Ο κόσμος είναι φρακταλικός. Η σχέση στο μικρόκοσμο είναι η πηγή της σχέσης στο μακρόκοσμο. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση που το άτομο αναπτύσσει σε μακροσκοπικό επίπεδο, η σχέση του δηλαδή με Ο,ΤΙ το περιβάλλει, είναι αντανάκλαση και επέκταση της σχέσης που διαμορφώνεται στον εσωτερικό χώρο, δηλαδή μεταξύ του ατόμου με το αυτό όν. Εάν η κίνηση ανάμεσα στις επιλογές είναι προσκομματική, εάν οι επιλογές υπάγονται κυρίως σε μονοσήμαντες κοινωνικές νόρμες και στρεβλώσεις ενδογενείς ναρκισσιστικού τύπου, εάν παρουσιάζουν δυσκαμψία και έχουν ολοκληρωτικό χαρακτήρα και οπωσδήποτε, εάν δεν αποτελούν εγγενή εκδήλωση του αυτού πλάσματος, τότε το άτομο αποστασιοποιείται από την ίδια του την οντότητα. Η αποστασιοποίηση αυτή γεννάει την εχθρότητα και το φόβο, έτσι και αλλιώς, χωρίς καν κάποια άλλη ψυχοπαθολογική προσθήκη. Οτιδήποτε γίνεται ΞΕΝΟ, γίνεται ταυτόχρονα και ΕΠΙΣΦΑΛΕΣ. Εφόσον το άτομο λοιπόν δεν μπορεί να βιώσει την ενότητα μέσα του, μιας και δεν μπορεί να κινηθεί ελεύθερα μέσα στο χώρο και τα πράγματα που υπάρχουν μέσα του, εφόσον επιλέγει ογκόλιθους και σιδηρόφραχτους χώρους που εμποδίζουν την ελεύθερη διακίνηση, ως μοναδικές και αποκλειστικές πηγές σωτηρίας και ασφάλειας από τον ίδιο τον εαυτό και τις ανάγκες του, τότε λοιπόν έτσι και θα συσχετιστεί με τον έξω από αυτόν κόσμο.
Σε αυτή την περίπτωση ο θάνατος βιώνεται ως ένα γεγονός που ξεπερνάει τα όρια του εαυτού και τα όρια της ύπαρξης. Η ύπαρξη τότε ταυτίζεται μόνο με τη ζωή, ενώ νομίζω ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως μία συνεχή κλίμακα με διαβαθμίσεις στην έννοια της αλλαγής. Συχνά έχουμε νιώσει, τουλάχιστον όσοι από μας μπαίνουν σε έναν τέτοιο κόπο, τη ζωή μας να γκρεμίζεται, να αποικοδομείται, σαν μ’ ένα μόνο «κλατς» να βουλιάζει εν ριπή οφθαλμού στην άβυσσο. Όλες μας οι εσωτερικές σταθερές και τα στοιχεία που απαρτίζουν το αξιακό μας σύστημα καταβαραθρώνονται μονομιάς. Και τότε λες. «Μα τι επιτέλους έκανα τόσον καιρό … !!!» Αν καταφέρει λοιπόν κανείς να ξεπεράσει το σοκ και να ανασυγκροτηθεί (στο βαθμό βέβαια πάντα που δύναται να αποδεχθεί την εσωτερική πολυφωνία), θα διαπιστώσει ότι η εμπειρία από τον εαυτό του είναι ευρύτερη και η εικόνα του γι ‘αυτόν περισσότερο πανοραμική. Τα προϊόντα της ήττας ενσωματώθηκαν στην αυτοαντίληψη και τα όρια του εαυτού έγιναν αντιληπτά ως ευρύτερα.
Όσο περισσότερο ελεύθερα κινείται το άτομο, χωρίς δηλαδή να περιορίζεται από τους πιο πάνω περιορισμούς, τόσο περισσότερο διευρύνει την αντίληψη του περί των ορίων του εαυτού του και συνακόλουθα των πραγμάτων που τον συστήνουν, μέχρι που κάποια στιγμή, για να εκφραστούμε και λίγο ποιητικά, παύει να κοιτάζει «το κάτι», αλλά κοιτάει «τα πάντα» ... Όσο βαθύτερα και πληρέστερα αγγίζει τα πράγματα το άτομο και όσο περισσότερο αυτά χύνονται μέσα του, τόσο πιο δύσκολο είναι να τεθεί σε ανυπαρξία. Αν σημασιοδοτήσουμε λοιπόν τον θάνατο ως μία αλλαγή (γιατί όχι) στο πλαίσιο της ύπαρξης γενικά και ειδικά, στον χώρο του οποίου η υπάρχουσα αυτοσυνείδηση είναι ακόμα πιο περιορισμένη απ’ ότι σε άλλες καταστάσεις, ή έστω και κατά γενική ομολογά ανύπαρκτη, αυτό το τελευταίο δεν σημαίνει καθόλου ότι αυτόματα εξοβελίζεται και από το χώρο του εαυτού. Ο άνθρωπος λοιπόν που έχει εξοικειωθεί με τις λειτουργίες της ζωής, έχει λογικώς, αυτομάτως, απαρεγκλήτως και αυτονόητα εξοικειωθεί και με τις λειτουργίες του θανάτου ως ένα ενιαίο και αδιαχώρητο όλον. Ο θάνατος κατανοείται ως λειτουργία που απορρέει από τον ίδιο τον εαυτό, χωρίς βέβαια σε καμία περίπτωση να υπονοούμε οτιδήποτε αναφορικά με την φροϋδική «ενόρμηση του θανάτου». Αφού η ίδια η ζωή προκύπτει από την σταθερή αλλαγή πραγμάτων, θα πρέπει λοιπόν ν’ ανέχεσαι το θάνατο αν θες πραγματικά να ζήσεις, αντί του να κείτεσαι ζωντανός. Φαίνεται λοιπόν ότι «όποιος δεν μπορεί να ζήσει δεν μπορεί και να πεθάνει! ...»
© 2012 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας διώκεται ποινικώς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου