Αρχαϊκοί
Μηχανισμοί Άμυνας του Εγώ: H Διχοτόμηση στο Υπερεγώ (splitting)
Το σφάλμα στο
κοινωνικό είναι ό,τι και το τραύμα στο ενδοψυχικό. Εάν το αφήσεις
«ασύδοτο», χωρίς έλεγχο και χωρίς την πρέπουσα εποπτεία, να σου χαλάει την αξιοπιστία και να αλωνίζει, θα
προσκαλέσει τον «κέρβερο» του ενορμητικού ασυνειδήτου στο "άβατό" σου, απ’ το «μαντρί».
Ίσως όμως ο βαθύτερος στόχος να
ήταν πάντοτε αυτός, διότι ακόμη κι εκεί που δεν «εμφιλοχωρεί» η
απόδειξη, το αποτέλεσμα παραμένει ο ποιο δεινός κριτής. Ακόμη
περισσότερο, όταν δεν έχει ουδέποτε ο ξένος κάτι αιτηθεί, ακόμη
περισσότερο, όταν οι προσκλήσεις έχουν λάβει μη τυχάρπαστες μορφές. Βλέπετε,
όλα τα πρόσωπα με κύρος διαθέτουν περηφάνια και μένουνε στο να
ανταλλάσσουνε προσκλήσεις, δεν ζητιανεύουν, δεν ικετεύουν, δεν
ζητούν.
Το Matrix III δεν εξιστορεί τον πόλεμο
μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Εξιστορεί τον πόλεμο μεταξύ ενός απόλυτα
ελεγχόμενου (από το Υπερεγώ) και διαβρωμένου Εγώ και ενός χωρίς όρια Υπερεγώ.
Το Ενορμητικό εδώ έχει κληθεί από το Υπερεγώ -και δεν αρνείται ακριβώς το τελευταίο να το
παραδεχτεί- να σπεύσει σε κάποια χορηγία,
πράγμα το οποίο το πρώτο επιτυγχάνει αναβαθμίζοντας τις υπηρεσίες και τη
λειτουργίες του Εγώ.
Η Προφήτης ποτέ δεν υπήρξε σ’
έναν πραγματικό πόλεμο με τον Αρχιτέκτονα, είχε προσκληθεί από τον ίδιο,
ώστε να ελέγξουνε το συστηματικό σφάλμα που είχε παράξει μία ατέρμονη
επανάληψη του εαυτού του και τον είχε οδηγήσει σ’ έναν ανηλεή υπαρξισμό
(γι’ αυτό και είχε ταυτιστεί με το Εγώ, κάτι που συνιστά αφορισμό),
πράγμα που σύντομα θα οδηγούσε στην επίρρωση της εναλλακτικής υπόθεσης.
Εκείνης της υπόθεσης δηλαδή που αργά ή γρήγορα θα απέντασσε το Matrix από το γενικό του
πληθυσμό.
Η προφήτης έχει βεβαίως αξιώσεις, σαφέστατα δεν πρόκειται για ένα γαϊδούρι ή για ένα νοθογενές
μουλάρι. Αξιώνει ως εκ τούτου, εάν ποτέ της αναλάβει οποιαδήποτε
εργασία, να χρησιμοποιεί τα δικά της εργαλεία, διαφορετικά καμία ευγενική φροντίδα δεν θα ήταν δυνατόν να εκπληρωθεί και τούτο θεωρώ πως γίνεται απόλυτα
κατανοητό:
Όπως δεν μπορεί ο θεραπευόμενος
να γίνει υπεύθυνος και ενεργός, στην ίαση του προβλήματός του, όταν ο αναλυτής του
τον κηδεμονεύει και τον χειραγωγεί, κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνος που
λαμβάνει μία χορηγία ευγενή, δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγει τον εαυτό
του μέσα σε μία άλλη οντότητα, ούτε στις μεθόδους, ούτε στα εργαλεία του, για
την ενδεχόμενη αντιμετώπιση κάποιου ζητήματος, εάν ασφαλώς θεωρούμε πως κάτι τέτοιο έχει αρχίσει
να ανακύπτει. Εάν κανένα ζήτημα δεν έχει ανακύψει, τότε το όλο πράμα δεν μας αφορά διόλου. Εάν η παραπάνω «εποπτεία» εξακολουθήσει να συμβαίνει, τότε ο ενδιαφερόμενος
αυτομάτως διαπράττει αυτό που ζητάει από τον εαυτό του να μην «κάνει»,
καταστρέφοντας ή ακυρώνοντας το οποιοδήποτε χαρτί του, θέμα δικό του πλέον αυτό.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν από τα
παραπάνω και είναι μέρος της κουλτούρας μας και γνωρίζουμε όλοι από τα γεννοφάσκια
μας πως οι διάφοροι κοινωνικοί χώροι
