Όλοι όσοι προσπαθούμε να
εντρυφήσουμε πάνω στα ζητήματα της ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας, στηριζόμαστε
σε κάποιες θεωρίες και θεωρητικές κατασκευές, που δεν παύουνε ποτέ να είναι
γενικές, αφαιρετικές. Αυτό σημαίνει πως αφενός δεν γίνονται εύκολα επεξεργάσιμες
ειδικότερες, αλλά ευρύτατες και σημαντικές περιοχές γνώσης, οι οποίες ερείδονται
και εξελίσσονται από τις θεωρίες αυτές, αφετέρου και συνακόλουθα πως δεν αντιμετωπίζεται ο
τρόπος με τον οποίο αυτές οι περιοχές (ή «αναπτύξεις»
θα έλεγα) δομούν την «αφήγηση»
ενός συγκεκριμένου προσώπου.
Αυτές οι ατομικές «αφηγήσεις» μπορούν
να γίνουν αντικείμενο συστηματικής επεξεργασίας, όχι θεωρητικά αλλά μέσα σε μία αναλυτική πράξη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν διαπερνούν το διαπροσωπικό χώρο, όπου μετατρέπονται σε μορφές συχνά αμοιβαίας κατάθεσης εμπειριών. Το
ζήτημα αυτό της αναλυτικής διερεύνησης μπορεί εμμέσως να μας διδάξει κάτι
το οποίο είχε μάλλον επισημάνει και ο Erich Fromm, όταν αντιστεκόταν στην άποψη του Freud πως η
κοινωνία έχει ως μονοδιάστατο ρόλο να δρα επισχετικά στην εκδήλωση ή την
έκφραση των ενορμητικών αναγκών.
Αυτή η αντίσταση του Fromm
φαίνεται να συνηγορεί με τη δική μου άποψη, πως μέσα στο περιβάλλον διαμορφώνονται καινούργια νοήματα, πάνω σε
νοήματα που έχουν πρωταρχικά δομηθεί
(όχι βέβαια απλά ή απλοϊκά), από τα διαμειβόμενα μεταξύ βρέφους και
φροντιστικών προσώπων, και πως ένα πρόσωπο, στα κατοπινά χρόνια της ζωής του, δεν
κάνει ευθεία αναφορά στις ψυχικές του καταβολές, σε αυτά δηλαδή τα βρεφικά
διαμειβόμενα. Αυτά συνιστούν κυρίως το υπόβαθρο,
πάνω στο οποίο οι ψυχικές διαδικασίες (με ό,τι συνεπάγονται εξελικτικά
αυτές) θα εκδιπλωθούν, και παράλληλα μία δεξαμενή με ψυχικό υλικό, το οποίο περνάει στην κυκλοφορία, εμπλουτίζοντας τα νοήματα
που δομούνται, στα επόμενα χρόνια της ζωής.
Αυτή η «δεξαμενή» άντλησης
«νοημάτων» τίθεται περισσότερο κατηγορηματικά και άκαμπτα, όταν το
φροντιστικό περιβάλλον παραμένει μονοσήμαντο (ίσως εξίσου παθολογικό) και αναλλοίωτο, έχοντας δηλαδή συντηρήσει εμβόλιμες, στείρες, μη μεταβολίσιμες κανονικότητες, στα μακρά χρόνια της
διαμόρφωσης των μοτίβων του ψυχισμού ενός ανθρώπου. Μέσα σε αυτή δηλαδή τη χρονικότητα εξελίσσονται οι σκληροπυρηνικές ή σε ακραίες περιπτώσεις, οι ψυχοπαθολογικές εκφάνσεις της προσωπικότητας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, αυτό που μας
ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι ο τρόπος
με τον οποίο αντιδρά ένα βρέφος στα δικά του εισερχόμενα (διαφορετικός από τον
τρόπο ενός άλλου) και τα νοήματα
που αποδίδονται σε αυτά τα εισερχόμενα..., νοήματα συνυφασμένα με διαφορετικά συναισθήματα ή άλλες ασύνειδες ψυχικές αναπαραστάσεις, που βασίζονται στη φαντασίωση, την ικανότητα της μητρικής ονειροπώλησης, σε προβλητικούς ή άλλους αμυντικούς μηχανισμούς.
Αυτή η διασυνδετική δόμηση νοημάτων, μαζί με ό,τι άλλο την αφορά ή τη συνοδεύει, εξελίσσεται σταδιακά, μέσα σε ένα οικογενειακό
συγκείμενο, όπου έχουν εκκολαφθεί διαφορετικές (από ένα άλλο)
νοοτροπίες, ψυχικές αποκρίσεις και πλαισιώσεις των θεμάτων της ζωής.
Παρ’ ότι διατηρώ αποστάσεις από τη
φροϋδική αναπτυξιακή θεωρία, θα
θέσω ένα σχετικό παράδειγμα, που αφορά στις διαφορετικές εκφάνσεις, αλλά και τα διαφορετικά νοήματα και μοτίβα στοματικότητας:
Σε κάποιες περιπτώσεις (λ.χ.), η στοματικότητα είναι πιθανό να εκδηλωθεί μέσα από λεκτικές συμπεριφορές ή άλλες λεκτικές διαπροσωπικές διευθετήσεις που παραλαμβάνουν (μετουσιώνουν) τις λιβιδινικές (με την ευρεία έννοια!) ανάγκες, οι οποίες σχετίζονται με τις βρεφικές στοματικές διευθετήσεις που ενεπλέκουν τη λειτουργία και την επικοινωνιακότητα! του φροντιστικού προσώπου. Αυτές οι λεκτικές εκροές και διευθετήσεις μπορούν να αποτελέσουν ένα κυρίαρχο (και ακίνδυνο) κανάλι παραλαβής και ικανοποίησης των λιβιδινικών αναγκών (νοούμενες πάντα με την ευρεία έννοια τους), εάν το φροντιστικό πρόσωπο έχει υπάρξει συναισθηματικά «παγωμένο» -κατά την πλέον πρώιμη φάση ανάπτυξης του βρέφους- ώστε να έχει προξενήσει μία σχετική ψυχική απόσυρση (και πάγωμα...), σε αυτό, και υποθετικά;... τη σήμανση «συναγερμών...», σε θεμελιώδεις συναισθηματικές απόπειρες προσέγγισης από άλλα πρόσωπα.
Σε άλλη περίπτωση, το φροντιστικό πρόσωπο, λόγω ενός πρωτόγονου, παλινδρομικού τύπου ναρκισσιμού(;), ενδέχεται να έχει ικανοποιήσει τις ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες του βρέφους καταχρηστικώς και βολικά! μέσω της στοματικής οδού, σε βαθμό που να έχει προκαλέσει απόλυτη σύγχυση μεταξύ σωματικού και ψυχικού βιώματος, κατ’ επέκταση τη δημιουργία στοματικών συμπεριφοριστικών μοτίβων εκδραμάτισης «παθών...».
Σε κάποιες περιπτώσεις (λ.χ.), η στοματικότητα είναι πιθανό να εκδηλωθεί μέσα από λεκτικές συμπεριφορές ή άλλες λεκτικές διαπροσωπικές διευθετήσεις που παραλαμβάνουν (μετουσιώνουν) τις λιβιδινικές (με την ευρεία έννοια!) ανάγκες, οι οποίες σχετίζονται με τις βρεφικές στοματικές διευθετήσεις που ενεπλέκουν τη λειτουργία και την επικοινωνιακότητα! του φροντιστικού προσώπου. Αυτές οι λεκτικές εκροές και διευθετήσεις μπορούν να αποτελέσουν ένα κυρίαρχο (και ακίνδυνο) κανάλι παραλαβής και ικανοποίησης των λιβιδινικών αναγκών (νοούμενες πάντα με την ευρεία έννοια τους), εάν το φροντιστικό πρόσωπο έχει υπάρξει συναισθηματικά «παγωμένο» -κατά την πλέον πρώιμη φάση ανάπτυξης του βρέφους- ώστε να έχει προξενήσει μία σχετική ψυχική απόσυρση (και πάγωμα...), σε αυτό, και υποθετικά;... τη σήμανση «συναγερμών...», σε θεμελιώδεις συναισθηματικές απόπειρες προσέγγισης από άλλα πρόσωπα.
Σε άλλη περίπτωση, το φροντιστικό πρόσωπο, λόγω ενός πρωτόγονου, παλινδρομικού τύπου ναρκισσιμού(;), ενδέχεται να έχει ικανοποιήσει τις ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες του βρέφους καταχρηστικώς και βολικά! μέσω της στοματικής οδού, σε βαθμό που να έχει προκαλέσει απόλυτη σύγχυση μεταξύ σωματικού και ψυχικού βιώματος, κατ’ επέκταση τη δημιουργία στοματικών συμπεριφοριστικών μοτίβων εκδραμάτισης «παθών...».
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο,
γιατί η κουβέντα ξεμακραίνει πια απαιτώντας μεγάλη ποσότητα μελάνης, αλλά θα
καταλήξω πως δύο πρόσωπα θα φτάσουν στα διαφορετικά μοτίβα
στοματικότητας (με διαφορετικές αναγκαστικά ασυνείδητες συνδηλώσεις), από διαφορετικές οδούς αλληλεπίδρασης, με τα φροντιστικά
πρόσωπα, και οικογενειακές χρονικότητες και ασφαλώς λόγω των ιδιαιτεροτήτων των ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών, παρά την πιθανότητα της κοινότητας μίας ιδιοσυγκρασιακής βάσης.
Τα παραπάνω συνεπάγονται αφενός
πως το φροντιστικό πρόσωπο θα μπει στον διυποκειμενικό χώρο της ανάπτυξης στοματικών καθηλώσεων που δεν εξελίσσονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλα τα βρέφη, αφετέρου πως κάθε βρέφος παραλαμβάνει και αποδίδει με τρόπο διαφορετικό τα
σχετικά «εισερχόμενα». Τούτο σημαίνει πως κάθε βρέφος θα δρομολογήσει πρωταρχικά ένα
δικό του ασύνειδο «νόημα», επενδεδυμένο
από δικά του συναισθήματα και φαντασιώσεις,
(που μπορεί να περάσει σταδιακά στην τάξη του συμβολικού, δηλαδή να γίνει γλωσσικά εμπράγματο, καθώς αυτό εξελίσσεται) το οποίο θα εκκολάψει σταδιακά την ενόρμηση...
...να κάνει... ή να μην κάνει κάτι!...
και τούτο το δικό και ειδικό πράγμα (και οι αναπτύξεις του) είναι πλέον αυτό που ενδιαφέρει και όχι μία θεωρία γενική
και τούτο το δικό και ειδικό πράγμα (και οι αναπτύξεις του) είναι πλέον αυτό που ενδιαφέρει και όχι μία θεωρία γενική
Αυτά τα ατομικά νοήματα, με όλες τις συναισθηματικές ή άλλες ασυνείδητες συνδηλώσεις τους, δημιουργούν μία αλυσίδα (θα
μπορούσαμε να πούμε) σημαινόντων ή εκκολαπτόμενων επιπέδων νοημάτων, τα οποία μπορούν να ενταχθούν σε μία
διαδικασία διερεύνησης (που
δεν μπορεί να περιοριστεί στις γνωστικές πλευρές της ύπαρξης, αλλά
προϋποτίθεται η σταδιακή ανάπτυξη της εναισθησίας), ώστε να απαρτιωθεί,
μέσα από τα επιμέρους, ένα ατομικό αφήγημα,
που δεν θα περιορίζεται σαφώς στις περιγραφές των εξωτερικών πραγμάτων, αλλά
θα περνάει στα παραπάνω εσωτερικά «συμβάντα...»,
...εκείνα που θα συντηρήσουν (σε πρώτη φάση!) τα εξωτερικά,
συμπεριφοριστικά μοτίβα της ζωής...
©
2017 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')