(Η αντίσταση)
Αφορμή για τη συγγραφή αυτού του
άρθρου υπήρξε (μεταξύ άλλων) η αμερικάνικη κινηματογραφική ταινία «ο ναυαγός». Δύο
πράγματα ενδιαφέρουν στην όλη υπόθεση: Το πρώτο αφορά στη σύνδεση ενός προσώπου
με ένα άψυχο αντικείμενο (μία μπάλα), παρέχοντας έναν υπαινιγμό, για τη
λειτουργία της προβολής, στην επικοινωνία. Το δεύτερο είναι το γεγονός πως ένας
άνθρωπος, που αναγκάστηκε να παλέψει με τα «θεριά» της φύσης, όπως ακριβώς
έκαναν οι πρωτόγονοι, αφού εσώθη, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τις θλίψεις της
πολιτισμένης ζωής. Ποιο είναι το χειρότερο; Αυτό δεν είναι ερώτημα, ας πούμε,
επιστημονικό, αλλά, κατά κύριο λόγο, φιλοσοφικής υφής. Ένας υπαινιγμός πάντως, που
μπορεί να οδηγήσει σε υποθέσεις, προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι πως οι
άνθρωποι εξέλιξαν τη νοημοσύνη τους επειδή έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους
εαυτούς τους και όχι τη φύση ή τα υπόλοιπα πλάσματα της πανίδας.
Το ζήτημα της κοινωνικοποίησης
έχει απασχολήσει όχι μόνο τις γνωσιοσυμπεριφοριστικές θεωρίες της ψυχολογίας αλλά
και τις ψυχαναλυτικές, βέβαια μ’ έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο και, αν δεν
απατώμαι, πριν από τις πρώτες. Ο Έριχ Φρομ είχε διαφορετική άποψη από τον
Φρόιντ, αναφορικά με την μονόσημη και μονόδρομη σημασία που κυρίως της απέδιδε ο
δεύτερος, όμως εγώ δεν θα προβώ εδώ σε ανάλυση σχετική, διότι θα επιχειρήσω
κάτι τέτοιο σε επόμενο άρθρο μου. Να καταλήξω όμως σε κάτι που έχω ήδη υποστηρίξει
και στο παρελθόν.
η κοινωνική αναφορά ΔΕΝ είναι
διπολικής υφής, του τύπου “κάντε απαρεγκλίτως τούτο, μην κάνετε το άλλο, γιατί
θα καείτε στην πυρά”
Και τούτο ισχύει πολύ περισσότερο
στις περιπτώσεις εκείνες, όπου το πραγματικό ή αλλιώς το οφθαλμοφανές κόστος
είναι πραγματικά ανύπαρκτο, αν αναλογιστεί κάποιος πως δεν θα υποστεί ποινική ή
άλλου τύπου δίωξη, για τις επιλογές του. Πέραν όμως τούτου, τα σημερινά ήθη, οι
άγραφοι κανόνες και η αποπροσωποίηση των σχέσεων, στις σύγχρονες, δυτικές,
αστικές κοινωνίες, όχι μόνο επιτρέπουν την προσωπική σφραγίδα στις κοινωνικές
σχέσεις και διευθετήσεις, αλλά επιπλέον, πολύ συχνά την προωθούν και την προστατεύουν.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, όπου
δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με ποινικά κολάσιμες πράξεις ή με πράξεις που
κινούνται στο απώτατο άκρο μίας «κανονικής κατανομής», έξω δηλαδή από τον χώρο
του κοινωνικά επιτρεπτού πλουραλισμού (ώστε να διαταράσσεται η άγραφη κοινωνική
ανοχή και να γινόμαστε δακτυλοδεικτούμενοι), το πρόβλημα είναι άλλο...
Εν πρώτοις, έχει σημασία να
αντιληφθούμε πως ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τα «σημαίνοντα» (για να χρησιμοποιήσω έναν γλωσσικό όρο), θ’ αναδείξει
κατάλληλα τα σχετικά «σημαινόμενα».
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά πως αυτό που μας φοβίζει, αυτό και μας συμβαίνει.
Αν φοβόμαστε να φανερώσουμε λ.χ. τον ομοφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό μας και
να χειριστούμε τους «αντιφρονούντες»,
ενδεχομένως να γίνουμε αντικείμενο εμπαιγμού, ή αν φοβόμαστε να φανερώσουμε τον
«παράνομο-ενοχικό;» έρωτα, τότε είναι
πιθανό να λοιδορηθούμε.
Για να καταλήξω, τέτοιας φύσης
δικαιώματα είναι, εν γένει, αναγνωρίσιμα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Ο τρόπος
όμως με τον οποίο χειρίζεται
και υποστηρίζει κάποιος τη
νομιμότητα των επιλογών του, μπροστά στους συνανθρώπους του, θα τον κρατήσει
ενταγμένο ή σε απόσταση ή τελικά θα τον απεντάξει, τίνι τρόπω..., από το
πλαίσιο των διαπροσωπικών ή και κοινωνικών του επαφών. Τούτοι οι χειρισμοί
προϋποθέτουν ασφαλώς την εμπιστοσύνη στον εαυτό, αίσθημα το οποίο
στηρίζεται στην πραγματική αναγνώριση
και αποδοχή της νομιμότητας των επιλογών, την απενοχοποίησή τους δηλαδή, στην
ικανότητα να συνομιλούμε, να επιχειρηματολογούμε και να πείθουμε τους άλλους
ή εναλλακτικά να παραμένουμε ακλόνητοι στις αποφάσεις μας, και τέλος στη
διακρίβωση της πραγματικής επιθυμίας.
Μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί και να συντηρηθεί η εμπιστοσύνη στα άλλα πρόσωπα, απαραίτητη προϋπόθεση της
κοινωνικής αλληλεπίδρασης και συναλλαγής.
Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο μέρος της
ανάλυσής μας. Στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία η «αντίσταση» αφορά στην ασύνειδη άρνηση του ατόμου να
θεραπευτεί. Στην πραγματική ζωή συμβαίνει κάτι αντίστοιχο, όταν ένα πρόσωπο
αντιστέκεται σθεναρά στη θέαση της πραγματικότητας, της δικής του και ασφαλώς
στη θέαση της πραγματικότητας της ζωής.
Κανένας άνθρωπος δεν αγαπάει
ανιδιοτελώς. Αυτό εξάλλου είναι λογικώς αδύνατο και μία τέτοια παραδοχή δεν διατυπώνεται
(από τη γράφουσα) διόλου επικριτικά. Και τούτο το υποστηρίζω, επειδή κρίνω πως οι
πράξεις μας πάντοτε, μα πάντοτε, όταν εκδηλώνονται, ερμηνεύονται και κατ’
επέκταση, αξιολογούνται (από εμάς τους ίδιους), σύμφωνα με κάποιο είδος
συναισθηματικής ή υλικής απολαβής, όποια και αν είναι αυτή, ρητή ή άρρητη,
συνειδητή ή ασυνείδητη. Διαφορετικά θα έχαναν τον ειρμό, το νόημα ή τη σημασία
τους. Έτσι, η πρόταση «όλα σ' τα προσέφερα, μα τίποτα δεν πήρα» δεν περιέχει κάποια αλήθεια. Διότι ασφαλώς
το κέρδος έχει ξεκινήσει, από καταβολής… να αντλείται, διέποντας την όλη
διαδικασία της θυσίας και της προσφοράς.
Η «επιθυμία», εν προκειμένω, συνιστά
μία επίφαση, αφού το υποτιθέμενα επιθυμητό αντικείμενο είναι, στην ουσία,
ανεπιθύμητο, απλά και μόνο το μεταφορικό μέσο, που φέρει μέσα του την απόπειρα αποκατάστασης και συντήρησης
της αυτοεικόνας, και της νομιμοποίησης του δεδομένου (προϋπάρχοντος) προτύπου
ζωής, καθόσον τα πρόσωπα που «επιθυμούμε»,
είναι αυτά που θα «υποδεχτούν», μέσω
της προβολικής διαδικασίας, τις προσδοκίες μας για τον εαυτό. Όπως, κατά
κάποιον τρόπο, συνέβη και με τον πρωταγωνιστή της ταινίας, ο οποίος
συνομιλούσε, προκειμένου να επιλύσει τα προβλήματά του (λαμβάνοντας σχετικές
διαβεβαιώσεις, για τις επιλογές του), με μία μπάλα, για την οποία απεπειράθη μάλιστα και να
πνιγεί!!
η ανιδιοτελής αγάπη δεν είναι υπαρκτή, πολύ περισσότερο όταν δεν
εμπλέκει καθόλου ή έστω μόνο ελάχιστα το «αντικείμενο» στους στόχους
του εκφραστή, γι’ αυτό τούτο το πρώτο δεν προσεγγίζεται ποτέ πραγματικά και σίγουρα
όχι έξω από θωρακίσεις ή οιαδήποτε υφής αμυντικές διαδικασίες
Αυτή η αντίσταση μπορεί να λάβει
περισσότερες μορφές. Από απλές ζήλειες παθολογικές έως και κατασκοπεύσεις της
ζωής του άλλου, παράπονα, δικαιολογίες
(περί κοινωνικής νομιμότητας ή επιταγής), μεταπηδήσεις από την καταγγελία στην
παράκληση και άλλα χίλια δυο…
Ο φίλος μου και ψυχίατρος,
Κλεόβουλος Αδάμας, μέλος μίας ποιητικής ομάδας ψυχαναλυτών, είχε δηλώσει
κάποτε:
«είναι αδύνατο, για κάποιον, να δώσει μία μάχη έξω του, αν
προηγουμένως δεν την έχει δώσει μέσα του…
καθόσον έχει εντοπίσει, σε λανθασμένη τοποθεσία, τους εχθρούς του…
…εν τοιαύτη περιπτώσει, τίθεται τελείως αναρμόδιος ο οιοσδήποτε να
δώσει λύση, σε τέτοιες διευθετήσεις, διότι αφαιρείται το θεμελιώδες συστατικό
της «σωτηρίας: Η προσωπική επιθυμία γι’ αυτήν.
Θα θυμάσαι τους στίχους του Βάρναλη, ασφαλώς...
“Και αν είναι ο λάκκος σου βαθύς, χρέος με τα
χέρια σου να σηκωθείς”.»
© 2016 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου