Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Οι ψυχικές ταυτίσεις στη «μακροοικονομία»

αφιερωμένο στον Julian Assange

Συζητώντας με μία φίλη νομικό, εκείνη επισήμανε πως στη γραμμή υπεράσπισης του συνηγόρου, στην συζητούμενη απ’ όλο το πανελλήνιο υπόθεση, μπαίνει το ζήτημα της επαγγελματικής αυθεντίας, όπως αυτή παρουσιάστηκε στη δήλωσή του «θα αναλάβω… μόνο εάν πειστώ για την αθωότητα του εναγόμενου». Σημαντική επίσης είναι η επισήμανσή της για την ψυχική σύνδεση του συνηγόρου με τον εναγόμενο.

Το πράγμα, υποθέτω, είναι ακόμη χειρότερο, επειδή η όλη σχετική τοποθέτηση ερείδεται σε ένα ψεύδος που εκφράζεται εμμέσως, πως ο συνήγορος είναι δηλαδή διατεθειμένος ακόμη και να παραβιάσει (επί της ουσίας) το απόρρητο πελάτη – δικηγόρου, κάτι ολότελα τραγικό και μεμπτό και να κριθεί νομικά για την αντιεπαγγελματική και αντιδεοντολογική του συμπεριφορά, προκειμένου να υπερασπιστεί το κοινωνικό καλό. Τούτο ξεπερνάει ακόμη και την εναλλακτική κριτική για τον μακιαβελισμό.

Άρα ο συνήγορος μεθοδεύει τη διαχείριση της υπόθεσης αυτής, ξεδιπλώνοντας μία άρτι αποκαλυφθείσα ψυχοπαθητική τακτική, ήτοι

-Κατ’ αρχάς, επικαλείται την «αυθεντία» του

-Στη συνέχεια «αποπλανεί» την κοινή γνώμη χρησιμοποιώντας ένα ψεύδος μέσω του οποίου επιδοκιμάζεται η αντιεπαγγελματική, σε βαθμό κακουργήματος, συμπεριφορά (στο πλαίσιο μίας σχέσης -δικηγόρου/πελάτη- αμοιβαίας αποπλάνησης)

-Για να καταλήξει εν τέλει να επιχειρήσει να «γυμνώσει» τους μηνυτές από την ασπίδα προστασίας τους, και να τους «ασκήσει βία» για πολλοστή φορά, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που αντλούνται απευθείας από τη δεξαμενή του φανταστικού (φταίνε οι εταιρείες, ο ΣΕΗ, οι εξωγήινοι...)

Εάν τα προηγούμενα συνιστούν βάσιμες «υποθέσεις», τότε μπορούμε να επεκτείνουμε το συλλογισμό μας πως η απρόσφορη συγκέντρωση και η διατήρηση της «εξουσίας» ενδοψυχικά (ψυχοπαθολογία) και κοινωνικά (κοινωνική παθολογία) συνεπάγεται πάντοτε, μα πάντοτε την «καταστολή», στο πλαίσιο μίας ηθικής διαστροφής ή μίας διαστροφής εκπεφρασμένης μέσω του «λιβιδινικού».

Τούτο, εάν θέλουμε, μακραίνει τον προβληματισμό μας στο κατά πόσο η εξουσία είναι δυνατόν να υπαχθεί στον ανθρώπινο χειρισμό και να απομακρυνθεί από το κύριο όργανό της, που δεν είναι άλλο, από ένα ταυτοτικό κάτοπτρο μέσα στον ψυχισμό.

Στο γνωστό μύθο του Tolkien γίνεται επεξεργάσιμη αυτή ακριβώς η ιδέα σε επίπεδο ενδοψυχικό, με την ανάπτυξη της άποψης της Freud για την τριμερή απαρτίωση της προσωπικότητας… δηλαδή,

…η εξουσία (κυρίως στην ακραία της έκφραση) δεν υπακούει σε οτιδήποτε θεμιτό, παρά μόνο στον εαυτό της. Ως συμπεριφορική (λοιπόν) ταύτιση εκβάλλει ως «καταστολή», που έχει λάβει χώρα πρώτα στο ενδοψυχικό του ατόμου (ως απάντηση στη συστηματική υπόσκαψη και αλλοτρίωση, που χρονολογείται από την καταβολή του), και έπειτα στο κοινωνικό

…κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει αλήθεια η οποία να απορρέει από την ηθική του ατόμου, αλλά ηθική που απορρέει από την αλήθεια του ατόμου… και ασφαλώς την ικανότητά του όχι να καταστέλλει, αλλά να δημιουργεί… 

 

© 2021, Ελένη Κανακάκη, Ψυχολόγος

 

