Τι είναι ο χρόνος;;
Μία
απάντηση θα μπορούσε να είναι και η εξής:
Η απόσταση που πρέπει να διανύσει κάποιος, για να μετακινηθεί από ένα σημείο, σ’ ένα άλλο. Ακόμη και όταν κάτι φαίνεται ακίνητο, πάντοτε διανύει μία απόσταση, απλά και μόνο λόγω του γεγονότος πως η βάση της εγκατάστασής του πάντα μετακινείται ή/και αλλάζει και συνεπώς η «μετακίνηση» ενός αντικειμένου γίνεται αναπόφευκτη.
Επί της ουσίας,
αντικειμενικά προσπελάσιμο, φυσικό γεγονός χρόνου δεν υφίσταται και οι σχετικές
μονάδες μέτρησης είναι συμβατικές -δηλαδή αυθαίρετες- για λόγους
μεθοδολογικούς. Δεν υφίσταται λοιπόν χρόνος, διότι τα έμβια όντα δεν «γερνούν» (μετακινούνται) όλα με τους
ίδιους ρυθμούς. δεν αντιλαμβάνονται το «πέρασμα» του χρόνου
με την ίδια ταχύτητα, ενδεχομένως ούτε με τον ίδιο τρόπο. δεν
υπάρχει επί της ουσίας κλίμακα μέτρησης που να αντιστοιχεί σε φυσικό
αντικείμενο αναφοράς της χρονικής πραγματικότητας.
Οπότε και η ίδια
η πραγματικότητα γίνεται και αυτή ιδιαζόντως υποκειμενική, απαρτιώνεται μέσα
στο φαινομενολογικό πεδίο καθενός, αλλά ορίζεται εξίσου συμβατικά και στη βάση
του νόμου των πιθανοτήτων. Η ουσία της πραγματικότητας μάλλον ξεκινάει από το
λακανικό «πραγματικό» και «φαντασιακό», δηλαδή από τον ψυχικό χώρο ενός
ανθρώπου, για να καταλήξει στο «συμβολικό», δηλαδή τη γνωστική επεξεργασία,
προκειμένου να εκφραστεί και να δομηθεί πλέον με τρόπο περισσότερο
αντικειμενικά προσπελάσιμο.
Που θέλω να καταλήξω;
Κάθε έμβιο ον
δομεί συνεχώς τη δική του πραγματικότητα, μέσα στη γενικότερη πραγματικότητα
από την οποία καρπώνεται ή διαχειρίζεται ό,τι εκείνο κρίνει πως του αναλογεί.
Καθένας καλείται πάντα, ως ο τελικός αποδέκτης των εξωτερικών εισροών,
να συγκροτεί ακατάπαυστα, δυναμικά και διαλεκτικά το δικό
του γίγνεσθαι, κατ’ εξάρτηση από το γίγνεσθαι του άλλου, μόνο στο βαθμό
(πάντα!) που το ίδιο το πρόσωπο καταλήγει
να το εγκρίνει και να το επιθυμεί. Το «εγώ» γίνεται δομικά απλά ο
τελικός οργανωτής και εκφραστής της λεγόμενης «επιθυμίας» (η οποία ασφαλώς δεν συνιστά καθόλου ένα
αποκλειστικό λιβιδινικό αντικείμενο ή κάτι στατικό αλλά πολύ περισσότερα...),
απαρτιώνοντας όμως πάντα τις εσωτερικές «φωνές»
και υποδείξεις.
Χρόνος – Sir Edward Burne-Jones – 1865
Συνεπώς
δεν είναι εφικτό ένα πρόσωπο να δώσει μία απάντηση, σαφώς
να βιάσει το χρόνο και την πραγματικότητα ενός άλλου, αυτό
το θεωρώ τουλάχιστον σαφές, και σ’ αυτή τη διαδικασία υφίσταται ασφαλώς μία αμοιβαιότητα.
Αυτό συνεπάγεται πως κάθε άνθρωπος ορίζει, μέσα στα πλαίσια και
τους ρυθμούς τους δικούς του, όχι μόνο το συναίσθημα που δομεί τον ίδιο, αλλά
(με διάφορους τρόπους...) και τα συμβάντα μέσα στα οποία θα φιλτράρει συνεχώς
τις εμπειρίες του.
Η εμπειρία
συνιστά μία αδιασάλευτη διαδικασία νοηματοδότησης της ατομικής ζωής που
εμπλουτίζει συνεχώς το βίωμα και τη διυποκειμενική δράση, επεκτείνει την
αλληλεπίδραση και αναπλαισιώνει το γνωστικό γίγνεσθαι του ατόμου, γι’ αυτό και
η τελεολογία
εδώ λίγο μας ενδιαφέρει, εάν όχι καθόλου.
Εάν ο κόσμος
στην εσωτερική του πραγματικότητα ήταν επαρκώς και κατ' ουσίαν δημοκρατικός
και εύσχημος, τότε η εξωτερική πραγματικότητα των ανθρώπων θα χρειαζόταν
ελάχιστα τον πολιτειακό ή ηθικό κανόνα, για να συγκροτήσει την ανθρώπινη
αλληλεξάρτηση.
Κατ’
επέκταση, μόνο όσοι ασκούνται στην
εσωτερική πολυφωνία μπορούν να αντιληφθούν και να νοιώσουν μία άλλη «εσωτερική
πραγματικότητα» που αιτείται μίας διαδικασίας γνωριμίας και διευθετήσεων,
όπου στην ελευθερία αυτή δεν χωρούν τα αιματηρά όρια οποιασδήποτε (υποτιθέμενης) κοινής λογικής και κανονικότητας...
Μετά από αυτό
και έξω από το κυρίως φιλοσοφικό πλαίσιο πλέον αναρωτιέμαι:
Πoιο είναι το
πραγματικό βάθος της αγωνίας για το χρόνο;
Το αίσθημα της
χρονικής βίας προκύπτει αποκλειστικά ή ειδικά από την αντίληψη ενός προσώπου
για τις επενδύσεις των άλλων στο πρόσωπό του ή περισσότερο από μία προσωπική
αγωνία για τη ζωή (η οποία ενδέχεται να συνδέεται με το βρεφικό και παιδικό
βίωμα...) και τις εξελίξεις που αυτή δύναται να φέρει
(και να καρπίσει) ή να μην φέρει;...
Μήπως τελικά
μιλάμε κυρίως για μία προβολή της δικής μας αγωνίας για τον εαυτό
ως προσμονή του άλλου για τις δικές μας αποκρίσεις;
Ας λαμβάνουμε δε
πάντα υπόψη πως το πραγματικό βάθος της ψυχολογίας ακουμπάει πάντα στο ουσιαστικό
και όχι σε κάποιο επιβεβλημένο όριο, εκείνο που οδηγεί σε επαρκή βαθμό
σε μία ανάγνωση και αναγνώριση της διαφοράς μεταξύ της πραγματικότητας
της δικής μας και της πραγματικότητας
του άλλου.
Στο πλαίσιο της
ψυχαναλυτικής θεώρησης, η συγχώνευση
με το μητρικό πρόσωπο προκαλείται, όταν αυτό λειτουργεί αμετροεπώς και ασφαλώς
δεν διαθέτει το όριο που αναδεικνύει το ενδιαφέρον χωρίς να διεισδύει,
ενδεχομένως και όταν αυτό αποξενώνει, γι’ αυτό και τίθενται ερωτήματα εδώ...
όπως επίσης και για την πραγματική λειτουργία του πατέρα...
Αυτά τα
τελευταία δεν ομολογούνται ως μία θεωρητική διάλεξη, για να οδηγηθούμε σε απλές
λογικές, γνωστικές (εγκεφαλικές) διευθετήσεις, αλλά για να εξετάσουμε το
υποκείμενο ψυχικό βίωμα και τις σχετικές αναμνήσεις, παρά το
γεγονός πως δυστυχώς δεν τελούμε μέσα στο διυποκειμενικό παραβιάζοντας τους
κανόνες της ενδοσκόπησης...
...όπως
και να ‘χει, είναι αδύνατον ένας άνθρωπος να θεωρείται πως αποπειράται να «εντοπίζει» την ουσία της
ελευθερίας και των ορίων των δικών του, όταν γίνεται ολότελα ακατάλληλος στην
ανάγνωση της ελευθερίας και των ορίων (οπωσδήποτε) του αγαπητού άλλου...
© 2018 Ελένη
Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου