Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

ΤΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΗΣ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑΣ


Πολλοί αμφισβητούν την ικανότητα άλλων να αναθρέψουνε παιδιά. Εγώ θα έλεγα πως ακόμα και οι λύκοι και οι πίθηκοι τα έχουν καταφέρει καλύτερα από τους ετεροφυλόφιλους ή πιο σωστά από τα ετερόφυλα ζευγάρια, εάν λάβουμε υπόψη πως τα τέκνα των τελευταίων έχουν μετατρέψει τον πλανήτη σε μία ανείπωτη δυστυχία, όπου η δουλεία και ο φόνος έχουν λάβει μυθικές διαστάσεις, ενώ έχουν όμως χάσει το μυθικό τους εκτόπισμα έχοντας ενσωματωθεί στις γνωσιοαισθητικές οδούς και τον ψυχικό μεταβολικό μηχανισμό του ανθρώπου.

Λίγες μέρες πριν έτυχε να διαβάσω το κείμενο της ανάρτησης ενός επαγγελματία γύρω από το ζήτημα της υιοθεσίας τέκνων από ομόφυλα ζευγάρια. Πέρα από τα σοβαρά αισθητικά προβλήματα του κειμένου αυτού και την απουσία έγκυρου γνωσιολογικού υποβάθρου (όταν κάποιος μιλάει επικαλούμενος εμμέσως πλην σαφώς την επαγγελματική του ιδιότητα και όχι ως απλός στοχαστής), κυριαρχούσε μία υπεραπλούστευση, όπου κοντολογίς το αίτημα αυτό καταγγέλλονταν ως μόδα της εποχής. Φαίνεται πως το ενδεχόμενο να αυξηθεί άμεσα ο πληθυσμός που είναι ικανός να εξασφαλίσει την επιβίωση των ορφανών δεν μπόρεσε να “μας” περάσει καν απ' το μυαλό.

...θα προτιμούσαμε ακόμη και να “πεθάνουνε τιμημένα” (αλλά όχι ανέραστα...), πεταμένα στους δρόμους, τα ιδρύματα και τα πορνεία παρά να “γίνουν…” λεσβίες ή ακόμη χειρότερα... γκέι εραστές

La violación de las Sabinas,_Giuseppe Cesari

Λες και δεν είναι όλα "...μόδα...", θα έλεγα εγώ, μετά την εποχή εκείνη όπου ζούσαμε στις σπηλιές κυνηγώντας βίσονες και διατηρώντας λεπτή σιλουέτα επειδή τρέχαμε να σκαρφαλώσουμε στα δέντρα, για να μη μας φάει το (άλλο και όχι το ίδιο) «ζώον».

Εάν έπρεπε να δίνονται άδειες κηδεμονίας, κάτι εξόφθαλμα ανόητο κατά τη γνώμη μου, ελάχιστοι θα κατάφερναν να τις εξασφαλίσουν και τα περισσότερα παιδιά θα τίθονταν υπό την κρατική φροντίδα, (όπως έγινε σε κάποιο βαθμό στη ναζιστική Γερμανία), επίτευγμα πολύ πιο δύσκολο για εκείνους που δεν θα μπορούσαν να επαληθεύσουνε το πόρισμά τους, από το οποίο προκύπτει ποιοι μπορούν και ποιοι δεν μπορούν να αναθρέψουνε παιδιά, τεκμηριώνοντας (πράγμα όχι εύκολο) τι συνιστά καλή ανατροφή.

Το να αφορμά κάποιος, μάλιστα με εμπάθεια, από την κρίση του για τα γούστα του άλλου (εφόσον αυτά δεν είναι ποινικά κολάσιμα) απέχει παρασάγγας από το να του εξασφαλίζει πραγματικά δεδομένα για την ικανότητα του τελευταίου να λειτουργεί σε διάφορα πλαίσια κοινωνικά.

Το δεδομένο της λεγόμενης «παρέμβασης» των ακαδημαϊκών δεν συνιστά ουδόλως το αποτέλεσμα μίας συνωμοσιολογικής προσπάθειας και σίγουρα όχι μία απλή έκφραση γούστου ή ιδιοτροπίας (όχι πως δεν μπορεί πάντα να ισχύσει πολύ εύκολα και αυτό), αλλά αποτελεί την απόπειρα έστω ίσως και την επιτυχία (αν αυτό δεν κρίνεται ήδη ή δεν έχει έως τώρα κριθεί, σίγουρα στο μέλλον θα κριθεί) κάποιων να χειριστούν τα δεδομένα της πραγματικότητας προκειμένου να παρέχουν στοιχεία για το αν αυτό που αρκετοί βλέπουν είναι μάλλον άνθρωποι κανονικοί και όχι ελέφαντες με προβοσκίδα και μεγάλα αυτιά, επειδή είναι ευτραφείς και τους αρέσει απλά να κουνάνε το κεφάλι τους δεξιά και αριστερά.

Στο πλαίσιο της παραπάνω αφόρμησης επί της ουσίας ένα άτομο αυθαιρετεί, κατά βάθος το γνωρίζει αλλά επιμένει να αυθαιρετεί και το ερώτημα που τίθεται είναι «ποιο είναι το νόημα της εμμονής αυτής;».

Σαφέστατα δεν θα προχωρήσω σε κοινωνιολογική, πολιτική ή ιστορική προσέγγιση του θέματος αυτού, αλλά θα τεμαχίσω τη σπουδή μου εστιάζοντας τη ματιά μου κοντά σε αυτό που πάντα με ενδιαφέρει, δηλαδή στο προσωπικό κίνητρο και στη λειτουργία του ενδοψυχικού.

Κάποτε, στην ερώτηση «εάν ο νόμος συγκατατίθεται, ο ειδικός επιστήμονας συγκατατίθεται, ο γιατρός συγκατατίθεται, ο γονέας συγκατατίθεται και το τέκνο συγκατατίθεται, εσάς τι σας νοιάζει εάν το παιδί του άλλου θα δεχτεί επέμβαση για την αλλαγή του φύλλου του;» έλαβα την απάντηση «ενδιαφερόμαστε για τα κοινωνικά δρώμενα και τις κοινωνικές αλλαγές (που δεν σας αφορούν, παρενέβη, απλά εννοείτε να παρεμβαίνετε στις ζωές των άλλων) και για την πνευματική διαύγεια των γονιών τους». Βέβαια, όλες οι απολογίες εκτοξεύτηκαν εν ριπή οφθαλμού στον αέρα, όταν έγινε αντιληπτό πως αυτή η λογική λειτουργεί ως μπούμερανγκ ενάντια στα συμφέροντα αυτών που την υποστηρίζουν.

Τόσο πολύ ενδιαφέρονται συνήθως οι άνθρωποι αυτοί, θα έλεγα εγώ, για τα κοινωνικά προβλήματα που δεν μετακινούνται ούτε ένα εκατοστό από τη συμβολική και την πραγματική τους πολυθρόνα, προκειμένου να λύσουν όχι το πρόβλημα του άλλου, ούτε καν το πρόβλημα το δικό τους.

...δυστυχώς ο κόσμος αυτός δεν "πάσχει" από τον αλτρουισμό του...
...αλλά από την ενοχή του και την αδυναμία του να αποδεχτεί ειλικρινά πόσο «λίγος» είναι, μήπως και κάποτε μπορέσει να γίνει, έστω και λίγο πιο «πολύς»...

Ο κρυφός τρόμος των φανατικών είναι μήπως χάσουν τα αποκλειστικά τους προνόμια (ένα είδος copy right στην κηδεμονία δηλαδή), τα μοναδικά από τα οποία αντλούν πιθανά αξιοσύνη στη ζωή τους, και εν συνεχεία να συγκριθούν με ομόφυλους κηδεμόνες των οποίων τα παιδιά μπορεί να αποδειχθούνε ικανότερα και να είναι ετεροφυλόφιλα στο σεξουαλικό τους προσανατολισμό (σημαντική γι’ αυτούς αξία) ενώ τα δικά τους όχι. Τι θα μπορούσε τότε να «αποκαλυφθεί» για τα «γονίδιά» τους ή την ανατροφή τους; Μία πραγματική καταστροφή...

Charles IV of Spain and His Family_Francisco Goya


Έπειτα αλλά και πέρα από αυτό, εξαιτίας της θεσμοθέτησης των εναλλακτικών οικογενειακών μορφών, να κριθούν για την "αποτυχία" τους να έχουν υπάρξει κατάλληλοι γονείς. Ο τρόμος αυτός πηγάζει από τα συνειδησιακά τους άγχη είτε του κοινωνικά προσαρμοστικού είτε του σαδιστικού Υπερεγώ τους το οποίο προκαλεί μία ανεπεξέργαστη ενοχή και κατ’ επέκταση τον παραπάνω τρόμο να γίνουν αποδέκτες της κοινωνικής κατακραυγής και των αντιποίνων πλέον μίας κοινωνίας επειδή την μισούν, όχι μόνο γιατί «νοιώθουν...» πως είναι σφόδρα καταγγελτική απέναντί τους, αλλά και επειδή αυτή παρέχει ασταμάτητα και βασανιστικά μνεία και «υποδείξεις» για μία καλύτερη ζωή.

...εάν η δική μου η ζωή δεν είναι ωραία, δεν θέλω να είναι ούτε η δική σου...

Η θεσμοθέτηση και η κοινωνική συμπερίληψη εναλλακτικών οικογενειακών σχημάτων και αρχών, όχι μόνο εκθέτει πολλούς μάλλον εξ' αυτών σε έναν επιπλέον τρόμο, τα παιδιά τους να ασκήσουν πιέσεις για την προστασία τους από κοινωνικά διευρυμένους θεσμούς, παράλληλα καταστρέφει το κοινωνικό κάδρο της αυτοεικόνας τους -στην καταβροχθιστική και καταχρηστική ταύτιση του εαυτού τους με τον κόσμο (με απλά λόγια καταστρέφει τον κόσμο γύρω τους)- σπρώχνοντας τους σε μία διαδικασία αναπλαισίωσης του εαυτού στην οποία δεν νοιώθουν ικανοί να προχωρήσουν. Εδώ φαίνεται να ισχύει κάτι αντίστοιχο με αυτό που έχω υποστηρίξει στο παρελθόν πως,

...οι διεφθαρμένοι πολιτικοί προτιμούν την ανηθικότητά τους ως “άλλοθι” στην ανικανότητά ή απλά την αδυναμία τους να γίνουν αποτελεσματικοί...

Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα ένας άνθρωπος να πιστεύει ένα πράγμα από το να καταλήγει να φανατίζεται με κάτι και να προσπαθεί να το επιβάλει αυτό παντού. Πίσω από την παρόρμηση της βίας του φανατισμού για το ποιος πρέπει να είναι ή τι πρέπει να κάνει ο άλλος (αυτά τα δύο γίνονται πρακτικά ίδια), όταν δεν είναι δυνατό από ένα άτομο να αξιολογηθεί η βλαπτικότητα ενός προσώπου, δεν κρύβεται μόνο η αμάθεια, γιατί αμαθείς είμαστε όλοι, ή η πολιτισμική μάθηση (η οποία λειτουργεί ως συνειδησιακό όχημα) κυρίως όμως η αγωνιώδης αλλά κατά κανόνα μυωπική (λόγω των ανεπεξέργαστων ψυχικών ελλειμμάτων) προσπάθεια του ανθρώπου αυτού να εξασφαλίσει τα συμφέροντά του, κατά τρόπο που βασικά τα υπονομεύει.

Σαφώς τα πράγματα γύρω από τα κοινωνικά ζητήματα δεν είναι διόλου απλά και δεν “μας” πειράζει καθόλου να δώσουμε τον πρώτο λόγο στις κοινωνιολογικές, ιστορικές και πολιτικές ερμηνείες, θα πρέπει πάντα όμως να μας αφορά ο τρόπος με τον οποίο το άτομο και ο κόσμος του, μεταξύ τους, «...επικοινωνούν...».

Καλό σας βράδυ

© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ


Πέρυσι παρακολούθησα μία διάλεξη για το σύγχρονο μεταναστευτικό πρόβλημα, στην οποία έγινε κάποιο σχόλιο αναφορικά με την χυδαιότητα με την οποία η «τοπική πανίδα» (ο ειρωνικός υπαινιγμός είναι δικός μου) υποδέχτηκε τους πρόσφυγες μετά την καταστροφή της Σμύρνης.

Χθες έπεσα πάνω σε μία δημοσίευση, όπου γίνονταν σύγκριση μεταξύ των δύο συζύγων του Macron και του Trump για το σωματικό τους κάλλος. Το να συγκρίνει κάποιος δύο πρόσωπα χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς μία δεσπόζουσα πολιτισμική αναπαράσταση των σύγχρονων αισθητικών αξιών του δυτικού πολιτισμού καταλήγει να γίνεται ιδιαίτερα χυδαίο και συνεπώς άδικο, αφενός επειδή η σύγκριση μπορεί να μην είναι αντικειμενική, αφετέρου επειδή υποπίπτει στην παραπάνω λογική των διακρίσεων, εφόσον τα δύο πρόσωπα δεν έχουν μπει ηθελημένα σε αυτό τον ανταγωνισμό.

Francisco Goya


Μία φιλότιμη προσπάθεια να αποκτήσουμε κάποια έστω τριβή γύρω από την οικολογία των εθίμων, της ηθικής, της δικαιοσύνης και της κουλτούρας διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων, από τη μία προτρέπει στην αναπλαισίωση της αυτοανάλυσης, από την άλλη εντάσσει το άτομο στο ευρύ κοινωνικό γίγνεσθαι (για τη λειτουργία των διακρίσεων), όπου οι διαφορετικές εκφάνσεις του κοινωνικού ή άλλου ρατσισμού, όπως ο σοβινισμός, ο φεμινιστικός ρατσισμός, ο ρατσισμός της μόδας, ο ρατσισμός της αισθητικής και ο ανθρωποκεντρισμός περνάνε μέσα στον κατάλογο της επαναπροσέγγισης θεμάτων και της ερμηνευτικής.

Γνωρίζουμε από αρχαιοτάτων χρόνων πως, όταν η προσοχή του πολίτη στρέφεται στα επουσιώδη, τότε χάνεται η επαφή με τα ουσιώδη. Η πολιτική χειραγώγηση δεν περιλαμβάνει όμως μόνο τον ψυχολογικό χειρισμό της ικανότητας των ανθρώπων για εστίαση στα σημαντικά, αλλά και την υποβάθμιση της γνωστικής, συναισθηματικής και συμπεριφορικής λειτουργικότητάς τους. Εάν θέλει κάποιος να εξουδετερώσει έναν άνθρωπο, δεν χρειάζεται υποχρεωτικά να τον φονεύσει, αλλά να καταστείλει την ικανότητά του να σκέφτεται, να νοιώθει και να πράττει καλά... ακόμη καλύτερα να την κατευθύνει σε συγκεκριμένα «έργα...».

Μία από τις πρακτικές πολιτικής χειραγώγησης θεωρώ πως είναι η τοποθέτηση του ίδιου του πολιτικού χώρου στο στόχαστρο της κοινής γνώμης και της κοινωνικής κριτικής. Αυτό σημαίνει πως ο πολίτης όχι μόνο εξοικειώνεται με την αδιασάλευτη φύση τη πολιτικής διαφθοράς και συνεπώς αδρανοποιείται, ταυτόχρονα παραλαμβάνει ένα χώρο «ατομικής έκφρασης», όπου η ουσιώδης πολιτική «πράξη...» αντικαθίσταται από τη Σαδιστική Φαντασίωση, τη Ναρκισσιστική Ταύτιση και συνακόλουθα το κακεντρεχές και χυδαίο κουτσομπολιό.

Το στενό και κοινωνικό περιβάλλον των πολιτικών μπορεί να μπαίνει κάλλιστα στην υπηρεσία αυτή, αφού η στοχοποίησή του δεν παύει ποτέ να αποτελεί διαφήμιση για τις αξίες και τις λειτουργίες της τάξης αυτής. Παράλληλα δε μπορεί να συνιστά τη δεξαμενή παραλαβής της ανθρώπινης επιθετικότητας, με τρόπους που απομακρύνουν την κοινωνική αναταραχή και καταλύουν την κοινωνική αυτεπίγνωση.

Όταν ένα «σύστημα» αποδέχεται την ενοχή του για τον κατ' εξακολούθηση φαύλο και διαστροφικό βίο του, μία μάλλον αμέσως επόμενη άμυνά του είναι να ξυπνήσει την ενοχή στο περιβάλλον του, για τη συνυπευθυνότητά του τελευταίου στο δράμα του κόσμου αυτού. Έτσι, η πολύμορφη αυτοαπαξίωση που προκαλεί αυτή η έγερση της ενοχής εξωτερικεύεται ανώδυνα πάνω στα «...καταδεκτικά...» σώματα του συστήματος αυτού, μέσω της αντικειμενοποίησης των ψυχικών αιτημάτων και των σαδιστικών και καταβροχθιστικών φαντασιώσεων σε πολιτισμικά εγχειρήματα και αξίες τα οποία υποστηρίζονται από το «θύμα» φανατικά. Αυτή η συναισθηματική χειραγώγηση διαλύει την αξιόλογη διανοητική λειτουργία και καταλύει τη δράση του ανθρώπου παρέχοντάς του «εναλλακτικές» δημόσιας δραστηριοποίησης.

Το να ελέγχουμε τον εσωτερικό μας κόσμο και το σύμπτωμα της χυδαιότητας, στο βαθμό και τους τρόπους με τους οποίους αυτό μπορεί να εκπροσωπηθεί, δεν είναι το μοναδικό έργο που αναλογεί στο άτομο, πολύ περισσότερο εφόσον η αστυνόμευση (και η καταστολή) είναι μάλλον ελάχιστα αποτελεσματική. Κυρίως πρέπει, κατ' αρχάς, να συμπληρώνεται η εικόνα, η εσωτερική αναπαράσταση του απολεσθέντος αντικειμένου, στη θέση του οποίου κραυγάζει ένα υποκρυπτόμενο σαδιστικό Υπερεγώ, που οδηγεί την επιθετικότητα στην εξωστρέφειά της.

 Γιώργος Μποτονάκης

Κοιτάζοντας χθες το πιο πάνω φωτογραφικό έργο του ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Γιώργου Μποτονάκη ομολογώ πως αισθάνθηκα μία συγκίνηση που ξύπνησε μία αγωνία απ’ τα παλιά. Παρ' ότι (όπως παρατηρεί ο ίδιος) στο έργο εικονίζεται η ξεραμένη -η άγονη θα μπορούσα να πω εγώ- φύση, η ίδια κυρίως είδα,

...ένα οργανωμένο σύνολο κόσμου με τις εξπρεσιονιστικές εξάρσεις του, πίσω από το οποίο θάλλουν προς δράση οι ποιητικές συνιστώσες ενός πολυσχιδούς πολιτισμού...

...το αντικείμενο της απωλείας...



Παραθέτω κείμενο του ιδίου και σχετικό σύνδεσμο για την έκθεσή του «Η φωτογραφία και ο μικρόκοσμος»

Η φωτογραφία είναι η τέχνη των ματιών και της άγραφης εικόνας.
Τα μάτια λοιπόν ανακαλύπτουν την άγραφη εικόνα μέσα από μια αστραπή της ματιάς, μόνον όταν ο νους είναι έτοιμος να δεχθεί τον «βαθύ λόγο της ατέρμονης ψυχής», όπως την κατανοεί ο Ηράκλειτος. Τότε, αυτός ο λόγος ανακαλύπτει και βλέπει αυτό που προηγουμένως δεν έβλεπε∙ χαίρεται γι’ αυτό που βλέπει, επειδή ανακαλύπτει στο ίδιο αντικείμενο μια άλλη πραγματικότητα, την οποία μέχρι τότε δεν γνώριζε.
Το έργο τέχνης δημιουργείται στην αρχή σαν μία στιγμή αγάπη, συγκίνησης, ενθουσιασμού και συγχρόνως πλούσιας όρασης του αντικειμένου. Ο καλλιτέχνης, ο οποίος διαθέτει την όραση και τη σκέψη ανακαλύπτει ένα πλήθος αοράτων στοιχείων, τα οποία συνθέτουν το μέχρι πριν απλό στη μορφή αντικείμενο.
Αυτή η ανακάλυψη εμπεριέχει το «ωραίο».
Το ωραίο αποκαλύπτει και ένα νόημα άγνωστο, το οποίο ενυπάρχει μέσα στο αντικείμενο. Έτσι δημιουργείται ένα καινούργιο αντικείμενο. Η σύλληψη αυτή ταράζει τον ψυχικό κόσμο του καλλιτέχνη και τότε μια ανάγκη γεννιέται∙ αυτή η νέα μορφή να βγει έξω από αυτόν. Τότε δημιουργείται το έργο τέχνης.
Αυτό που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι ότι όλη αυτή η δημιουργική διεργασία επιτελείται σε επίπεδο «στοιχείων», δηλαδή μικρών μονάδων, η σύνθεση των οποίων, και θα λέγαμε η συνλειτουργία, συνιστά μια μεγαλύτερη μορφή, δηλαδή το αντικείμενο.
Εμείς σ’ αυτήν την εργασία ζητήσαμε να απομονώσουμε τα επί μέρους στοιχεία ή ομάδες στοιχείων, που συνιστούν επί μέρους οντότητες και να τις αποτυπώσουμε. Με έκπληξή μας διαπιστώσαμε, ότι αυτές οι μικρότερες οντότητες εκφράζουν ανθρώπινες φωνές και χαρακτηριστικά και συχνά με τρόπο πολύ πλουσιότερο, απ’ όσο η έλλογη ανθρώπινη σκέψη μπορεί να πλησιάσει∙ ή τουλάχιστον η εικονική παράσταση δίνει μια άλλη διάσταση από εκείνη της αναφοράς μέσω του λόγου.
Σ’ αυτό το χώρο κυκλοφορεί η ανεξήγητη παρουσία του ωραίου.
Γι’ αυτό δεν θέλουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα σχόλιο.

Γιώργος Μποτονάκης



© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')