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Ο ναυαγός

Σε έναν αμετάβλητο χώρο…
 
-δεν έχω τη δύναμη να κινήσω τη βούλησή μου, να ενεργήσω,
-κάτι με εξαντλεί, ώστε να συνεχίσω προς τα μπρος, να προχωρήσω,
-δεν ξέρω πως να απαρτιώσω σε μία εκφραστική ολότητα τα διαφορετικά κομμάτια του εαυτού μου, για να μιλήσω και να ζητήσω
 
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι, γιατί ο ψυχικός χώρος και κατά συνέπεια ο περιβάλλον χώρος παραμένουν αμετάβλητοι; Γιατί δηλαδή το υποκείμενο της ψυχικής εργασίας βρίσκεται σε μία ψυχική ανημπόρια να μεταβάλλει την ανάγκη - επιθυμία του από στάσιμη σε κινητική και έπειτα αυτή τη μεταβολή να αρχίσει να την επεκτείνει και έξω από τον ψυχικό του χώρο; Περαιτέρω, τι είναι αυτό που το εμποδίζει; Tι είναι αυτό που το τρομοκρατεί ή το φοβίζει; Μήπως δηλαδή αυτό το «τερατώδες» αντικείμενο, που το τρομοκρατεί, το εξαναγκάζει να παραμένει ναυαγός στη μοναξιά σ’ ένα νησί, αντί να κατασκευάσει μία σχεδία και πάνω της να κολυμπήσει;...
 
Το δεύτερο ερώτημα, που τίθεται, είναι, με ποιον τρόπο το πρόσωπο αυτό ελπίζει να σωθεί; Σε ποιο άλλο πρόσωπο δηλαδή εναποθέτει τη σωτηρία του και πως θα συσχετιστεί με το τελευταίο αυτό πρόσωπο, για να σωθεί; 

Δύο λοιπόν ερωτήματα τίθενται σε μία ψυχική εργασία: 

Τι είναι αυτό που με τρομοκρατεί και οδηγεί σε μία ανάσχεση τη λειτουργικότητά μου, με την επίρρωση της οποίας μπορώ να επεξεργάζομαι ένα νόημα για την ύπαρξή μου, να ικανοποιώ τη θεμελιώδη ανάγκη της ύπαρξης αυτής και να θέτω τις αξίες και τις προσδοκίες μου για το μέλλον; 

Με ποιον τρόπο έχω αντικειμενοποιήσει τη σωτηρία μου, ως αγάπη μου για ένα πρόσωπο, στο οποίο έχω μεταβιβάσει κάτι από έναν ρόλο κηδεμονικό;


Καλώς και όχι κακώς οι άνθρωποι δεν είμαστε παντοδύναμοι. Η παντοδυναμία όχι μόνο εντάσσει κάποιον σε μία «μπραβίστικη» λογική επιβολής προστασίας με σχετικές ανταμοιβές, αλλά τον εξοβελίζει κατόπιν στο άυλο, το απόλυτα «άναρχο» και το απυρόβλητο, πράγματα με τα οποία δεν γίνεται εφικτό ένας άλλος να συνομιλήσει… 

Πέρα από το παραπάνω, αυτό στο οποίο έχω καταλήξει είναι πως πρακτικά ένας άνθρωπος δεν χρήζει υπέρτατης δύναμης, ανεξάντλητης εξουσίας και ναρκισσιστικής ολότητας, για να μπορεί να πραγματώνει την ύπαρξή του. Και τούτο, επειδή αυτή η αναζήτηση τον υποτάσσει σε μία εξάρτηση φαντασιακού τύπου, που τον υπονομεύει και του στερεί τη δυνατότητα να αποκτήσει τη δύναμη, την εξουσία και την πληρότητα που «απαρτιώνει» τη δική του τη ζωή. Ίσως αυτό που τελικά χρειάζεται, περισσότερο απ’ όλα ένας άνθρωπος είναι, 

ένας «έλεγχος»… 
…για να σπρώχνει μακριά του το κακό, να θέτει όρια στο αρκετά συμβατικό και να επικοινωνεί μία αλήθεια στο «καλό»…
 
και λίγοι καλοί φίλοι…
…που (ως ομοπαθείς) να τον νοιάζονται και να τον συμπονούν…
 
 
© 2021, Ελένη Κανακάκη, Ψυχολόγος

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Του Αγίου Βαλεντίνου

«…ορκίστηκα… τη μαχαιριά που μου ‘δωκες να σου την κάνω γέλιο…»

Και έτσι φαίνεται να ξεκινάει η ιστορία. Όμως η ιστορία έχει ήδη αρχινίσει, όταν το υποκείμενο πήρε την απόφαση να μάθει την αλήθεια για τον εαυτό του. Όχι, για να καταλήξει να αποδώσει ένα νόημα στη μιζέρια που είχε κυριαρχήσει στη ζωή του, κυρίως για να εγχειρίσει τον εαυτό του και να βγάλει από μέσα του τη μεταλλική ράβδο που του είχε διαπεράσει το στομάχι, μπουκώνοντάς το με μία βλαβερή και μιαρή τροφή… Μία ράβδος που μετατράπηκε σε στιλέτο με το οποίο επιτέθηκε, δικαιολογημένα μεν αλλά και κάπως βάναυσα δε, πληγώνοντας την περηφάνια και το κύρος, ας πούμε, του θεσμού.

Από εκεί και έπειτα όλοι οι εμπλεκόμενοι θα ανδρώσουνε το αίτημά τους, ο καθένας ως αίτημα ερωτικό, καθόσον η ερωτικοποίηση του αιτήματος λειτουργεί ως άμυνα ενάντια στην έκφραση αναγκών που εκκινούν από το βάθος της ιστορίας του ατόμου.  Η καταφυγή στην ερωτικοποίηση, ως αμυντικό μηχανισμό, δεν είναι υποχρεωτική. Τα χαρακτηριστικά δηλαδή της προσωπικότητας, και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ατόμων, μαζί με το υπόρρητο, το λανθάνον αίτημα που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του άλλου, θα γαλουχήσει τη σαγήνη η οποία θα εκφραστεί αμοιβαία, δηλαδή αμφίδρομα μέσα στο διυποκειμενικό. Αλλά ας τα εξηγήσουμε καλύτερα όλα αυτά.

 


Πίσω από ένα παιδί που «αντιδράει» κρύβεται συχνά η ανάγκη του να του «χορηγηθεί» ένα όριο, ώστε ο κόσμος του να γίνεται περισσότερο διαχειρίσιμος, νοηματοδοτούμενος και κατανοητός. Πίσω από ένα «πλαίσιο» που σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να «αντιδράει», απέναντι σε μία φυσική και εύλογη πορεία πραγμάτων, κρύβεται η ανάγκη του να του δοθεί ένα μέτρο έκφρασης και ένα μέτρο ορισμού της τάξης. Αυτή ακριβώς η ανάγκη διακινείται μέσα σε ένα συλλογικό ασυνείδητο θεσμικό ρευστό, για να καταλήξει να καρπωθεί της προσοχής που του χρειάζεται την κατάλληλη στιγμή, αφού όμως έχει φιλτραριστεί από το ατομικό ασυνείδητο όσων λάβουν τη γενναία μάλλον απόφαση να εμπλακούν.

Έτσι, μία ασυνείδητη συλλογική – θεσμική «διάθεση» να επανέλθει η συλλογικότητα αυτή στο κέντρο της, δηλαδή στον «εαυτό» της, θα εκφραστεί μέσα από τα ατομικά ασυνείδητα αυτών των εμπλεκομένων. Οι τελευταίοι θα μπουν στον ψυχικό κόπο να την παραλάβουν (ή θα κάνουν τη θυσία! να την αποδεχτούν, για χάρη άλλου, χωρίς να τους αναλογεί), και να την απευθύνουν σε εκείνο το πρόσωπο, που με λανθάνοντα τρόπο έχει μεταβιβάσει στο «πλαίσιο» μία «απαίτηση» που έρχεται από τα βάθη της ατομικής του ιστορίας. Μία απαίτηση για μία ακαταμάχητη αγάπη και αναγνώριση, παρά το γεγονός ότι αμύνεται ενάντια σε αυτό που ήδη απαιτεί (γιατί η τροφή αυτή του σουβλίζει το ήδη μπουκωμένο του στομάχι), πράγμα που το κρατάει ισοβίως μέσα σε μία «ελευθερία» που δεν είναι εφικτό να «χρησιμοποιηθεί»…

 …δεν αντέχω να με τρέχεις άλλο, δεν είμαι τόσο δυνατός

…δεν μπορώ να σε «υπηρετώ» συνέχεια, δεν είμαι ατελείωτος

…δεν μπορώ να εκτελώ όλα όσα μου ζητάς, δεν σου είμαι αρκετός

Έτσι μία αδήριτη απαίτηση οδηγεί στην ανάδυση ενός πραγματικού παραπόνου, αλλά και του ατομικού αιτήματος  για δύναμη, απεραντοσύνη και πληρότητα, αιτήματα που μία «παντοδύναμη» αλλά απλησίαστη οντότητα θα μπορούσε -επειδή έχουν προϋπάρξει ως ανάγκες δικές της- να ικανοποιήσει…

Όπως είπα και στον φίλο μου τον Κ., η δουλειά των ειδικών ψυχικής υγείας (όσοι είναι φιλότιμοι και και όσοι είναι όντως ειδικοί…) είναι να σπεύδουνε συχνά να καθαρίσουνε… εκεί που κάποιοι άλλοι έχουνε βρωμίσει…

 

© 2021, Ελένη Κανακάκη, Ψυχολόγος