Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΣΥΝΩΜΟΤΕΙ…



(και ο αποφθεγματικός λόγος)


Η αλήθεια είναι πως ούτε η ίδια έχω ανακαλύψει κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα, στην ευρεία χρήση του αποφθεγματικού λόγου:

¨Η για ν’ ακριβολογήσω…

Εξαρτάται από το συγκείμενο. Τι σημαίνει αυτό; Πως είναι άλλο πράμα να κάνεις μία κουβέντα, παρέα μ’ ένα φίλο, η οποία «ανθίζει» σιγά σιγά, εν είδει μίας κοινής ψυχικής αποκάλυψης και εκεί κάπου ν’ ανακαλέσεις ένα στίχο από ένα ποίημα, μία ρήση από μια μυθοπλασία ή ένα φιλοσοφικό απόσταγμα και άλλο πράμα να την τυπώσεις πάνω σε μια εικόνα παρωχημένης αισθητικής και να την περιφέρεις, σαν έκθεμα, παντού.

Κάποτε καθόμουν με τον φίλο μου τον Γ. και συζητάγαμε ήσυχα και αβίαστα, γύρω από τα ζητήματα της «Δέσμευσης», η οποία συνιστά τη βάση της ψυχικής αυτοϊασης, στη δική μου ψυχολογική θεωρία (http://psychofil.blogspot.gr/2012/06/2.html).

Και με την εννοιολόγηση αυτή, υπονοείται η πρώτη και αναπόδραστη, έως και δογματικά (θα τολμήσω να πω) καθορισμένη, ηθική υποχρέωση του «Υποκειμένου», απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη. Υποχρέωση, η οποία, στο βαθμό που εκπληρώνεται, ξεδιπλώνει την υποχρέωση απέναντι στο «Αντικείμενο»…

Κάπου τότε ανακάλεσα, όχι τον ποιητή, ή τις «λέξεις» του, αλλά πιθανά αυτό που είχε νοιώσει και ο ίδιος, όταν χάραζε στο χαρτί…

«…θέλει τόλμη και αρετή η ελευθερία…»

Τρεις «άνθρωποι», τρεις οντότητες (πιο σωστά) συνομιλήσαμε εκείνη την ώρα. Το λογοτεχνικό απόσταγμα, το οποίο επικοινωνήθηκε, για να μεταβολιστεί στον ψυχικό χώρο των υποκειμένων (και με αυτό τον Τρόπο να περάσει στο συγκεκριμένο γίγνεσθαι και την ιστορία) και εγώ με τον φίλο μου τον Γ., οι οποίοι εκείνη τη στιγμή μεταφερθήκαμε ψυχονοητικά, σ’ ένα είδος «ψυχαναλυτικού μεταβατικού χώρου».

Εκείνου δηλαδή, του κοινά συγκροτούμενου (ίσως) ψυχικού χώρου, ο οποίος δημιουργείται μεταξύ αναλυτή και αναλυομένου, για να φέρει, μέσα από μία συνθήκη εξωτερικής σιγής, αλλά εσωτερικής «βουής», το ψυχολογικό του αντίτιμο -για χάρη και των δύο- στο μέλλον.

Και ας εξετάσουμε τώρα την άλλη πλευρά:

«…Όταν επιθυμείς κάτι σφόδρα, το σύμπαν συνωμοτεί, για να το αποκτήσεις…»

·        Το πρώτο πράγμα που αντιμετωπίζουμε, ως πρόβλημα, στον αποφθεγματικό λόγο είναι εκείνο της ερμηνείας:
Τι σημαίνει το παραπάνω; Δεν είναι μια εύλογη απορία; Kαι ποιος το επεξηγεί τελικά; Στην προηγούμενη επικοινωνιακή συνθήκη, το «νόημα» της ρήσης προέκυψε αβίαστα, ως ψυχικό προϊόν, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Εδώ πως και τι ακριβώς προκύπτει εννοιολογικά και βιωματικά;

Στη φροϋδική θεωρία, υφίσταται η έννοια μίας παιδικότροπης «παντοδυναμίας». Σύμφωνα με αυτή, όσο πιο περιορισμένη είναι η εσωτερική συγκρότηση του ατόμου (ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει τον κόσμο του, με εφαλτήριο και γνώμονα το σφιχτοδεμένο «εγώ» του), τόσο επεκτείνεται και κατοχυρώνεται μέσα του η ιδέα της υπαγωγής του κόσμου αυτού στην «Παντοδύναμη Διευθέτηση (τούτου), από το Εγώ Του».

Αν σκεφτούμε όλα αυτά και πολλά άλλα, τα οποία έχουν αναλυθεί σε προηγούμενο κείμενό μου (http://psychofil.blogspot.gr/2014/03/blog-post.html), μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε και το αντίθετο: Δηλαδή πως το σύμπαν τελικά δεν συνωμοτεί και για κανένα λόγο. Αφενός γιατί δεν φαίνεται ν’ ασχολείται αποκλειστικά με τις ανάγκες του καθενός μας ή κάποιου… (εκείνος προσδοκά αυτό, για χάρη του εαυτού του) και αφετέρου διότι το σύμπαν δεν είναι ένα πράμα, αλλά πολλά πράματα.

Ίσως όμως, ένας άνθρωπος που μεταφέρει έναν τέτοιο λόγο, αυτό που πραγματικά θέλει να επικοινωνήσει είναι πως η δέσμευση σ’ ένα προσωπικό, καλοδουλεμένο εσωτερικά όραμα κινητοποιεί τις εσωτερικές δυνάμεις, για να ορθώσει τις παραμέτρους της εκπλήρωσής του. Και αυτό, σαν άποψη, είναι κάτι πραγματικά ωραίο.

Βέβαια πιθανά και να συνιστά μία θρησκευτικού χαρακτήρα αλληγορία για τη λειτουργία του «Θείου», όταν κάτι συνιστά ένα ηθικοδίκαιο όραμα και αξία…

Τελικά, τι από τα παραπάνω, η ρήση αυτή πιθανά συνεπάγεται ή σημαίνει;

·             Όμως πέρα από τα προβλήματα ερμηνείας, έχουμε και άλλα να σκεφτούμε, γύρω από το θέμα αυτό:

Κάπου, μέσα σ’ όλα, η συστηματική (το τονίζω αυτό) χρήση του αποφθεγματικού λόγου αποκαλύπτει και μία ανάγκη ταύτισης με την «Αυθεντία» (όταν βέβαια έχει κατοχυρωθεί η πατρότητα του λόγου αυτού), εξίσου και την ανάγκη της ανάδειξης της Διαφορετικότητας (ως προσωπικότητα) του μεταγενέστερου εκφραστή του, η οποία μάλιστα διαφορετικότητα, ενίοτε, κοπανιέται και κατά τρόπο υπόκωφα δηκτικό, αν όχι και επιθετικό στα μούτρα του άλλου.

«… Κοίτα ποιος είμαι !! … Αυτή είναι η Αξία Μου…»

        Μέχρι που κάποιες φορές, αυτή η χρήση κατρακυλάει και σ’ ένα είδος «μαζικής υστερίας». Τους τελευταίους μήνες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρίθουν από μία λεζάντα που αναφέρεται στον αμερικανό ποιητή και συγγραφέα Henry Charles Bukowski. Οι σχετικές αναρτήσεις δε, γίνονται και από ανθρώπους, οι οποίοι. -από εκτενή συζήτηση που είχα μαζί με κάποιους από αυτούς- δεν μ’ έπεισαν για την ικανότητά τους, στην εμβάθυνση στη λογοτεχνική και συγκινησιακή γλώσσα.


Η συστηματική χρήση τέτοιων μέσων εκφοράς προσωπικού λόγου, πιστεύω πως υποσημαίνει και μία Αποφυγή της χρήσης της ελευθερίας και τη υποχρέωσης του ατόμου να δομήσει μία δική του γνώση, για να φέρει αυτή, υπεύθυνα και με θάρρος μπροστά στον έκαστο συνομιλητή του, ως έργο δικό του, απ’ το «αίμα» ή την «πεποίθηση» του μυαλού και της καρδιάς του, όποιο έργο και αν είναι αυτό και να το θέσει στη «διαπάλη» ή και απλά στο χώρο της εμπειρίας του άλλου.

…και αντ’ αυτού προτιμάται η ταύτιση μ’ ένα λόγο, ο οποίος, λόγω της ιστορικής κατοχύρωσής του, θεωρείται πως κατοικεί στο απυρόβλητο

·       Ένα τελευταίο πράγμα, το οποίο κρίνω σκόπιμο να σκεφτούμε, αναφέρεται στην Αλλοτρίωση του μηνύματος, μέσω της «μαζικοποίησής» του:

Στον ευρύτερο χώρο του εμπορίου ή της πολιτικής (κοντά είναι αυτά τα δύο) και ειδικότερα σε αυτόν της διαφήμισης, για να καταστήσεις μία ρηξικέλευθη ιδέα, μια νέα ιδέα ή απλά μία καλή ιδέα, από ακίνδυνη, έως και πολιτικά και εμπορικά «αξιοποιήσιμη», είναι αφενός να την συμπεριλάβεις στην πολιτική σου εκστρατεία και αφετέρου να την εντάξεις στη «διαφήμιση…». Κάνοντας χρήση της μαζικότητας της διασποράς και της ολοκληρωτικής δεοντολογίας, που διέπει τους χώρους αυτούς. Όλοι δε, γνωρίζουμε πως ο χώρος της διαφήμισης έχει ως ακραιφνή και μοναδικό στόχο να προωθήσει, για λόγους οικονομικής απόδοσης, ένα προϊόν.

…όπως λένε, λόγου χάρη, κάποιοι «έξυπνοι», για να πουλήσουν την «πρέζα» τους… keep walking

Κάποτε, ο φίλος μου ο Σπύρος μού είχε πει, «Τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο, Ελενίτσα, είναι τσάμπα». Εγώ καταλάβαινα, γιατί το είπε αυτό... Όμως που να ‘ξερε τώρα αυτός (εδώ πιο κάτω που βρίσκεται ;-) ) ότι ένα από τα πιο φασιστικά και δημοφιλή κανάλια της ελληνικής τηλεόρασης, κάνοντας μία μικρή μετατροπή θα ισχυρίζονταν πως τα «τα πιο ωραία πράγματα στον κόσμο, δεν είναι πράγματα».

Ασφαλώς, ο οποιοσδήποτε μπορεί να υποστηρίξει πως η χρήση της λεζάντας και του αποφθέγματος από τον καθένα μας, δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα και οπωσδήποτε όχι εμπορικό. Όμως εδώ θ’ ανακαλέσω ένα ακόμη πράμα του φίλου μου του Σπύρου.

«…Ελενίτσα ! …όλοι κάτι πουλάμε…»

Όμως πέρα από αυτό, εκείνο το οποίο εγώ πιστεύω, είναι πως η εκλαΐκευση της γνώσης, έξω από κάποια πλαίσια θεμιτά, συνεισφέρει σε όλα, τα ακριβώς παραπάνω περιγραφέντα. Ή ακριβέστερα… Η γνώση είναι καλό να εκλαϊκεύεται, για να γίνεται περισσότερο προσιτή, στους μη ειδήμονες και αυτό ισχύει για όλους μας. Αφού οι περισσότεροι σύνηθα διαθέτουμε πολύ εξειδικευμένη ειδημοσύνη, πάνω σ’έναν τομέα, όταν τη διαθέτουμε και αυτή ασφαλώς... Αυτή η εκλαΐκευση μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω τριβή μ’ ένα χώρο του επιστητού, από κάποιον προηγούμενα ανυποψίαστο και τούτο είναι ένα πλούτισμα της γνώση. Όμως αυτό είναι διάφορο, από τα προηγούμενα… 

Προσωπικώς, κρίνω σκόπιμο να διαβάζουμε βιβλία και αν θέλουμε να παρακινήσουμε κάποιον στο να πράξει το ίδιο, μπορούμε να παραθέσουμε μία περίληψη, με σχόλια δικά μας, ή δυνατόν…

«…καλλιεργώντας έναν (ει)δικό, ελεύθερο και δροσερό λόγο…»

Καλό σας απόγευμα :-)

© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Ο ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ

(Η βασανιστική αμφιθυμία του εραστή & το προμηθεϊκό μαρτύριο του δεσμώτη)

Πριν ξεκινήσουμε στην ανάλυσή μας, να κάνουμε κάποιες περιορισμένες, εισαγωγικές διευκρινίσεις:

Η σαδομαζοχιστική λειτουργία, στην οποία αναφέρεται συχνά η ψυχαναλυτική θεωρία, δεν συνιστά υποχρεωτικά μία πράξη σωματικού βασανισμού. Κυρίως βασανίζουμε και βασανιζόμαστε ψυχικά. Έχουμε λοιπόν τον ηθικό και το σεξουαλικό σαδομαζοχισμό.

Βέβαια, το γεγονός πως όλοι μας, κάποιες φορές, τείνουμε να γινόμαστε περισσότερο εξουσιαστικοί ή υποταχτικοί (με διάφορους τρόπους), κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας ανησυχεί ή να μας τρομάζει, αφού (όπως παραδέχονται ψυχαναλυτές και ψυχολόγοι γενικότερα) σημασία έχει η ποιότητα, η ποσότητα και η εμμονή (συστηματικότητα), που χαρακτηρίζει κάτι, ώστε αυτό να θεωρηθεί δυνητικά πρόβλημα.

Μία δεύτερη διευκρίνιση αφορά στην έννοια της “προσκόλλησης”:

Η προσκόλληση (ή θεωρία του δεσμού) στηρίζεται στις ψυχαναλυτικές θεωρίες περί “αντικειμενότροπων σχέσεων” και αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το παιδί (στη βρεφική ηλικία) συνδέεται με το/α πιο κοντινό/ά πρόσωπο/α του περιβάλλοντός του.

Η “αμφίθυμη” προσκόλληση, με το πρόσωπο που φροντίζει άμεσα το παιδί, σημαίνει πως το παιδί, αφ’ ενός επιθυμεί αυτό το πρόσωπο και αφετέρου το αποφεύγει. Θεωρείται πως το είδος της προσκόλλησης μπορεί να συνδεθεί κατοπινά, με τον τρόπο που συσχετιζόμαστε ερωτικά με τους συντρόφους μας, αν και αυτό φαίνεται ν’ αφορά κυρίως τους άρρενες.

 Και εδώ τελειώνουμε με τις διευκρινίσεις μας.

Συχνά, κυρίως κάποιες γυναίκες, αισθάνονται πως έχουν εγκλωβιστεί σε σχέσεις με συντρόφους, οι οποίοι δείχνουν μία αμφιθυμία απέναντί τους (σαν να τις επιθυμούν, αλλά και να τις απορρίπτουν ποικιλοτρόπως) και αδυνατούν να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Τις πιο πολλές φορές αισθάνονται πως τις κατηγορούν για διάφορα, ακατανόητα ή και παράλογα ζητήματα, πράγμα το οποίο αναδείχνει μία ιδιοτροπία, μία ιδιαιτερότητα και μία δυστροπία του συντρόφου τους.

Ενώ άλλοτε νοιώθουν πως οι σύντροφοι τους περιβάλλουν τη μεταξύ τους σχέση, με μία μυστικιστική ασάφεια, για το ατελέσφορο αυτής, του τύπου “δεν μπορείς να με καταλάβεις”, “σε θέλω, αλλά δεν μπορώ να είμαι μαζί σου...”, με αποτέλεσμα να τις παγιδεύουν σε μία αδιέξοδη αναζήτηση του τι σημαίνουν όλα αυτά και να τις ενοχοποιούν. Ταυτόχρονα δε, αρνούνται ν’ απομακρυνθούν από κοντά τους οριστικά, με το αιτιολογικό ενός “ακαταμάχητου”, γι’ αυτούς, έρωτα.

Αυτό έχει ως συνέπεια να εγκλωβιστούν δύο άνθρωποι σε μία βασανιστική σχέση, χωρίς να μπορούν να δουν κάποιο φως εξέλιξης σ’ αυτήν.

 Η αλήθεια είναι πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα “Σαμποτάρισμα” της σχέσης, επειδή ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν αισθάνεται (κατά τρόπο ασυνείδητο ασφαλώς) πως…

 …“Μπορεί Ν’ Ανταποκριθεί Στις Απαιτήσεις Μιας Ερωτικής Σχέσης Γενικότερα”…

Γιατί; Η απάντηση, επ’ αυτού, ανάγεται στον ιστορικό ντετερμινισμό της ζωής του ανθρώπου αυτού και εδώ δεν θα προβούμε σε ειδικές αναλύσεις και ερμηνείες, που χρήζουν κάποιας εξατομικευμένης προσέγγισης, παρά μόνο σε κάποιες γενικές διαπιστώσεις.

Να σημειώσω επιπλέον πως οι ψυχοπαθολογικές διαστάσεις αυτής της έκφανσης μπορεί να είναι περισσότερες. Σίγουρα θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για “υστερία” (η οποία θεωρώ πως δύναται να γίνει και μεταδοτική, ανάλογα με το ψυχικό (νευρωτικό) υπόβαθρο κάποιου) ή για “ναρκισσιστική διαταραχή”, αλλά κάποια φαινόμενα της προβληματικής συμπεριφοράς, θα μπορούσαν να ενταχθούν σε περισσότερες διαγνωστικές κατηγορίες. Αυτό όμως, για την ώρα, δεν μας αφορά.

 Και συνεχίζω:

Υποπτεύομαι λοιπόν πως οι άνθρωποι αυτοί -όταν δεν καταλήξουν να συμβιβαστούν με την πιο πεζή πλευρά της πραγματικότητας- τις περισσότερες φορές καταλήγουν με κάποιον σύντροφο, που ελάχιστα ανταποκρίνεται στα ιδεώδη που προηγούμενα προέβαλλαν, ενώ άλλοτε τελεύουν το βίο τους ανέλπιδα και μοναχικά. Ασφαλώς, δεν ισχυρίζομαι πως η μοναξιά συνιστά κάτι υποχρεωτικά φευκτέο. Εξαρτάται απ’ το αν προκύπτει από επιλογή ή από κάποιου τύπου“εξαναγκασμό”...

Παραπάνω ισχυρίστηκα πως δεν δύνανται ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες μιας σχέσης γενικότερα και αυτό το “γενικότερα” χρήζει πραγματικής προσοχής. Μάλιστα δε, συνιστά και λογικό συνεπαγόμενο. Δηλαδή, το πρόβλημα δεν είναι η/ο συγκεκριμένη/ος ερωτική/ός σύντροφος, αφού αν κάποιος άνθρωπος δεν μας κάνει, μπορούμε αξιοποιώντας την ελευθερία μας να εγκαταλείψουμε. Όμως εμμένουμε βασανιστικά (και για τους δύο) σ’ αυτήν.

 Αυτό το αίσθημα της ανεπάρκειας για το οποίο μίλησα παραπάνω είναι σχετικό με την ανάγκη να “Περιβληθώ” από μία άχρονη, ασύνορη “μητέρα”. Η έννοια της μητέρας εδώ αφορά στην ιδιότητά της και όχι στο πρόσωπο που φέρει αυτό το ρόλο. Είναι δηλαδή ανεξάρτητη φύλου. Και αυτή η παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθόσον θα μας διευκολύνει στις όποιες ερμηνείες μας, όταν η ουσία του μητρικού ρόλου προέρχεται από το ανδρικό φύλλο, ενώ η πατρική υπόσταση (ατσάλινη, άκαμπτη και αποστασιοποιητική) προερχόμενη ακόμη και από το γυναικείο φύλο, προκαλεί ελλείμματα και ακόμη περισσότερο την ανέγερση σκληροπυρηνικών και εχθρικών ψυχικών δομών, στο παιδί.

Για να εξακολουθήσουμε, θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καταφέρει, κατά τη βρεφική του ανάπτυξη, να διαχωρίσει τον εαυτό του από το πρόσωπο που είχε λάβει το ρόλο της μητέρας και πως περαιτέρω “συγχωνεύθηκε” καθ’ υπερβολή μαζί του, κατά τρόπο ψυχονοητικό ασφαλώς.

Πάνω σ’ αυτό το πρωταρχικό στρώμα, δομήθηκε περαιτέρω ο ψυχισμός του. Δηλαδή: Στα κατοπινά στάδια της ζωής του, όχι μόνο δεν ανέπτυξε κάποια επάρκεια στην ψυχική του αυτονόμηση, με αποτέλεσμα να συναντάει σταθερά προσκόμματα σε διάφορους τομείς της ζωής -από τον επαγγελματικό, μέχρι και τον διαπροσωπικό και διαφυλικό χώρο- αλλά απεναντίας επιβαρύνθηκε μ’ ένα μολυσματικό ψυχικό υλικό, σ' αυτόν του τον πρωτογενή συσχετισμό. Το γεγονός ασφαλώς ότι πολλοί άνθρωποι απ’ αυτούς καταφέρνουν τελικά να αντεπεξέρχονται σε πλείστες ανάγκες της καθημερινότητας, τούτο οφείλεται στις πιεστικές κοινωνικές συνθήκες και άλλους παράγοντες επανορθωτικούς και αντισταθμιστικούς της προηγούμενης εξέλιξης.

Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν πάντα αναζητάει (νευρωτικά) μία ιδανική συνθήκη, για να ζήσει μέσα της, μία “περιβάλλουσα μάνα”, μία “βολική φυγή” σ’ αυτή τη μάνα. Αν έρθει πολύ κοντά με το ερωτικό αντικείμενο, τότε η “Πραγματικότητα” των ανθρωπίνων σχέσεων αποκαλύπτεται σ’ όλο της το μεγαλείο και η…

... “Φαντασίωση” της περιβάλλουσας μάνας καταρρέει”…

Από μία άποψη, ο άνθρωπος αυτός σαμποτάρει τις σχέσεις του, με κάθε τρόπο, για να μπορεί να ζει για Πάντα μέσα στην ασυνείδητη φαντασίωσή του. Κατά δεύτερο λόγο, ποτέ δεν αισθάνεται ικανοποιημένος με κάποιον (λόγο της λειτουργίας αυτής της φαντασίωσης), νοιώθει θυμό και τιμωρεί τον άνθρωπο που δεν είναι “Ιδανικός” γι’ αυτόν. Και όχι μόνο... Σ’ όλα τούτα θα στρατολογηθεί ο “ατελέσφορος πατέρας”, που θα έρθει να επιδεινώσει, για να μην πω ν’ αποτελειώσει την προηγούμενη "αντιξοότητα"...

Κάποιες φορές τον νοιώθουμε να εκδικείται μνησίκακα και σαδιστικά και να κλωτσάει, όπως ακριβώς κάνει το πεντάχρονο, όταν η μαμά του (έξω από τη λειτουργία της παιδικής φαντασίωσής του, ως πραγματική μητέρα πια) δεν του κάνει το χατίρι. Άλλοτε να μειώνει το σύντροφό του, να τον κρίνει ακατάλληλο, να τον απορρίπτει και να τον λογοκρίνει σε κάθε του κίνηση ή κουβέντα και τέλος να τον τρομοκρατεί μη τυχόν και ξεφύγει απ’ το “καβούκι” του, αλλά και επειδή βιώνει και ο ίδιος την ύπαρξή του, ως περιορισμένη και ελλειμματική και δεν ανέχεται το αυτεξούσιο και τη διαθεσιμότητα του συντρόφου του.

Ακόμη και η ζήλια, όταν εκδηλώνεται, λειτουργεί ως προσπάθεια καθυπόταξης του συντρόφου, στο πλαίσιο των αποκλειστικά δικών του αναγκών, ώστε να τις εξυπηρετεί στην αιωνιότητα. Σαν να του λέει...

“...Θα υπάρχεις, σ’ αυτόν τον Κόσμο και για Πάντα, Μόνο για ‘Μένα. Είμαι το Μονάκριβο Παιδί σου, ο Στόχος και ο Λόγος της ύπαρξής σου...”

 ή εναλλακτικά...

“...Μην διανοηθείς να Υπάρξεις ποτέ Μακριά, ποτέ Μπροστά από ‘μένα... (Γιατί εγώ, διαλύομαι χωρίς εσένα... ή πίσω από ‘σένα...)”

 Και όταν δεν μπορεί να πειθαναγκάσει με τις ακριβώς προηγούμενες πραχτικές, συμπεριφέρεται “ψυχαναγκαστικά”. Τι σημαίνει αυτό; Πως περνάει στην αντίθετη λειτουργία, αυτή της καταθλιπτικής συμπεριφοράς εκδηλώνοντας ακόμη και ψυχοσωματικά συμπτώματα, για να εξασφαλίσει δύο πράγματα εναλλακτικά:

Το ένα είναι να βασανίζει τον σύντροφο του και να διεκδικεί για τον εαυτό του το ρόλο του “Ευαίσθητου και κατατρεγμένου Πάσχοντος”. Έτσι επιτυγχάνει επιπλέον να τον φέρνει πίσω -όταν εκείνος δείχνει (κάποτε) διάθεση φυγής ή αυτονόμησης- ώστε να εξακολουθήσει να περιστρέφεται γύρω του, ως “δορυφόρος”, αιωνίως.

 Όμως, πέρα από αυτό, η μαζοχιστική συμπεριφορά, μέσα από την καταθλιπτική και κάποιες φορές αυτοκαταστροφική διάθεση, λειτουργεί σαν “συναγερμός”, στην περίπτωση που αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο, η σχέση να εξελιχτεί.

Ασφαλώς αυτός ο συναγερμός κρούεται κατά τρόπο ασυνείδητο και καταλήγει στο να την υποσκάψει. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, ο άνθρωπος αυτός βιώνει έντονα συμπτώματα γενικευμένης θλίψης (στην οποία προσδίδει και έναν τόνο υπαρξιακής απόγνωσης) έως και σωματικούς πόνους, λαμβάνοντας εν τέλει το ρόλο και τα οφέλη του πάσχοντος ασθενούς. Όλα αυτά υποδαυλίζουν την εύρυθμη λειτουργία και την εξέλιξη της σχέσης και καθιστούν τον ψυχαναγκαστικό αυτόν άνθρωπο, ισοβίως, ένα ανήμπορο “παιδί”.

Το ποια συμπεριφορά ακριβώς θα καταλήξει ο εκάστοτε άνθρωπος να υιοθετήσει, εξαρτάται από τις συνθήκες, οι οποίες, στη διάρκεια της ανάπτυξής του, έχουν δομήσει τον ψυχισμό του, αλλά και από τους ειδικότερους τρόπους αντίδρασης και ανταπόκρισης του συντρόφου του.

Όμως εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς : Γιατί ένας άνθρωπος ή μια γυναίκα (πιο συχνά υποθέτω) να δέχεται να υπάρχει μέσα σε μία τέτοια σχέση. Και εδώ έρχεται να μπει (περιγραφικά, όχι ντετερμινιστικά) η έννοια της “ασυμμετρίας”. Τι σημαίνει αυτό; Πως τελικά τέτοιες συμπεριφορές δεν έχουν γίνει μόνο επιτρεπτές, αλλά κυρίως...

... “Επιδιωκόμενες”...

Αυτό μπορεί να μας φαίνεται, εκ πρώτης όψης, παράξενο, αλλά προσωπικά βρίσκω την απάντηση αυτή τελείως λογική, αν σκεφτούμε πως κανένα από τα δύο μέλη του ερωτικού διπόλου δεν μπορεί να επιβάλει την παρουσία του μέσα σε αυτό. Διαθέτουμε δε κάθε ελευθερία να αποχωρήσουμε από μία κατάσταση τοξική.

Σύνηθα διαπιστώνουμε πως οι σχέσεις των γυναικών, που έχουν περιέλθει σε τέτοια αδιέξοδα, με τον άνθρωπο που είχε, στη ζωή τους, τον πατρικό γονεϊκό ρόλο, υπήρξαν αρκετά προβληματικές.

Ασφαλώς, ένα καθεστώς ενοχής και τρόμου έχει ήδη εγκαθιδρυθεί (έχω μιλήσει για το ζήτημα αυτό σε προηγούμενο άρθρο, υπό τον τίτλο “Φόβος, Τρόμος και Ενοχή”) και εν τοιαύτη περιπτώσει η μητρική συμβολή είναι αδιαφιλονίκητη και “συγκλονιστική”.

 Ένα πρώτο πράγμα λοιπόν που συναντάει κάποιος στις προβληματικές αυτές σχέσεις είναι μία “μεταβίβαση” -από τη μεριά των γυναικών- στις ερωτικές τους σχέσεις, του τρόπου, με τον οποίο “συνομιλούσαν” με τον πατέρα τους.

Κάποιοι πατεράδες λειτουργούν αποστασιοποιημένα, απόμακρα, απορριπτικά και μάλλον δεσποτικά, μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο, θυμίζοντάς μας τον “πρωτόγονο Φροϊδικό πατέρα” (μπορούμε να ανατρέξουμε στο βιβλίο του “Τοτέμ και Ταμπού”), ο οποίος απαιτεί, όλα του τα τέκνα να βρίσκονται κάτω από την σκέπη, την κηδεμονία και την ακραιφνή υποταγή στην εξουσία του.

Κάποια κορίτσια, που για διάφορους λόγους (...) έχουν αναπτύξει μία “αντιδραστικότητα”, αδυνατούν να επικοινωνήσουν μαζί του, μέσω ενός βαθύτερου, λογικού και συναισθηματικού “λόγου”, ώστε να λάβουν την απαραίτητη υποστήριξη απ’ αυτόν και να εδραιώσουν έτσι μέσα τους μία στέρεη και συνεκτική ψυχική δομή, αλλά και μία υγιέστερη σχέση με τη μητέρα.

Αντίθετα, όχι μόνο βιώνουν (εσωτερικά) την απουσία του (πράγμα που τις καθιστά συχνά ευάλωτες σε διάφορες καταχρήσεις), ταυτόχρονα δε αναπτύσσουν μία αντιπαλότητα στη σχέση τους μαζί του. Αυτό έχει ως συνέπεια να υφίστανται την οργή του και περαιτέρω μία καθίζηση, κάτω από το τρομακτικό βάρος της αυταρχικότητάς του, να επιθυμεί δηλαδή (όπως είπαμε και προηγουμένως) τους πάντες και τα πάντα να πράττουν και να λειτουργούν, κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του.

Αυτός λοιπόν ο τρόπος συσχετισμού με τον πατέρα, μεταφέρεται στις διαφυλικές σχέσεις, ώστε να αναζητούνται τα αντίστοιχα ερωτικά αντικείμενα, τα οποία θα επαναλάβουν το σχετικό ρόλο. Ισχυρά ερωτικά αντικείμενα, έναντι ανίσχυρου υποκειμένου.

Η “αέναη επαναληπτικότητα” της ατελέσφορης συναλλαγής και ανταλλαγής πυρών με τον πατέρα, με τη σχετική (μεταξύ τους) απόσταση επιδιώκεται πλέον, κατά τρόπο “καταναγκαστικό” και στις διάφορες πλευρές της ερωτικής ζωής. Κατά κάποιον τρόπο, το άτομο αυτό επιζητά να παραμένει σε ουσιαστική ψυχική απόσταση από τον ερωτικό σύντροφο. Γι’ αυτό και έλκεται από τους δήθεν “ισχυρούς”, οι οποίοι γεμίζουν υποκαταστασιακά, στον ψυχικό χώρο, μία εσωτερική έλλειψη αναπαριστώντας δε και μία ρηχή φαντασίωση. Και επιζητά τον περιστασιακό “βασανισμό” -και ανάλογα των γεγονότων- από αυτόν. Και ανταλλάσσοντας πυρά, καθ’ εξακολούθηση, επικοινωνεί μαζί του και διαχειρίζεται τα, μεταξύ αυτών, “σημαίνοντα” της ζωής τους.

Εδώ τίθεται ένα γιατί:

Διότι δεν υφίσταται μέσα του άλλη εικόνα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος, δεν νοείται άλλη κατανόηση πραγμάτων και άλλη σύλληψη “χαράς” για τη ζωή... Και έτσι ο πόνος γίνεται εθισμός... και όχι μόνο.... αλλά και εκφόρτιση όλου αυτού του ενεργούντος ψυχικού υλικού, που έχει, με τα χρόνια, συσσωρευτεί στην ψυχή. Αλλά η επιδίωξη του πόνου επικοινωνεί και κάτι άλλο ακόμη… πιθανά και πιο σημαντικό...
 
“...Το ασυνείδητο προμηθεϊκό “Αίτημα”, για απαλλαγή από το μαρτύριο και την εσωτερική συμφορά, που απευθύνεται δυστυχώς και ατελέσφορα, κάθε φορά και κατ’ επανάληψη, στον εκάστοτε εραστή, που πάσχει όμως και ο ίδιος (κατά τα προλεχθέντα) από τα δικά του τα δεινά... Σαν ν' αποζητιέται η σωτηρία από το μαρτύριο, από έναν σύντροφο, λυτρωτή, που θ' ανταποκριθεί σθεναρά στο αίτημα ”
 …και ακριβώς εκεί έρχεται ο ψυχαναλυτής, πάνω στον οποίο θα καθρεφτιστεί το αίτημα και ανάλογα με τη μαεστρία του, θα ανοιγούν οι δρόμοι της λύτρωσης, για την ψυχή…

Τούτη λοιπόν η στείρα επαναληπτικότητα, που εξυπηρετείται από την μηχανιστική και “απυρόβλητη” (δια τούτο και ακαταμάχητη) προβλεψιμότητα και αδράνεια των πραγμάτων, εμπεριέχει μέσα της και αυτή επίσης (όπως και παραπάνω) μία εθιστική και ναρκισσιστική “φυγή” από το “πραγματικό”, καθόσον το άτομο μαθαίνει να συγκροτεί την αυτοαξία, την ταυτότητα και τον αυτοπροσδιορισμό του, στο πλαίσιο της συμπλοκής και της ανταλλαγής εξουσίας, με τον όποιο εμπλεκόμενο. Σαν μία μονοσήμαντη αυτοερωτική μανία, του τύπου “φορτίζω - εκφορτίζω” στο διηνεκές :

Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεπώς, το ερωτικό αντικείμενο καταλήγει να βιώνεται ως επιθυμητό, μόνο όταν φέρει, απέναντι στο υποκείμενο την “επίφαση” του “ισχυρού”, την οποία συνεπάγεται η αρνητικότητα, ο “σαδισμός” και η συναισθηματική και επικοινωνιακή αποστασιοποίηση του από την (τον) ενδιαφερομένη(ο). Τούτο γίνεται, συνακόλουθα, το πλαίσιο μέσα στο οποίο το υποκείμενο “υποστασιοποιείται”, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί σε ανικανότητα να “συνομιλήσει ερωτικά” με όποιον υποψήφιο εραστή, ο οποίος λειτουργεί έξω από το βασανιστικό αυτό πλαίσιο της κατ’ επίφαση αρρενωπότητας και της ατέρμονης ανταλλαγής “εχθρότητας” και πυρών.

“Εραστές” που είναι ευγενικοί, τρυφεροί, χωρίς υπερβολές, εξιδανικεύσεις, ακραίες εξάρσεις και συναισθήματα, θεωρούνται μαλθακοί και μη ελκυστικοί, αν όχι και απωθητικοί. Περαιτέρω, η επικοινωνία μαζί τους καθίσταται δυσχερέστατη, έως αδύνατη, καθόσον οι γυναίκες που έχουν περιέλθει σε τέτοια αδιέξοδα, όχι μόνο δρουν απορριπτικά, αλλά ταυτόχρονα δεν γνωρίζουν πως να συναλλάσσονται και τελικά να χτίζουν, σιγά σιγά, βαθύτερες ψυχονοητικά σχέσεις, μέσα σε πλαίσια υγιή και πραγματιστικά, ενώ αντίθετα αναζητούν τον “ιδανικό έρωτα” με “ρωμαλέους” και γεμάτους “πάθος” εραστές.

Αυτό που θα ήθελα τέλος να σημειώσω είναι πως είναι δυνατόν να έχουμε πολλοί άνθρωποι τέτοιες εμπειρίες, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όμως αντεπεξερχόμαστε σταδιακά, προσθέτοντας στην αυτεπίγνωση και την ενημερότητα για τον εαυτό μας. Και αυτό είναι πραγματικά θαυμάσιο πράγμα, καθώς ανακηρύσσει τη δυναμικότητα της ύπαρξης, εξίσου και τη “Δυνατότητα” μας να “Αναπρογραμματίζουμε” τον εαυτό μας -ξεπερνώντας τον ιστορικό ντετερμινισμό της ζωής μας- και να την ορίζουμε σύμφωνα με την Ελεύθερη Επιλογή και Βούλησή Μας.

Πάντα δε, θα υποστηρίζω πως το να επιθυμούμε να λειτουργούμε σε πλαίσια ιδανικά, είναι φιλοσοφικώς ανυπόστατο και ασφαλώς Ευτυχία, που δεν συμβαίνει, καθώς ο δυναμισμός της ζωής και επομένως η δυνατότητα αλλαγής εξασφαλίζει ένα είδος αθανασίας για μας, εξίσου και την αδιάπαυστη λειτουργία του κόσμου.

Το τι είναι δε, “καλό” και τι “κακό” εξαρτάται από το τι θέλουμε και τι αποζητούμε, για τη μοίρα μας, από τη ζωή μας και δεν συνιστά μία εγγενή ιδιότητα ή μία “εσωτερική ηθική λειτουργία” των πραγμάτων. Γι’ αυτό λοιπόν δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί ή να μας πτοεί το γεγονός πως παροδικά υποπίπτουμε σε τέλματα, αδιέξοδα ή άλλα δεινά.

Στο βαθμό που “ανακαλύπτουμε” και δομούμε το θάρρος να κοιτάξουμε βαθιά και αγέρωχα, μέσα στα εσώτερά μας και ν’ αποτινάξουμε κάποια ναρκισσιστικά μας μοτίβα και αρχικά να τα ελέγξουμε, θέτοντας ένα περισσότερο μακρόπνοο όραμα, για χάρη του Εαυτού Μας, τότε θα επιτυγχάνουμε πάντα την ψυχική μας ανέλιξη και μία ακόμη κατάκτηση στο απειρόκαλο και ασύνορο πεδίο μιας “ειδικής ευτυχίας”.

 Όπως λέει δε και ο Κώστας Βάρναλης, ο ποιητής της εργατιάς (ας κάνουμε εδώ μία αναγωγή), στο ποίημα του “Η Καμπάνα”, από την ποιητική του σύνθεση “Σκλάβοι Πολιορκημένοι”:

Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη
πιωμένη αφιόνι!
Αν είναι ο λάκκος σου
πολύ βαθής,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς!

Την αγάπη μου ! J

© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')