«Ο θεραπευτής είναι τμήμα του
“προβλήματος” του θεραπευομένου του».
Το παραπάνω αποτελεί μία
διαπίστωση που εγώ πλέον θέτω αξιωματικά.
Στις θεραπευτικές σχέσεις οι
άνθρωποι παραμένουν σε μακροχρόνιες θεραπείες μόνο με τους θεραπευτές οι οποίοι
με διάφορους τρόπους τους «ταιριάζουν…» ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα των τελευταίων. Αυτό συμβαίνει επειδή
αυτοί οι θεραπευτές «εκπληρώνουν», ως ψυχοφυσικές και κοινωνικές
οντότητες, το βαθύτερο νόημα του υποκειμένου της θεραπευτικής εργασίας (δηλαδή
του θεραπευομένου).
Πέρα από αυτό, οι θεραπευτές
θέτουν αδιαμφισβήτητα το δικό τους ασύνειδο αίτημα το οποίο πηγάζει από το
προσωπικό οικογενειακό βίωμα και ιστορία, εξίσου θέτουν ξεκάθαρα ένα συνειδητό
αίτημα που αφορά στην εύλογη «προσπάθεια της κοινωνικής οντότητας να
θεραπεύσει τον εαυτό της». Εξετάζοντας αυτό το ζήτημα
προοπτικά, αντιλαμβανόμαστε πως το σύστημα που παράγει το σφάλμα -το οποίο έχει «αξιολογηθεί» από το ίδιο το σύστημα ως τέτοιο- διαθέτει την
«υποχρεωτική» ελευθερία να το θεραπεύσει, με τα μέσα που μπορεί να εφεύρει και
να διαθέσει και τα οποία είναι σχεδόν πάντα ελλειμματικά,
για τους στόχους που έχουνε τεθεί.
Αυτό το τελευταίο συνιστά
αναμενόμενη επίπτωση, εαν λάβουμε υπόψη τις διαφορετικές θεωρητικές
περιχαρακώσεις μέσα στον επιστημονικό κλάδο, όπου άλλοτε δίνεται έμφαση κυρίως
στον ενδοψυχικό παράγοντα και άλλοτε στο σύμπτωμα, έτσι ώστε να αφήνεται άλλοτε
το ένα και άλλοτε το άλλο αναπλαισίωτο, αναλόγως της θεωρητικής κατεύθυνσης και
της επιστημονικής και εν τέλει φιλοσοφικής υποστασιοποίησης του θεραπευτή.
Η ενδοψυχική διερεύνηση
αποκαλύπτει το ατομικό νόημα της ψυχοπαθολογίας και του συμπτώματος και «παράγει» τις βάσεις για να προχωρήσει ο άνθρωπος στην ωριμότητά του, μία διαδικασία που
έχει ανασταλεί από τις καθηλώσεις και τις εξελισσόμενες εκδραματίσεις στο
πλαίσιο του κοινωνικού και πολιτισμικού πλουραλισμού.
Ο χειρισμός του συμπτώματος είναι
ολότελα απαιτητός, εάν δεν θέλουμε να έχουμε ανθρώπους σχετικά «σοφούς», αλλά αρκετά δυστυχισμένους.
Όταν το σύμπτωμα εκδηλώνεται, συνοψίζει εκ νέου την ψυχοπαθολογία η οποία
ανατροφοδοτεί το ατομικό νόημα που έχει οδηγήσει σε αυτή. Η λανθάνουσα αυτή επαναδραστηριοποίηση
της λειτουργίας του ατομικού νοήματος διαιωνίζει την ψυχοπαθολογία η οποία
αντικειμενοποιείται συνεχώς πολιτισμικά και κοινωνικά και οδηγεί εκ νέου στο
σύμπτωμα. Έτσι ο άνθρωπος εγκλωβίζεται μέσα στον (κατ’ ανάγκη εθιστικό) φαύλο
κύκλο του συμπτώματος και του ατομικού νοήματος αυτού, διατηρώντας τη σοφία του σε επίπεδα χαμηλά, διότι του
λείπει η εμπειρία και τα συνακόλουθα της «αυτοθεραπείας».
Είναι εντελώς απαραίτητο για έναν
θεραπευτή αφενός να γνωρίζει πως η αυθεντία του καταρρίπτεται ανά πάσα ώρα και
στιγμή, παράλληλα δε να αντέχει να παραμένει
στη διυποκειμενική σχέση αναπλαισιώνοντας συνεχώς και με τρόπο συστημικό τα δεδομένα της θεραπευτικής σχέσης, αλλά και τα ειδικότερα θέματα της ψυχοπαθολογίας του υποκειμένου.
Με παρόμοιους τρόπους μπαίνουν
συχνά οι άνθρωποι στις διαφυλικές σχέσεις και υποθέτω πως αυτές που θα
καταλήξουν να έχουν κάποια πραγματική επιτυχία είναι αυτές στις οποίες δεν
τηρείται από το κάθε πρόσωπο ένας ρόλος (ας το πούμε έτσι) «διαφυλικής
αυθεντίας». Τι σημαίνει αυτό;;
Edward Munch
Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι
κυρίως δεν μπορούν να «κάνουν…»,
εκδηλώνοντας δηλαδή μία γενικότερη πραξιακή αδυναμία. Υπάρχουν δε άλλοι οι
οποίοι κυρίως δεν μπορούν να «πουν…» (παρ’ ότι ιδιαίτερα ικανοί
ομιλητές και ομιλητικοί), εκδηλώνοντας κυρίως μία λεκτική αδυναμία η οποία
συνοψίζεται σε διαφορετικούς τρόπους συναισθηματικής αναστολής, παρά το
γεγονός πως αρκετοί εξ’ αυτών φαίνονται ή είναι ιδιαίτερα εκδηλωτικοί
(πράγμα το οποίο συνιστά κυρίως άμυνα στο εν δυνάμει αμοιβαίο συναισθηματικό βίωμα…).
Αυτή η αδυναμία εντείνεται
περαιτέρω μέσω αμυντικών διανοητικοποιήσεων,
είτε αυτές αφορούν σ’ έναν λόγο εύλογο, «επιστημονικό», είτε σ’ έναν λόγο κυρίως «δικανικό». Οι διανοητικοποιήσεις
αυτές έχουν περάσει σταδιακά στη γραμμή
μάχης των προσώπων που δεν έχουν «εκπαιδευτεί»
από τις οικογένειές τους σε συναισθηματικούς τρόπους επικοινωνίας και στην
ουσιαστική λειτουργία των ορίων, αλλά στην παραγωγή αντιδράσεων λόγω της
συνεχιζόμενης καταστολής. Παράλληλα δε η άμυνα αυτή εντείνει, στο «φαντασιακό», την
ελκυστικότητα μεταξύ των προσώπων που χειρίζονται με ψυχαναγκαστική ακρίβεια τη
διάνοιά τους.
Αυτοί λοιπόν που δεν μπορούν να
κάνουν, μάλλον επιλέγουν εκείνους οι οποίοι εξίσου δεν μπορούν να κάνουν και
αυτοί που δεν μπορούν να πουν, εκείνους που επίσης δεν μπορούν να πουν. Με τον
τρόπο αυτό μεταβιβάζουν το «αίτημα»
που είχαν απευθύνει στον κηδεμόνα (ο οποίος με τη «διεισδυτική» του συμπεριφορά, ψυχολογικώς εννοουμένης, είχε «αποπλανήσει» το τέκνο του, διαταράσσοντας τα μεταξύ τους ψυχικά όρια) σ’
ένα νέο παραλήπτη, όπου η γραμμή μάχης παραμένει ίδια με την προηγούμενη στο πλαίσιο
της οικογενείας.
Η δρώσα συναισθηματική ανάσχεση έχει
εμποδίσει τη δυνατότητα δημιουργίας ψυχικής
εγγύτητας η απουσία της οποίας, εφόσον δεν έχει βιωθεί έτσι όπως έπρεπε στο οικογενειακό πλαίσιο,
προξενεί ένα αίσθημα αμηχανίας και ένα φόβο «εγκατάλειψης» του εαυτού σ’ έναν θύτη ανηλεή. Ακόμη
περισσότερο, οι διαφορετικές απόπειρες πλησιάσματος ενός προσώπου προς ένα
άλλο χτυπάνε πάνω στον ίδιο του το φόβο πως θα εξευτελιστεί, εάν κάνει περισσότερο σαφές το ενδιαφέρον του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τσακίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά πάνω στον τρόμο πως θα ντροπιαστεί,
και θα εκμηδενιστεί, οπότε αρνείται να «μιλήσει…» ή
σπεύδει να πάρει πίσω αυτό το οποίο έχει προσπαθήσει να «μιλήσει…», παρ' ότι το τελευταίο μπορεί να μην έχει γίνει καν αντιληπτό, συνεπώς,
…πολλοί άνθρωποι έλκονται από
αυτό που δεν «επιθυμούν» ή αλλιώς φοβούνται να αποκτήσουν…
Στα προβληματικά οικογενειακά πλαίσια, δεν διατίθενται πραγματικές «πληροφορίες» για τα όρια του εαυτού, κατά συνέπεια για το τι είναι κάποιος ή τι μπορεί ή δεν μπορεί να συμπεριλάβει στη δική του δράση, ώστε να ασκήσει την ελκυστικότητά του. Η ελκυστικότητα των παιδιών επαληθεύεται μόνο μέσω της χειριστικότητάς τους απέναντι στους κηδεμόνες τους οι οποίοι έχουν καλλιεργήσει ένα ασύνειδο βάθος υπαρξιακής (σαδιστικής) ενοχικότητας στα παιδιά τους, για να μπορούν εξίσου να τα χειριστούν. Τη χειριστικότητα αυτή μεταφέρουν τα ενήλικα πλέον άτομα, ως επικοινωνικακό μεσολαβητή στις σχέσεις τους, πράγμα το οποίο αλλοιώνει περαιτέρω την επιθυμία η οποία ζωντανεύει την πραγματικότητα της ζωής.
Κατά συνέπεια, ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης για την ουσία της αξίας, τη νομιμότητα και τις αντοχές του εσωτερικού εαυτού θα προκαλέσει το έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στον άλλον, με τη λειτουργία των προβληματικών προβλητικών αμυνών στο πρώτο πλάνο της επικοινωνίας, εφόσον το «εγώ» είναι πολύ χαλαρά δομημένο. Έτσι, η επικοινωνία των ανθρώπων αυτών καταλήγει να περνάει μέσα από χίλια ψυχολογικά φίλτρα που διαστρέφουν τελείως το νόημά της κρατώντας τους εμπλεκόμενους ισόβια ανικανοποίητους και βασανισμένους.
Εάν εξαιρέσουμε ειδικές
κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες λειτουργούν ως δεξαμενές παραλαβής ανθρώπων που
έχουν ερωτευτεί τις διαστροφές τους, όπως επί παραδείγματι ο χώρος της
πολιτικής, δεν πιστεύω πως οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν το βασανισμό τον
δικό τους ή των άλλων. Αυτό σημαίνει πως πίσω από την επαναληπτικότητα αυτού
του μοντέλου συσχετισμού κρύβεται κυρίως η προσαρμοστική προσπάθεια του
ανθρώπου να «μεταπείσει τον θύτη του…»,
ώστε να βγει από το προηγούμενό του τέλμα.
Όταν λοιπόν δύο πρόσωπα μπαίνουν
σε αδιέξοδες σχέσεις, το ερώτημα «τις
πταίει;;» δεν μπορεί ουσιαστικά να απαντηθεί. Κάθε άνθρωπος (σε αυτές τις
περιπτώσεις) έχει παραλάβει κάποια οικογενειακή κληρονομιά και παραμένει
αναγκαστικά στην ευθύνη τη δική του να βρει τον τρόπο να την τακτοποιήσει,
ανάλογα με το «σχέδιο» που θα μπορούσε να οραματιστεί για
τον εαυτό του.
Προσωπικά δεν νομίζω πως θα μπορούσα έτσι απλά να διατυπώσω
κρίσεις για το υποτιθέμενα «σωστό»,
κυρίως πιστεύω πως η περιθωριοποίηση του εαυτού έξω από το δυναμικό πεδίο της ζωής οδηγεί,
στην καλύτερη περίπτωση, στο μαρασμό
και στη χειρότερη, στην καταστροφή… Σε ένα περισσότερο πρακτικό, συμπεριφορικό επίπεδο ανάλυσης, θα έλεγα πως η συγκράτηση της επίδρασης του ελλείμματος εμπιστοσύνης σε σχετικά χαμηλό επίπεδο έντασης, μπορεί να διευκολύνει σοβαρά τους επικοινωνιακούς χειρισμούς των ενδιαφερομένων, ώστε το σύμπτωμα του διυποκειμενικού χώρου πλέον να ελεγχθεί.
Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει έτσι απλά, μένει να αποκαλυφθεί ποιες ειδικές συνθήκες του ατόμου και ποιες συνθήκες του περιβάλλοντός του εξάπτουν το Σαδιστικό Υπερεγώ του, κατά συνέπεια τη νευρωτική αμυντική αντίδραση ελέγχου και εποπτείας του «αντικειμένου» (αντί της αυθόρμητης προσέγγισης αυτού) που οδηγεί σε φαύλους κύκλους μοιραίων και αμοιβαίων εκδραματίσεων.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως στη διυποκειμενική αλληλεπίδαση και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες του ατόμου και του χώρου του το κάθε πρόσωπο τείνει να ταυτίζει ασύνειδα τον άλλο με τον ανερμάτιστο κηδεμόνα του -ταύτιση που γίνεται ωραιότατα παραληπτέα και απαντηθείσα- οπότε να βιώνει την αμφιθυμία της αγάπης και του ασύνειδου «φθόνου» γι' αυτό, φθόνος που παίρνει τη μορφή του τρόμου.
Η έκφραση αυτού του συναισθηματικού διπόλου αγάπης - φθόνου/τρόμου (προς τον «κηδεμόνα») φαίνεται πως πρέπει να αναχαιτιστεί ή κυρίως να αντικατασταθεί...
---------------------------------------------------------------------------------------
*Η κάθαρση
και βρίσκονταν οι άνθρωποι επίμονοι ολόγυρα και ολόγυρά μου
και γυροφέρνανε αδιάκριτα, αγχωτικά και πνιχτικά σε όλες τις μεριές
και ούτε που επρόκειτο πραγματικά ένα βλέμμα να τους ρίξω
ο τρυφηλός και αβαρής ερωτικός μου
που υψώθηκε μέσα στην κριματισμένη κάμαρά μου
προκάλεσε ένα όνειδος, σχεδόν με αηδίασε και έτρεξα να λυτρωθώ
σαν τον πατέρα του μυαλού μου κι εγώ
και σαν ανακριτής ή θηρευτής αλήθειας
μόνο το άνθος της καρδιάς τους να μαδήσω
τριγύρναγα εδώ κι εκεί
με μάτι γυρισμένο προς τα μέσα
το κάθε πράμα διαρκώς να συμμαζεύω
ανάμεσα στην κλειδαρότρυπα
και το κιτρινισμένο φως του παραθύρου...
τα αίματα αδιάκοπα να καθαρίζω
Θ. Α.
----------------------------------------------------------------------------------
* Το ποίημα είναι δημιουργία της φίλης μου της Θεανώς ως καλλιτεχνική μεταφορά ενός ονείρου. Το όνειρο είναι η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο, έλεγε ο πατέρας της ψυχανάλυσης, S. Freud, και η ερμηνεία των ονείρων το πιο σημαντικό του έργο...
© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')