[Πριν κάποιο χρονικό διάστημα δέχθηκα πρόσκληση..., από γνωστό σ’ εμένα
πρόσωπο, να παρακολουθήσω τις διαλέξεις του, γύρω από ζητήματα που ελάχιστα η
ίδια έχω επεξεργαστεί και ομολογουμένως κάποια στιγμή αισθάνθηκα εξάντληση και δυσφόρησα...
«...τι ακριβώς ζητάς και γιατί με κατέβασες μέχρις εδώ;...»
Το ερώτημα βέβαια δεν ήταν ολότελα αληθινό, αλλά το συνεπακόλουθο μίας
αγωνίας -που προξενήθηκε από διάφορες αμφιβολίες, για τα κίνητρα- η οποία εντάθηκε
σοβαρά από την έλλειψη ταύτισης με το επιστημονικό συγκείμενο και την ομάδα
ενδιαφέροντος. Αυτή η αγωνία επεκτάθηκε σε μία κρίση ταυτότητας, αφού είχε
προηγηθεί μία κρίση της επιστημονικής ταυτότητας, η οποία δεν ήταν πλέον
παρούσα, ώστε να δημιουργήσει ένα άλλοθι της παρουσίας στο χώρο αυτό.
Αυτή η άρρητη καταγγελία έγινε παραληπτέα, βρήκε σχετική ανταπόκριση
και έτυχε κάποιας επεξεργασίας. Ακόμη καλύτερα, ακολούθησε μία επαναλαμβανόμενη
καθησυχαστική βλεμματική επαφή και μία σταθερή παραλαβή των αναγκών που είχαν
να κάνουν με τη διευθέτηση του οικολογικού περιβάλλοντος, κατ’ επέκταση των ψυχοφυσικών
αναγκών, διαδικασίες που παραπέμπουν σε εξελικτικές, αλλά και ψυχαναλυτικές
θεωρίες, για το «κράτημα», τη μητρική δηλαδή ανταποκριτικότητα ή απλά το
συντονισμό και τη φροντιστικότητα του εγγύτερου προσώπου.
Όλες αυτές οι λειτουργίες και διευθετήσεις εκπηγάζουν μεταβιβαστικά από
τις βρεφικές αλληλεπιδράσεις, με τα φροντιστικά πρόσωπα. Ακόμη και όταν οι
τελευταίες δεν κρίνονται ικανοποιητικές, για τις διαφυλικές διαρρυθμίσεις, φαίνεται
πως, ως ένα έστω βαθμό, έχουν αποτελέσει ρυθμιστές των ανθρωπίνων σχέσεων, όχι κατ’
ανάγκη μέσω μίας πρόδηλης τρυφερότητας και εκδήλωσης χαδιών, για τα οποία το
υπόβαθρο έκφρασής τους ίσως να είναι περισσότερο πολύπλοκο, ενώ ενδέχεται (σε
κάποιες περιπτώσεις) να συνδέεται με κάποιο ή με κάποια είδη φόβου...
Αυτό που εγώ προτείνω δηλαδή είναι πως δεν θα μου φαινόταν εφικτή μία
τέτοια ενσυναισθητική ανταπόκριση, εάν το πρόσωπο αυτό δεν είχε τύχει, σε
κάποιο βαθμό, σχετικής φροντίδας και πως η έκφραση περισσότερο οικείων
συναισθημάτων, όταν αυτή δε συνηγορεί με βαθύτερες ή πλουσιότερες ανάγκες του προσώπου αυτού,
ενδέχεται να προσκρούει σε θέματα που δεν περιλαμβάνουν μόνο τα προηγούμενα
βρεφικά - μητρικά διαμειβόμενα, χωρίς όμως πραγματικά να μπορεί κάποιος (πέραν του ενδιαφερομένου) να μιλήσει, γι' αυτά.
Σε άλλη τώρα περίπτωση, μία διαφορετική «πρόσκληση» -η οποία έγινε
εξίσου πιθανά αντιληπτή, ως τέτοια, λόγω της επιθυμίας παραλαβής «αυτής»-
δημιούργησε μία αίσθηση ενός λανθάνοντος αιτήματος, για ψυχοσυναισθηματική
πλαισίωση του ομιλητή. Παρά το γεγονός πως η εν λόγω «πρόσκληση/αίτημα» θα
μπορούσε (εάν είχε υπάρξει πραγματική) ν’ αναπαριστά ενδεχομένως μία σύνδεση και
ένα αίτημα προς τα φροντιστικά πρόσωπα, δεν θα εξαντλούνταν διόλου σε αυτά,
καθόσον έχει ήδη ταξιδέψει, μέσα στην ατομική ιστορία ενός προσώπου (το οποιο δεν «φύτρωσε», ούτε ζει στο πουθενά) για να εμπλουτίσει
τα νοήματά του, αλλά και το ψυχικό υπόβαθρο, από το οποίο εκπηγάζει. Το
εξίσου όμως σημαντικό εδώ εντοπίζεται στην ετοιμότητα του δεύτερου
προσώπου να παραλάβει μία «πρόσκληση» -η οποία όμως ενδέχεται να μην έχει
ποτέ «αποσταλεί»- λόγω της επιθυμίας του να πλαισιώσει τρυφερά το πρόσωπο
αυτό.
Βλέπουμε λοιπόν πως τα αιτήματα, οι «προσκλήσεις...» και οι
διαφορετικές πλαισιώσεις ξεπετάγονται ξαφνικά..., εκεί όπου οι «αρμόδιοι(;)» έχουν
επιθυμία να τα παραλάβουν...]
--------
Μιλώντας περισσότερο γενικά
πλέον, έχω καταλήξει πως τα μεταβιβαστικά φαινόμενα πρέπει να είναι σχετικώς
πολύπλοκα. Ας θέσουμε ένα παράδειγμα:
Υπάρχουν γυναίκες που έχουν ζήσει
σε οικογενειακά περιβάλλοντα, όπου το πρόσωπο που έφερε τον πατρικό ρόλο υπήρξε
αρκετά περιορισμένο, στο λόγο, το δυναμικό ή την ψυχοσυναισθηματική του
λειτουργία (όσο μπορούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε, σε τι συνίσταται ο
ρόλος αυτός, από τη στιγμή που κάποια ανδρογυνία (όπως έχουν υποστηρίξει
διάφοροι ψυχολόγοι και συμφώνησα κι εγώ μαζί τους) αποτελεί καλύτερη εξέλιξη
στη γονεϊκή ανατροφή...).
Στις περιπτώσεις δε που ο
«πατέρας» έχει εξελίξει συντονικά παρανοϊκά στοιχεία, εκδηλώνοντας σχετική
-στα διαγνωστικά εργαλεία- διαταραχή προσωπικότητας, ο πατρικός ρόλος και λόγος
εκβάλει, μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, όχι μόνο ανυπόστατος, αλλά
και απροσπέλαστος (λόγω της απόσυρσης του πατέρα). Αυτό σημαίνει πως ο
πατέρας περισσότερο «φημολογείται» απειλητικός, από τη μητέρα (για να βολεύει
συμφεροντολογικά τις δικές της καταβροχθιστικές ανάγκες, που δεν
γνωρίζουν ένα τέρμα...), ή διεκπεραιώνεται, για να καταλήξει να διεκδικήσει την
αμάσητη και πρωτόγονη υποταγή των θυγατέρων, εξελίσσοντας όμως περαιτέρω τα
γονεϊκά μοτίβα της έλλειψης ορίων, πράγμα που ενδέχεται να βασανίσει
ανυπόφορα τα νευρωσικά, τα δύσκολα (ιδιοσυγκρασιακά) παιδιά μίας
οικογενείας, τα οποία θ’ αναζητήσουν τις «δεξαμενές» εκδραματίσεων των παθών
τους.
Και όμως οι γυναίκες αυτές
έλκονται από ένα είδος μαρτυρικής, αλλά παράλληλα εξιδανικευτικής αρρενωπότητας
και αναρωτιέται κανείς, που, στα κομμάτια, το έμαθαν αυτό. Πολύ απλά, το χώρο
που άφησε κάποιος κενό, είτε από αδυναμία, είτε λόγω ψυχοπαθολογίας ή εξαιτίας
κάποιας άλλης ολιγωρίας, τον σφετερίστηκε λαίμαργα ο άλλος. Έτσι, αυτό που εκδραματίζουν
(που ψάχνουν) κυρίως οι γυναίκες αυτές, στις ερωτικές αναζητήσεις τους, αφενός
(και δυστυχώς) αφορά στο επαναλαμβανόμενο, προμηθεϊκό μαρτύριο της
απόπειρας προσέγγισης ενός απρόσιτου εραστή/γονέα που τελικά θα «ενδώσει...»
