Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

Σ' αυτό το blog, τα εκφραστικά μέσα δεν αφορούν μόνο στους λόγους...

Svetlana Zakharova:
Revelation

Svetlana Zakharova - Patrick de Bana:
Digital love

Καλή σας διασκέδαση !





© 2016 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ


Η προσωπική μου γνώμη, την οποία δεν σκοπεύω ουδόλως να αναπτύξω, επί της παρούσης, είναι πως οι λειτουργίες της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης συνιστούν κατηγορηματικώς διυποκειμενικά φαινόμενα αμφίδρομης και όχι μονόδρομης πορείας.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό το οποίο μπορεί να νοιώσει κάποιος «αντιμεταβιβαστικά» -οπωσδήποτε και στο πλαίσιο της καθημερινότητάς του- ως «στοίχειωμα», πατάει ακραιφνώς και απαρεγκλίτως, στα ειδικά ζητήματα, που άπτονται του δικού του ψυχισμού, ο οποίος είναι καθ’ όλα έτοιμος και «επιθυμεί» να το φιλοξενήσει… 

Αναλογιστείτε, επί παραδείγματι και εν σχέσει, με το ακριβώς προηγούμενο, τις ενδεχόμενες φανερές «απολήξεις» μίας «προσφοράς» (ενός ψυχικού αντικειμένου), η οποία στιχουργικώς ερμηνεύει μία άδηλη και προπάντων αναπόδεκτη εσωτερική συνθήκη, η οποία δεν περιλαμβάνει μία μόνο σημασία, αλλά περισσότερες: «...μικρό παιδί, μικρό πουλί που πας στην καταιγίδα...». Αναλογιστείτε περαιτέρω, γύρω από την επικοινωνιακή διάσταση αυτού του σημείου ταύτισης δύο προσώπων, στο πλαίσιο του διπόλου αυτού.

Έτσι λοιπόν, οι δύο αυτές λειτουργίες αφορούν σ’ έναν ειδικό τρόπο επικοινωνίας, μετάδοσης δηλαδή πληροφοριών, «αιτημάτων...» και συναισθημάτων που δεν έχουν λάβει σαφή μόρφή, και ο οποίος προωθεί την εξέλιξη των διαμειβωμένων, στο πλαίσιο του συτυστήματος αυτού, μέσω της συμπερίληψης του ψυχικού μεταβολικού συστήματος του ανθρώπου (στις σχετικές διαδικασίες) και της μετατροπής των εξερχομένων…, ακόμη και σε τέχνη…




© 2016 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ

(Η διπλή λειτουργία του θυμού)

(Edvard Munc_Self Portrait)

Ο θυμός, ως συναισθηματική εκδήλωση, έχει περισσότερες εκφάνσεις, ενώ παρουσιάζει επιδημική συμπεριφορά, με λιγότερο πρόδηλο τρόπο, από αυτόν της προβλητικής ταύτισης ή της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, διαδικασίες που περιγράφουν, μέσες άκρες, τον αρνητικό τρόπο, με τον οποίο αντιδρούν οι άνθρωποι, στην εχθρικότητα των άλλων.

Αισθήματα ματαίωσης, εσωτερικού τρόμου ή/και ανικανοποίητου και εσωτερικές συγκρούσεις φαίνεται πως εκβάλλουν ως απροκάλυπτος θυμός, εναντίον οποιουδήποτε ή οτιδήποτε ή εναλλακτικά, όταν ο θυμός δεν βρίσκει εξωτερικό αντικείμενο, μαζοχιστικά και αυτοκαταστροφικά, με τη μορφή της δυσθυμίας, της κατάθλιψης ή και με άλλες μορφές, όπως με την απ’ ευθείας επίθεση, στο σώμα.

Το όλο πράμα μπορεί να καταστεί αδιέξοδο, υπό την έννοια πως εκδηλώνεται αδυναμία να λεκτικοποιηθούν τα «συμβάντα» της εσωτερικής ζωής, που περιλαμβάνουν αυτά τα συναισθήματα, και να διαλευκανθούν οι προσωπικές, υποκειμενικές σημασίες που αποδίδει, στα συμβάντα αυτά, το άτομο.