οφείλουν να διαθέτουν μία πολυπολιτισμικότητα, διότι οι «γαλαζοαίματοι»
δεν
διαθέτουνε μακροβιότητα. Και τούτο συνεπάγεται πως σύντομα θα βληθεί και
η εγκυρότητα, αλλά και η αξιοπιστία σε χώρους μονοδιάστατους. Ας
θέσουμε ένα παράδειγμα σχετικό:
Πριν
ένας μελλοντικός ειδικός εγκαταλείψει το
τμήμα ψυχολογίας, για να ξεκινήσει το προσωπικό του ταξίδι και την
καριέρα του
στο καράβι της επαγγελματικής ζωής, πρέπει να έχει ήδη περάσει, κατά τη γνώμη μου, από τρεις
χονδρικούς τομείς
κατάρτισης: Έρευνα, Ψυχοπαθολογία, Ανάπτυξη-Προσαρμογή. Αυτό σημαίνει
πως ένας
ειδικός πρέπει να ξέρει κάποια έστω πράγματα γύρω από τον τρόπο
σχεδιασμού και
διεξαγωγής τόσο της ποιοτικής όσο και της ποσοτικής έρευνας. Αυτός ο
ειδικός
οφείλει επίσης να διαθέτει επαρκή κατάρτιση γύρω από τη βιολογία της
«συμπεριφοράς», την ψυχιατρική διαφοροδιάγνωση, καθώς επίσης και τις
θεωρίες,
εκείνες που προσεγγίζουνε θεραπευτικά την ψυχοπαθολογία και την
αιτιολογία της.
Τέλος ένας ειδικός δεν μπορεί να μην διαθέτει τριβή γύρω από τα ζητήματα
της
αναπτυξιακής πορείας του ανθρώπου και της προσαρμογής του, σημαντικό
τμήμα των
οποίων θεωρώ πως συνιστά ξεκάθαρα ο χώρος
της
ψυχανάλυσης.
Ο ψυχαναλυτικός χώρος έχει τη δυνατότητα να ασχολείται όχι μόνο με το παρελθόν, αλλά και με το μέλλον του ανθρώπου και προσδοκάει έναν κόσμο περισσότερο οραματιστή και όσο γίνεται απαλλαγμένο από τα ψυχωσικά κομμάτια του εαυτού του. Λόγω ακριβώς του τελευταίου η «κοινωνική οντότητα», φιλοσοφώντας το όλο ζήτημα και μέσα στον υπαρξισμό της, εκπαιδεύει τον ίδιο της τον εαυτό να αντιμετωπίζει με σύνεση και πλουραλισμό το όλο πρόβλημα, αντί του να του βάζει το «λεπίδι».
Ο ψυχαναλυτικός χώρος έχει τη δυνατότητα να ασχολείται όχι μόνο με το παρελθόν, αλλά και με το μέλλον του ανθρώπου και προσδοκάει έναν κόσμο περισσότερο οραματιστή και όσο γίνεται απαλλαγμένο από τα ψυχωσικά κομμάτια του εαυτού του. Λόγω ακριβώς του τελευταίου η «κοινωνική οντότητα», φιλοσοφώντας το όλο ζήτημα και μέσα στον υπαρξισμό της, εκπαιδεύει τον ίδιο της τον εαυτό να αντιμετωπίζει με σύνεση και πλουραλισμό το όλο πρόβλημα, αντί του να του βάζει το «λεπίδι».
Το πέρασμα ενός μελλοντικού ειδικού
από αυτούς τους τρεις πανεπιστημιακούς τομείς μελέτης δεν γίνεται μόνο και μόνο για να
ολοκληρωθεί η κατάρτισή του, αλλά και για να μπορέσει να επικοινωνήσει
ουσιαστικά με τους συναδέλφους του, οι οποίοι κατά κανόνα διαθέτουνε μία γνώση ειδική.
Αυτή η επικοινωνία δεν συνεπάγεται μία απλή καταγραφή των θεωριών του
άλλου, ακόμη λιγότερο μία αγγαρεία που διευθετείται μηχανιστικά. Πρόκειται για
μία «αφούγκραση», μία ουσιαστική αναζήτηση του σφυγμού του άλλου, αυτού που τον διακινεί, αυτού που τον κάνει να επιλέγει
αυτό που τελικά έχει ήδη απ' αυτόν επιλεγεί.
Αλλά πρόκειται και για μία
προσωπική ανάγκη, για την εξιχνίαση δηλαδή του μυστηρίου σε ό,τι αφορά αυτό που
κάποιος μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει:
Γιατί αυτός ο
σχεδιασμός και αυτή η κατασκευή
εμένα αυτό δεν μου
είναι επιτρεπτή; Θέλω να μάθω το γιατί…
© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου