Όλοι όσοι προσπαθούμε να
εντρυφήσουμε πάνω στα ζητήματα της ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας, στηριζόμαστε
σε κάποιες θεωρίες και θεωρητικές κατασκευές, που δεν παύουνε ποτέ να είναι
γενικές, αφαιρετικές. Αυτό σημαίνει πως αφενός δεν γίνονται εύκολα επεξεργάσιμες
ειδικότερες, αλλά ευρύτατες και σημαντικές περιοχές γνώσης, οι οποίες ερείδονται
και εξελίσσονται από τις θεωρίες αυτές, αφετέρου και συνακόλουθα πως δεν αντιμετωπίζεται ο
τρόπος με τον οποίο αυτές οι περιοχές (ή «αναπτύξεις»
θα έλεγα) δομούν την «αφήγηση»
ενός συγκεκριμένου προσώπου.
Αυτές οι ατομικές «αφηγήσεις» μπορούν
να γίνουν αντικείμενο συστηματικής επεξεργασίας, όχι θεωρητικά αλλά μέσα σε μία αναλυτική πράξη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν διαπερνούν το διαπροσωπικό χώρο, όπου μετατρέπονται σε μορφές συχνά αμοιβαίας κατάθεσης εμπειριών. Το
ζήτημα αυτό της αναλυτικής διερεύνησης μπορεί εμμέσως να μας διδάξει κάτι
το οποίο είχε μάλλον επισημάνει και ο ErichFromm, όταν αντιστεκόταν στην άποψη του Freudπως η
κοινωνία έχει ως μονοδιάστατο ρόλο να δρα επισχετικά στην εκδήλωση ή την
έκφραση των ενορμητικών αναγκών.
Αυτή η αντίσταση του Fromm
φαίνεται να συνηγορεί με τη δική μου άποψη, πως μέσα στο περιβάλλον διαμορφώνονται καινούργια νοήματα, πάνω σε
νοήματα που έχουν πρωταρχικά δομηθεί
(όχι βέβαια απλά ή απλοϊκά), από τα διαμειβόμενα μεταξύ βρέφους και
φροντιστικών προσώπων, και πως ένα πρόσωπο, στα κατοπινά χρόνια της ζωής του, δεν
κάνει ευθεία αναφορά στις ψυχικές του καταβολές, σε αυτά δηλαδή τα βρεφικά
διαμειβόμενα. Αυτά συνιστούν κυρίως το υπόβαθρο,
πάνω στο οποίο οι ψυχικές διαδικασίες (με ό,τι συνεπάγονται εξελικτικά
αυτές) θα εκδιπλωθούν, και παράλληλα μία δεξαμενή με ψυχικό υλικό, το οποίο περνάει στην κυκλοφορία, εμπλουτίζοντας τα νοήματα
που δομούνται, στα επόμενα χρόνια της ζωής.
Vincent Van Gogh
Αυτή η «δεξαμενή» άντλησης
«νοημάτων» τίθεται περισσότερο κατηγορηματικά και άκαμπτα, όταν το
φροντιστικό περιβάλλον παραμένει μονοσήμαντο (ίσως εξίσου παθολογικό) και αναλλοίωτο, έχοντας δηλαδή συντηρήσει εμβόλιμες, στείρες, μη μεταβολίσιμες κανονικότητες, στα μακρά χρόνια της
διαμόρφωσης των μοτίβων του ψυχισμού ενός ανθρώπου. Μέσα σε αυτή δηλαδή τη χρονικότητα εξελίσσονται οι σκληροπυρηνικές ή σε ακραίες περιπτώσεις, οι ψυχοπαθολογικές εκφάνσεις της προσωπικότητας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, αυτό που μας
ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι ο τρόπος
με τον οποίο αντιδρά ένα βρέφος στα δικά του εισερχόμενα (διαφορετικός από τον
τρόπο ενός άλλου) και τα νοήματα
που αποδίδονται σε αυτά τα εισερχόμενα..., νοήματα συνυφασμένα με διαφορετικά συναισθήματα ή άλλες ασύνειδες ψυχικές αναπαραστάσεις, που βασίζονται στη φαντασίωση, την ικανότητα της μητρικής ονειροπώλησης, σε προβλητικούς ή άλλους αμυντικούς μηχανισμούς.
Αυτή η διασυνδετική δόμηση νοημάτων, μαζί με ό,τι άλλο την αφορά ή τη συνοδεύει, εξελίσσεται σταδιακά, μέσα σε ένα οικογενειακό
συγκείμενο, όπου έχουν εκκολαφθεί διαφορετικές (από ένα άλλο)
νοοτροπίες, ψυχικές αποκρίσεις και πλαισιώσεις των θεμάτων της ζωής.
Παρ’ ότι διατηρώ αποστάσεις από τη
φροϋδική αναπτυξιακή θεωρία, θα
θέσω ένα σχετικό παράδειγμα, που αφορά στις διαφορετικές εκφάνσεις, αλλά και τα διαφορετικά νοήματα και μοτίβα στοματικότητας:
Σε κάποιες περιπτώσεις (λ.χ.), η στοματικότητα είναι πιθανό να εκδηλωθεί μέσα από λεκτικές συμπεριφορές ή άλλες λεκτικές διαπροσωπικές διευθετήσεις που παραλαμβάνουν (μετουσιώνουν) τις λιβιδινικές(με την ευρεία έννοια!) ανάγκες, οι οποίες σχετίζονται με τις βρεφικές στοματικές διευθετήσεις που ενεπλέκουν τη λειτουργία και την επικοινωνιακότητα! του φροντιστικού προσώπου. Αυτές οι λεκτικές εκροές και διευθετήσεις μπορούν να αποτελέσουν ένα κυρίαρχο (και ακίνδυνο) κανάλι παραλαβής και ικανοποίησης των λιβιδινικών αναγκών (νοούμενες πάντα με την ευρεία έννοια τους), εάν το φροντιστικό
πρόσωπο έχει υπάρξει συναισθηματικά «παγωμένο» -κατά την πλέον πρώιμη φάση ανάπτυξης
του βρέφους- ώστε να έχει προξενήσει μία σχετική ψυχική απόσυρση (και πάγωμα...), σε αυτό, και υποθετικά;... τη σήμανση «συναγερμών...», σε θεμελιώδεις συναισθηματικές απόπειρες προσέγγισης από άλλα πρόσωπα.
Σε άλλη περίπτωση, το φροντιστικό πρόσωπο, λόγω ενός πρωτόγονου, παλινδρομικού τύπου ναρκισσιμού(;), ενδέχεται να έχει ικανοποιήσει τις ψυχοσυναισθηματικές
ανάγκες του βρέφους καταχρηστικώς και βολικά! μέσω της στοματικής οδού, σε βαθμό που να έχει προκαλέσει απόλυτη
σύγχυση μεταξύ σωματικού και ψυχικού βιώματος, κατ’ επέκταση τη δημιουργία
στοματικών συμπεριφοριστικών μοτίβων εκδραμάτισης «παθών...».
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο,
γιατί η κουβέντα ξεμακραίνει πια απαιτώντας μεγάλη ποσότητα μελάνης, αλλά θα
καταλήξω πως δύο πρόσωπα θα φτάσουν στα διαφορετικά μοτίβα
στοματικότητας (με διαφορετικές αναγκαστικά ασυνείδητες συνδηλώσεις), από διαφορετικές οδούς αλληλεπίδρασης, με τα φροντιστικά
πρόσωπα, και οικογενειακές χρονικότητες και ασφαλώς λόγω των ιδιαιτεροτήτων των ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών, παρά την πιθανότητα της κοινότητας μίας ιδιοσυγκρασιακής βάσης.
Τα παραπάνω συνεπάγονται αφενός
πως το φροντιστικό πρόσωπο θα μπει στον διυποκειμενικό χώρο της ανάπτυξης στοματικών καθηλώσεων που δεν εξελίσσονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλα τα βρέφη, αφετέρου πως κάθε βρέφος παραλαμβάνει και αποδίδει με τρόπο διαφορετικό τα
σχετικά «εισερχόμενα». Τούτο σημαίνει πως κάθε βρέφος θα δρομολογήσει πρωταρχικά ένα
δικό του ασύνειδο «νόημα», επενδεδυμένο
από δικά του συναισθήματα και φαντασιώσεις,
(που μπορεί να περάσει σταδιακά στην τάξη του συμβολικού, δηλαδή να γίνει γλωσσικά εμπράγματο, καθώς αυτό εξελίσσεται) το οποίο θα εκκολάψει σταδιακά την ενόρμηση...
...να κάνει... ή να μην κάνει κάτι!...
και τούτο το δικό και ειδικό πράγμα (και οι αναπτύξεις του) είναι πλέον αυτό που ενδιαφέρει και όχι μία θεωρία γενική
Αυτά τα ατομικά νοήματα, με όλες τις συναισθηματικές ή άλλες ασυνείδητες συνδηλώσεις τους, δημιουργούν μία αλυσίδα (θα
μπορούσαμε να πούμε) σημαινόντων ή εκκολαπτόμενων επιπέδων νοημάτων, τα οποία μπορούν να ενταχθούν σε μία
διαδικασία διερεύνησης (που
δεν μπορεί να περιοριστεί στις γνωστικές πλευρές της ύπαρξης, αλλά
προϋποτίθεται η σταδιακή ανάπτυξη της εναισθησίας), ώστε να απαρτιωθεί,
μέσα από τα επιμέρους, ένα ατομικό αφήγημα,
που δεν θα περιορίζεται σαφώς στις περιγραφές των εξωτερικών πραγμάτων, αλλά
θα περνάει στα παραπάνω εσωτερικά «συμβάντα...»,
...εκείνα που θα συντηρήσουν (σε πρώτη φάση!) τα εξωτερικά,
συμπεριφοριστικά μοτίβα της ζωής...
[Πριν κάποιο χρονικό διάστημα δέχθηκα πρόσκληση..., από γνωστό σ’ εμένα
πρόσωπο, να παρακολουθήσω τις διαλέξεις του, γύρω από ζητήματα που ελάχιστα η
ίδια έχω επεξεργαστεί και ομολογουμένως κάποια στιγμή αισθάνθηκα εξάντληση και δυσφόρησα...
«...τι ακριβώς ζητάς και γιατί με κατέβασες μέχρις εδώ;...»
Το ερώτημα βέβαια δεν ήταν ολότελα αληθινό, αλλά το συνεπακόλουθο μίας
αγωνίας -που προξενήθηκε από διάφορες αμφιβολίες, για τα κίνητρα- η οποία εντάθηκε
σοβαρά από την έλλειψη ταύτισης με το επιστημονικό συγκείμενο και την ομάδα
ενδιαφέροντος. Αυτή η αγωνία επεκτάθηκε σε μία κρίση ταυτότητας, αφού είχε
προηγηθεί μία κρίση της επιστημονικής ταυτότητας, η οποία δεν ήταν πλέον
παρούσα, ώστε να δημιουργήσει ένα άλλοθι της παρουσίας στο χώρο αυτό.
Αυτή η άρρητη καταγγελία έγινε παραληπτέα, βρήκε σχετική ανταπόκριση
και έτυχε κάποιας επεξεργασίας. Ακόμη καλύτερα, ακολούθησε μία επαναλαμβανόμενη
καθησυχαστική βλεμματική επαφή και μία σταθερή παραλαβή των αναγκών που είχαν
να κάνουν με τη διευθέτηση του οικολογικού περιβάλλοντος, κατ’ επέκταση των ψυχοφυσικών
αναγκών, διαδικασίες που παραπέμπουν σε εξελικτικές, αλλά και ψυχαναλυτικές
θεωρίες, για το «κράτημα», τη μητρική δηλαδή ανταποκριτικότητα ή απλά το
συντονισμό και τη φροντιστικότητα του εγγύτερου προσώπου.
Όλες αυτές οι λειτουργίες και διευθετήσεις εκπηγάζουν μεταβιβαστικά από
τις βρεφικές αλληλεπιδράσεις, με τα φροντιστικά πρόσωπα. Ακόμη και όταν οι
τελευταίες δεν κρίνονται ικανοποιητικές, για τις διαφυλικές διαρρυθμίσεις, φαίνεται
πως, ως ένα έστω βαθμό, έχουν αποτελέσει ρυθμιστές των ανθρωπίνων σχέσεων, όχι κατ’
ανάγκη μέσω μίας πρόδηλης τρυφερότητας και εκδήλωσης χαδιών, για τα οποία το
υπόβαθρο έκφρασής τους ίσως να είναι περισσότερο πολύπλοκο, ενώ ενδέχεται (σε
κάποιες περιπτώσεις) να συνδέεται με κάποιο ή με κάποια είδη φόβου...
Marck Chagall
Αυτό που εγώ προτείνω δηλαδή είναι πως δεν θα μου φαινόταν εφικτή μία
τέτοια ενσυναισθητική ανταπόκριση, εάν το πρόσωπο αυτό δεν είχε τύχει, σε
κάποιο βαθμό, σχετικής φροντίδας και πως η έκφραση περισσότερο οικείων
συναισθημάτων, όταν αυτή δε συνηγορεί με βαθύτερες ή πλουσιότερες ανάγκες του προσώπου αυτού,
ενδέχεται να προσκρούει σε θέματα που δεν περιλαμβάνουν μόνο τα προηγούμενα
βρεφικά - μητρικά διαμειβόμενα, χωρίς όμως πραγματικά να μπορεί κάποιος (πέραν του ενδιαφερομένου) να μιλήσει, γι' αυτά.
Σε άλλη τώρα περίπτωση, μία διαφορετική «πρόσκληση» -η οποία έγινε
εξίσου πιθανά αντιληπτή, ως τέτοια, λόγω της επιθυμίας παραλαβής «αυτής»-
δημιούργησε μία αίσθηση ενός λανθάνοντος αιτήματος, για ψυχοσυναισθηματική
πλαισίωση του ομιλητή. Παρά το γεγονός πως η εν λόγω «πρόσκληση/αίτημα» θα
μπορούσε (εάν είχε υπάρξει πραγματική) ν’ αναπαριστά ενδεχομένως μία σύνδεση και
ένα αίτημα προς τα φροντιστικά πρόσωπα, δεν θα εξαντλούνταν διόλου σε αυτά,
καθόσον έχει ήδη ταξιδέψει, μέσα στην ατομική ιστορία ενός προσώπου (το οποιο δεν «φύτρωσε», ούτε ζει στο πουθενά) για να εμπλουτίσει
τα νοήματά του, αλλά και το ψυχικό υπόβαθρο, από το οποίο εκπηγάζει. Το
εξίσου όμως σημαντικό εδώ εντοπίζεται στην ετοιμότητα του δεύτερου
προσώπου να παραλάβει μία «πρόσκληση» -η οποία όμως ενδέχεται να μην έχει
ποτέ «αποσταλεί»- λόγω της επιθυμίας του να πλαισιώσει τρυφερά το πρόσωπο
αυτό.
Βλέπουμε λοιπόν πως τα αιτήματα, οι «προσκλήσεις...» και οι
διαφορετικές πλαισιώσεις ξεπετάγονται ξαφνικά..., εκεί όπου οι «αρμόδιοι(;)» έχουν
επιθυμία να τα παραλάβουν...]
--------
Μιλώντας περισσότερο γενικά
πλέον, έχω καταλήξει πως τα μεταβιβαστικά φαινόμενα πρέπει να είναι σχετικώς
πολύπλοκα. Ας θέσουμε ένα παράδειγμα:
Υπάρχουν γυναίκες που έχουν ζήσει
σε οικογενειακά περιβάλλοντα, όπου το πρόσωπο που έφερε τον πατρικό ρόλο υπήρξε
αρκετά περιορισμένο, στο λόγο, το δυναμικό ή την ψυχοσυναισθηματική του
λειτουργία (όσο μπορούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε, σε τι συνίσταται ο
ρόλος αυτός, από τη στιγμή που κάποια ανδρογυνία (όπως έχουν υποστηρίξει
διάφοροι ψυχολόγοι και συμφώνησα κι εγώ μαζί τους) αποτελεί καλύτερη εξέλιξη
στη γονεϊκή ανατροφή...).
Στις περιπτώσεις δε που ο
«πατέρας» έχει εξελίξει συντονικά παρανοϊκά στοιχεία, εκδηλώνοντας σχετική
-στα διαγνωστικά εργαλεία- διαταραχή προσωπικότητας, ο πατρικός ρόλος και λόγος
εκβάλει, μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, όχι μόνο ανυπόστατος, αλλά
και απροσπέλαστος (λόγω της απόσυρσης του πατέρα). Αυτό σημαίνει πως ο
πατέρας περισσότερο «φημολογείται» απειλητικός, από τη μητέρα (για να βολεύει
συμφεροντολογικά τις δικές της καταβροχθιστικές ανάγκες, που δεν
γνωρίζουν ένα τέρμα...), ή διεκπεραιώνεται, για να καταλήξει να διεκδικήσει την
αμάσητη και πρωτόγονη υποταγή των θυγατέρων, εξελίσσοντας όμως περαιτέρω τα
γονεϊκά μοτίβα της έλλειψης ορίων, πράγμα που ενδέχεται να βασανίσει
ανυπόφορα τα νευρωσικά, τα δύσκολα (ιδιοσυγκρασιακά) παιδιά μίας
οικογενείας, τα οποία θ’ αναζητήσουν τις «δεξαμενές» εκδραματίσεων των παθών
τους.
Και όμως οι γυναίκες αυτές
έλκονται από ένα είδος μαρτυρικής, αλλά παράλληλα εξιδανικευτικής αρρενωπότητας
και αναρωτιέται κανείς, που, στα κομμάτια, το έμαθαν αυτό. Πολύ απλά, το χώρο
που άφησε κάποιος κενό, είτε από αδυναμία, είτε λόγω ψυχοπαθολογίας ή εξαιτίας
κάποιας άλλης ολιγωρίας, τον σφετερίστηκε λαίμαργα ο άλλος. Έτσι, αυτό που εκδραματίζουν
(που ψάχνουν) κυρίως οι γυναίκες αυτές, στις ερωτικές αναζητήσεις τους, αφενός
(και δυστυχώς) αφορά στο επαναλαμβανόμενο, προμηθεϊκό μαρτύριο της
απόπειρας προσέγγισης ενός απρόσιτου εραστή/γονέα που τελικά θα «ενδώσει...»
θεραπεύοντας... το τραύμα του ακυρωτικού και απροσπέλαστου πατέρα... Αφετέρου εκδραματίζουν
(δηλαδή συναντούν και βρίσκουν) τον τρόμο και την καταβροχθιστικότητα που
βίωσαν στη σχέση τους με το εγγύτερο φροντιστικό (μητρικό) πρόσωπο, που στο
πρόσωπο άλλων ανδρών μεταφράζεται ως ασύνειδη «τρομακτική(;)», μάλλον απειλητική
και αδυσώπητη (αλλά επιθυμητή) αρρενωπότητα.
Marc Chagall
Η σεξουαλικότητα και κυρίως η «ερωτροπικότητα» των κοριτσιών αυτών παράγει
μία ασύνειδη αμυντική εξιδανίκευση -δηλαδή έρωτες χωρίς «εμπράγματο»
αντικείμενο- πίσω από την οποία κρύβεται αφενός ο απροσπέλαστος πατέρας, αφετέρου
(λόγω θυματοποίησης (σύνδρομο της
Στοκχόλμης), ως αντιδραστική άμυνα επιβίωσης) η καταβροχθιστική, «τρομακτική»
μητέρα, προκειμένου να γίνει επεξεργάσιμος και χειρίσιμος ο τρόμος που εκείνη προκαλεί.
Όλο αυτό το πλέγμα «αιτημάτων και σημασιών» δημιουργεί μία εσωτερική συνθήκη,
που όπως έχω ήδη υποθέσει, «θα
ταξιδέψει μέσα στην ατομική ιστορία της ενδιαφερομένης», για να
εμπλουτίσει, μέσα στα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, τα
(ατομικά) συμπτώματα και να διαμορφώσει, εκ νέου, τα αιτήματα που θα
μεταβιβαστούν στους ετεροφυλόφιλους συντρόφους ή εραστές.
Κάπου εδώ ερχόμαστε να
αναρωτηθούμε: Είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι καταδικασμένοι σε επαναλαμβανόμενες,
ατελέσφορες αναζητήσεις σχέσεων, όπου μεταβιβάζονται, ατέρμονα, βασανιστικά
μοτίβα οικογενειακών διασυνδέσεων, χωρίς ευκαιρίες επίτευξης μίας Ρεαλιστικής Αγάπης; Ποια είναι η
ισχύ όλων αυτών των μοτίβων, αν λάβουμε υπόψη πως οι γονεϊκοί ρόλοι (όταν δεν
επιτελούνται εγκληματικά και διαστροφικά) δεν εκβάλουν μονοδιάστατα, ούτε κατά τρόπο κατηγορηματικό
και απόλυτο, πολύ περισσότερο, όταν οι απόγονοι φιλτράρουν τις ανάγκες τους,
μέσα από ανθρώπινες σχέσεις που επουλώνουν, αναπλαισιώνοντας μέχρις ενός
σημείου τα τραύματα;
Μέσα από τέτοιους συλλογισμούς (εξελίξεις)
και σχετικά βιώματα, έφτασα στην κατάληξη πως οι εξελίξεις προέρχονται από τη
δημιουργική αξιοποίηση του ελλείμματος. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει πως τα
οικογενειακά περιβάλλοντα συχνά είναι ή γίνονται, εν δυνάμει, εχθρικά (λόγω της
μεταβίβασης διαγενεακών σφαλμάτων), έως και αδυσώπητα εχθρικά. Παρ’ όλα αυτά,
πάντοτε βρίσκονται πρόσωπα περισσότερο ή λιγότερο «κατάλληλα...» (για τον καθένα) που
«πλαισιώνουν» άλλα πρόσωπα (κάνοντας όλοι τις μεταβιβάσεις τους, χωρίς την
οποία η επικοινωνία και η επιβίωση θα ήταν αδύνατη), γιατί οι ανάγκες..., είναι
ιδιαίτερα κοινές...
Αυτή την
κουβέντα απηύθυνε, σε μένα, κάποτε ο φίλος μου ο Γ. αιφνιδιάζοντας με κάπως και
ήταν ακριβώς εκείνη την άχρονη στιγμή που πράγματι εμπέδωσα ότι ουδείς «εστί»
σημαντικός, όταν δεν προϋποτίθεται η αυτοσύνειδη (αυτο)ένταξη του ατόμου μέσα
σε μία συλλογικότητα που, έστω θεωρητικώς, ξεπερνάει το μονοσήμαντο και
παραποιητικό όριο ενός αυθαίρετα καθορισμένου οίκου.
Υφίσταται μία
διάχυτη αίσθηση, πολύ περισσότερο στις μέρες μας, με τη διεύρυνση της χρήσης
των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου πολλοί αναζητούν ένα «βήμα» κι ένα ρόλο να «πρωταγωνιστήσουν»,
ότι διανύουμε την εποχή του «Εγώ» και, απ’ ό,τι ερευνάται και συνομολογείται!…, δικαίως...
Η έννοια της σημαντικότητας
είναι όμως σχετική, αν λάβουμε υπόψη πως το σύστημα είναι αυθύπαρκτο, υφίσταται
και αναπαράγεται αυτόνομα και αυτοτελώς, ουδόλως μας χρειάζεται, ακόμη και όταν
κάποιοι από εμάς διαθέτουνε τις απαράμιλλες ικανότητες μίας αυθεντίας,
όπως ο Einstein. Τούτο μας προβληματίζει ακόμη περισσότερο, όταν αντιλαμβανόμαστε
πως τέτοιου είδους προσωπικότητες μάλλον γεννιούνται και πεθαίνουν ανά πάσα ώρα
και στιγμή.
Κανείς μας δεν
δύναται να προσδιορίσει τον εαυτό του, παρά μόνο «σε σχέση με...», πράγμα το οποίο σημαίνει πως η «ταυτοποίηση...»
γίνεται μέσα σ’ ένα φυσικό, οικολογικό αλλά και κοινωνικό και ιστορικό
περιβάλλον το οποίο μας ορίζει, όχι μόνο μέσω των πολιτισμικών και των
θεσμικών, αλλά και των συναισθηματικών εισροών, αν λάβουμε υπόψη πως εξελίσσουμε
την «πράξη» και τη λειτουργία μας, μέσα από τις αντανακλάσεις της «ταυτότητάς…» μας, για τις οποίες οι ψυχαναλυτικοί
μηχανισμοί της προβολής μπορούν να διαθέσουν (...εάν το θέλουν...) πολυδιάστατες και σημαντικές ερμηνείες.
Όλα τα παραπάνω
σημαίνουν πως τα άτομα δεν διαθέτουν ένα αυθύπαρκτο χαρακτηρολογικό υποσύστημα
(καλό ή κακό...) και πως αυτό οικοδομείται και σμιλεύεται (ή όχι;…) μέσα σε χώρους φυσικούς,
κοινωνικούς και διαπροσωπικούς, όπου, ειδικά στους τελευταίους, η εκβολή της
γενικότερης λειτουργίας ενός ατόμου υποπίπτει στη λειτουργία των
συναισθηματικών και αντιληπτικών εκροών των άλλων προσώπων. Είμαστε δηλαδή (και) δημιουργήματα των άλλων.
Αυτό συνεπάγεται, εξ ανάγκης, πως χωρίς τη λειτουργία των άλλων δεν δημιουργούμαστε και δεν οικοδομούμαστε καν ως ψυχονοητικές υποστάσεις και
πως κανείς δεν είναι τόσο διαφορετικός, τόσο ιδιαίτερος, τόσο μοναδικός και
τόσο σημαντικός, με τον ίδιο τρόπο που κανείς δεν είναι τόσο καλοπροαίρετος, τόσο
ευαίσθητος, τόσο περήφανος και τόσο ευσπλαχνικός, ή (με κάποιον τρόπο που
ενδεχομένως θα τον βόλευε) τόσο «ιδανικός».
Βάσει εξελιχτικών θεωρήσεων της ψυχολογίας, οι άνθρωποι περισσότερο μοιάζουμε παρά
διαφέρουμε, υποτασσόμεθα δε (θα πρόσθετα εγώ), σε επαρκή βαθμό, σε μηχανιστικές
γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις και μόνο η επιθυμία να αποκτήσουμε
σχετική ενημερότητα, μπορεί να περιορίσει τις ατέρμονες και σύνηθα οδυνηρές εκδραματίσεις,
όταν αυτές επισυμβαίνουν (διότι ο αυτοματισμός είναι και προσαρμοστικός, ίσως κυρίως προσαρμοστικός), γι’ αυτό και η ίδια έχω καταλήξει πως…
…μόνο
στη γνώση υπάρχει «αθωότητα» (ίσως και κάποιο κύρος), πουθενά αλλού…
Παρ’ ότι ζούμε
σε συλλογικότητες, δεν είμαστε ακριβώς «συλλογικοί»,
εννοώντας, με αυτό, πως το «ανήκειν» δεν είναι μία ακριβώς αυτονόητη συνθήκη.
Η οργάνωση, μέσα
σ’ ένα χώρο, προϋποθέτει την αυτοοργάνωση και τούτη την ανάπτυξη ενός
εσωτερικού λόγου που δεν συνθλίβεται κάτω από το βάρος της ασύνειδης «κανονιστικής
(προκρούστειας) ενοχής», ή άλλων παραποιητικών αμυνών που υποδεικνύουν
επιτακτικά και κατηγορηματικά τα πεδία στρατολόγησης ή κοινωνικής ένταξης και δράσης του
υποκειμένου.
Oscar - Claude Monet
Αυτό συνεπάγεται
πως ένα πρόσωπο μπορεί κάλλιστα να καλλιεργήσει ένα λόγο κάποιες φορές λιγότερο
αναμενόμενο, ο οποίος βασίζεται στο φιλτράρισμα των εισερχομένων, από διαφορετικές (πλέον) πηγές, πράγμα
το οποίο αναχαιτίζει τη γνωστική και συναισθηματική μόνωση του προσώπου
αυτού! Τούτο όμως γίνεται, κατά κανόνα, εφικτό, όταν οι γνωστικές ικανότητες και εκδηλώσεις
ενός ατόμου μπορούν, εν δυνάμει και μέχρι ενός σημείου, να απελευθερωθούν από ένα
περιοριστικό και εκδραματιστικό θυμικό, για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα, αλλά και τις πολυπόθητες υποχρεώσεις τους, αναπλαισιώνοντας το συναισθηματικό χώρο, ο οποίος συμβάλει, με τη σειρά του, σθεναρά στην πνευματική επαγρύπνυση και ξυπνώντας ενίοτε ακόμη
και την τρυφερότητα ή/και την ανιδιοτελή αγάπη και εκτίμηση των ξένων.
Εξελίσσοντας την
εξέταση αυτή, θεωρώ βαθύτατη ανθρώπινη ανάγκη να δικαιώσει ή έστω να δικαιολογήσει κάποιος την
ύπαρξή του, εννοώντας, με αυτό, «να μην έχει υπάρξει εις μάτην», αλλά να
έχει ορίσει ή να δρομολογεί τη χρησιμότητά του, έστω σε κάποιο, αν όχι σε
περισσότερα πεδία της ζωής…
Η αυτοοργάνωση,
για την οποία μίλησα παραπάνω, δεν πρόκειται να πατήσει ποτέ πραγματικά στα
πόδια της, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν βρει το δρόμο ν’ απολέσει, να «θυσιάσει...» -τρόπον τινά- το «Εγώ...» του
(όπως ακριβώς δενέκανε ο πρωταγωνιστής στη «θυσία» του Tarkowski), το οποίο βέβαια δεν είναι μία απλή ή εύκολη διαδικασία, αφήνοντας
όμως κατά μέρος τον ιδανισμό της μελοδραματικής/ ναρκισσιστικής «θυσίας...» (ή αυτοθυσίας...), η οποία εξάλλου δεν είναι
τίποτα παραπάνω από μία εξέλιξη, βάσει μίας ερμηνείας (πετυχημένης ή άστοχης,
δεν έχει σημασία), για την ψυχονοητική και φυσική«επιβίωση…»του ατόμου ειδικότερα και του ανθρώπου γενικότερα.
Πίσω από το
παραπάνω «συναισθηματικό/ ιδεαλιστικό
ανάπτυγμα», κρύβεται μία ξεκάθαρη ποσοτικοποίηση, κάτι δηλαδή
ολότελα πρακτικό και μετρήσιμο ενδεχομένως, για τους ειδικούς της πειραματικής
ψυχολογίας:
Συνοψίζοντας,
θεωρώ συνεπώς πως η αίσθηση του «ανήκειν» διαμορφώνεται στη βάση της χρησιμότητας ενός
ανθρώπου, μέσα στα περιβάλλοντά του. Μέσα από μία τέτοια εξέλιξη της ζωής
επουλώνεται το «τραύμα…», το οποίο, εάν παραμείνει ανεξέλεγχτο, θα προξενήσει μία εσωτερική και εξωτερική σχάση (συνεπώς και επιστημονική..., για
την οποία θα μιλήσω σε επόμενο άρθρο), με πολύ σημαντικές επιπτώσεις και με διαγενεακές μεταβιβάσεις των σφαλμάτων. Στη θέση λοιπόν του να εκδραματίζεται επαναλαμβανόμενα και νοσηρά το
τραύμα, που «μπήγεται,
σαν μαχαίρι, στην καρδιά του άλλου», δημιουργείται ένα πλαίσιο πολυποίκιλων
εισροών και εκροών το οποίο αναχαιτίζει και κρατάει απέξω τον τρόμο της
απωλείας της φυσικής υπόστασης και τον τρόμο της σύνθλιψης, κάτω από το αδυσώπητο σύμπαν
που πέφτει τεράστιο, πάνω σ’ ένα σώμα το οποίο διαλύεται μέσα στην πνευματική
και συναισθηματική του μοναξιά…
…για να μην καταλήξει κάποιος (που έχει
«σπαταλήσει(;…)» ...εάν έχει προλάβει..., τα όποια χρόνια της ζωής του)μ’ ένα τεράστιο αίσθημα κενού, θλίψης και απόγνωσης, να παρακαλάει
γονυπετής τον Χάροντα να άρει μία δικαιοσύνη που καλώς ή κακώς, ευτυχώς ή ατυχώς δεν επιδέχεται καμίας ερμηνείας, πέρα από μίας…
Vincent van Gogh
Αντίστροφα
τώρα αυτής της υποκρύπτουσας ποσοτικοποίησης του συναισθηματικού/ ιδεαλιστικού
αναπτύγματος, αυτό που, με κάθε ειλικρίνεια, θα επιθυμούσα να κοιτάξω, εάν
μπορέσω και να καταλάβω κάποια στιγμή στη ζωή μου, εύχομαι όχι αδιάκριτα, αλλά ακραιφνώς!
είναι το «συναισθηματικό/ ιδεαλιστικό
σύμπτυγμα» που υποκρύπτεται μίας ελκυστικής ποσοτικοποίησης της υγιούς
ψυχονοητικής και κοινωνικής συμμετοχής και δράσης (τις συναισθηματικές/ ιδεαλιστικές
συνδηλώσεις δηλαδή που υποκινούν αυτή τη δράση), πηγαίνοντας κόντρα αυτή τη φορά στην καταγγελθείσα ψυχαναλυτική
νοοτροπία να εξετάζει πάντοτε το άρρωστο, το νοσηρό και το παθολογικό,
...ισχυριζέμενη πλέον πως η ψυχανάλυση μπορεί να εξελίσσεται σε μία λιγότερο στατική και δομική θεωρία, αν και ενδεχομένως πλουραλιστική, πολύ περισσότερο να μετατρέπεται σε μία πολυσήμαντη και δυναμική διαδικασία ενδοατομικής έρευνας, για μία περισσότερο επιτυχή, αν μη τι άλλο λιγότερο συγκρουσιακή και κυρίως ατελέσφορη διαπροσωπική συναλλαγή...
Ένα πρόσωπο μπορεί να
υποσημανθεί ως ο δέκτης συγγενών ερωτημάτων:
«…τι θέλεις από 'μένα;…» «…ποιος
είμαι εγώ;…» ή «…είμαι εγώ ΑΥΤΟΣ;…»
Και κάτι ακόμα…
«Είναι ΑΥΤΟΣ ο Άντρας σου;»
«…γιατί δεν είμαι...εγώ;… θα
έπρεπε να είμαι…εγώ;…»
Και κάπου εδώ συναντάμε τον
Λακάν, όταν (θα τολμήσω έναν νεολογισμό) μας «γνωστικοποιεί», (δηλαδή όταν περνάει και μετατρέπει, κατά τη
λογική του, την αίσθηση, για κάτι, σε γνωστικό) τι ρωτάει το βρέφος τη μητέρα ή
η «υστερική» τον ψυχαναλυτή. Στο
πλαίσιο αυτής της θεώρησης, θα ισχυριζόμουν πως γνωρίζω πια πως όταν κάποιος
λάβει την απόφαση να «κατέλθει» στην «ερώτηση», τότε μία αληθινή απάντηση του αναλογεί, αλλά όχι γι’ αυτό που είναι ο ερωτών, αλλά γι’ αυτό που βιώνει ο
"άλλος" πως είναι ο ίδιος, γι' αυτόν που τον ρωτάει. Ασφαλώς, με αυτή τη διαπίστωση, δεν επιχειρείται ουδεμία απεύθυνση, επί συγκεκριμένου, απλώς τονίζεται η επισήμανση της ασυνείδητης ανάγκης πολλών προσώπων να μαθαίνουν ...ποιοι μπορεί να είναι αυτοί..., κυρίως μέσω του ...ποιοι μπορεί να είναι για τους άλλους...
Φαίνεται πως η εκκίνηση μίας
ιστορίας περιέχει μέσα της και το σπέρμα της κατάληξής της (όπως ακριβώς η
μέθοδος μίας έρευνας συνιστά την καταβολή του αντικειμένου της έρευνας) και το αφήγημα αυτό δύναται να επαναληφθεί, όταν οι μεταβιβάσεις, από τους κηδεμόνες,
επαναλαμβάνουν την οιδιπόδεια διασύνδεση, με αυτούς. Αυτό σημαίνει πως μία
ιστορία επαναλαμβάνεται, μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι προεκτείνουμε τις
ταυτίσεις μας, από τα γονεϊκά πρόσωπα, σε πρόσωπα του περιβάλλοντός μας, αναπλαισιώνοντας
στάσεις ή πρακτικές και εν τέλει τις αφηγήσεις των τελευταίων.
Αρνούμενη τις ψυχαναλυτικές
θεωρήσεις, όπου το οιδιπόδειο είναι δομικής φύσης -θα μπορούσε κάλλιστα να
προεκτείνει κάποιος, και υπαρξιακής- θα έλεγα λοιπόν πως δεν συμφωνώ με τον
Λακάν πως τούτο συνίσταται σε μία αναπόφευκτη συνθήκη ευνουχισμού, κατά την
οποία τίθεται σε λειτουργία ο «πατρικός νόμος», ο οποίος εισάγει το παιδί στο
«συμβολικό». Και εννοείται, με την έννοια αυτή του λακανικού «συμβολικού», η εισαγωγή
στη γλώσσα και κατ’ ανάγκη τους θεσμούς και τις δομές της κοινωνίας, εφόσον έχει
πιο πριν καταστεί μη εφικτή η προοπτική συγχώνευσης του βρέφους με τη μητέρα, κατά
την οποία το τέκνο υφίσταται, μόνο και μόνο για να «απαντάει» διαστροφικά στα δικά της ερωτήματα και ανάγκες και εν
τέλει να την «ικανοποιεί».
Εξίσου δεν συμφωνώ με την παραδοσιακή φροϋδική θεώρηση, ότι πρόκειται για μία αναπτυξιακή κρίση, από την οποία το
βρέφος θα περάσει κατ’ ανάγκην, προκειμένου να διαχειριστεί τις επικίνδυνες
ενορμήσεις που αναστέλλουν την κοινωνική συμβίωση και τη λειτουργία του
πολιτισμού, ενώ παράλληλα θα παραλάβει τις κατευθυντήριες κοινωνικές γραμμές.
Και οι δύο θεωρήσεις, χωρίς να
είναι διόλου αχρείαστες, βρίσκω πως είναι μάλλον μονοσήμαντες, καθόσον
προβαίνουν σε μία μονολιθική διερευνητική αντιμετώπιση της ψυχοσεξουαλικής
ανάπτυξης και της κοινωνικής ένταξης του ανθρώπου, ενώ το υπόβαθρο της
αντιμετώπισης του όλου ζητήματος έχει σε μεγάλο βαθμό πολιτισμική βάση και
φαινομενολογικές ερμηνείες, πράγμα που καθιστά την όλη διερεύνηση ιδιαίτερα
υποκειμενική. Προσωπικώς δεν είμαι αντίθετη με τις φαινομενολογικές θεωρήσεις,
αντιθέτως, μάλιστα λαμβάνω υπόψη πως ο κλάδος βρίθει από τις θεωρητικές
κατασκευές των διαφορετικών σχολών, οι οποίες απορρέουν, σε μεγάλο βαθμό, από την ατομική ψυχολογία του εκφραστή. Όμως μία κάποια συνέπεια είναι απαραίτητη,
προκειμένου να μην απόλλυται η επικοινωνία, μεταξύ των διαφορετικών σχολών και ασφαλώς των θεωρητικών τους.
Εάν εξετάσει κάποιος το όλο
ζήτημα και λίγο βιολογικά, δεν φαντάζομαι πως θα έφτανε ακάματα στο συμπέρασμα
πως η φύση εξελίσσει οντότητες με «σφάλματα
στην αλυσίδα παραγωγής», έτσι ώστε αυτές να είναι υποχρεωμένες να
υπερκεράσουν τον εαυτό τους, προκειμένου να επιτύχουν την επιβίωσή τους. Τέτοιου είδους τελεολογίες είναι μάλλον θρησκευτικές. Πιο
εύκολα θα συμπέραινε κάποιος πως γεννιούνται οντότητες, με περισσότερες δυνατότητες, τις οποίες πρέπει να αναπτύξουν και να εξελίξουν μέσα στα περιβάλλοντα
στα οποία διαβιώνουν, και από τις οποίες δύνανται να «διολισθαίνουν», με διαφορετικές συνέπειες ή επιπτώσεις.
Κρίνω πως ο ψυχικός μηχανισμός ή
αλλιώς «ο μηχανισμός ψυχικοποίησης των συμβάντων»δεν έχει λόγο να περιλαμβάνει μετατροπές της ίδιας της φύσης των οντοτήτων, από
την οποία ενδέχεται να «μαστίζονται»
ισοβίως, αλλά κυρίως των περιβαλλοντικών πραγμάτων τα οποία οργανώνει και οδηγεί
σε μεταβόλιση, προκειμένου να εξελιχθεί η επικοινωνία και η επιβίωση τους, με
όρους μακροβιότητας και διαχείρισης της ανακύπτουσας οδύνης. Είναι και
φιλοσοφικώς ανυπόστατο να κρίνουμε πως ο ψυχικός μηχανισμός περιλαμβάνει «κατασκευαστικά λάθη» ή ειδικές
δυσάρεστες «συνθήκες» ή «εμπόδια», που υπάρχουν μόνο και μόνο
για να ξεπεραστούν, ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική συμβίωση. Τέτοιες θεωρήσεις,
για τη φύση του ανθρώπου, προκύπτουν από φαινομενολογικές κρίσεις που
βασίζονται σε πολιτισμικές αρετές, για το επιτρεπτό και το ανεπίτρεπτο, αλλά
και σε ερμηνείες, γύρω από το ζήτημα της εξυπηρέτησης των ανθρωπίνων αναγκών
και των διαπροσωπικών επαφών.
Η ίδια καταλήγω πως το οιδιπόδειο
συνιστά νεύρωση, με ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως και οι υπόλοιπες
νευρώσεις, και όχι αναπτυξιακό στάδιο που εξελίσσει την κοινωνικοποίηση. Καλλιεργείται
στα γονεϊκά περιβάλλοντα και βασίζεται στην ικανότητα του βρέφους να συνδέεται
και να αγαπά τα φροντιστικά πρόσωπα και εν συνεχεία τα πρόσωπα του ευρύτερου
κοινωνικού περιβάλλοντος, να δημιουργεί αντικειμενότροπες σχέσεις και να
επενδύει ψυχοσεξουαλικά. Η καλλιέργεια της αγάπης θα ακολουθήσει, ενδεχομένως κατ’
ανάγκη ή κατά κύριο λόγο, τούτη τη σειρά επενδύσεων και θα εξελίξει τις συναισθηματικές και σεξουαλικές
οδούς και τα προσωπικά νοήματα των πράξεων καθενός.
Περαιτέρω, η εισήγηση του Λακάν
περιλαμβάνει, κατά τη γνώμη μου, το σφάλμα της ταύτισης του «νόμου», μίας
κανονιστικής δηλαδή ψυχικής συνθήκης που οδηγεί στην κοινωνικοποίηση, με την πατρότητα (παραδοχή που δεν φαντάζομαι πως θα γινόταν αποδεκτή από τους σχετικούς εισηγητές),
για την οποία πιστεύω πλέον πως πρέπει να εφεύρουμε καινούργιους ορισμούς.
Ορισμούς που θα ανταποκριθούν και θα περιγράψουν αρτιότερα τις σύγχρονες
κοινωνικές και διαπροσωπικές ανάγκες, αλλά και θα ξεκαθαρίσουν ποια είναι
παράλληλα η φύση της μητρότητας. Η ίδια πιστεύω πως ο «νόμος» (le nom du pere) δεν φέρει
«κοινωνικό φύλο, ή έστω φύλο με αποσοβούντα οικογενειακό ρόλο» ούτε περνάει στο τέκνο, όπως ισχυρίζεται ο Λακάν, με τη
διαμεσολάβηση του μητρικού ρόλου, εφόσον η ίδια η μητέρα έχει ήδη μεταβολίσει
τον πατρικό νόμο, ώστε να μην εμποδιστεί η σχετική διαμεσολάβηση στο παιδί. Η
λειτουργία του nom du pere θα όφειλε εξάλλου να μπορεί να εισαχθεί περισσότερο άμεσα και ενεργητικά και να
μην παραμένει στο έλεος της μητρικής διαμεσολάβησης ή του εγγύτερου κηδεμόνα. Προσωπικώς θεωρώ πως η
αδυναμία οποιουδήποτε γονέα να θέσει όρια στον εαυτό του και η ελλειμματικότητα
του άλλου μπορούν να οδηγήσουν τα τέκνα τους σε προβληματικές ταυτίσεις, αν όχι
συγχωνεύσεις με τον πρώτο, ανεξαρτήτως του φύλου του.
Υπάρχουν κορίτσια που έχουν
ταυτιστεί με τους πατεράδες τους, λόγω της μητρικής ελλειμματικότητας και του
ναρκισσισμού του μητρικού προσώπου που στρέφει το κορίτσι προς έναν ασύνορο πατέρα,
με ψυχοπαθολογικές επιπτώσεις και επιπτώσεις σε περισσότερους τομείς της ζωής.
Ενώ υπάρχουν αγόρια που έχουν ταυτιστεί με καταβροχθιστικές και νοσηρές
μητέρες, λόγω της «ανυπαρξίας» ή της
ολοσχερούς «ακύρωσης» του πατρικού
προσώπου, με επίπτωση μία ισχυρή διαφυλική και κοινωνική ανάσχεση και
ενδεχομένως την παρουσία ψυχωσικής συμπτωματολογίας. Ενώ τέλος υπάρχουν
περιπτώσεις όπου η υπερεμπλοκή του ομόφυλου γονέα υποτάσσει σεξουαλικά το παιδί
σε αυτόν, επιδρώντας στο σεξουαλικό του προσανατολισμό, μέσω του οποίου αυτό
χειρίζεται τη δύναμη του γονέα. Βέβαια αυτή η παραδοχή δεν συνεπάγεται την
κοινωνική αξιολόγηση του σεξουαλικού προσανατολισμού, καθόσον αυτός μπορεί να εκδηλωθεί
ποικιλοτρόπως, κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες και πολιτισμικά και
ιστορικά περιβάλλοντα. Μέσω αυτής της παραδοχής γίνεται απόπειρα να ερμηνευτεί
όχι τόσο μία πλευρά του σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά ο τρόπος που το
σεξουαλικό κανάλι παραλαμβάνει και διευθετεί τα άγχη, με τη θεραπεία της
λιβιδινικής συνδρομής.
Αν και το όλο ζήτημα χρήζει
ενδελεχούς εξέτασης, κάποια συμπεράσματα θα μπορούσαν να εξαχθούν. Αφενός πως
οι ταυτίσεις μπορούν να είναι πολυποίκιλες, αφετέρου πως είναι αναγκαίο να
περιλαμβάνουν και τους δύο κηδεμόνες ασχέτως του ποιος φέρει ή πρέπει να φέρει
την πρωτοκαθεδρία. Αυτό είναι ένα θέμα που μπορούμε να διερευνήσουμε
μελλοντικά.
Συναφές με τα προηγούμενα είναι πως
οι γονείς που φέρουν, σε κάποιο βαθμό, και τις δύο λειτουργίες μέσα τους είναι
οι πλέον ικανοί γονείς. Πέραν τούτου, συναντάμε συχνά ανθρώπους οι οποίοι, παρά
τις όποιες διαπροσωπικές τους εκβολές ή την ποικιλία των κινήτρων τους, μπορούν να γίνονται τόσο μητέρες όσο και
πατέρες, για τους άλλους, και αυτή την ψυχολογική ανδρογυνία τους είναι εφικτό να «μεταφέρουν» σε αυτούς που δύνανται να ταυτιστούν μαζί τους ή να παραλάβουν προβαλλόμενα τμήματα του εαυτού τους.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το
«Υπερεγώ» δεν διαμορφώνεται ακριβώς και τελείως έξω από το «Εγώ», αλλά
προεκτείνει το τελευταίο σε ένα οραματιστικό μέλλον, ενώ διατηρείται απαραίτητα
η πληροφοριακή διασύνδεση με τις περισσότερο συναισθηματικές πλευρές της
ύπαρξης που στη γνωσιολογία του Freud,
προσωπικώς θα ταύτιζα με το «Εκείνο». Η ψυχονοητική υπόσταση του ανθρώπου
είναι, κατά τη γνώμη μου, άρρηκτη, όταν αυτός δεν «ασθενεί». Κάθε μία από τις διαστάσεις αυτές της προσωπικότητας φέρει
μέσα της τις άλλες δύο, ενώ ως σύνολο διατηρούν την ενότητα, αλλά και το «άχρονο»
της υπόστασης του ατόμου.
Προχωρώντας
πια στην εξέταση ενός περισσότερο παραδοσιακού ψυχαναλυτικού θέματος, του
θέματος της ταύτισης του υιού με τον πατέρα του, κατά την οιδιπόδεια λύση, θα διατηρήσω, κυρίως στο υπόβαθρο, τη συμπερίληψη των δύο προηγούμενων θεωρήσεων, μέσα σ’ ένα πλαίσιο σκέψης περισσότερο δικό
μου.
Τίθεται, κατ’ αρχήν, το ερώτημα:
...θέλω να γίνω ΑΥΤΟΣ… γιατί
μόνον έτσι μπορώ να κατακτήσω συμβολικά Eκείνη;…
ή
...πηγαίνω σ’ Εκείνη.... γιατί Αγαπώ Αυτόν;… γιατί υιοθετώντας το ρόλο
του γίνομαι ΑΥΤΟΣ;…
Τελικά το ερώτημα που τίθεται
είναι: Ποιος είναι ο πραγματικός στόχος και ποιο το αντικείμενο της
επιθυμίας του Υιού; Η μητέρα, ως συναισθηματική και σεξουαλική επένδυση σε άλλες γυναίκες ή ο Πατέρας,
ως σύμβολο δύναμης, αυτοτέλειας και εξουσίας, ιδωμένος σε πρόσωπα του περιβάλλοντος του υιού; Εάν συμβαίνει το πρώτο, τότε είναι δυνατόν περαιτέρω να αναρωτηθούμε, «επανασυντίθεται στον
ενδιαφερόμενο το ερώτημα της πρωταρχικής σκηνής;» Δηλαδή, «Κάνουν σεξ Αυτός κι Εκείνη;» (ήτοι οι παραλήπτες των μεταβιβαστικών συναισθημάτων). Ενώ εάν
συμβαίνει το δεύτερο και εφόσον αυτή η εσωτερική συνθήκη δημιουργεί
μεταβιβάσεις, σε πρόσωπα του περιβάλλοντος, μπορεί αυτή η μεταβίβαση να οδηγήσει
σε «επαναλήψεις της ίδιας ιστορίας»,
ακόμη και της ιστορίας γενικότερα; Δηλαδή, μπορεί η ψυχολογική «ιστορία» του υποκειμένου να εντοπιστεί σ' ένα έτερο αφήγημα και αυτό να οδηγήσει σε μία επανάληψη του αφηγήματος αυτού, από το πρόσωπο αυτό;
Και στις δύο περιπτώσεις, η απάντησή
μου θα ήταν καταφατική. Ναι τίθεται το ερώτημα της πρωταρχικής σκηνής -που θέτει σε αμφισβήτηση το αναμενόμενο αντικείμενο της επιθυμίας- αλλά αυτό που περισσότερο εμένα ενδιαφέρει είναι πως ο
τρόπος που συνδέεται ο υιός με τον πατέρα του, θα μεταβιβαστεί σε πρόσωπα του
περιβάλλοντος που μπορούν και θέλουν
να παραλάβουν αυτές τις μεταβιβάσεις, προκειμένου μία αφήγησηνα καταστεί κοινήκαι να επαναληφθεί. Και έτσι προκύπτει μία ταύτιση, με ένα πρόσωπο που φέρει το
είδος του γονεϊκού τρόπου, με το
οποίο είναι εξοικειωμένος ο ενδιαφερόμενος, ώστε να προχωρήσει πλέον ο
τελευταίος στην επανάληψη της ιστορίας του πρώτου, αλλά πάντοτε με τις
προεκτάσεις που αυτή θα λάβει λόγω της ενεργητικής συμμετοχής και των αναγκών
του δεύτερου, που επιμένει να παραλαμβάνει τη σκυτάλη της ψυχολογικής θέσης του θετού πατέρα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δύο πρόσωπα
ενδέχεται να επικοινωνήσουν ασυνειδήτως, μέσω της συμπερίληψης των «Κοινών Τους
Αναγκών» σε μία αφήγηση που προεκτείνει και εξελίσσει τον εαυτό της στο μέλλον.
Συνέπεια αυτού, κάποιοι άνθρωποι μπορούν να εμπεδώσουν τα δικά τους δεδομένα,
με το ν’ αναδιατυπώνουν μία αφήγησηή
μία θεωρίαπου προκύπτει μέσω
μεταβιβάσεων και ταυτίσεων με όμορα πρόσωπα.
Για να συνεχίσω πια την
προηγούμενη κουβέντα, τα παραπάνω ερωτήματα θα απαντηθούν, εφόσον συναντηθούν
στον ψυχονοητικό χώρο του ενδιαφερόμενου οι διαδικασίες που εξελίσσουν την
ταύτιση με τον πατέρα, αλλά και τα νοήματα που προκύπτουν από την ταύτιση αυτή. Η ψυχανάλυση
ή η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, τις οποίες εγώ δεν ξέρω σε ποιο βαθμό πλέον διαχωρίζω, φαίνεται να διαθέτουν την πρωτοκαθεδρία.
Επεκτείνοντας τη σχετική συζήτηση
μπορούμε να αναρωτηθούμε, για το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι πλευρές, οι
συνιστώσες ή απλά και μόνο οι περιγραφικές διαστάσεις μίας δυσφορικής πατρικής εμπλοκής ή μίας πατρικής υπερεμπλοκής:
Πολύ συχνά μπορεί να δούμε μία
αποκοπή και αποβολή του συναισθήματος και μία γνωστική επαναδόμηση στη θέση του,
προκειμένου το παιδί να προστατευτεί από τις συναισθηματικές του αξιώσεις από
τούτο τον γονέα. Αυτή η κατασκευή αφενός υποκαθιστά το ρόλο του συναισθήματος, στη
διαπροσωπική συναλλαγή, αφετέρου και κατά συνέπεια δρομολογεί μία ασυνείδητη,
αλλά καταναγκαστική ταύτιση με την πατρική φιγούρα, ούτως ώστε ένα τέκνο να
αντεπεξέλθει στις ανάγκες του πατρικού φορτίου, όπου, λόγω της διαφοράς
δυναμικού, ακυρώνεται ο «λόγος» του παιδιού.
Δεν είναι λάθος εδώ να πούμε πως
η λειτουργία του «πατρικού νόμου» του Λακάν διαταράσσεται από τον «πρωτόγονο
φροϋδικό πατέρα» (δηλαδή τον χωρίς όρια, ή τον απορριπτικό πατέρα) και
οπωσδήποτε από την υποταγή της μητέρας σε αυτόν, η οποία αρνείται ή κυρίως αδυνατεί να διαμεσολαβήσει το nom du pere, στον υιό.
Εάν η μητέρα εκφράζει κυρίως
υποταγή προς τον πατρικό λόγο, με σχετική συναισθηματική εγγύτητα προς το
παιδί, τότε το τελευταίο θα αξιώσει την υποταγή εκείνης σε αυτό, διεκδικώντας
τη μητέρα, με το ίδιο στη θέση του πατρός του.
Ενδεχόμενα ο κυρίαρχος
ασυνείδητος στόχος ή οι προτεραιότητες του μελλοντικού ενηλίκου θα διαμορφωθούν
από τις δυνατότητες συναισθηματικής έκφρασης και από το βαθμό της μητρικής
εμπλοκής, πράγμα που ενσταλάζει θετικές συναισθηματικές εμπειρίες στο παιδί. Η μητέρα
ενδέχεται να εξοβελιστεί, ως συμβολική διεκδίκηση στο πρόσωπο άλλων ενηλίκων γυναικών,
όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις «ασφαλείας» που θέτει ο πατρικός ρόλος -με την υποταγή της συμβολικής μητέρας- ή
όταν η επιθυμία ταύτισης με τον πατέρα οδηγεί κυρίως σε υποταγή στο γούστο και
την επιθυμία του τελευταίου. Αυτό σημαίνει πως η διεκδίκηση Εκείνης γίνεται συμπτωματική
και πως ο κεφαλαιώδης στόχος συνίσταται στην οικειοποίηση του πατρικού «Λόγου», μέσω (εξίσου) της συμβολικής πια υποταγής του μητρικού προσώπου, όπως αυτό προβάλλεται στα πρόσωπα άλλων γυναικών.
Εάν, από την άλλη, η μητέρα έχει
δείξει σημαντική ολιγωρία ή απόλυτη αδυναμία απέναντι στον πατέρα, τότε το
παιδί θα στραφεί, κατ’ ανάγκη, στον τελευταίο και τα πράγματα μπορεί να γίνουν
ιδιαίτερα επικίνδυνα αφού η αδιαφορία ή η καθίζηση του μητρικού ρόλου θέτει το παιδί
στο έλεος ενός ολότελα «άκυρου» και χωρίς όρια γονέα. Ένα σχετικό παράδειγμα φαίνεται να είναι
η υπόθεση ενός ανώτερου δικαστικού υπαλλήλου, του
Daniel Paul Schreber που έπασχε από βαριά ψυχική νόσο, την οποία είχε μελετήσει
ο Freud, αλλά και μεταγενέστεροι ψυχαναλυτές.
Για να συνοψίσω: Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν συνιστά, στη δική μου γνωσιολογία, ψυχική δομή που εκφράζεται σε κάποια αναπτυξιακή φάση αλλά νεύρωση -που βασίζεται στις ψυχικές και σωματικές ανάγκες και ικανότητες του ανθρώπου αλλά και στις βρεφικές επενδύσεις- όπου το αντικείμενο της επιθυμίας ποικίλλει. Εξήγησα σχετικά πως, για έναν υιό, το αντικείμενο της επιθυμίας (όχι της σεξουαλικής) ενδέχεται να είναι ο πατέρας και όχι η μητέρα και πως η επιθυμία, γι' αυτήν, μπορεί να είναι δευτερεύουσα και συμπτωματική. Μεταβιβάζεται μέσω το διαγενεακού σφάλματος (και γίνεται επιδημικό), όπως πολλές πλευρές της ψυχονοητικής και ψυχοπαθολογικής εξέλιξης του ανθρώπου, που προκύπτουν λόγω κάποιων συγκυριών, με αποδόσεις, στις οποίες δεν εντοπίζονται υποχρεωτικά ή έστω αποκλειστικά αρνητικές επαναλήψεις, εφόσον όλες οι ψυχολογικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν σημαντική επικοινωνιακή πλευρά.
Στη μεταβίβαση αυτών των
συναισθημάτων, μέσα στο περιβάλλον ενός ανθρώπου, οι ταυτίσεις αυτές
συνεπάγονται μία γνωστική επεξεργασία και πιο συγκεκριμένα μία κωδικοποίηση των
στοιχείων της πραγματικότητας, κατά τρόπο που να εξυπηρετούνται τα παραπάνω προσωπικά
μοτίβα συναισθηματικής έκφρασης και διαπροσωπικών συσχετισμών (μέσω των οικογενειακών μεταβιβάσεων), με ποικίλες συνέπειες, που θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ποικιλοτρόπως.
Όμως, πέρα από αυτό, ενδέχεται να
διαμορφωθεί ξεκάθαρα μία επίκτητη, τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική δυσφορική πραγματικότητα η οποία
υποστηρίζεται από τη δράση αμυντικών μηχανισμών, χωρίς να είναι δυνατόν αυτή η
δυσφορία να αιτιολογηθεί από τις αντικειμενικές πλευρές ή τις εξελίξεις, μέσα στις πραγματικότητες αυτές.
Οι διαδικασίες ταυτίσεων, ακόμη
και υπό την επήρεια του «οιδιπόδειου
συνδρόμου» (έτσι όπως το εννόησα εγώ, κατόπιν της πρωτόλειας προσπάθειάς
μου να τοποθετηθώ σχετικά) δεν καταλήγουν, κατ’ ανάγκη, προβληματικές.
Οποιαδήποτε ψυχική εμπειρία, όταν γίνεται σταδιακά παραληπτέα, από την γνωστική
και συναισθηματική επεξεργασία, μπορεί να αποδώσει καρπούς, ενδεχομένως πολύ
περισσότερους από το να μην είχε υπάρξει καν η εμπειρία αυτή.
...σημασία έχει να γίνει επεξεργάσιμη η εμπειρία εκείνη που διαφορετικά θα προκαλέσει ρήγματα στο «άχρονο όλον» της
προσωπικότητας...
Στην ταινία «Ποτέ Μαζί» του FatihAkin, μία νεαρή μετανάστρια,
στη Γερμανία, τούρκικης καταγωγής συναντιέται, σ’ ένα ψυχιατρείο, μ’ έναν
ομοεθνή της -που όμως έχει απαρνηθεί την καταγωγή του- κατόπιν απόπειρας και
των δύο ν’ αυτοκτονήσουν. Εκεί του ζητάει να συνάψουν λευκό γάμο, προκειμένου
να κάνει ελεύθερα τη ζωή της, χωρίς τους περιορισμούς που οι παραδόσεις της
οικογένειας της έχουν επιβάλει.
Δύο πρόσωπα που κουβαλούν δύο σχετικά
διαφορετικές κουλτούρες, λόγω της αποποίησης της εθνικής καταγωγής του ενός, αλλά
με παρόμοια προβλήματα που όμως μοιάζουν διαφορετικά.
Ο άντρας είναι αρκετά μεγαλύτερος,
από την εικοσάχρονη κοπέλα, μάλλον απορριπτικός και κυνικός, καθώς απεμπολεί τα
νοήματά του, με το να τα μετουσιώνει γνωστικά, μέσω διανοητικοποιήσεων, οι
οποίες του στερούν το λειτουργικό συναίσθημα και τον οδηγούν σε εκρηκτικές και
αυτοκαταστροφικές εκδραματίσεις.
Η κοπέλα αναζητάει τις
αντιστάσεις, ενάντια στην παραδοσιακή, γονεϊκή σπάθη, υιοθετώντας μία επικίνδυνη
σεξουαλική ελευθεριότητα, αλλά κατά βάση στην έκφραση ενός συναισθηματικού
πλεονάσματος, το οποίο όμως περιλαμβάνει σαφείς αναφορές, στις παραδόσεις της
εθνικής καταγωγής. Αρκετοί, ενδεχομένως και ο συμπρωταγωνιστής, να έχουν συνειδητά
ή ασύνειδα κατηγορήσει την κοπέλα, για έναν «αποδημητικό
τυχοδιωκτισμό», λόγω των προσδοκιών της να ευτυχήσει, έτσι όπως η ίδια ορίζει,
ζώντας, σε μία ξένη χώρα.
Δύο πρόσωπα λοιπόν ή μάλλον δύο «παραδόσεις» όπου, στη μία περίπτωση, υφίστανται
εκρήξεις, διαρρήξεις και ψυχικά ξετινάγματα, λόγω της απώλειας των νοημάτων και
των θερμών συναισθηματικών συνδηλώσεων, ενώ στην άλλη καθιζήσεις, κάτω από το
βάρος των αδυσώπητων γονεϊκών νοημάτων, μέσα σ’ έναν περισσότερο ή λιγότερο «ξένο τόπο…» και για τους δύο. Δύο
πρόσωπα τα οποία αποπειρώνται να λάβουν κάτι ο καθένας, από τη ζωή του άλλου,
εν τέλει ανεπιτυχώς.
Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι
πάντοτε ένας ξένος, μέσα στον ίδιο του τον τόπο, πολύ περισσότερο μέσα στο
ίδιο του το σώμα, πράγμα που τον εξαναγκάζει να αναζητάει αδιάλειπτα μία «πατρίδα…» να τον κοιτάξει βαθειά μέσα
στα μάτια, να τον καθησυχάσει και να τον «κρατήσει»,
να μην τον τιμωρεί…
Η ΕΝΔΟΨΥΧΙΚΗ
ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΥΤΟΤΙΚΕΣ ΡΗΞΕΙΣ ΤΩΝ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Η λειτουργία του
ψυχικού μηχανισμού
Ο στόχος αυτού του
πονήματος είναι διπλός:
Εν πρώτοις, να γίνει
απλά και μόνο ένας υπαινιγμός, ως προς τη λειτουργία ενός εγγενούς μηχανισμού δημιουργίας
ψυχονοητικών εξερχομένων, κατ’ αναλογία με το μηχανισμό εκμάθησης της γλώσσας (LanguageAcquisitionDevice), τον οποίο εισηγήθηκε oNoamChomsky, και το μηχανισμό εκμάθησης αριθμητικών
υπολογισμών, βάσει των θεωριών επεξεργασίας πληροφοριών.
Κατά δεύτερο λόγο,
ο στόχος μου αφορά σε μία προσπάθεια μελέτης των ψυχικών, αφανών συμβάντων, υπό
το πρίσμα του μηχανισμού άμυνας της προβολής, ώστε να δημιουργηθεί ένα εφαλτήριο,
για την εξέλιξη μίας συζήτησης, γύρω από την ανάγκη να ελέγξει ο άνθρωπος πρώτα
τον εαυτό του και έπειτα, μέσα από δυναμικές και διαλεκτικές διαδικασίες, το
περιβάλλον του. Κάτι τέτοιο διευκολύνει σημαντικά τη διαπροσωπική επικοινωνία,
ενώ μπορεί να μειώσει την οδύνη ενός προσώπου -κυρίως σε καταστάσεις κρίσης-
διευρύνοντας παράλληλα τις νοηματοδοτήσεις του.
Όπως έχει εξάλλου υποστηρίξει
ένθερμα ο Ινδός φιλόσοφος Jiddu
Krishnamurti, η σωτηρία είναι πάντοτε προσωπική υπόθεση, ενώ προϋποτίθεται η
μεταμόρφωση του μυαλού και η επανάσταση της γνώσης.
Προβολή και προβολική ταύτιση
Οι Μπέιτμαν και
Χολμς επεξηγούν τις διαφορετικές ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, γύρω από το θέμα
της προβολής και της προβλητικής ταύτισης, αποσαφηνίζοντας τα δυσδιάκριτα,
μεταξύ τους, όρια. Η προβολή συνιστά τον μηχανισμό, βάσει του οποίου
εξελίσσεται η διαδικασία, ενώ η προβλητική ταύτιση είναι μία βρεφική
φαντασίωση, κατά την οποία μέρη κακού εαυτού του βρέφους προβάλλονται, μέσα στη
μητέρα. Παρά το γεγονός πως οι έννοιες αφομοίωση και συμμόρφωση της πιαζετιανής
θεωρίας αφορούν στην ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων και όχι την αναπαράσταση
του εαυτού, αυτές εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν λειτουργίες, βάσει των οποίων
εξελίσσεται η διαδικασία. Η πραγματικότητα δηλαδή προσλαμβάνεται (βάσει μίας υποκείμενης
ασύνειδης φαντασίωσης), μέσω της προβολής των αρνητικών πλευρών, στη μητέρα, για
να συμμορφωθεί κατόπιν το βρέφος, στη νέα του πραγματικότητα, που αφορά στην
αίσθηση του για το μητρικό πρόσωπο.
Αυτή είναι η αρχική
κλαϊνική αντίληψη (MelanieKlein), από την οποία ομολογουμένως διατηρώ συγκεκριμένη
απόσταση, καθόσον δεν αφορμώ από την ιδέα της εγγενούς κακότητας ή
καταστροφικότητας του ανθρώπου και της συνακόλουθης ενοχής, που οδηγεί στην
προβολή. Η ίδια κρίνω μία τέτοια υπόθεση περιττή και μη αποδεικτέα, καθόσον δεν
είναι δυνατόν να οριστεί, εν τοιαύτη περιπτώσει, τι ακριβώς και γιατί ορίζεται
ως κακό και καταστροφικό ή πως γίνεται το βρέφος να αισθάνεται, εκ φύσεως, μία
ασυνείδητη ενοχή κακότητας, την οποία επιδιώκει να προβάλει. Η ίδια ενστερνίζομαι,
κατά βάση, τις αντιλήψεις των ψυχαναλυτών της διαπροσωπικής σχολής, σύμφωνα με
τους οποίους, αυτές οι αντιδράσεις είναι δυνατόν να λαμβάνουν χώρα, μόνο εφόσον
προκληθεί (ίσως και εγκατασταθεί, κατ’ εμέ) ένα αίσθημα κακότητας, στο βρέφος,
λόγω της αποστερητικής ή/και κακοποιητικής συμπεριφοράς του φροντιστικού
προσώπου.
Περαιτέρω, η
προβλητική ταύτιση νοείται με δύο διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι ορίζουν τις
ενδεχόμενες επικοινωνιακές και παθολογικές διαστάσεις του φαινομένου. Ως προβολή
συναισθημάτων, σε ένα πρόσωπο, και ταύτιση του πρώτου, με αυτά και ως προβολή
συναισθημάτων, σε ένα πρόσωπο, και ταύτιση, εν συνεχεία, του τελευταίου, με
αυτά. Στην πρώτη περίπτωση, εάν ένα πρόσωπο νοιώθει, επί παραδείγματι, κάποιο εχθρικό συναίσθημα, προβάλει αυτό σε κάποιο άλλο άτομο, βολικό σε αυτό (η σχετική
διαδικασία θα επεξηγηθεί αναλυτικότερα παρακάτω). Αυτό σημαίνει πως δεν θεωρεί
τον εαυτό του εχθρικό, αλλά το άλλο πρόσωπο, στο οποίο φορτώνει το συναίσθημά
του, ενώ ταυτόχρονα ταυτίζεται με αυτό το συναίσθημα, διατηρώντας έτσι την
εχθρικότητά του. Στη δεύτερη περίπτωση, καθώς κάποιος προβάλλει στοιχεία του
εαυτού του σε άλλους οι άλλοι ενδέχεται να απαντήσουν, με το να τα παραλάβουν, να
ταυτιστούν δηλαδή με τα προβαλλόμενα στοιχεία, πράγμα που σημαίνει πως οι τελευταίοι
θα νοιώσουν ή θα εκφράσουν (με όποιον τρόπο) τα στοιχεία ή τα συναισθήματα
αυτά. Το αν ένα πρόσωπο θα πέσει θύμα των προβολών ενός άλλου, θα εξαρτηθεί από
την προϋπάρχουσα συναισθηματική και ψυχονοητική του εξάρτυση, από πολιτιστικούς
παράγοντες, την ενημερότητά του γύρω από τα ζητήματα αυτά, το συγκεκριμένο συγκείμενο
αλλά και τους ειδικούς όρους που διέπουν μία συνθήκη, όπως αυτή της
μετανάστευσης, όπου η ανάγκη αναδόμησης της ταυτότητας, μέσα σε συνθήκες
ολότελα δυσχερείς, εξελίσσουν τα φαινόμενα αυτά, με διάφορους προσανατολισμούς.
Τέλος θεωρείται ενδεχόμενο ένα πρόσωπο να προβάλλει και καλές πλευρές του
εαυτού του, χωρίς να μπορέσει να ταυτιστεί κατόπιν με αυτές, πράγμα που έχει ως
αποτέλεσμα να καθίσταται ιδιαίτερα ρηχό το αυτοσυναίσθημά του.
William-Adolphe Bouguereau_Pietà
Σύμφωνα με τον
Τζάκσον, ο Bionδιέκρινε τη
φυσιολογική, από την παθολογική προβλητική ταύτιση. Στην πρώτη περίπτωση,
επιτελείται μία επικοινωνιακή λειτουργία, κατά την οποία το παιδί προβάλλει μη
οργανωμένα, ακατέργαστα σωματοψυχικά στοιχεία, στο μητρικό στήθος, τα οποία η
μητέρα παραλαμβάνει και, αφού τα επεξεργαστεί, τα αποδίδει πίσω στο παιδί. Θα
λέγαμε πως τούτο σημαίνει ότι, καθώς το βρέφος προβαίνει αδιαλείπτως σε
ανεπεξέργαστες γνωστικά, σε κιναισθητικές εκδηλώσεις, τα ψυχοσυναισθηματικά
παράγωγα αυτών, βάσει των οποίων βιώνει τον εαυτό του το παιδί (ήτοι συναισθήματα
ευχαρίστησης ή δυσφορίας), προβάλλονται, δηλαδή αποδίδονται ασυνειδήτως, στη
μητέρα (αυτό σημαίνει πως η μητέρα βιώνεται ως ευχάριστη ή δυσάρεστη, στο παιδί),
και ειδικότερα στα μέρη του μητρικού σώματος, με τα οποία το παιδί συνδέεται
ιδιαιτέρως, λόγω των φυσικών του αναγκών. Η μητέρα, με τη σειρά της, οφείλει να
παραλάβει -δηλαδή ν’ αντιληφθεί και ν’ αποδεχτεί- ν’ ανακουφίσει, να νοηματοδοτήσει
και τελικά να επιστρέψει αυτό που θα προκύψει μέσα της, προς εσωτερίκευση, στο
παιδί.
Αυτή η θεώρηση
παρουσιάζει αναλογίες με την εξελικτική προσέγγιση, σχετικά με την αλληλεπίδραση
και τον συντονισμό, μεταξύ μητέρας και βρέφους, όπου εδώ γίνεται εκτενής λόγος,
για την παρατηρήσιμη πλευρά και τις βιολογικές συνιστώσες του συνολικού
φαινομένου της επικοινωνίας, μεταξύ μητέρας και βρέφους.
Ερμηνεύοντας
περαιτέρω τον ακριβώς παραπάνω προβληματισμό, αλλά και τον γενικότερο
προβληματισμό, γύρω από τις δύο πλευρές (επικοινωνιακή-παθολογική) του
φαινομένου, μπορούμε να διατυπώσουμε δύο συλλογισμούς ή απλά υποθέσεις:
Εν πρώτοις, εφόσον τα
στοιχεία που προβάλλονται (γενικότερα μιλώντας πλέον), και με τα οποία, εν
συνεχεία, το ίδιο πρόσωπο ταυτίζεται (ή απλά του επιστρέφονται, για ενδοβολή) δεν
είναι, κατ’ ανάγκη, μόνο στοιχεία αρνητικά αλλά και στοιχεία με θετικό πρόσημο,
(λόγω της αλληλεπίδρασης, μεταξύ εγκατεστημένων θετικών συναισθημάτων ή θετικών
συναισθηματικών εισροών και της γνωστικής λειτουργίας, για τον έλεγχο της
πραγματικότητας και την άρση των γνωστικών παραποιήσεων), καθίσταται δυνατόν να
δημιουργούνται στον προβάλλοντα φαντασιώσεις, με θετικό, ευχάριστο περιεχόμενο,
για το ποιος είναι ο άλλος, για το τι μπορούμε να αναμένουμε, να προσδοκάμε, ως
συμπεριφορά και ως αντίδραση, από αυτόν.
Κατ’ επέκταση, όταν
υφίσταται μία σχετική ισοδυναμία μεταξύ των αρνητικών και θετικών προβολών και ένας
μετριασμός, αν μη τι άλλο, της έντασής και της δραστικότητάς τους, οι αρνητικές
επιδράσεις αφενός της συνειδητής ή ασυνείδητης καταγγελτικότητας, εναντίον ενός
προσώπου, ή αφετέρου της εξιδανίκευσης αυτού αντισταθμίζονται, μεταξύ τους, πράγμα
που διευκολύνει την προώθηση μίας περισσότερο πραγματιστικής και αυθεντικής
διαπροσωπικής επικοινωνίας.
Κατά συνέπεια, οι
θετικές προσδοκίες, που είναι δυνατόν να δημιουργηθούν, πάνω σ’ αυτή την
ψυχοσυναισθηματική και νοητική βάση, διαμορφώνονται δυναμικά και διαλεκτικά,
βάσει ενός συνεχούς επαρκώς απρόσκοπτης αλληλεπίδρασης, καθιστώντας εφικτή την
ανέλιξη της επικοινωνίας, σύμφωνα με το πρότυπο της αυτοεκπληρούμενης
προφητείας, χωρίς να υφίσταται ο κίνδυνος να καταστούν αυτές «άυλες» και να
«πέσουν» στο κενό της αμυντικότητας της εξιδανίκευσης, για το πως θα πρέπει
υποχρεωτικά και βολικά, για χάρη μας, να τελεί ο άλλος.
Κατά δεύτερο λόγο,
ακόμη και σε περιπτώσεις που προβάλλουμε αρνητικές πλευρές του εαυτού σε άλλα
πρόσωπα, τούτο δεν συνεπάγεται πως η επικοινωνιακή διάσταση της προβολής
κατακρημνίζεται ολοσχερώς. Όπως αναφέρουν οι Μπέιτμαν και Χολμς(1995), οι ψυχαναλυτές που εισηγούνται τα
μοντέλα των σχέσεων υποστηρίζουν πως οι αμυντικοί μηχανισμοί δρουν
προστατευτικά, προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάπτυξη. Η Alvarez (1992) προτείνει να αντιμετωπίζονται οι
άμυνες, ως απελπισμένες προσπάθειες του ατόμου να ξεπεράσει καταστάσεις τρόμου
και απελπισίας, που είναι αποτέλεσμα περιβαλλοντικών ελλείψεων. Ο Ναυρίδης,
στην εξέταση του φαινομένου της παλιννόστησης, επεξηγεί, για τις εκδραματίσεις
(που προξενούν και οι προβολές),
[...από
την άλλη αποτελεί έναν έμπρακτο τρόπο συγκινησιακής επικοινωνίας με το θεραπευτή,
όταν...αγγίζονται οδυνηρά συναισθήματα για τα οποία δεν υπάρχουν οι λέξεις να
τα εκφράσει ο αναλυόμενος.]
Θα μπορούσαμε
λοιπόν καταληκτικά να υποθέσουμε πως, ακόμη και σε ακραίες, ήτοι καταστροφικές
(για όλους) περιπτώσεις εκδραμάτισης μίας προβολής, με επιθετικό περιεχόμενο, πάντοτε
επικοινωνείται, έστω και ασυνειδήτως, μία προσδοκία του προβάλλοντα να λυτρωθεί
από επώδυνα βιώματα. Αυτό συνεπάγεται πως ακόμη και στο πλαίσιο της παθολογικής
λειτουργίας της προβολής, η λειτουργική επικοινωνιακή πλευρά δεν απόλλυται
ολοσχερώς, μόνο που εξαιτίας της κατακλυσμικότητας ή της σφοδρότητας και του
αποκλειστικού χαρακτήρα της εκδραμάτισης, καθίσταται δυστυχώς αδύνατον, σε
όλους τους εμπλεκόμενους, να τη χειριστούν.
H. R. Giger
Ενοχή
Ο Carveth εξετάζει το ζήτημα της ενοχής,
διακρίνοντας περισσότερους τύπους αυτής, αλλά η βασική του διάκριση αφορά στον ασυνείδητο
διωκτικό τύπο ενοχής που οδηγεί σε αυτοτιμωρίες, μαζοχιστικά φαινόμενα και τη
διαιώνιση των προβλημάτων και τον ώριμο, συνειδητό επανορθωτικό τύπο ενοχής,
όπου κάποιος αναγνωρίζει ποιας φύσεως είναι τα σφάλματά του, ώστε να προβεί σε
επανορθωτικές διευθετήσεις που θεραπεύουν μία κατάσταση ή επουλώνουν ένα
τραύμα.
Περαιτέρω, ο Carveth κάνει λόγω για περισσότερα είδη ενοχής: Τη
«συλλογική» ενοχή της εκμετάλλευσης, επί παραδείγματι, του φτωχού από τον
πλούσιο, ενδεχομένως και του μετανάστη από τον ντόπιο, η οποία εσφαλμένα
αποδίδεται σε ενοχή που προκαλείται από ατομικά σφάλματα. Την «επιβιωτική»
ενοχή του πρόσφυγα, ο οποίος ασυνείδητα πιθανά ευτυχεί, με τη δική του διάσωσή,
καθόσον του έλαχε να πάρει τη θέση κάποιου άλλου ή επειδή προέβη σε λιγότερο
νόμιμες πράξεις, προκειμένου να επιβιώσει. Την «ενοχή του δυνατού» που
ενδεχομένως του έχει προβάλλει ο αδύναμος, για να μπορέσει να τον καταβάλει και
τέλος την αδιέξοδη «υπαρξιακή ενοχή» την οποία νοιώθει κάποιος έτσι και αλλιώς,
είτε επειδή δεν έφτασε στην αυτοπραγμάτωσή του, είτε επειδή φτάνοντας σε αυτή,
ήρθε σε σύγκρουση και αποσχίστηκε από τα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος.
Αν θέλαμε να
εκφράσουμε αποφθεγματικά την πιο πάνω αλήθεια, περί διωκτικής κυρίως
ενοχής, θα λέγαμε πως «εκεί που ανθίζει η
ενοχή, ψυχορραγεί η συμπόνια». Έτσι, γίνεται τρόπον τινά αντιληπτό πως,
μέσω της απώθησης της ενοχής και της αυτοτιμωρητικής εκδραμάτισης, κάποιος αντιστέκεται
στη λύση ενός προβλήματος, επικυρώνει και αιτιολογεί, μέσω των επαναλήψεων, το
ένα σφάλμα, μετά το άλλο, αντλεί ναρκισσιστικές απολαβές, για τη δύναμή του να
αυτοτιμωρείται και παράλληλα δρα χειριστικά ασκώντας έλεγχο, εις βάρος των
προσώπων του περιβάλλοντός του, ενώ προβάλλει επάνω τους δύο πράγματα. Κατ’
αρχάς, την απωθημένη του ενοχή και κατά δεύτερον, την επιθετικότητα που
προκαλείται μέσα του, εξαιτίας της δράσης και των σφυροκοπημάτων αυτής. Αυτό το
ξεφόρτωμα της ενοχής, εξηγεί ο Carveth, συμβαίνει στην
περίπτωση της «δανεισμένης» ενοχής.
Προσωπικά έχω ήδη
καταλήξει, αλλά και βάσει των ακριβώς προηγουμένων, πως δεν ισχύει η κοινή
πεποίθηση ότι γινόμαστε αναποτελεσματικοί, επειδή είμαστε ανήθικοι (καθόσον
εμμένουνε στη διαιώνιση της ανεπίγνωστης και ανεπεξέργαστης ενοχής και τις
επαναλήψεις των σφαλμάτων). Αλλά επειδή είμαστε αναποτελεσματικοί και αδύναμοι
απωθητές, δια τούτο γινόμαστε ανήθικοι, προκειμένου να παράσχουμε ένα «άλλοθι» (έστω
και αυτό) στην αβάσταχτη αδυναμία μας. Προβάλλοντας (κατόπιν της απώθησης) την
ενοχή και την επιθετικότητά μας, το ίδιο λαθραία μεταφορτώνουμε και την
αδυναμία μας, μετατρέποντας τους εαυτούς μας σε παντοδύναμους δυνάστες των
προσώπων που ελέγχουμε (μέσα από τη χειριστικότητα) ή/και σε ανηλεείς κριτές.
Ένα ερώτημα, που
αναδύεται εδώ, αφορά στη φύση αυτής της αδυναμίας που αναχαιτίζει την
κινητοποίηση ενός ανθρώπου να αναλάβει επανορθωτική δράση, απέναντι στον εαυτό
του και τους άλλους. Θα υπέθετα λοιπόν πως, μέσα σ’ αυτό τον νοερό τόπο της
αδυναμίας, δρα ένα διαφορετικό υποκείμενο είδος ενοχής, δομικού τύπου (που θα
μπορούσα να συνδέσω με την υπαρξιακή ενοχή του Carveth, αν και τη δομώ διαφορετικά, στο σύστημα της προσωπικότητας), το οποίο
θα τιτλοφορούσα «κανονιστική ενοχή» ή περισσότερο λογοτεχνικά «ενοχή του
Προκρούστη», βάσει της οποίας υπαγορεύεται τι μπορεί, τι δεν μπορεί ή τι
επιτρέπεται (και πως) να κάνει ένας άνθρωπος, καθώς οφείλει να είναι ικανός,
μόνο για προκαθορισμένους τρόπους σκέψης και δράσης, μέσα σ’ ένα ορισμένο
πλαίσιο ψυχονοητικής ανάπτυξης και έκφρασης, ακόμη και όταν θεωρείται πως
μεγαλουργεί. Το αυτοσυναίσθημα και η γενικότερη ή οι επιμέρους συνειδητές
αυτοαντιλήψεις ενός ανθρώπου διαμορφώνονται, πάνω σε αυτή τη βάση.
Κάθε απαίτηση λοιπόν
διαφυγής, από το ψυχονοητικό αυτό πλαίσιο σκέψης και δράσης και από τις
σχετικές υπαγορεύσεις, καταπνίγεται και συνθλίβεται, ή απορροφάται -όπως το φως
που αδυνατεί να ξεπηδήσει, έξω από τη μαύρη τρύπα- κάτω από την στιβαρή δράση
αυτού του είδους ενοχής, το οποίο διαμορφώνεται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο
βαθμό, από τη βρεφική ηλικία (στη σχέση με τα φροντιστικά πρόσωπα) και
παραμετροποιείται, πετρώνει και ριζώνει στον ψυχισμό, σύμφωνα με τις πολιτισμικές
και κοινωνικές επιδράσεις, αλλά και τις διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις, καθ’ όλη
τη διάρκεια της ζωής. Η διαδικασία αυτή έχει την καταβολή της, στην εξάρτηση
του βρέφους, από τα φροντιστικά πρόσωπα, τη θυματοποίησή του, σε μεγαλύτερο ή
μικρότερο βαθμό, για να εγκαινιαστεί και να δρομολογηθεί η λειτουργία του
μηχανισμού ταύτισης του θύματος με τον θύτη (κατ’ αναλογία του συνδρόμου της
Στοκχόλμης), ενώ μεταβιβάζεται επιδημικά (μέσω δηλαδή του διαγενεακού
σφάλματος), από τον ένα άνθρωπο στον άλλο, συντηρούμενο από ναρκισσιστικά
αντισταθμίσματα, δωροδοκίες και υποκατάστατα ή από διάφορους συμπεριφοριστικούς
ενισχυτές.
Εάν διασυνδέσουμε
λοιπόν τις παραπάνω εννοιολογήσεις, διαμορφώνουμε ένα θεωρητικό πλαίσιο και μία
υπόθεση εργασίας. Βάσει αυτής της υπόθεσης, θα γίνει η προσπάθεια να αναδειχθούν
οι τρόποι με τους οποίους αλληλεπιδρούν, μεταξύ τους, οι κυρίαρχες με τις ομάδες
μεταναστών, με αναφορά στην επίδραση των πραγματικών συγκυριών.
Η εξέταση αυτή θα βασιστεί
στη λειτουργία του μηχανισμού της προβολής, υπό την επίδραση διαφόρων
συναισθημάτων, κάποια εκ των οποίων εξελίσσουν επιθετικότητα, η οποία εκδηλώνεται
-με τη διαμεσολάβηση του μηχανισμού άμυνας της μετατόπισης- εις βάρος βολικών ή
ενδεικνυόμενων στόχων, καθώς ξυπνάνε το αρνητικό αυτοσυναίσθημα των
επιτιθέμενων. Η επίθεση αυτή λαμβάνει ενδεχομένως αυτές τις κατευθύνσεις, διότι
είναι ιδιαίτερα δύσκολο και οδυνηρό να εκδραματιστεί, εις βάρος των πραγματικών
υπευθύνων ή εις βάρος του (απορριφθέντος) εαυτού, λόγω της υποκείμενης δράσης
του ενστίκτου αυτοσυντήρησης.
Να επισημάνω εδώ
πως τα προβολικά φαινόμενα έχουν θεωρηθεί πανανθρώπινα και διαμεσολαβούν επικοινωνιακά,
στην αλληλεπίδραση, μεταξύ όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως της ισχύος που
διαθέτουν ή δύνανται να επιβάλλουν. Αυτό συνεπάγεται, για την παρούσα εργασία,
δύο πράγματα:
Αφενός τα προϋπάρχοντα
ψυχικά φορτία των μειονοτήτων που βρίσκονται σε διαδικασία προσαρμογής, σε
συνθήκες πίεσης, για την επαναδόμηση της ταυτότητάς τους και εξαιτίας ειδικών
συγκυριών, που διακυβεύουν την επιβίωσή τους, θα συμβάλλουν και θα εξελίξουν
την αλληλεπίδρασή τους, με τους ημεδαπούς και τους κοινωνικούς θεσμούς, προς
περισσότερες κατευθύνσεις.
Αφετέρου οι ημεδαποί,
λόγω σφοδρών πολιτικών πιέσεων και οικονομικών δυσχερειών, εν μέσω μίας εποχής
όπου είναι αισθητή μία κρίση νοήματος, ενώ ανθίζει η καθεστωτική αλλά και η
παραδοσιακή τρομοκρατία και η διάδοση του φόβου, από το κράτος, ενδέχεται να εξεύρουν
τις λύσεις στα προβλήματά τους, αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους. Χωρίς
δηλαδή να επιδιώξουν και μία αλλαγή της συμπεριφορά τους, όπως διαπιστώνει ο Volkan, για ανθρώπους που εμπνέονται, από εθνικιστικά
συναισθήματα. Το φαινόμενο αυτό θα ερμηνευθεί παρακάτω αναλυτικότερα, με την
παράθεση των επεξηγήσεων του Volkan.
Περαιτέρω, η
διαπίστωση, μέσω ερευνών, πως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες έρχονται συχνά
αντιμέτωποι με άλλους μετανάστες, ήδη εγκατεστημένους, από χρόνια, στη χώρα
υποδοχής, μπορεί να μας οδηγήσει σε κάποιες υποθέσεις: Κατ’ αρχάς πως οι πρώτοι
αισθάνονται τα συμφέροντά τους να διακυβεύονται από ανθρώπους, με τους οποίους
μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και δημογραφικά και
εδώ θα είχαμε κάθε δικαίωμα να θεωρήσουμε περισσότερο αναμενόμενη τη μεταξύ
ομοιοπαθών αλληλεγγύη, κυρίως όταν το κοινωνικό πλαίσιο είναι αρκετά εχθρικό,
για τους περισσότερους. Συναφής με αυτή την υπόθεση είναι η θεώρηση, γύρω από το
μηχανισμό άμυνας της μετατόπισης, για τον οποίο κρίνω πως τίθεται σε λειτουργία,
εις βάρος προσώπων που ξυπνούν την αίσθηση προσωπικών, μη αποδεκτών στοιχείων
του εαυτού. Σχετικές είναι επιπλέον οι ερμηνείες του Volkan, σύμφωνα με τις οποίες τα πρόσωπα τα οποία θεωρούμε εχθρούς μας, είναι
αυτά που μας μοιάζουν πιο πολύ. Οπότε θα κάνω μία προσπάθεια να επεξηγήσω πως
οι εσωτερικές αυτές ψυχικές συνθήκες εξελίσσουν τις αλληλεπιδράσεις και εν
σχέσει με τη θεώρηση της αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Ψυχολογικές συνιστώσες των Νεοελλήνων
Η ανάγκη δημιουργίας
φίλων και εχθρών
Ο Volkanεπιχειρεί, μέσα από μία αναπτυξιακή,
ψυχαναλυτική προσέγγιση και διατηρώντας μία σύνδεση, μεταξύ ψυχολογίας βάθους
και επιστήμης της συμπεριφοράς, να συνθέσει ενδεχομένως ένα πρότυπο πολιτικής
ψυχολογίας, προκειμένου να ερμηνεύσει μία ευρέως διαδεδομένη πολιτική και
κοινωνική συμπεριφορά, που αφορά στον εθνικισμό και την ανάγκη συνακόλουθα των
ανθρώπων αφενός να συμπτύσσονται σε διακριτές ομάδες, αφετέρου να αξιολογούν
αυθαιρέτως άλλες ομάδες ως φίλιες, συμμαχικές και άλλες ως ανταγωνιστικές και εχθρικές.
Ως βασικά
χαρακτηριστικά του εθνικισμού αναφέρει την έμμονη υποτακτικότητα σχετικών
προσώπων στην την ομάδα στην οποία ανήκουν, τη μεταβλητότητα των επιλογών ως
προς το ποιος πρέπει να κατονομαστεί φίλος ή εχθρός και τέλος την αδιαφορία για
το τι ισχύει στον πραγματικό κόσμο. Επεξηγώντας τις απόψεις του Orwell, πάνω στο ζήτημα αυτό, αναφέρει πως ο τελευταίος
επισημαίνει την ευκολία με την οποία είναι δυνατόν μία ομάδα να μετατραπεί σε
αποδιοπομπαίο τράγο -στην προσπάθεια κάποιων να επιτύχουν τη σωτηρία τους,
χωρίς να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους. Τονίζει επιπλέον, εν σχέσει με την
αδιαφορία, για την πραγματικότητα, την αξιοσημείωτη ικανότητα αυτών των
ανθρώπων όχι μόνο να μην αποδοκιμάζουν, αλλά ούτε καν να ακούν, όσα θα
μπορούσαν να ειπωθούν, γύρω από τις δικές τους φρικαλεότητες ή άλλα πολλά.
Περαιτέρω, ο Volkan εκθέτει τις απόψεις του Stein, βάσει των οποίων προκύπτει πως η συγκρότηση μίας ομάδας μπορεί να έχει
έναν προσαρμοστικό και σωτήριο χαρακτήρα, ταυτόχρονα όμως και καταστροφικό,
εφόσον προκαλείται ένας διαχωρισμός από τους άλλους, στους οποίους, εν
συνεχεία, αποδίδονται δυστονικά, προς την ομάδα, χαρακτηριστικά. Βάσει λοιπόν
αυτού του ισχυρισμού, ο Volkan θα επιχειρήσει να
ερμηνεύσει αυτό το κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, το οποίο, ως γνωρίζουμε,
έχει επίδραση, στις αντιλήψεις και τη συνειδητή και ασύνειδη συμπεριφορά των
ανθρώπων.
Πριν προχωρήσω, θα
κάνω έναν σαφή υπαινιγμό, για τη σύνδεση των χαρακτηριστικών του ατόμου που ο Orwell αποκαλεί εθνικιστή, με τις μονοσήμαντες ψυχικές
επαναλήψεις του προσώπου το οποίο, κάτω από το βάρος της διωκτικής ενοχής του Carveth, αρνείται πείσμονα να προβεί σε ουσιαστική
ενημερότητα, για τις πράξεις του, και να πράξει τα δέοντα, για την αντιμετώπιση
των όποιων διαπροσωπικών ή άλλων προβλημάτων. Τηρώντας δε αποστάσεις, τόσο από
την πραγματικότητα (μέσω της καταφυγής, σε ψυχονοητικές εκδραματίσεις, με τη
μορφή των αμυντικών γνωστικών παραποιήσεων) όσο και από το καθήκον να αναλάβει περισσότερο
εποικοδομητική δράση, εκδηλώνει (θα το διατυπώσω όπως ο Orwell) μία αξιοσημείωτη ικανότητα να εμμένει σε εσωτερικά
ψυχικά μοτίβα, τα οποία επιδιώκει ανένδοτα να εξυπηρετεί.
Με αυτή τη σύνδεση,
δεν επιχειρώ να σχεδιάσω ένα μονοδιάστατο αιτιακό πορτρέτο της προσκομματικής
ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ίδια αντιλαμβάνομαι πως (μεταξύ άλλων) η «αυτοδέσμευση»
ενός ανθρώπου (όπως επιλέγω να ονοματίσω μία αφοσίωση, σε εσωτερικές
αναπαραστάσεις, η οποία προκαλεί θετικές προβλέψεις και προσδοκίες, για τη
συγκρότηση και υποστήριξη θεμελιακών επιλογών, στη ζωή, και για την έκβαση
αυτών -ζητήματα που εξετάζονται, τόσο στο πλαίσιο της κοινωνικογνωστικής
ψυχολογίας, όσο και στο πλαίσιο διαφόρων ψυχαναλυτικών και ανθρωπιστικών
μοντέλων) παίζει κυρίαρχο και αυτοτελή ρόλο στην ανάπτυξη και τη δόμηση της συμπεριφοράς.
Το πώς οικοδομείται αυτή η θεμελιακή λειτουργία δεν είναι κάτι που μπορεί να
ειπωθεί απλά. Σύμφωνα με μία υπόθεση δική μου, ένας βαθμός ιδιοσυγκρασιακής νευρωσικότητας
(κατά τις υποδείξεις της παραγοντικής θεωρίας) ενδέχεται να δρα επισχετικά, σε
συνήθεις προσαρμογές, εκείνες για τις οποίες δεν θα λέγαμε εύκολα πως
χαρακτηρίζονται, από τεράστιες αποδώσεις.
Edvard
Munch_Golgotha
Για να συνεχίσουμε,
ο Volkanθέτει παρακάτω τις απόψεις κάποιων
ψυχαναλυτών. Βάσει των απόψεων του Erikson και του Pinderhughes, αναγνωρίζεται η ανάγκη των ανθρώπων να
συσπειρώνονται σε ψευδοομάδες, αναγορεύοντας άλλες σε ανταγωνιστικές ή εχθρικές
και αποδίδοντας στις τελευταίες χαρακτηριστικά αρνητικά των δικών τους ομάδων.
Ο Pinderhughes, λαμβάνοντας υπόψη τις αναπτυξιακές
διαστάσεις της παιδικής ηλικίας, αλλά και βιολογικές και άλλες θεωρήσεις,
αναπτύσσει τις ιδέες του, σύμφωνα με τις οποίες μία οικουμενική ενόρμηση, για
διχοτόμηση, συνδέεται με μία διαδικασία δημιουργίας διπλού δεσμού. Κατά τη
διαδικασία αυτή, το παιδί αναπτύσσει δύο αντίθετους τύπους νοητικών
αναπαραστάσεων αντικειμένων, μέσω κιναισθητικών εκδηλώσεων, άλλες με θετικό
συναισθηματικό περιεχόμενο και άλλες, με διαχωριστικό, επιθετικό.
Ο Freud, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του LeBon, σχετικά με την
ψυχοδυναμική των ομάδων, υποστήριξε πως μέσα σ’ ένα ομαδικό πλαίσιο, τα μέλη
αυτού ταυτίζονται με την ομάδα, υιοθετώντας το σύστημα αξιών της και εξιδανικεύοντας
αυτήν. Αυτή η διαδικασία βασίζεται σε μία κοινότητα συναισθημάτων και αναγκών,
μεταξύ των μελών της ομάδας, και συνακόλουθα στην εξασθένιση των στοιχείων της
ατομικότητας, ώστε να εξυπηρετηθεί η υποταγή στην ομάδα, μέσω της λιβιδινικής
διασύνδεσης των μελών, μεταξύ τους. Η ισότητα δε, μέσα στο ομαδικό πλαίσιο,
εξασφαλίζεται από έναν κυρίαρχο και ισχυρό αρχηγό.
Οι πρώιμες αυτές
απόψεις, οι οποίες περιλαμβάνουν επεκτάσεις, γύρω από τη θεώρηση του
οιδιπόδειου συμπλέγματος, διαφοροποιήθηκαν από κατοπινούς αναλυτές, για να
συμπεριληφθεί μία σημαντική προσθήκη, που αφορά στις προσδοκίες των μελών, τον
ενεργητικό τους ρόλο, μέσα στην ομάδα, και τις αλληλεπιδράσεις τους με τον
αρχηγό, στη βάση ενός ταιριάσματος των μεταξύ τους αναγκών. Δεν παύουν όμως,
κατά τον Volkan, οι απόψεις αυτές να θεωρούνται
περιορισμένες επεξηγώντας μόνο τις ενδοομαδικές αλληλεπιδράσεις.
Ο Volkan επιχειρεί, ο ίδιος πλέον, μέσω της ψυχολογίας βάθους, να
προσπελάσει τα φαινόμενα της γένεσης της εθνικότητας και άλλων συναφών
φαινομένων, όπως του εθνικισμού. Στηριζόμενος στις ψυχαναλυτικές θεωρήσεις «σχέσεων
αντικειμένου (Klein, Winnicott κ.λ.π.), επεξεργάζεται
θεωρητικά ένα σχεσιακό σύστημα, μεταξύ των ομάδων, που βασίζεται στην έννοια των
«κατάλληλων στόχων εξωτερίκευσης». Οι στόχοι αυτοί παίζουν σημαντικό ρόλο στη
γένεση των πιο πάνω φαινομένων και συνακόλουθα στη διαμόρφωση των αντιλήψεων,
για το ποιοι είναι σύμμαχοι και ποιοι εχθροί, με την παράλληλη συγκρότηση
συνεκτικών ομάδων.
Η συγκρότηση
πρώιμων αναπαραστάσεων, για τον εαυτό και τους άλλους, κατά τη βρεφική ηλικία, συνιστά
την καταβολή της πιο πάνω διαδικασίας. Το βρέφος έχει ως καθήκον, στην πρώιμη
φάση της ζωής του, εν πρώτοις, να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους και,
εν συνεχεία, ν’ απαρτιώσει (δηλαδή να ενσωματώσει και να συναρθρώσει) αντίθετες,
μεταξύ τους, αναπαραστάσεις, τόσο για τον εαυτό, όσο και για τα άλλα πρόσωπα.
Η ανάγκη αυτή
προκύπτει, αφενός από την ικανότητα του βρέφους να διακρίνει μεταξύ ευχάριστου
και δυσάρεστου, αφετέρου από την αδυναμία του να συγκρατήσει συνεκτικά μέσα του
αντίθετες μεταξύ τους εμπειρίες, με τις συναισθηματικές συνδηλώσεις που τις
ακολουθούν. Όταν τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα ικανοποιούν τις ανάγκες του
βρέφους, τότε διαμορφώνονται αναπαραστάσεις, με θετικό συναισθηματικό
περιεχόμενο, για τον εαυτό, ενώ, στην περίπτωση ματαιωτικών (για το βρέφος)
περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, οι αναπαραστάσεις συνδέονται με συναισθήματα
δυσφορίας και αρνητική αίσθηση του εαυτού, πράγμα το οποίο εξελίσσει
επιθετικότητα.
Καθίσταται συνεπώς
δυσχερές (για το βρέφος) ν’ απαρτιωθούν (δηλαδή να συναρθρωθούν) οι
αντιτιθέμενες, μεταξύ τους, αναπαραστάσεις (καθόσον δεν είναι ακόμη εφικτό να
νοηματοδοτηθούν, από αυτό, και να αντιμετωπιστούν αναγκαστικά ως νοητικά
προσπελάσιμο, επεξεργάσιμο και εξηγήσιμο σύνολο, θα πρόσθετα εγώ) τόσο για τον
εαυτό, όσο και για το φροντιστικό πρόσωπο, όταν το τελευταίο δρα άλλοτε
ικανοποιώντας και άλλοτε ματαιώνοντας (και τρελαίνοντας τρόπον τινά) το βρέφος.
Έτσι, το μητρικό πρόσωπο διαχωρίζεται σε δύο πρόσωπα, σε καλό και κακό, όπου το
πρώτο αγαπιέται, ενώ το δεύτερο μισιέται. Οι ίδιες διαδικασίες αφορούν στον
εαυτό και τα υπόλοιπα πρόσωπα του περιβάλλοντος.
Παρά το γεγονός πως
οι περισσότεροι άνθρωποι καταλήγουν, σ’ ένα βαθμό απαρτίωσης των αντιτιθέμενων
αναπαραστάσεων, κάποιες από αυτές παραμένουν σταθερά διαχωρισμένες, και αποστέλλονται,
σύμφωνα με τον Volkan, μέσα σε
«δεξαμενές», στον πραγματικό κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι αντικείμενα ή καταστάσεις
του πραγματικού κόσμου επενδύονται από «εντυπώσεις» που αντιπροσωπεύουν τις
αναπαραστάσεις αυτές. Τις δεξαμενές αυτές ο Volkanτις ονομάζει «κατάλληλους στόχους εξωτερίκευσης», και συνιστούν
την κατάληξη μιας διαδικασίας περισσότερο χονδροειδούς, από την προβολή.
Κατά τη διάρκεια
της ανάπτυξής του, το παιδί βρίσκεται αδιάκοπα στην ανάγκη να ρυθμίζει (με τη
συμβολή της μητέρας) την αίσθηση του εαυτού του. Τούτο επιτυγχάνεται και μέσω
των μεταβατικών αντικειμένων, δηλαδή αντικειμένων, όπως ένα λούτρινο
αρκουδάκι(ή φαινομένων, π.χ. μία
μελωδία), που το βοηθούν να συνδέεται, με το περιβάλλον του, το κάνουν να
αισθάνεται πως επενεργεί δραστικά, σε αυτό, ή το διευκολύνουν να ρυθμίζει τα
περιβαλλοντικά ερεθίσματα σύμφωνα με τις ανάγκες του, ενώ τέλος υποκαθιστούν
ενδεχόμενα το μητρικό πρόσωπο, όταν αυτό είναι απόν.
Σταδιακά το παιδί
εγκαταλείπει τα μεταβατικά αντικείμενα, ως τρόπο διασύνδεσης με τον πραγματικό
κόσμο, και στην προσπάθειά του να αναπτύξει ένα συναρθρωμένο (απαρτιωμένο), για
τον εαυτό και τους άλλους, σύνολο αναπαραστάσεων, αποστέλλει, μέσα στις
δεξαμενές αυτές, όψεις του εαυτού του που δεν έχει καταφέρει να διασυνδέσει,
μέσα στην προσωπικότητα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε δηλαδή, για μία προσπάθεια
ψυχικού συναπτικού κλαδέματος. Οι όψεις αυτές έχουν εξαιρεθεί από τη σχετική
διασύνδεση, εξαιτίας της ελλειμματικής συμπεριφοράς του μητρικού προσώπου, ενώ
αποδίδονται συχνά σε στόχους, που λειτουργούν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, ανάλογα
με τις αξιολογήσεις του φροντιστικού προσώπου -για το τι κρίνει ως καλό ή κακό-
και των επιδράσεων των προσώπων του περιβάλλοντος.
Κάποιες, από τις
δεξαμενές αυτές (όπως μυρωδιές, τρόφιμα κ.λ.π.), οι οποίες μπορούν να γίνουν
αποδεκτές, από το οικείο περιβάλλον, και οι οποίες σταδιακά θα συνδεθούν με τα
φαινόμενα της διαμόρφωσης της εθνοτικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής
ταυτότητας κ.λ.π., λειτουργούν ως θυρίδες ασφαλείας. Σ’ αυτές επενδύονται πλευρές
της προσωπικότητα και τα συνακόλουθα ανεπεξέργαστα συναισθήματα αγάπης, τα
οποία έχουν διαμορφωθεί, κατά τη διάρκεια των πρώιμων, θετικών αλληλεπιδράσεων,
μεταξύ μητέρας και βρέφους. Αυτές οι επενδύσεις θα ενισχύσουν την εσωτερική
συνοχή και αίσθηση του εαυτού, ενώ όσες έχουν δεχτεί πλευρές του εαυτού, με
επιθετικά συναισθήματα, δρουν απειλητικά ενάντια στην εσωτερική ενότητα, εκτός
και αν η έκφραση επιθετικότητας αποτελεί συντονική συμπεριφορά μίας ομάδας.
Κι ενώ τα
μεταβατικά αντικείμενα περιλαμβάνουν ένα προσωπικό νόημα, (διαφορετικό, για
κάθε παιδί) και έχουν ημερομηνία λήξης, οι κατάλληλοι στόχοι για εξωτερίκευση
περιλαμβάνουν ένα κοινό νόημα, το οποίο διασυνδέει τα μέλη μίας ομάδας ή
ψευδοομάδας (κατά τον όρο του Ericson). Με το πέρασμα
στην εφηβεία, το νόημα αυτό αποκρυσταλλώνεται, ενώ η συγκινησιακή εμπειρία που
παράγεται, εσωτερικεύεται, εκ νέου, στο άτομο, μέσω της ταύτισης των μελών,
μεταξύ τους. Κι ενώ οι δεξαμενές αυτές συνίστανται, κατ’ αρχάς, σε άψυχα
αντικείμενα ή σύμβολα, σταδιακά συγκροτούνται σε αφηρημένες έννοιες, με
ιδεολογικό υπόβαθρο, συνδέοντας τα μέλη μιας ομάδας. Οι διαδικασίες επιλογής
και κατασκευής των δεξαμενών αυτών λαμβάνουν χώρα, υπό την επίδραση και τη
λιβιδινική σύνδεση των μελών μ’ έναν αρχηγό, αλλά και εξαιτίας των ιστορικών
και πολιτικών συγκυριών και της δράσης περισσότερων κοινωνικών και άλλων παραγόντων.
Αυτό που ο Volkan επισημαίνει, είναι πως η θετική αίσθηση του εαυτού
εξαρτάται από τη σταθερότητα της πυρηνικής ψυχικής συγκρότησης, μέσω ταυτίσεων
με θετικά αντικείμενα (πρόσωπα) αγάπης, ενώ οι μη απαρτιωμένες πλευρές θα
πρέπει να εξωτερικευτούν, κατά τα προλεγόμενα, ώστε να εξυπηρετηθεί η
φυσιολογική (σύμφωνα με τη γνώμη του Volkan) ανάγκη, για τη
δημιουργία ενός πλέγματος ομάδων, από φίλους και εχθρούς.
Με το πέρασμα στην
εφηβεία, οι κατάλληλοι στόχοι εξωτερίκευσης τροποποιούνται και αποκρυσταλλώνονται.
Κάποιοι εσωτερικεύονται, ενώ άλλοι παραμένουν (ως αναπαραστάσεις) στον
εξωτερικό κόσμο, ενώ σίγουρα αναθεωρούνται, δεχόμενοι τις επιδράσεις της ομάδας
των συνομηλίκων, χωρίς να εξαλείφονται οι αρχαϊκές καταβολές τους. Ο Volkan επεξηγεί μία άποψη του Blos, σχετικά με τα κατάλοιπα των ψυχικών τραυμάτων. Στην περίπτωση που τα
ψυχικά τραύματα δεν αφομοιωθούν, κατά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, ξυπνούν,
κατά καιρούς, διάφορα άγχη, οπότε ενεργοποιείται ο μηχανισμός προβολής των
σχετικών κινδύνων, στον εξωτερικό κόσμο, προκειμένου να μην χρειαστεί ένα
πρόσωπο να επεξεργαστεί αυτά τα άγχη εσωτερικά και να τα αντιμετωπίσει, μία
πρακτική που παγιώνεται, λόγω της επανάληψής της.
Καταλήγοντας, ο Volkan υποστηρίζει πως, οι μελέτες έχουν δείξει ότι η δημιουργία
αυτών των πρωταρχικών συναισθημάτων συνιστά οικουμενικό γεγονός, ενώ η
ολοκλήρωση του κύκλου διαμόρφωσής τους γίνεται με την ανάπτυξη των φαινομένων, που
εξετάστηκαν. Τα φαινόμενα αυτά εντείνονται, μέσω των ταυτίσεων των μελών μεταξύ
τους, μάλλον κατά τρόπο παθολογικό και ακραίο, σε περιόδους πολιτικού και
κοινωνικού στρες ή ταπείνωσης, αφενός με στόχο να επανορθωθεί ή αίσθηση του
εαυτού, αφετέρου για να συσπειρωθούν οι δυνάμεις, προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί
ένας κίνδυνος.
Η εθνικότητα λοιπόν
ερείδεται σε δεξαμενές (άψυχα εξιδανικευμένα αντικείμενα, όπως η σημαία), οι
οποίες παραλαμβάνουν αναπαραστάσεις του εαυτού (της προσωπικότητας), των
αντικειμένων (των άλλων) και του σώματος, τα οποία δεν έχουν απαρτιωθεί, σε μία
συνολική, συνεκτική αναπαράσταση, συνοδευόμενα όλα αυτά, από ανεπεξέργαστα
συναισθήματα αγάπης ή μίσους. Κάποιες, από αυτές τις δεξαμενές, συνοψίζονται σε
αφηρημένα ιδεώδη, επανεσωτερικεύονται, στις αναπαραστάσεις του εαυτού, και
διασυνδέουν τα μέλη μίας ομάδας, μεταξύ τους
Η διαμόρφωση των
κατάλληλων στόχων εξωτερίκευσης, παρ’ όλο που -κατά τον Volkan- δεν βασίζεται σε έμφυτες προδιαθέσεις, συνιστά
κατάληξη αναπτυξιακών διαδικασιών, με προσαρμοστική λειτουργία, για τη
διαμόρφωση της ενότητας του εαυτού, ενώ ο χαρακτήρας και η μορφή τους
συγκροτείται (όπως είπαμε), υπό την επιρροή που ασκούν οι εθνικοί ηγέτες και
την επίδραση πολιτικών γεγονότων, οικονομικών εξελίξεων, ιστορικών συγκυριών
και άλλων συναφών παραγόντων.
Παρά το γεγονός πως
ο εχθρός μπορεί να είναι όντως επικίνδυνος, δεν παύει να συνιστά δημιούργημα
της ψυχής, η οποία αναζητά οικείους (σε αυτήν) στόχους, προκειμένου να
εναποθέσει τις μη αποδεχτές πλευρές της, παραβλέποντας τη συγγένεια αυτή και
εμμένοντας, στην υποτιθέμενη διαφορετικότητα του εχθρού!
Ο Volkan κλείνει το δοκίμιο αυτό καταλήγοντας στο συμπέρασμα
πως, όταν διαθέτουμε επαρκή ενημερότητα, για όλα αυτά που μας συμβαίνουν,
μπορούμε να εμποδίσουμε την δυσπροσαρμοστική εξέλιξη των απορριφθέντων πλευρών
της προσωπικότητας και των συνακόλουθων συναισθημάτων. Συμφωνεί δε με τον Orwell (υπερθεματίζω κι εγώ) πως ένας τέτοιος προσανατολισμός
του ατόμου, απαιτεί ουσιαστική ηθική προσπάθεια, την οποία η αυτοδέσμευση (προσθέτω
εγώ) ενδέχεται να εξυπηρετήσει!
Η συγκρότηση της ταυτότητας, της
γνώσης και του νοήματος
Η J. B. Michel και η Μ. Ντάβου επεξεργάζονται, με διαφορετικούς
τρόπους, τα φαινόμενα κατασκευής της γνώσης και απόδοσης νοήματος. Η Michel εντάσσει την εξέταση της δημιουργίας νοήματος, από τον
σύγχρονο άνθρωπο, σ’ ένα λακανικό, ψυχαναλυτικό θεωρητικό πλαίσιο. Επεξηγεί λοιπόν πως οι σύγχρονες τεχνολογικές και
οικονομικές εξελίξεις, ο καταναλωτισμός, η απώλεια του επαναστατικού ιδεώδους, η
συναισθηματική αποεπένδυση των μεγάλων ιδεολογιών, αλλά και πολλά άλλα σύγχρονα
φαινόμενα έχουν προξενήσει βία, ανασφάλεια, αδιαφορία για την πολιτική,
φανατισμό, μοναξιά, εσωτερικό αποκλεισμό, συμπεριφορές εθισμού αλλά και μία απίσχναση
του συμβολικού συστήματος, δηλαδή του γλωσσικού συστήματος, το οποίο
κατασκευάζει, δημιουργεί και φανερώνει την ποιότητα των εσωτερικών αναπαραστάσεων
(ως σκέψη, συναίσθημα, αξίες, προσδοκίες) και εξελίσσει τη σχέση, με τον άλλον.
Εφόσον το παρόν του
ανθρώπου κατακλύζεται από αλλεπάλληλα φλας εικόνων που προωθούν εμπορικά
προϊόντα, εικόνων βίας και διεγερτικών εικόνων, τούτο έχει ως αποτέλεσμα να μην
βρίσκουν χώρο αναπαραστάσεις που συνδέονται με βαθύτερα νοήματα, ώστε τελικά ο
εξωτερικός κόσμος να προσλαμβάνεται, μέσω μίας δυαδικής, on/off διαδικασίας, που
αφορά στη γλώσσα του ηλεκτρονικού υπολογιστή, γύρω από το επιθυμητό και την
απόλαυση. Και αυτό που τελικά φαίνεται να έχει εσωτερικεύσει ο σύγχρονος
άνθρωπος είναι μία ασύνειδη επιθυμία, για λεηλάτηση της ζωής. Η ματαίωση που
προκαλείται λόγω της αδυναμίας επεξεργασίας όλων αυτών και της νοηματοδότησης
της ζωής, προκαλούν βία, δηλαδή επιθυμία εκμηδένισης του άλλου (και κατάθλιψη,
ως βία ενάντια στον εαυτό) η οποία εκδραματίζεται, όπως λέει η Michel, απευθείας, χωρίς τη διαμεσολάβηση του συμβολικού, δηλαδή
χωρίς λεκτική και διανοητική επεξεργασία. Η βία αυτή προκύπτει και από τον
συνδυασμό διαφόρων αρνητικών κοινωνικών εμπειριών, (όπως η οικονομική εξαθλίωση,
η ανεργία, η πολιτισμική αποξένωση, η οικογενειακή αποσύνδεση) με την υπόσκαψη
της ταυτότητας που έχει προξενήσει η αδυναμία νοηματοδότησης της ζωής.
Έτσι, το αίσθημα
της ματαίωσης, το έλλειμμα ταυτότητας, η αδυναμία νοηματοδότησης της ζωής και η
συνακόλουθη βία διοχετεύονται, μέσα σε φονταμενταλισμούς, θεμελιώδης στόχος των
οποίων γίνεται ν’ απορροφούνται όλα τα αρνητικά συναισθήματα και να εξυπηρετείται
η αποκατάσταση της υπερηφάνειας.
Θα μπορούσαμε εδώ να
κάνουμε μία σύνδεση, με την έννοια των κατάλληλων στόχων εξωτερίκευσης του Volkan. Όπως έχω ήδη εξηγήσει, ο Volkan θεωρεί πως οι διάφορες ομάδες συγκροτούνται, λόγω της ανάγκης
διαφύλαξης των θετικών πλευρών του εαυτού, επανάκτησης της υπερηφάνειας, κυρίως
σε εποχές πολιτικής κρίσης και οικονομικού στρες, και εξοβελισμού των αρνητικών
πλευρών, σε ανταγωνιστικές ομάδες, με ξεκάθαρη χρήση της βίας, όταν υποτίθεται
πως απαιτείται, προκειμένου να εξυπηρετηθούν όλα τα παραπάνω.
Η Ντάβου, επεξεργάζεται
το ζήτημα της συγκρότησης της γνώσης και της δημιουργίας νοήματος (ή της
διαφυγής αυτού). Οι δύο διαδικασίες είναι, μεταξύ τους, αλληλένδετες, αμφίδρομης
και αναδραστικής πορείας και εξυπηρετούνται από την υπάρχουσα συγκρότηση του
εαυτού και τους προσανατολισμούς του ατόμου, πράγμα το οποίο, στις σύγχρονες
κοινωνίες, καθίσταται επίσης μία διαδικασία περίπλοκη.
Οι άνθρωποι οφείλουν
να προβαίνουν, στις μορφωτικές του επιλογές, μέσα από μία πληθώρα αποσπασματικών
και συχνά ασήμαντων πληροφοριών, με υψηλές όμωςενδείξεις φτηνής ελκυστικότητας. Τις
πληροφορίες αυτές θα πρέπει κατόπιν να νοηματοδοτήσουν, καθόσον το νόημα δεν
είναι σύμφυτο, όμως για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να έχει ήδη διαμορφωθεί μία
γνωστική συγκρότηση και τούτο δεν γίνεται ανεξάρτητα από την υπάρχουσα δόμηση
του εαυτού. Η απόδοση νοήματος γίνεται λοιπόν σε πληροφορίες που ελκύουν την
προσοχή, παρουσιάζουν αυτοαναφορά (αφορούν δηλαδή ένα πρόσωπο) και έχουν κάποια
σημασία γι’ αυτό.
Η Ντάβου
υποστηρίζει πως, εφόσον σήμερα τα όρια του ναρκισσιστικού εαυτού είναι ασαφή
και ευάλωτα στην παραβίαση, με αποτέλεσμα να γίνεται κάποιος θύμα των προβολών
του περιβάλλοντος, καθίσταται τότε δύσκολο, γι’ αυτόν, να επιλέγει και να
νοηματοδοτεί τις πληροφορίες ή να συγκροτεί (εναλλακτικά) άκοπα καινούργια
νοήματα, βάσει των στέρεων γνώσεων που ήδη διαθέτει. Ασήμαντες αλλά λαμπερές
πληροφορίες δημιουργούν δέος και σύγχυση, οπότε ένα πρόσωπο όχι μόνο δεν μπορεί
να επεξεργαστεί τις πληροφορίες, αλλά δεν μπορεί να ξέρει, αν πραγματικά τις
επιθυμεί.
Συνεχίζοντας,
αναγνωρίζει, βάσει της θεώρησης του Neisser, πέντε πτυχές του
εαυτού. Η οικολογική διάσταση του εαυτού αφορά στην αίσθηση ενός σώματος μέσα
στο περιβάλλον και στα όρια του σώματος. Αυτή η αίσθηση του οικολογικού εαυτού
έχει διαρρηχθεί από τη δυνατότητα, μέσω των τεχνικών μέσων, να μετατοπίζεται κάποιος
νοητικά, σε περισσότερους χώρους, ενώ παράλληλα να αντιλαμβάνεται τα τεχνικά
μέσα ως προεκτάσεις του σώματός του.
Η διαπροσωπική
διάσταση έχει τις ρίζες της στις πρώιμες σχέσεις και αφορά στη ρύθμιση των
επικοινωνιακών διαμειβομένων, με άλλα πρόσωπα. Λόγω όμως της απομακρυσμένης
επικοινωνίας, με πληθώρα από αυτά, οι εικόνες των προσώπων συστήνονται, κυρίως
από τις μεταξύ τους προβολές, ενώ οι σχέσεις που δημιουργούνται είναι πρόσκαιρες
και ναρκισσιστικά εύθραυστες, αφού δεν υφίστανται αυθεντικοί συσχετισμοί, μεταξύ
των προσώπων.
Ο εκτεινόμενος
εαυτός αφορά στην αίσθηση συνέχειας, μεταξύ παρελθόντος παρόντος και μέλλοντος.
Επειδή όμως το παρόν είναι αποσπασματικό και μπουκωμένο, δεν υπάρχουν μεγάλα
περιθώρια συγκρότησης ενός συνεχούς της ύπαρξης, με την ανακατασκευή του
παρελθόντος και τον οραματισμό ενός πραγματιστικού μέλλοντος, πόσο μάλλον όταν
αυτό γίνεται πλέον αβέβαιο.
Η ιδιωτική διάσταση
του εαυτού αφορά στις ατομικές εμπειρίες. Όμως καθώς ο άνθρωπος έχει στρέψει τη
ματιά του, κυρίως σε ότι συμβαίνει έξω του, έχει χάσει την ικανότητά του να
αφουγκράζεται όσα υπάρχουν μέσα του, ενώ η συνεχής έκθεση στις ζωές των άλλων
και η σύντηξη του δημόσιου με το ιδιωτικό δεν επιτρέπουν την ανάδυση του ατομικού,
ως προς τις επιθυμίες, τις σκέψεις ή τους φόβους.
Τέλος η
εννοιολογική διάσταση του εαυτού αφορά στο ποιος θεωρεί ένας άνθρωπος πως
είναι, βάσει των θεωριών που διαμορφώνει, όντας μέλος κοινωνικών ομάδων. Μόνο
που ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να διακρίνει πλέον εύκολα μεταξύ αυτού που
θα επιθυμούσε να είναι, από αυτό που μπορεί πράγματι να γίνει.
Αυτό στο οποίο θέλω
να καταλήξω, εκθέτοντας τις απόψεις της Michelκαι της Ντάβου, είναι πως οι σύγχρονοι άνθρωποι των
περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών, καθώς τελούν, υπό τη δυναμική των πιέσεων της
παγκοσμιοποίησης και της πολυδύναμης χρηματοπιστωτικής πολιτικής, της ηθικής αποεπένδυσης,
της απροκάλυπτης πολιτικής βίας και διαστροφής, της διαστροφής των εννοιών και
των λειτουργιών που απορρέουν, από τις σημασίες τους, αλλά και της
αποδιοργάνωσης, σε όλα τα επίπεδα, του καθημερινού λόγου έχουν απολέσει την
ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται και να καταλαβαίνουν, τρόπον τινά, αυτό που οι
ίδιοι είναι και να προχωρούν, περαιτέρω, προς αυτό που έχουν χρέος να πράξουν. Βέβαια
τα πράγματα δεν θεωρούνται καθόλου απλά, εάν λάβουμε υπόψη τη σύμπραξη των
ιστορικών δεδομένων, στη διαμόρφωση των ειδικών χαρακτηριστικών των μελών μίας
κοινωνίας, όπως επίσης τις ντόπιες πολιτικές πίεσης, χειραγώγησης και
συναισθηματικής και νοητικής καθυπόταξης των ανθρώπων.
Όλα αυτά αμβλύνουν
σημαντικά την ικανότητα των ανθρώπων να χειρίζονται τις πληροφορίες, να τις
ενσωματώνουν και να δημιουργούν νοήματα, μέσα από αυτές, πράγμα το οποίο μπορεί
ν’ αντισταθμίσει τα κοινωνικά δεινά και να περιορίσει τη χειραγώγηση, είτε από
τον ίδιο τον εαυτό είτε από αντιδημοκρατικούς θεσμούς. Η ύπαρξη των τελευταίων
εξυπηρετείται, από την ιεραρχική διασπορά και μεταβίβαση του τρόμου και τη διαιώνιση
των αλληλοσπαραγμών.
Ernst
Ludwig Kirchner_Head of a Sick Man
Η νόμιμη τρομοκρατία
Η πρόκληση τρόμου,
λέει ο Γ. Μανιάτης, συνιστά τον εργαλειακό χειρισμό των πολιτών, προκειμένου να
διασφαλίζεται και να διαιωνίζεται η εξουσία ενός καθεστώτος που βιώνει επίσης
τον φόβο του αφανισμού του. Οι φόβοι διασπείρονται διογκωμένοι, από τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης, μέσα από ψευδής πληροφορίες και διαπερνούνε όλους τους
τομείς. Οι άνθρωποι νοιώθουν φόβο, που μπορεί να γίνει τρόμος, για την υγεία,
την ασφάλειά τους, την οικονομική αβεβαιότητα, το μέλλον, την τρομοκρατία, τις
διεθνείς συνωμοσίες, ακόμη και για την ταύτισή τους με τον καθεστωτικό εχθρό,
ώστε να παραδίδονται στην πολιτική αδρανοποίηση.
Αυτός που παραλύει
ψυχονοητικά, από την εξωτερική τρομοκράτηση ή την πρόκληση του φόβου είναι
αυτός ο οποίος κατόπιν, θα έλεγα εγώ, τρομοκρατεί. Εν πρώτοις, οι άνθρωποι που
επεξεργάζονται, εξορθολογίζουν και αντιμετωπίζουν τους φόβους τους, καθιστούν
αυτή την εσωτερική γνωστική εμπειρία και εμπειρία ψυχοσυναισθηματικής διευθέτησης
προστατευτική ασπίδα, ενάντια στη διασπορά της τρομοκρατίας, δηλαδή της
ασύνειδης επιθυμίας να την αναπαράξουν, για να την αιτιολογήσουν μέσα τους και
να την εκτονώσουν, στο περιβάλλον. Κατά δεύτερο λόγο, οι άνθρωποι που έχουν
καταστεί αρκετά ευάλωτοι, στην τρομοκράτηση, θ’ αναζητήσουν αφενός την ανάκτηση
της αυτοεκτίμησης και της ισχύος τους, με το να αναπαράξουν την τρομοκρατία,
εις βάρος εύκολων στόχων, αφετέρου θα αναζητήσουν μία προστατευτική συσπείρωση
και ψυχική ανάκαμψη, σε φονταμενταλισμούς.
Παρακάτω θα
προσπαθήσω να προχωρήσω σε μία σύνθεση, όσων έχουν έως τώρα παρατεθεί, προκειμένου
να διαμορφώσω μία πιο συνολική εικόνα, για την εξέλιξη της βίας και τα
συνεπακόλουθα της.
Το ασύνειδο αίσθημα
ματαίωσης και το συνακόλουθο αίσθημα κακού εαυτού και κακών αντικειμένων, τα
οποία γεννούν οι πρώιμες αρνητικές εμπειρίες του βρέφους, η προοδευτική ανάπτυξη της κανονιστικής ενοχής
(για την οποία έκανα λόγο η ίδια) και της διωκτικής ενοχής του Carveth, θα δημιουργήσουν μία υποκείμενη ψυχική
συνθήκη, βάσει της οποίας η αυτοαντίληψη και το αυτοσυναίσθημα τείνουν να
λαμβάνουν συγκεκριμένους προσανατολισμούς. Αυτό το υποκείμενο ψυχικό υπόστρωμα
βρίσκεται σε μία δυναμική και διαλεκτική αλληλεπίδραση με παράγοντες του
περιβάλλοντος, που αφορούν στις σύγχρονες συνιστώσες της ζωής (Michel), συμπεριλαμβανομένης της βίας και του τρόμου που
καλλιεργούν περαιτέρω, προς χειραγώγηση των πολιτών, οι θεσμοί (Μανιάτης), αλλά
και της αδυναμίας συγκρότησης της γνώσης και της εύρεσης νοήματος (Ντάβου), ως
αντιστάθμισμα, στα προηγούμενα. Η περίπλοκη αυτή συγκρότηση θα βρει τη διέξοδό
της, στους κατάλληλους στόχους εξωτερίκευσης και τις προβολικές δυναμικές και
θα διαμεσολαβήσει, σε μεγάλο βαθμό, την επικοινωνία μεταξύ ημεδαπών και
μεταναστών.
Όσο λιγότερο
επεξεργασμένοι, ως προς τις κοινωνικές συμπεριλήψεις του εαυτού, αλλά και τη
λεκτικοποίηση των συναισθημάτων τους, είναι τα μέλη της πρώτης ομάδας που εξετάζεται, τόσο περισσότερο θα αναζητούν την προστασία τους και την επανόρθωση
του αυτοσυναισθήματος, μέσω φονταμενταλιστικών αναδομήσεων της ψυχής και του
εξωτερικού κόσμου. Κάτι τέτοιο θα δυσχεραίνει σταθερά την επικοινωνία με τις
ομάδες των μεταναστών, καθόσον οι τελευταίοι, εξαιτίας της δράσης αμυντικών
μηχανισμών, θα γίνονται σταθερά αποδέκτες του φόβου, του τρόμου, του φθόνου και
της οργής που διαποτίζει τον εσωτερικό κόσμο των πρώτων.
Ψυχολογικές συνιστώσες μειονοτήτων ή
μεταναστών
Η κρίση ταυτότητας και τα
συναισθηματικά φορτία των μεταναστών
Ο Ναυρίδης, εξετάζοντας
το ζήτημα της παλιννόστησης και της μετανάστευσης, από ψυχαναλυτική σκοπιά,
δίνει έμφαση στις ενδοψυχικές συνιστώσες, οι οποίες δυσκολεύουν ή ενδέχεται να
δυσκολέψουν την ένταξη των προσφύγων και των μεταναστών, πολύ περισσότερο μέσα
σε κοινωνικά περιβάλλοντα δυσχερή έως και ξεκάθαρα απειλητικά, για τη φυσική και
ψυχική επιβίωση των ανθρώπων.
Θέτει, σε πρώτο
πλάνο, την ανάγκη αναδόμησης της ταυτότητας η οποία βρίσκεται σε εκτεταμένη
ρήξη, αφενός εξαιτίας της μετακίνησης και της αποσύνδεσης του ατόμου, από το
οικείο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και το πλέγμα των σχέσεών του,
επαγγελματικών και άλλων και αφετέρου λόγω της ανάγκης ένταξής του, στη χώρα
υποδοχής. Γι’ αυτό λοιπόν και βιώνει μία διπλή αίσθηση αποξένωσης, τόσο από τον
εαυτό του, όσο και από το κοινωνικό περιβάλλον.
Αυτό το αίσθημα του
ξένου κάνει έναν άνθρωπο να αντιλαμβάνεται και να νοιώθει τους άλλους ξένους, πράγμα
το οποίο οδηγεί στο να νοιώθουν εκείνοι, γι’ αυτόν, πως είναι ξένος. Από την
άλλη, καθώς οι ντόπιοι βλέπουν έναν ξένο απέναντί τους, ξυπνάει και ορθώνεται
μέσα τους ένα δικό τους αίσθημα ξένου, το οποίο προβάλλουν στον μετανάστη. Ο
τελευταίος συνήθως είτε θα ταυτιστεί, μ’ ένα κακό βλέμμα (ταύτιση με τον
επιτιθέμενο), είτε με ό,τι αρνητικό οι άλλοι προβάλλουν, σε αυτόν (προβλητική
ταύτιση), και έτσι ο φαύλος κύκλος της προβληματικής αλληλεπίδρασης ολοκληρώνεται.
Από εδώ κι έπειτα, θα πρόσθετα εγώ, η επικοινωνία, λεκτική, σωματική ή
βλεμματική θα εξελιχθεί, με τέτοιο τρόπο, ώστε οι προσδοκίες που έχει
διαμορφώσει ένας άνθρωπος, για τον εαυτό του ή για την συμπεριφορά των άλλων, να
βγουν αληθινές.
Λαμβάνοντας υπόψη
την παραπάνω ερμηνευτική, δεν αποσκοπώ να δαιμονοποιήσω τους κατατρεγμένους
ανθρώπους, πολύ περισσότερο καθόσον ο καθένας μας είναι δυνατόν να βρεθεί σε
αυτή τη θέση, όπου είναι σχεδόν ακατόρθωτο να μην νοιώσει ξένος. Όμως επιπλέον επειδή
αναγνωρίζω η ίδια (πράγμα για το οποίο μιλάει και ο Ναυρίδης) πως οι μετανάστες
αντιμετωπίζονται εχθρικά, από τους θεσμούς, τους ντόπιους (που αρνούνται να
τους εμπεριέξουν, δηλαδή να τους δεχτούν, με μία συναισθηματική θέρμη και
κατανόηση), ενώ παράλληλα παιδοποιούνται, υποβαθμίζονται μέχρις εσχάτων
κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και επαγγελματικά και απειλείται η ζωή τους.
Ο λόγος που η ίδια
στέκομαι σε επισημάνσεις ενδοψυχικού τύπου περιλαμβάνει ένα διπλό σκοπό. Ο
πρώτος αφορά στην ανάδειξη του ρόλου των αμυντικών μηχανισμών. Ο δεύτερος
σκοπός αφορά σε μία προσπάθεια να ενισχυθεί το αυτοσυναίσθημα και η
αυτοαντίληψη των ανθρώπων αυτών και να αναβαθμιστούν οι αλληλεπιδράσεις τους, ώστε
να καταφέρουν ν’ αντιμετωπίσουν την εχθρότητα (όταν αυτή εκδηλώνεται) των
ημεδαπών, πολύ περισσότερο όταν δεν σπεύδει κάποιος (γνωστός ή ξένος) να τους
σώσει ή να τους υπερασπιστεί.
Κάνοντας περαιτέρω λόγο,
για τα φαινόμενα της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, στα θεραπευτικά
πλαίσια, αλλά και σε θεσμικό πλέον επίπεδο, ο Ναυρίδης παράσχει ερμηνείες, για
το πως νοιώθουν και συμπεριφέρονται οι μεν, βάσει των τωρινών συνθηκών, αλλά
και των ήδη εγκατεστημένων, από τη βρεφική ηλικία, ψυχικών φορτίων, και για το πως
αντιδρούν οι δε, μέσα από περίπλοκα συστήματα προβολών και ταυτίσεων. Ο ίδιος
υπογραμμίζει μεν τις δυσμενέστατες, για την επιβίωσή των μεταναστών, κοινωνικές
συνθήκες, την κρίση που βιώνουν, λόγω της διάρρηξης της ταυτότητάς τους, την
υποβάθμιση της ισχύος και του ρόλου τους, σε όλα τα θεσμικά πλαίσια, και την
κατακλυσμικότητα των συναισθημάτων, για τα οποία δεν μπορούν να μιλήσουν. Όμως
εστιάζει στο γεγονός πως και οι άνθρωποι αυτοί αντιδρούν διαφορετικά, μεταξύ
τους, στα επώδυνα γεγονότα, ανάλογα με την προϋπάρχουσα ψυχική τους συγκρότηση.
Αυτό έχει ως συνέπεια να αναδύονται, αμφοτέρων των πλευρών, αρνητικά
συναισθήματα και πρακτικές που σαμποτάρουν την επικοινωνία και τη λύση των
όποιων προβλημάτων.
Να σημειώσω εδώ πως
η ίδια δεν ενστερνίζομαι ή ενστερνίζομαι πολύ λιγότερο την ερμηνευτική της
μονόδρομης πορείας των φαινομένων της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης και
τούτο έχει την εξής συνέπεια, πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης. Επικρατεί η
άποψη πως, στο θεραπευτικό πλαίσιο, τα μεταβιβαστικά συναισθήματα προέρχονται
από τους θεραπευόμενους, ενώ τα αντιμεταβιβαστικά προκύπτουν ως αντίδραση στα
συναισθήματα και τις συμπεριφορές των πρώτων. Η αναγωγή αυτών των φαινομένων
στο ζήτημα της μετανάστευσης, θέτει τους μετανάστες στη θέση των πρώτων, ενώ
τους φορείς των θεσμών, στη θέση των δεύτερων, κάτι που έχει ως συνεπακόλουθο
να καθίστανται κυρίως οι πρώτοι υπεύθυνοι, για την εξέλιξη των διαμειβομένων.
Η προσωπική μου
γνώμη είναι πως αυτά τα δύο φαινόμενα είναι αμφίδρομης πορείας (δεν θα επεκταθώ
περισσότερο). Περαιτέρω, οι ξένοι έρχονται να ζητήσουν άσυλο, μέσα σε ήδη οργανωμένες
κοινωνίες, που διαθέτουν τα δικά τους συστήματα αξιών, κάποια ιστορία και τις
προσδοκίες των πολιτών τους, για την ζωή και τον κόσμο. Αυτό συνεπάγεται πως η
μεταβίβαση συναισθημάτων προέρχεται ξεκάθαρα και από εκεί, ενώ η εξέλιξη των
διαμειβομένων δεν έχει την καταβολή της στις άρρητες ψυχικές συνιστώσες των
επισκεπτών, αλλά στις άρρητες ψυχικές συνιστώσες ολονών!
Oswaldo
Guayasamin_Weinende Frau
Ενδοψυχικά ζητήματα,
στο πλαίσιο της μετανάστευσης
Ο MarcosCancadoπαραθέτει το
ψυχοθεραπευτικό περιστατικό ενός ομοφυλόφιλου βραζιλιάνου μετανάστη, ο οποίος,
σύμφωνα με τις περιγραφές του Cancado, ασφυκτιούσε, μέσα
σ’ ένα ματαιωτικό κοινωνικό περιβάλλον και μία ερωτική σχέση που τον έπνιγε, με
αποτέλεσμα να έχει αναζητήσει περισσότερες φορές μία αλλαγή περιβάλλοντος και
τόπου διαμονής.
Στηριζόμενος στις
θεωρίες των σχέσεων αντικειμένου, ανάγει τα αισθήματα ματαίωσης, που τώρα
βιώνει ο βραζιλιάνος μετανάστης, στις ματαιώσεις που βίωσε, στις πρώιμες φάσεις
της ζωής του, λόγω της υπερεμπλοκής του μητρικού προσώπου και της απουσίας του
πατέρα, του οποίου ρόλος είναι να δρα επισχετικά στη συγχωνευτική σχέση του
βρέφους με το φροντιστικό πρόσωπο.
Κατά τον Cancado, ο άνθρωπος αυτός ανέπτυξε ναρκισσιστικές προσδοκίες
εμπερίεξης (δηλαδή μητρικού αγκαλιάσματος), τις οποίες επένδυσε συμβολικά στη
χώρα υποδοχής και την αποδοχή του ως πολίτη, αλλά και στη σχέση του με τον
σύντροφό του, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε την εκπλήρωση τόσο του πατρικού,
στιβαρού, όσο και του μητρικού, φροντιστικού ρόλου. Η απουσία του πατέρα, από
τον ψυχισμό του παιδιού, έχει δράσει καταλυτικά στη συμβολοποίηση. Αυτό
σημαίνει πως έχει περιστείλει την ικανότητά του να επεξεργάζεται ψυχονοητικά
τις ανάγκες του, να θέτει όρια και να βρίσκει προσαρμοστικούς τρόπους να τις
ικανοποιεί, χωρίς να μετατοπίζει, κατ’ ανάγκη, τα προβλήματά του, στις
εξωτερικές ματαιώσεις. Στο βαθμό που ο άνθρωπος αυτός δεν καταφέρνει να
αντιληφθεί και να αισθανθεί αυτές τις ψυχικές πλευρές του εαυτού του, στον ίδιο
βαθμό θα εκδραματίζει τις ανάγκες του, μέσω της καταναγκαστικής μετανάστευσης,
για την αναζήτηση μίας μητέρας.
Η ίδια δεν γνωρίζω
τι γίνεται με τους Βραζιλιάνους μετανάστες της Αμερικής, αλλά έχω να επισημάνω
το εξής: Η μετανάστευση είναι ένα οικουμενικό φαινόμενο, που εκδηλώνεται από
τότε που υπάρχουν ζωντανοί οργανισμοί, πάνω στη γη. Ακόμη και βιολογικώς
ερμηνεύεται η ανάγκη των πλασμάτων να μετακινούνται, όταν οι πόροι σε μία
περιοχή εξαντλούνται ή έστω απλά δεν είναι, για όλους, αρκετοί.
Επεκτείνοντας αυτή
την προβληματική, θα πρόσθετα πως οι άνθρωποι είναι ενδεχόμενο να αναζητούν,
εκτός από υλικούς, και ψυχοπνευματικούς πόρους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την
επιβίωσή τους. Άνθρωποι, των οποίων τα δικαιώματα καταπατώνται, έχουν
αναζητήσει καταφύγιο σε άλλες χώρες. Κατά τον ίδιο τρόπο πολλοί άνθρωποι, σε
περιόδους οικονομικής κρίσης, ολοκληρώνουν τις σπουδές του στο εξωτερικό
ακολουθώντας κατόπιν ένα επάγγελμα εκεί.
Το γεγονός πως
είναι δυνατόν να υφίσταται ένα εσωτερικό έλλειμμα, με κάποια συμβολή στην
εξέλιξη του φαινομένου της μετανάστευσης, δεν θα πρέπει να μας αφορά
περισσότερο, από το να επιθυμούμε την καλύτερη ενδοατομική και κοινωνική προσαρμογή
ενός μετανάστη στη χώρα υποδοχής, για τους εξής λόγους: Κατ’ αρχήν ψυχικά
ελλείμματα έχουμε μάλλον όλοι, αλλά δεν οδηγούμαστε σε μετανάστευση, κυρίως
επειδή οι συνθήκες μας επιτρέπουν να δίνουμε τις μάχες μας στη χώρα καταγωγής.
Κατά δεύτερο λόγο, με το να γενικεύουμε μία αιτιολογία της μετανάστευσης σε
ενδοατομικά ελλείμματα, δαιμονοποιούμε και καθιστούμε βασικό υπεύθυνο του
μεταναστευτικού ζητήματος, τον ίδιο το μετανάστη, πράγμα που βρίσκω ολότελα
ανακριβές.
Άρα, τα ψυχικά
ελλείμματα δεν συνιστούν αιτιακό παράγοντα της μετανάστευσης (παρά μόνο κατ’
εξαίρεση), αλλά παράγοντα που έχει συμβολή στην προσαρμογή ενός ανθρώπου. Οι
άνθρωποι είμαστε -κυρίως- πολύπλοκα όντα, παρά ξεκάθαρα ασθενείς!
Η αναζήτηση μίας νέας
πατρίδας
Ο Ρένος Κ.
Παπαδόπουλος ερμηνεύει την έννοια της πατρίδας ως ένα ψυχικό υπόστρωμα, πάνω
στο οποίο θεμελιώνεται η ταυτότητα. Η αίσθηση της πατρίδας παρέχει ένα είδος
συνέχειας, που επιτρέπει την συνύπαρξη των αντιθέσεων της προσωπικότητας,
περαιτέρω μία πρωταρχική αίσθηση ανθρωπιάς, σταθερότητας και προβλεψιμότητας.
Όταν αυτό το
υπόστρωμα διαταράσσεται, οι άνθρωποι νοιώθουν κάποιο κενό και κάποια αμηχανία.
Το κενό αυτό κάνει τους μετανάστες να αισθάνονται πως δεν ανήκουν πουθενά,
πράγμα που δυσκολεύει την προσαρμογή και την αντιμετώπιση των προβλημάτων
επιβίωσης, ενώ η αμηχανία, η οποία λαμβάνει - σε αυτούς- τη μορφή του
«νοσταλγικού αποπροσανατολισμού», μπορεί να οδηγήσει σε πανικό, απάθεια,
καχυποψία ή διασπασμό.
Η απώλεια της
πατρίδας, λέει ο Παπαδόπουλος, δεν είναι μόνο μία ενσυνείδητη απώλεια της
οικογενειακής εστίας, με όλες τις υλικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές αξίες
της, αλλά οδηγεί σε διαταραχή που μοιάζει με καταστάσεις, όπως η οντολογική
ανασφάλεια και το υπαρξιακό άγχος. Διότι ο οικείος χώρος και η πατρίδα όχι μόνο
διατηρούν την ενδοατομική συνοχή, αλλά διασυνδέουν επιπλέον κυρίως ομοιοπαθείς
ανθρώπους, σε διαπροσωπικό επίπεδο -πράγμα που εξυπηρετεί την επούλωση των
τραυμάτων- αλλά και σε κοινωνικό.
Εάν το τραύμα δεν
είναι μόνο τα πλήγματα που υπέστησαν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες στις
πατρίδες τους, αλλά και η διαγραφή των προηγούμενων εμπειριών, προκειμένου να
γίνει μία νέα αρχή, τότε θα πρέπει να δοθεί χρόνος στους ανθρώπους αυτούς και η
κατάλληλη βοήθεια. Η βοήθεια αυτή οφείλει μην παθολογικοποιεί (βολικά και
αμυντικά, για όλους) τη συμπεριφορά τους, αλλά να δημιουργεί ένα πλαίσιο
ζεστασιάς, προκειμένου οι άνθρωποι αυτοί να ολοκληρώσουν τα πένθη τους και να επανεκκινήσουν,
βγαίνοντας σταδιακά από το πάγωμα, την «κατάψυξη», όπως λέει ο Παπαδόπουλος,
και δημιουργώντας μία νέα πατρίδα.
Παρά το γεγονός πως
η υλική και κοινωνική στήριξη των ανθρώπων, που κατατρύχονται, από τέτοια
δεινά, είναι απαραίτητη, προσωπικά βρίσκω εξίσου ενδιαφέρουσα την πρόταση του
Ρ. Παπαδόπουλου, διότι εστιάζει λιγότερο στην αμυντική και ψυχιατρική φιλανθρωπία
-όταν αυτό συμβαίνει- και περισσότερο στην υποστήριξη εκείνη που θα προσφέρει,
σε αυτούς, ερείσματα να προσαρμοστούν να αναπτυχθούν και να αναδομήσουν τις
ταυτότητές τους, προκειμένου να ξαναβρούν και να αναπτύξουν τον εαυτό τους.
Εποπτικό υλικό
Θα παραθέσω
παρακάτω το βίντεο και μία περίληψη μίας συνέντευξης μετανάστη, από τη Νιγηρία, και θα δώσω
σχετικές εξηγήσεις, βάσει του πλαισίου αναφοράς της πραγμάτευσης αυτής.
Περίληψη
συνέντευξης
Ο μικρός Νιγηριανός
Μone έχει όνειρό να γίνει μπίζνεσμαν. Για να το
εκπληρώσει αποφάσισε να πάει να σπουδάσει στην Αγγλία. Οι δουλέμποροι όμως τον
κορόιδεψαν και βρέθηκε, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι, στην Ελλάδα, με
άδειες τσέπες. Για χρόνια πουλούσε μικροαντικείμενα στους δρόμους, μέχρι που
μάζεψε χρήματα και γράφτηκε σε Ιδιωτικό Οικονομικό Πανεπιστήμιο.
Για τα προβολικά
φαινόμενα έχει ήδη γίνει εκτενής λόγος. Οι ημεδαποί εκδραματίζουν την αποκήρυξη
των εσωτερικών τους πλευρών, για τις οποίες νοιώθουν ένοχοι και μισούν τους
εαυτούς τους, εις βάρος εύκολων θυμάτων, τα οποία λόγω της ανημπόριας τους είτε
γίνονται εύκολοι στόχοι είτε ξυπνούν την ανημπόρια των ντόπιων, κυρίως υπό
αυτές τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες και μέσα σε κοινωνίες
αποηθικοποιημένες και απισχνασμένες γλωσσικά, όπου η βία εκβάλει
αδιαμεσολάβητη.
Οι χειρονομίες, οι
προπηλακισμοί και η λεκτική βία είναι συνήθεις εκδηλώσεις, εις βάρος του Mane, ο οποίος αντιδράει κυρίως αμυντικά ή λεκτικά
κατάλληλα, προσπαθώντας να βάλει τους άλλους στη θέση τους. Οι προσδοκίες του
να εκπληρώσει τα όνειρά του, για μία πατρίδα, και να φανεί περαιτέρω αντάξιος
των πατρικών προσδοκιών, τον βοήθησαν να επεξεργάζεται νοητικά τις επιθέσεις
και να διατηρεί την ψυχραιμία του. Ο ίδιος είχε κακολογήσει τους ντόπιους για
τεμπελιά, για την οποία ενδέχεται να είχε κατηγορηθεί από τον πατέρα,
αντιτάσσοντας τη δική του δημιουργικότητα και συστηματικότητα. Αυτή την
τεμπελιά φάνηκε, στο τέλος, να δικαιολογεί, όχι μόνο λόγω της συμπαθητικής
συμπεριφοράς του ταβερνιάρη, που του ξύπνησε κάτι ωραίο μέσα του, αλλά και των
προσδοκιών του να παραληφθεί από μία περιβάλλουσα και φροντιστική μητέρα, για safekeeping των θετικών πλευρών του εαυτού, όπως θα
ισχυρίζονταν και ο Volkan.
Ταυτοτική ανακατασκευή
Οι οικογενειακές
και κοινωνικές εμπειρίες, στις πρώτες φάσεις της ζωής, θα διαμορφώσουν ή όχι τα
νοήματα κάποιου. Ο πατέρας φανερώνεται αυστηρός, παραδοσιακός, και
καθοδηγητικός. Για τη μητέρα δεν γίνεται κανένας λόγος, κυριαρχούν οι πατρικές
φιγούρες. Η Νιγηρία μαστίζεται από λιμούς και ακραίους αλληλοσπαραγμούς, αν και
ο Mone δεν κάνει λόγο γι’ αυτά, αλλά για
ματαιωτικές επαγγελματικές συνθήκες. Φαίνεται πως ο γιος θέλει να φύγει μακριά
από έναν αποπνιχτικό πατέρα και μία ματαιωτική πατρίδα, που δεν του δίνει
ευκαιρίες εξέλιξης, δηλαδή δεν τον «αγαπά». Δεν θέλει να πάει στην Αμερική, με
αυτόν τον πατέρα, δεν θέλει να σπουδάσει στην πατρίδα, δεν θέλει να δουλέψει
στην πατρίδα.
Αναζητά τον εαυτό
του, μακριά από τον πατέρα, ανακαλώντας τον πατρικό λόγο μέσω της επανορθωτικής
ενοχής, αλλά και το μεγαλείο μέσω της καταδιωκτικής. Θέλει να βρει τη μητρική
αγάπη, στην ψυχοπνευματική και υλική δεύτερη πατρίδα και τον κόσμο, μακριά από
τις ματαιωτικές εμπειρίες του τόπου του.
Οι περισσότεροι
άνθρωποι θα μπορούσαμε να έχουμε φύγει, απ’ τους τόπους μας, αναζητώντας όλα
αυτά, όμως οι εξωτερικές συνθήκες μας επιτρέπουν να κάνουμε αυτές τις
αναζητήσεις στη χώρα καταγωγής. Οι πολιτικές αναταράξεις και οι
αλληλοσπαραγμοί, όχι μόνο διακυβεύουν την ψυχοσωματική επιβίωση ενός ανθρώπου,
αλλά εσωτερικεύονται και νοηματοδοτούν, εκ νέου, τις ασύνειδες αγωνίες, τα άγχη
και τις επιθυμίες του. Αυτές λοιπόν οι νόμιμες αναζητήσεις του Mane, και η στιβαρή ύπαρξη του πατέρα, στις εσωτερικές του
αναπαραστάσεις,διαμορφώνουν τις
προσδοκίες του, για τον κόσμο, και την ανάγκη του για ταυτοτική ανακατασκευή.
Βιβλιογραφία
VolkanV. D. (1985). The need to have
Enemies and Allies.Ανακτήθηκε
απόhttp://www.jstor.org/stable/3790902
Cancado, M. (2013).
Immigration
as Precipitating Factor in the re-Emergence of the Formative Function of the I
in the Social Discourse.Ανακτήθηκε από http://scholar.googleusercontent.com/scholar?q=cache:nix-EczWf-EJ:scholar.google.com/+Immigration+as+Precipitating+Factor+in+the+re-Emergence+of+the+Formative+Function+of+the+I+in+the+Social+Discourse+Marcos+Cancado&hl=el&as_sdt=0,5
Carveth, D. L. (2013). Guilt. Ανακτήθηκε από https://www.academia.edu/2770454/Guilt
JacqueLacan: Η
συγκρότηση του υποκειμένου κατά τη δομική άποψη(χ.χ.). Ανακτήθηκε
από https://eclass.uoa.gr/modules/document/?course=PPP453
Θεοφανοπούλου,
Δ. (1989). Το θεωρητικό πλαίσιο: Στόχοι της σύγχρονης συντακτικής θεωρίας:
βασικές έννοιες. Μετασχηματιστική
σύνταξη. Από την θεωρία στην πράξη (σελ. 23-36). Αθήνα: Καρδαμίτσα.
Μανιάτης,
Γ. (2005). Η ισχύς του φόβου και ο φόβος της ισχύος. Στο Κ. Ναυρίδης, Ν.
Χρηστάκης (Επιμ.), Κοινωνίες σε κρίση και αναζήτηση νοήματος. (Α.
Γολέμη, μεταφράστρια γαλλικών κειμένων). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μάνος,
Ν. (1997). Αγχώδεις διαταραχές: Διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες. Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής.
Θεσσαλονίκη: UniversityStudioPress.
Michel, J. B. (2005). Οι συνθήκες κρίσης στις σύγχρονες κοινωνίες.
Στο Κ. Ναυρίδης, Ν. Χρηστάκης (Επιμ.), Κοινωνίες σε κρίση και αναζήτηση
νοήματος. (Α. Γολέμη, μεταφράστρια γαλλικών κειμένων). Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Μπακιρτζόγλου,
Σ. (2015). «Αντικειµενοτρόπες σχέσεις:
Από την αγάπη του εαυτού (ναρκισσισµός) στην αγάπη των άλλων. Η περιπέτεια µιας
εξελικτικής διαδροµής». Ανακτήθηκε από http://www.epekeina.gr/a_files/2013/AntikeimeSxeseis.pdf
Ναυρίδης,
Κ. (2012). Παλιννόστηση και ταυτοτική αναδόμηση. Στο Α. Παπαστυλιανού, (Επιμ.),
Διαπολιτισμικές διαδρομές. Αθήνα: Gutenberg.
Ντάβου,
Μ. (2005). Από το νόημα της γνώσης στο συναπάντημα του εαυτού. Στο Κ. Ναυρίδης,
Ν. Χρηστάκης (Επιμ.), Κοινωνίες σε κρίση και αναζήτηση νοήματος. (Α.
Γολέμη, μεταφράστρια γαλλικών κειμένων). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Παπαδόπουλος,
Ρ. Κ. (2012). Αποδημία, νόστος και τραύμα. Στο Α. Παπαστυλιανού, (Επιμ.), Διαπολιτισμικές
διαδρομές. Αθήνα: Gutenberg. Πως γεννιέται το μίσος; Της
Alice Miller (χ.χ.). Ανακτήθηκε
από http://tvxs.gr/news/biblio/pos-gennietai-misos-tis-alice-miller
Σήγκαλ,
Χ. (2001). Εισαγωγή στο έργο της Μέλανι
Κλάιν. Αθήνα: Καστανιώτη.
Τζάκσον,
Δ. (2012). Η προβλητική ταύτιση ως διαμεσολαβητής της εσωτερικής και εξωτερικής
πραγματικότητας. Δελτίο της ελληνικής
ψυχαναλυτικής εταιρείας (45)
Feldman, R. S. (2009). Στο Η. Μπεζεβέγκης (Επιμ.). Μέρος δεύτερο
βρεφική ηλικία. Εξελικτική Ψυχολογία. (Ζ. Αντωνοπούλου, μεταφράστρια
έκδοσης). Αθήνα: Gutenberg.
Χριστοπούλου, Α. (2001). Εισαγωγή στην
ψυχανάλυση. Αθήνα: Καστανιώτη.