώ έχουμε 3 διαφορετικές εκφάνσεις του φαινομένου του συγκεκριμένου ψυχαναγκασμού και πιθανώς να υπάρχουν και άλλες. Ένας άνθρωπος δηλαδή επιλέγει να υποτάσσεται σε μία από τις πιο πάνω 3 ψυχικές νόρμες και η σύνδεση του είναι κατ’ αρχήν μαζοχιστική, αφού τροφοδοτεί το εγώ του κατά τους τρόπους που παραπάνω ανέφερα, αλλά ταυτόχρονα συνιστούν και μία επιθετική εκδήλωση αφού αυτά του τα συναισθήματα, τα εκβάλει, τα πετάει και τα φτύνει τιμωρητικά πάνω στους άλλους, όταν δεν το κάνει εναντίον του. Η ψυχαναγκαστική λειτουργία νομίζω, έχει έναν περισσότερο εσωστρεφή και δειλό χαρακτήρα, ενώ η ναρκισσιστική έναν περισσότερο εξωστρεφή, και «ιμπεριαλιστικό». Θα έλεγε κανείς ότι συνιστά, η πρώτη, την επέκταση του μικρόκοσμου στον μακρόκοσμο και συνειρμικά, εμένα τουλάχιστον, μου φέρνει στο μυαλό για άλλη μία φορά την έννοια της φρακταλικότητας.
Ακόμη και κουλτούρες ολόκληρες νομίζω πως έχουν διαμορφωθεί βάση αυτού του διπόλου. Θυμάμαι… δηλαδή δεν θυμάμαι που…. Είχα διαβάσει σε κάποιο πανεπιστημιακό σύγγραμμα, από το χώρο της φιλοσοφίας, αναφορικά με την ειδοποιό διαφορά της ελληνικής από την ανατολική φιλοσοφία: Η άποψη που εκφραζότανε κοντολογίς ήταν ότι αυτός ο πραγματιστικός και εξωστρεφής πυρήνας της ελληνικής φιλοσοφίας την εγκατέστησε περισσότερο προσπελάσιμη και προσλήψιμη από τον υπόλοιπο κόσμο, παρά την εξίσου αδιαφιλονίκητη αξία της δεύτερης. Εδώ όμως εμπλεκόμαστε και στα χωράφια του υγιούς ναρκισσισμού και κινδυνεύουμε να πέσουμε σε πλάνες.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να προσθέσω, πως έχω συναντήσει ανθρώπους που όταν οι συνθήκες τους το επιτρέπουν εκφράζουν μια ολοφάνερα αλαζονική συμπεριφορά, ενώ στην αντίθετη περίπτωση λουφάζουν και περιορίζονται στα δικά τους ψυχοπαθαλογικά στοιχεία, τα του οίκου τους. Άλλους που ο ναρκισσισμός τους δεν κατάφερε ποτέ να πάρει μια ξεκάθαρα εξωστρεφή μορφή και παραπαίει άλλοτε με το ένα πόδι στο ένα στρατόπεδο και άλλοτε στο άλλο. Έχω δει ακόμη και πολιτικές ιδεολογίες, που κατά την ταπεινή μου πάντα γνώμη, εκπορεύονται από την ψυχαναγκαστική πρακτική. Ιδεολογίες που αναζητούν βίαια και εμμονικά την επαναστροφή, τον απομονωτισμό, τη φυγή από τη δράση της διαπραγμάτευσης, και την επιστροφή σ’ ένα συρρικνωμένο εγώ, που πιπιλάει ηδονικά το δάχτυλό του καθώς εξαφανίζεται μέσα και κάτω από το βάρος «του παντός και του τίποτα».
Σε επόμενό μου κείμενο θα προσπαθήσω να μιλήσω για την έννοια της μετριότητας. Έως τότε να ‘στε καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας από τη «Σκύλλα & τη Χάρυβδη»
© 2012 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')