Το παραπάνω σημαίνει πως δεν γίνεται κατανοητό, τι σημαίνει (για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο) η ματαίωση, ποια είναι η ουσία του τρόμου του, ποιο ακριβώς είναι το ανικανοποίητό του και πόσο εφικτό είναι τούτο να θεραπευτεί και με ποιους τρόπους, πως προκύπτει η εσωτερική σύγκρουση και ποιες είναι οι αντιστάσεις στην επίτευξη της κατανόησης όλων αυτών των θεμάτων που το αφορούν.

Έτσι λοιπόν όλα τούτα τα συναισθήματα μετατρέπονται σ’ ένα άρρητο και ασυνείδητο αίτημα, το οποίο, ενώ διαθέτει αδιαμφισβήτητα επικοινωνιακό χαρακτήρα, ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντίσταση στην έλευση περιεχομένων του υποσυνείδητου στο συνειδητό, ενώ κατά κανόνα δεν «αναζητάει» την ικανοποίησή του, εφόσον δεν διαθέτει σαφή εσωτερική δομή και δεν έχει περάσει σαφώς στο χώρο της γλώσσας. Είναι λοιπόν ένα αίτημα «μη αναλυθέν» ένα αίτημα αταχτοποίητο, ένα αίτημα που δεν διαθέτει παραλήπτη, ένα αίτημα που υποσκάπτει την εξεύρεση λύσεων, στα προβλήματα, και απαντήσεων στα ψυχικά συμβάντα, ενώ παράλληλα μεταδίδει το θυμό, σε πρόσωπα του περιβάλλοντος, τα οποία μπορούν, εν δυνάμει, να ταυτιστούν με τον «ενδιαφερόμενο», στις άρρητες «συνιστώσες» του θυμού του.

Σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, πολλοί άνθρωποι παραμελούν τα καθήκοντά τους, άλλοτε συμπεριφέρονται με κυνισμό και άλλοτε αντιδραστικά, σαδιστικά ή αλλοπρόσαλλα. Μέσα στους αιτιολογικούς παράγοντες συμπεριλαμβάνεται και η επίθεση, ενάντια στο πλαίσιο της ζωής τους, καθόσον τελούν υπό την επήρεια μίας γενικευμένης κατάστασης θυμού άλλων προσώπων, πράγμα το οποίο εντείνει τη δράση των δικών τους «άλυτων» εσωτερικών θεμάτων, που σχετίζονται με τις συνιστώσες του θυμού κάποιου ή κάποιων άλλων.

Ειδικότερα, σε περιπτώσεις όπου μπορούμε να υποθέσουμε κάποιου έστω βαθμού οριακότητα και όπου τα «αδιέξοδα» είναι ισχυρά, οι ερωτικοί σύντροφοι των ανθρώπων, που κινούνται περισσότερο ή λιγότερο μέσα σε αυτή την περιοχή, έρχονται αντιμέτωποι -με τον πλέον ακραιφνή τρόπο- με τα φορτία θυμού των ατόμων αυτών. Ο θυμός αυτός προκαλείται από τον τρόμο της εγκατάλειψης, από τον ερωτικό τους σύντροφο, και από τις ματαιώσεις που ο τελευταίος προκαλεί σε αυτούς, όταν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις φαντασιώσεις εξιδανίκευσης και στις απαιτήσεις που προβάλλουν, ακόμη και εξωλεκτικά, καθώς κινούνται, σε κάποιο βαθμό, εκτός πραγματικότητας.

                                                                           (Edvard Munc_Melancholy)

Περαιτέρω, οι άνθρωποι του ευρύτερου διαπροσωπικού περιβάλλοντος «προσκρούουν», κατ’ εξακολούθηση, πάνω στο παραπάνω περιγραφέν αίτημα, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται ο ψυχικός τους χώρος από ασυνείδητο θυμό, λόγω της λειτουργίας του θυμού του άλλου.

Όσον αφορά τον πιο πάνω περιγραφέν ψυχικό χώρο, τα άτομα παρουσιάζουν μία σημαντική αδυναμία να διατηρήσουνε ερωτικές σχέσεις, λόγω του γεγονότος πως έχουν «διχοτομήσει» τον ερωτικό τους σύντροφο, ο οποίος γίνεται αντιληπτός, άλλοτε ως πρόσωπο φροντιστικό και άλλοτε ως πρόσωπο ματαιωτικό. Έτσι λοιπόν αναπτύσσονται αμφιθυμικά συναισθήματα, σύμφωνα με τα οποία ο ερωτικός σύντροφος άλλοτε λατρεύεται και εξιδανικεύεται, ενώ άλλοτε κακίζεται και υποτιμάται. Το τελευταίο καταλήγει σε φυσικό επακόλουθο, αφού είναι ασφαλώς αδύνατο, στον οποιονδήποτε, ν' ανταποκρίνεται συνεχώς σε προσδοκίες, σύμφωνες με ένα σύνολο εξιδανικεύσεων, λιγότερο λογικών απαιτήσεων και αναγκών αδιάπαυστης επιβεβαίωσης της αγάπης και της αποδοχής του, για ένα πρόσωπο.

"..είσαι ο Θεός μου, σε θέλω, σ' αγαπώ, αλλά θα με τσακίσεις... 

οπότε δεν πρόκειται να δεσμευτώ..."

Έτσι, ο άνθρωπος που κινείται μέσα στην ψυχολογική αυτή σφαίρα, υποσκάπτοντας συνεχώς τις σχέσεις του, ταλανίζεται από ένα ατέρμονο «πήγαινε - έλα» στους ερωτικούς συντρόφους, τους οποίους συχνά εγκαταλείπει, προκειμένου ν’ αποφεύγει την επαναλαμβανόμενη βίωση της εγκατάλειψης, λόγω εξάντλησης των συναισθηματικών αποθεμάτων, από αυτούς. Εξ' ου, ενδεχομένως, και τα αισθήματα κενού, που πολύ συχνά βιώνουν, αν λάβουμε υπόψη πως η εγκατάσταση συναισθηματικών αναπαραστάσεων και η πιο ασφαλής και σταθερή σύνδεση με τους άλλους εμποδίζεται ή προσκρούει συνεχώς πάνω στα ακατάληπτα εξωλεκτικά «μηνύματα – αιτήματα», με τα οποία «Αιφνιδιάζουνε» κυριολεκτικά τον άλλον (για το τι τους θυμώνει ή για το τι επιθυμούν) και στις άμυνες που προβάλλουν, ενάντια στην Πραγματική (με όλη τη σημασία της λέξεως) επαφή.

"...κάνε με να νοιώθω, Πάντοτε για σε σημαντικός, να με διεκδικείς, να με λατρεύεις χωρίς όρια, να μ' έχεις για Θεό..."

Στο πλαίσιο της ψυχολογικής αυτής λοιπόν «περιοχής», η εγκατάλειψη λειτουργεί ως «απόδειξη» της ύπαρξης ενός κακού εαυτού. Ο λόγος για τον οποίο δηλαδή θεωρείται πως εγκαταλείπεται κάποιος είναι η ύπαρξη κακότητας, από μεριάς του. Από τη μία λοιπόν έχουμε την ανάγκη της εξάρτησης από ένα φροντιστικό πρόσωπο και από την άλλη τον τρόμο της εγκατάλειψης, από το πρόσωπο αυτό, και την αναμενόμενη έγερση της ενοχής, για τον κακό εαυτό.
 
(Edvard Munc_Love & Pain)

Πολλές φορές αυτός ο φόβος, για την εσωτερική κακότητα (ο οποίος, σημειωτέον, προκλήθηκε από την ακατάλληλη συμπεριφορά του φροντιστικού προσώπου, κατά την βρεφική ηλικία και τις επαναλαμβανόμενες αρνητικές νοηματοδοτήσεις των πράξεων του αναπτυσσόμενου ανθρώπου, από το πρόσωπο φροντίδας και εν συνεχεία από πρόσωπα του περιβάλλοντός του, μέσω αμφίδρομων αλληλεπιδράσεων...), μπορεί να κινητοποιήσει έναν άνθρωπο σε πράξεις επανορθωτικές (της υποτιθέμενης «κακότητας»), μόνο όμως όταν έχουν συνυπάρξει, στο παρελθόν, θετικά αντισταθμίσματα, στ' αρνητικά βιώματα, που υπενθυμίζουνε, σ’ αυτόν, τη θερμή και στοργική πλευρά της ζωής, καθώς επίσης και την «ομορφιά» τη δική του.

Αυτή η κινητοποίηση εξυπηρετεί επιπλέον μία περίπλοκη εσωτερική συνθήκη (και πέρα από την προηγούμενα ρηθείσα τάση για εξιδανίκευση, η οποία δεν έχει χάσει, κατά τ' άλλα, τον αμυντικό της χαρακτήρα, ως αποφυγή της πραγματικότητας): Αφενός συνιστά μία προσπάθεια εκπλήρωσης των προσδοκιών του εσωτερικευμένου (στον ψυχισμό) φροντιστικού προσώπου, εξαγνίζοντας τον «κακό εαυτό» (ασύνειδο διωκτικό παραλλήρημα). Παράλληλα δε, προστατεύει το άτομο από τους πραγματικούς κινδύνους ή/και την ενοχή που ελλοχεύουν, στην περίπτωση της εκδραμάτισης της εχθρικότητας, εις βάρος ατόμων, πάνω στα οποία έχει προβληθεί ο «κακός εαυτός».

Και τα δύο τούτα λοιπόν αντικρουόμενα συναισθήματα, της λατρείας δηλαδή και της απόρριψης του ερωτικού συντρόφου (λόγω της υποτιθέμενης ή της πραγματικής ματαιωτικής του συμπεριφοράς), προβάλλονται σε αυτόν, ώστε να βιώνεται εκείνος ως αμφιθυμικός και αντιφατικός, στη συμπεριφορά του, προς τον ενδιαφερόμενο. Με λόγια απλά, ένας άνθρωπος που αγαπάει και μισεί το ίδιο πρόσωπο (λόγω του φόβου της εξάρτησης, από αυτό, και των εμπειριών ματαίωσης), κατηγορεί το πρόσωπο αυτό πως λειτουργεί, κατά πως το βολεύει, ότι είναι συνεπώς εκείνο, που τον αγαπάει και τον μισεί ταυτόχρονα, πως είναι δηλαδή απέναντί του αντιφατικό.

Ο υποκείμενος θυμός εκτινάσσεται, ανά πάσα ώρα και στιγμή, όταν θα εγερθεί (παράλογα ή για λόγους μη αντικειμενικούς και κατανοητούς, αλλά και υπό την επήρεια αισθημάτων ζήλειας) η αμφιβολία, για την αγάπη και την αφοσίωση του συντρόφου, του οποίου συνηθισμένες συμπεριφορές ερμηνεύονται λανθασμένα, ως απόρριψη, ως έλλειψη προσοχής και ως άρση της αγάπης του προς το σύντροφό του. Η δυνατότητα αυτοκαθησυχασμού δε είναι αμελητέα.
 
(Edvard Munc_Jealousy)

"…ένα αθώο σεξουαλικό αστείο, κατά τη διάρκεια μίας κρασοκατάνυξης, μπορεί να ξυπνήσει τη ζήλεια του. Μία έλλειψη προσοχής, λόγω φυσιολογικής κούρασης, ή μία συγκράτηση, από την υπερβολική έκφραση θαυμασμού, για τον ίδιο, ή τα επιτεύγματά του, μπορεί να ξυπνήσει το φθόνο, εις βάρος του συντρόφου (με την ιδέα ότι ο τελευταίος υπαινίσσεται την έλλειψη αξίας του «αγαπημένου» του) και τον τρόμο πως θα εγκαταλειφθεί σύντομα, από αυτόν... Έτσι επιζητείται συνεχώς και βασανιστικά, από τον άλλον, ν' αντιλαμβάνεται το «εξωλεκτικό υλικό» και να προβαίνει στις κατάλληλες επανορθώσεις και πραχτικές διεκδίκησης ... "

...τότε εσείς μένετε εμβρόντητοι...
"τι έκανα πάλι;;.. γιατί είναι αλλοπρόσαλλος;;... γιατί μου γύρισε την πλάτη;;... γιατί είναι μία έτσι... και μια αλλιώς;;... γιατί μου κρύβεται ή με αποφεύγει συνεχώς;;..."

Περαιτέρω, είναι δυνατόν να στρατολογηθούν χειριστικές πρακτικές (όχι χρησιμοθηρικές, αλλά για τη θεραπεία του ελλείμματος), οι οποίες όχι μόνο θέτουν τον άλλον σε μία συνεχή διαδικασία «εξετάσεων», για τα κίνητρά του, και ελέγχου των συναισθημάτων του, αλλά εκδραματίζουν καμουφλαρισμένα την εκδίκηση και το σαδισμό, τα οποία έχουν γεννήσει οι χρόνιες ματαιώσεις. Ταυτόχρονα, το πραγματικό ή/και το συναισθηματικό «κρυφτό» λαμβάνουν διαστάσεις καθολικές, διαιωνίζοντας…

…τις επαναλήψεις του τρόμου, του ανικανοποίητου και του κενού…


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παπαγεωργίου, Ε. Οριακή προσωπικότητα. Ανακτήθηκε από
Μάνος, Ν. (1997). Διαταραχές της προσωπικότητας, Διαταραχές της προσαρμογής: Μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας. Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press
Σήγκαλ, Χ. (2001). Εισαγωγή στο έργο της Μέλανι Κλάιν. Αθήνα: Καστανιώτη
Χριστοπούλου, Α. (2001). Εισαγωγή στην ψυχανάλυση. Αθήνα: Καστανιώτη
Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην ψυχοπαθολογία του ενήλικα. Αθήνα: Τόπος


© 2016 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΝΩΡΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ "ΕΞΟΥΣΙΑΣ"



 (πίνακας: Rene Magritte)


Έχω ακούσει αρκετούς να λένε πως ο Freud απεφάνθη ότι οι άνθρωποι ευτυχούν, όταν εκπληρώνουν κάποια παιδική επιθυμία. Επειδή όμως το χρήμα δεν συνιστά μία παιδική επιθυμία, δια τούτο και δεν φέρνει, στους ανθρώπους, την ευτυχία. Από αυτή τη ρήση λοιπόν αφορμώμενοι, αναπτύσσουν τον προσωπικό τους πλέον λόγο, γύρω από τα παιδικά όνειρα γενικότερα, τις δικές τους παιδικές επιθυμίες και άλλα συναφή.

Εγώ βέβαια ας συμπληρώσω πως ο S.Freud, τον οποίο σημειωτέον θαυμάζω, χωρίς ασφαλώς να ενστερνίζομαι πάντα τις απόψεις του, είχε ήδη υποστηρίξει πως τα τέκνα, όταν δεν επιδιώκουν να ασελγήσουνε στο σόι τους, φαντασιώνουν πως θα το φονεύσουν...

 Ίσως τελικά το χρήμα να μην βρίσκεται ολότελα έξω από το πανέρι των παιδικών επιθυμιών, αν αναλογιστούμε πως θα μπορούσε κατ’ αρχάς να λάβει την αξία του μεταβατικού αντικειμένου. Να αποτελέσει δηλαδή περιστασιακά έναν κοινό τόπο παιχνιδιού και επαφής με την τροφό μητέρα (όπως κάθε άλλο παιχνίδι) και να επενδυθεί με ψυχικό υλικό, κουβαλώντας συνεπώς τις προσδοκίες που αναπτύσσει το παιδί και οι οποίες κατευθύνονται προς τον κοινωνικό και διαπροσωπικό του χώρο, αλλά ακόμη περισσότερο τις προσδοκίες της μητέρας…

Κατ’ αρχήν λοιπόν, το χρήμα μπορεί να κωδικοποιηθεί ως σύμβολο έκφρασης προσδοκιών, οι οποίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν σαδιστικές, μαζοχιστικές, αποθησαυριστικές και ναρκισσιστικές (όχι αναίτια...) ικανοποιήσεις, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο κοινωνικός χώρος του ατόμου να γίνεται φαντασιακά αντιληπτός ως συναποτελούμενος από άτομα που λειτουργούν ως μερικά αντικείμενα, ως αντικείμενα δηλαδή που προσφέρουν «μερικές» ικανοποιήσεις, χωρίς να γίνεται αντιληπτή η ψυχοσωματική ολότητα αυτών των προσώπων, η οποία εκφράζει ένα σύνολο διαρθρωμένων αναγκών και λειτουργιών.

Παράλληλα, σταδιακά και σε πλαίσιο συμπεριφοριστικών επιδράσεων, ο πολιτισμός θα τελεσιδικήσει πάνω στο ψυχικό σώμα, κατά τρόπο που η αξία του χρήματος να λάβει τις πραγματιστικές, οικονομικές του διαστάσεις και να κατοχυρωθεί ο ρόλος του ως σύμβολο έκφρασης προσδοκιών, ως σύμβολο ελέγχου, ως σύμβολο εσωτερικού και εξωτερικού κύρους και ως σύμβολο εξουσίας. Και όσο περισσότερο μία τέτοιου τύπου σχέση, με το χρήμα, εμπεδώνεται, τόσο πιο δύσκολο καθίσταται, για το άτομο, να αντιληφθεί τις διαφορετικές τραγικές (πολύ συχνά) διαστάσεις της μοίρας, που επιφυλάσσει μία τέτοια εμπέδωση, για όλους τους "συναλλασσόμενους"...

Πριν από μερικές ώρες, παρακολούθησα (αναπόφευκτα) μία συνέντευξη πρόσληψης μιας νεαρής κυρίας, δικηγόρου στο επάγγελμα, η οποία υλοποιούνταν μέσα σ’ ένα κεντρικό καφέ, απέναντι από τα δικαστήρια, στην Ευελπίδων. Κατόπιν της ενημέρωσης που έλαβε, γύρω από το αυστηρό εργασιακό πλαίσιο, που περιλαμβάνονταν στο “job description”,  και αφορούσε σε μία πληθώρα καθηκόντων και απαιτήσεων, στην τήρηση αυστηρού οκταώρου, με προσωρινή απαιτούμενη προσέλευση, μισή ώρα πριν την έναρξη του ωραρίου, η υπάλληλος - ελεύθερη επαγγελματίας ενημερώθηκε πως ο μισθός της, μετά την αφαίρεση όλων των φόρων, αλλά χωρίς την αφαίρεση των όποιων συνδρομών και ασφαλιστικών εισφορών, θα ανέρχεται στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ πάνω κάτω. Ήτοι, το καθαρό ληφθέν ποσό δεν θα ήταν δυνατό να ξεπερνάει το ήμισυ του ακριβώς παραπάνω ποσού.

Κάπου εδώ ερχόμαστε να διερωτηθούμε και να θέσουμε, προς εξέταση, κάποια σχετικά ζητήματα:
- Ποιος ακριβώς είναι ο ψυχικός «λόγος» και τα  ψυχικά αιτήματα που φέρει μέσα του ο «αποσπώμενος...» μισθός, ως μεταβατικό αντικείμενο και πως είναι δυνατόν ν’ αντισταθμιστεί μία τέτοια "θυσία";...
- Πως υλοποιείται η λειτουργία του εργασιακού πλαισίου και χώρου, ως χώροι εμπερίεξης, ήτοι ως χώροι που συνιστούν το μητρικό πλαίσιο αναφοράς, μέσα στο οποίο εμπεδώνεται η νομιμότητα των ναρκισσιστικών  και άλλων ικανοποιήσεων;
-Ποια είναι η σχέση των σαδιστικών προβολών και των μαζοχιστικών ενδοβολών, με τα "συμβάντα" του εργασιακού πλαισίου και χώρου, ως εμπεδωμένες εκφάνσεις της αυτοϊκανοποίησης και ως εκφράσεις των προσδοκιών ελέγχου και της άλογης ή αλόγιστης εξουσίας; 

Κάπου εδώ φαίνεται λοιπόν πως θα συμφωνήσω με τον Lacan ότι η θεσμική λειτουργία του χρήματος, όταν περνάει στη σφαίρα της ψυχικής ζωής, ξεπερνάει το χώρο και το χρόνο του υποκειμένου…
  
© 2016 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')