θεραπεύοντας... το τραύμα του ακυρωτικού και απροσπέλαστου πατέρα... Αφετέρου εκδραματίζουν
(δηλαδή συναντούν και βρίσκουν) τον τρόμο και την καταβροχθιστικότητα που
βίωσαν στη σχέση τους με το εγγύτερο φροντιστικό (μητρικό) πρόσωπο, που στο
πρόσωπο άλλων ανδρών μεταφράζεται ως ασύνειδη «τρομακτική(;)», μάλλον απειλητική
και αδυσώπητη (αλλά επιθυμητή) αρρενωπότητα.
Η σεξουαλικότητα και κυρίως η «ερωτροπικότητα» των κοριτσιών αυτών παράγει
μία ασύνειδη αμυντική εξιδανίκευση -δηλαδή έρωτες χωρίς «εμπράγματο»
αντικείμενο- πίσω από την οποία κρύβεται αφενός ο απροσπέλαστος πατέρας, αφετέρου
(λόγω θυματοποίησης (σύνδρομο της
Στοκχόλμης), ως αντιδραστική άμυνα επιβίωσης) η καταβροχθιστική, «τρομακτική»
μητέρα, προκειμένου να γίνει επεξεργάσιμος και χειρίσιμος ο τρόμος που εκείνη προκαλεί.
Όλο αυτό το πλέγμα «αιτημάτων και σημασιών» δημιουργεί μία εσωτερική συνθήκη,
που όπως έχω ήδη υποθέσει, «θα
ταξιδέψει μέσα στην ατομική ιστορία της ενδιαφερομένης», για να
εμπλουτίσει, μέσα στα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, τα
(ατομικά) συμπτώματα και να διαμορφώσει, εκ νέου, τα αιτήματα που θα
μεταβιβαστούν στους ετεροφυλόφιλους συντρόφους ή εραστές.
Κάπου εδώ ερχόμαστε να
αναρωτηθούμε: Είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι καταδικασμένοι σε επαναλαμβανόμενες,
ατελέσφορες αναζητήσεις σχέσεων, όπου μεταβιβάζονται, ατέρμονα, βασανιστικά
μοτίβα οικογενειακών διασυνδέσεων, χωρίς ευκαιρίες επίτευξης μίας Ρεαλιστικής Αγάπης; Ποια είναι η
ισχύ όλων αυτών των μοτίβων, αν λάβουμε υπόψη πως οι γονεϊκοί ρόλοι (όταν δεν
επιτελούνται εγκληματικά και διαστροφικά) δεν εκβάλουν μονοδιάστατα, ούτε κατά τρόπο κατηγορηματικό
και απόλυτο, πολύ περισσότερο, όταν οι απόγονοι φιλτράρουν τις ανάγκες τους,
μέσα από ανθρώπινες σχέσεις που επουλώνουν, αναπλαισιώνοντας μέχρις ενός
σημείου τα τραύματα;
Μέσα από τέτοιους συλλογισμούς (εξελίξεις)
και σχετικά βιώματα, έφτασα στην κατάληξη πως οι εξελίξεις προέρχονται από τη
δημιουργική αξιοποίηση του ελλείμματος. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει πως τα
οικογενειακά περιβάλλοντα συχνά είναι ή γίνονται, εν δυνάμει, εχθρικά (λόγω της
μεταβίβασης διαγενεακών σφαλμάτων), έως και αδυσώπητα εχθρικά. Παρ’ όλα αυτά,
πάντοτε βρίσκονται πρόσωπα περισσότερο ή λιγότερο «κατάλληλα...» (για τον καθένα) που
«πλαισιώνουν» άλλα πρόσωπα (κάνοντας όλοι τις μεταβιβάσεις τους, χωρίς την
οποία η επικοινωνία και η επιβίωση θα ήταν αδύνατη), γιατί οι ανάγκες..., είναι
ιδιαίτερα κοινές...
Καληνύχτα σας
© 2017 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
© 2017 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου