Πέρυσι παρακολούθησα μία διάλεξη
για το σύγχρονο μεταναστευτικό πρόβλημα, στην οποία έγινε κάποιο σχόλιο
αναφορικά με την χυδαιότητα με την οποία η «τοπική
πανίδα» (ο ειρωνικός υπαινιγμός είναι δικός μου) υποδέχτηκε τους
πρόσφυγες μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Χθες έπεσα πάνω σε μία δημοσίευση, όπου γίνονταν σύγκριση μεταξύ των δύο συζύγων του Macron και του Trump για το σωματικό τους κάλλος. Το να συγκρίνει κάποιος δύο πρόσωπα χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς μία δεσπόζουσα πολιτισμική αναπαράσταση των σύγχρονων αισθητικών αξιών του δυτικού πολιτισμού καταλήγει να γίνεται ιδιαίτερα χυδαίο και συνεπώς άδικο, αφενός επειδή η σύγκριση μπορεί να μην είναι αντικειμενική, αφετέρου επειδή υποπίπτει στην παραπάνω λογική των διακρίσεων, εφόσον τα δύο πρόσωπα δεν έχουν μπει ηθελημένα σε αυτό τον ανταγωνισμό.
Francisco Goya
Μία φιλότιμη προσπάθεια να
αποκτήσουμε κάποια έστω τριβή γύρω από την οικολογία των εθίμων, της
ηθικής, της δικαιοσύνης και της κουλτούρας διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων,
από τη μία προτρέπει στην αναπλαισίωση της αυτοανάλυσης, από την άλλη
εντάσσει το άτομο στο ευρύ κοινωνικό γίγνεσθαι (για τη λειτουργία των διακρίσεων), όπου οι διαφορετικές
εκφάνσεις του κοινωνικού ή άλλου ρατσισμού, όπως ο σοβινισμός, ο φεμινιστικός
ρατσισμός, ο ρατσισμός της μόδας, ο ρατσισμός της αισθητικής και ο
ανθρωποκεντρισμός περνάνε μέσα στον κατάλογο της επαναπροσέγγισης θεμάτων και της
ερμηνευτικής.
Γνωρίζουμε από αρχαιοτάτων χρόνων
πως, όταν η προσοχή του πολίτη στρέφεται στα επουσιώδη, τότε χάνεται η επαφή με
τα ουσιώδη. Η πολιτική χειραγώγηση δεν περιλαμβάνει όμως μόνο τον ψυχολογικό
χειρισμό της ικανότητας των ανθρώπων για εστίαση στα σημαντικά, αλλά και
την υποβάθμιση της γνωστικής, συναισθηματικής και συμπεριφορικής
λειτουργικότητάς τους. Εάν θέλει κάποιος να εξουδετερώσει έναν άνθρωπο, δεν
χρειάζεται υποχρεωτικά να τον φονεύσει, αλλά να καταστείλει την ικανότητά του
να σκέφτεται, να νοιώθει και να πράττει καλά... ακόμη καλύτερα να την
κατευθύνει σε συγκεκριμένα «έργα...».
Μία από τις πρακτικές πολιτικής
χειραγώγησης θεωρώ πως είναι η τοποθέτηση του ίδιου του πολιτικού χώρου στο στόχαστρο
της κοινής γνώμης και της κοινωνικής κριτικής. Αυτό σημαίνει πως ο πολίτης όχι
μόνο εξοικειώνεται με την αδιασάλευτη φύση τη πολιτικής διαφθοράς και συνεπώς
αδρανοποιείται, ταυτόχρονα παραλαμβάνει ένα χώρο «ατομικής έκφρασης», όπου η ουσιώδης πολιτική «πράξη...» αντικαθίσταται από τη
Σαδιστική Φαντασίωση, τη Ναρκισσιστική Ταύτιση και συνακόλουθα το κακεντρεχές και
χυδαίο κουτσομπολιό.
Το στενό και κοινωνικό περιβάλλον των πολιτικών μπορεί να μπαίνει κάλλιστα στην υπηρεσία αυτή, αφού η στοχοποίησή του δεν παύει ποτέ να αποτελεί διαφήμιση για τις αξίες και τις λειτουργίες της τάξης αυτής. Παράλληλα δε μπορεί να συνιστά τη δεξαμενή παραλαβής της ανθρώπινης επιθετικότητας, με τρόπους που απομακρύνουν την κοινωνική αναταραχή και καταλύουν την κοινωνική αυτεπίγνωση.
Όταν ένα «σύστημα» αποδέχεται την ενοχή του για τον κατ' εξακολούθηση φαύλο και διαστροφικό βίο του, μία μάλλον αμέσως επόμενη άμυνά του είναι να ξυπνήσει την ενοχή στο περιβάλλον του, για τη συνυπευθυνότητά του τελευταίου στο δράμα του κόσμου αυτού. Έτσι, η πολύμορφη αυτοαπαξίωση που προκαλεί αυτή η έγερση της ενοχής εξωτερικεύεται ανώδυνα πάνω στα «...καταδεκτικά...» σώματα του συστήματος αυτού, μέσω της αντικειμενοποίησης των ψυχικών αιτημάτων και των σαδιστικών και καταβροχθιστικών φαντασιώσεων σε πολιτισμικά εγχειρήματα και αξίες τα οποία υποστηρίζονται από το «θύμα» φανατικά. Αυτή η συναισθηματική χειραγώγηση διαλύει την αξιόλογη διανοητική λειτουργία και καταλύει τη δράση του ανθρώπου παρέχοντάς του «εναλλακτικές» δημόσιας δραστηριοποίησης.
Το να ελέγχουμε τον εσωτερικό μας
κόσμο και το σύμπτωμα της χυδαιότητας, στο βαθμό και τους τρόπους
με τους οποίους αυτό μπορεί να εκπροσωπηθεί, δεν είναι το μοναδικό έργο που
αναλογεί στο άτομο, πολύ περισσότερο εφόσον η αστυνόμευση (και η καταστολή)
είναι μάλλον ελάχιστα αποτελεσματική. Κυρίως πρέπει, κατ' αρχάς, να
συμπληρώνεται η εικόνα, η εσωτερική αναπαράσταση του απολεσθέντος
αντικειμένου, στη θέση του οποίου κραυγάζει ένα υποκρυπτόμενο σαδιστικό Υπερεγώ,
που οδηγεί την επιθετικότητα στην εξωστρέφειά της.
Γιώργος Μποτονάκης
Κοιτάζοντας χθες το πιο πάνω φωτογραφικό
έργο του ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Γιώργου Μποτονάκη ομολογώ πως αισθάνθηκα μία
συγκίνηση που ξύπνησε μία αγωνία απ’ τα παλιά. Παρ' ότι (όπως παρατηρεί ο
ίδιος) στο έργο εικονίζεται η ξεραμένη -η άγονη θα μπορούσα να πω εγώ- φύση, η
ίδια κυρίως είδα,
...ένα οργανωμένο σύνολο κόσμου με τις εξπρεσιονιστικές εξάρσεις του,
πίσω από το οποίο θάλλουν προς δράση οι ποιητικές συνιστώσες ενός πολυσχιδούς
πολιτισμού...
...το αντικείμενο της απωλείας...
Παραθέτω κείμενο του ιδίου και σχετικό σύνδεσμο για την
έκθεσή του «Η φωτογραφία και ο μικρόκοσμος»
Η φωτογραφία είναι η τέχνη των ματιών και της
άγραφης εικόνας.
Τα μάτια λοιπόν ανακαλύπτουν την άγραφη εικόνα μέσα από μια αστραπή της ματιάς, μόνον όταν ο νους είναι έτοιμος να δεχθεί τον «βαθύ λόγο της ατέρμονης ψυχής», όπως την κατανοεί ο Ηράκλειτος. Τότε, αυτός ο λόγος ανακαλύπτει και βλέπει αυτό που προηγουμένως δεν έβλεπε∙ χαίρεται γι’ αυτό που βλέπει, επειδή ανακαλύπτει στο ίδιο αντικείμενο μια άλλη πραγματικότητα, την οποία μέχρι τότε δεν γνώριζε.
Το έργο τέχνης δημιουργείται στην αρχή σαν μία στιγμή αγάπη, συγκίνησης, ενθουσιασμού και συγχρόνως πλούσιας όρασης του αντικειμένου. Ο καλλιτέχνης, ο οποίος διαθέτει την όραση και τη σκέψη ανακαλύπτει ένα πλήθος αοράτων στοιχείων, τα οποία συνθέτουν το μέχρι πριν απλό στη μορφή αντικείμενο.
Αυτή η ανακάλυψη εμπεριέχει το «ωραίο».
Το ωραίο αποκαλύπτει και ένα νόημα άγνωστο, το οποίο ενυπάρχει μέσα στο αντικείμενο. Έτσι δημιουργείται ένα καινούργιο αντικείμενο. Η σύλληψη αυτή ταράζει τον ψυχικό κόσμο του καλλιτέχνη και τότε μια ανάγκη γεννιέται∙ αυτή η νέα μορφή να βγει έξω από αυτόν. Τότε δημιουργείται το έργο τέχνης.
Αυτό που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι ότι όλη αυτή η δημιουργική διεργασία επιτελείται σε επίπεδο «στοιχείων», δηλαδή μικρών μονάδων, η σύνθεση των οποίων, και θα λέγαμε η συνλειτουργία, συνιστά μια μεγαλύτερη μορφή, δηλαδή το αντικείμενο.
Εμείς σ’ αυτήν την εργασία ζητήσαμε να απομονώσουμε τα επί μέρους στοιχεία ή ομάδες στοιχείων, που συνιστούν επί μέρους οντότητες και να τις αποτυπώσουμε. Με έκπληξή μας διαπιστώσαμε, ότι αυτές οι μικρότερες οντότητες εκφράζουν ανθρώπινες φωνές και χαρακτηριστικά και συχνά με τρόπο πολύ πλουσιότερο, απ’ όσο η έλλογη ανθρώπινη σκέψη μπορεί να πλησιάσει∙ ή τουλάχιστον η εικονική παράσταση δίνει μια άλλη διάσταση από εκείνη της αναφοράς μέσω του λόγου.
Σ’ αυτό το χώρο κυκλοφορεί η ανεξήγητη παρουσία του ωραίου.
Γι’ αυτό δεν θέλουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα σχόλιο.
Τα μάτια λοιπόν ανακαλύπτουν την άγραφη εικόνα μέσα από μια αστραπή της ματιάς, μόνον όταν ο νους είναι έτοιμος να δεχθεί τον «βαθύ λόγο της ατέρμονης ψυχής», όπως την κατανοεί ο Ηράκλειτος. Τότε, αυτός ο λόγος ανακαλύπτει και βλέπει αυτό που προηγουμένως δεν έβλεπε∙ χαίρεται γι’ αυτό που βλέπει, επειδή ανακαλύπτει στο ίδιο αντικείμενο μια άλλη πραγματικότητα, την οποία μέχρι τότε δεν γνώριζε.
Το έργο τέχνης δημιουργείται στην αρχή σαν μία στιγμή αγάπη, συγκίνησης, ενθουσιασμού και συγχρόνως πλούσιας όρασης του αντικειμένου. Ο καλλιτέχνης, ο οποίος διαθέτει την όραση και τη σκέψη ανακαλύπτει ένα πλήθος αοράτων στοιχείων, τα οποία συνθέτουν το μέχρι πριν απλό στη μορφή αντικείμενο.
Αυτή η ανακάλυψη εμπεριέχει το «ωραίο».
Το ωραίο αποκαλύπτει και ένα νόημα άγνωστο, το οποίο ενυπάρχει μέσα στο αντικείμενο. Έτσι δημιουργείται ένα καινούργιο αντικείμενο. Η σύλληψη αυτή ταράζει τον ψυχικό κόσμο του καλλιτέχνη και τότε μια ανάγκη γεννιέται∙ αυτή η νέα μορφή να βγει έξω από αυτόν. Τότε δημιουργείται το έργο τέχνης.
Αυτό που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι ότι όλη αυτή η δημιουργική διεργασία επιτελείται σε επίπεδο «στοιχείων», δηλαδή μικρών μονάδων, η σύνθεση των οποίων, και θα λέγαμε η συνλειτουργία, συνιστά μια μεγαλύτερη μορφή, δηλαδή το αντικείμενο.
Εμείς σ’ αυτήν την εργασία ζητήσαμε να απομονώσουμε τα επί μέρους στοιχεία ή ομάδες στοιχείων, που συνιστούν επί μέρους οντότητες και να τις αποτυπώσουμε. Με έκπληξή μας διαπιστώσαμε, ότι αυτές οι μικρότερες οντότητες εκφράζουν ανθρώπινες φωνές και χαρακτηριστικά και συχνά με τρόπο πολύ πλουσιότερο, απ’ όσο η έλλογη ανθρώπινη σκέψη μπορεί να πλησιάσει∙ ή τουλάχιστον η εικονική παράσταση δίνει μια άλλη διάσταση από εκείνη της αναφοράς μέσω του λόγου.
Σ’ αυτό το χώρο κυκλοφορεί η ανεξήγητη παρουσία του ωραίου.
Γι’ αυτό δεν θέλουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα σχόλιο.
Γιώργος Μποτονάκης
© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου