Η ναρκισσιστική διαταραχή ανήκει
στην κατηγορία των διαταραχών προσωπικότητας, οι οποίες είναι συντονικές
προς το εγώ, καθόσον είναι ασυμπτωματικές. Παρουσιάζουν επιπλέον χρονιότητα
και ακαμψία, καθώς δομούνται από ισχυρά και δύσκαμπτα γνωρίσματα που ο Reich (1949) ονομάζει «πανοπλία
του χαρακτήρα» και με διάχυση σε όλη την προσωπικότητα. Λόγω των
χαρακτηριστικών αυτών συγκροτούν μαζί με τη νοητική υστέρηση μία υπερκείμενη
κατηγορία (άξονας 2), ενώ όλες οι υπόλοιπες διαταραχές συμπεριλαμβάνονται σε
μία ενιαία κατηγορία (άξονας 1), όπου τα παθολογικά χαρακτηριστικά υφίστανται
μόνο κατά τη διάρκεια των επεισοδίων μίας διαταραχής. Οι διαταραχές δηλαδή του
άξονα 1 παρουσιάζουν πολύ μικρότερη έκταση στη διάρκεια της ζωής και στο σύνολο
της προσωπικότητας ενός ανθρώπου και βιώνονται ως οδυνηρές.
Αντίθετα, οι πάσχοντες από
διαταραχές προσωπικότητας, καθόσον εν γένει δεν παρουσιάζουν συμπτώματα τα
οποία (από τη φύση τους) είναι δυστονικά προς το εγώ, δηλαδή ανεπιθύμητα στους ίδιους,
και επειδή εν γένει δεν βλάπτεται η επαφή τους με την πραγματικότητα, θεωρούν
πως η συμπεριφορά τους είναι έλλογη και φυσιολογική. Κατ’ επέκταση δεν
προσέρχονται εύκολα σε θεραπεία (και δεν θεραπεύονται εύκολα) εκτός και αν
υπάρξει εκλυτικός παράγοντας εξαιτίας της εκδήλωσης συμπτωμάτων από συνοδές
διαταραχές ή εάν το απαιτήσει ο περίγυρός τους, ο οποίος βλάπτεται από τη
συμπεριφορά τους.
Παρ’ ότι υπόκειται συχνά βίωμα
οδύνης στους πάσχοντες, αυτό οφείλεται στο γεγονός πως οι σχέσεις τους
διασαλεύονται σοβαρά εξαιτίας της σημαντικής τους δυσκολίας να νοιώσουν, να
σκεφτούν και να πράξουν αποτελεσματικά και ενσυναισθητικά. Για διάφορους λόγους
οι διαταραχές προσωπικότητας συνιστούν μία αμφιλεγόμενη κατηγορία (με χαμηλή
αξιοπιστία και εγκυρότητα), ίσως και επειδή οι εισηγητές της, θα υπέθετα η ίδια
λίγο ειρωνικά, καταλογογραφούνται
αδιάγνωστα περισσότερο ή λιγότερο και για διαφορετικούς λόγους στην κατηγορία
αυτή.
Ως προς τη ναρκισσιστική
διαταραχή, που εν προκειμένω με ενδιαφέρει, οι περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν
συναντήσει κάποια στιγμή στη ζωή τους άτομα με υπέρμετρη αλαζονεία,
φιλαυτία, αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση και απουσία εμπάθειας. Υπάρχουν για
παράδειγμα άνθρωποι που μπορεί να αξιολογούν τον εαυτό τους με έναν αμετροεπή
τρόπο, του τύπου (για να το θέσω γλαφυρά) «μεγαλογιατρός είμαι, στο τάδε γνωστό
ιατρικό κέντρο, έξυπνος και κοινωνικά φτασμένος, άρα η «αρρενωπότητα» που μου
παρέχει η κοινωνική μου αναγνωρισιμότητα μού προσφέρει το εχέγγυο της ακάματης
επιτυχίας, όταν αποπειρώμαι να κάνω τα σεξουαλικά (και σεξιστικά μου
εννοείται) ψώνια ανά πάσα ώρα και στιγμή…».
Ο ναρκισσισμός αυτός στις
διαφορετικές του εκφάνσεις εξελίσσει και διάφορες μορφές σαδισμού και φθόνου
χωρίς να αναφέρομαι στον κακοήθη ναρκισσισμό του Kernberg: Τα πρόσωπα αυτά προσπαθούν να θέτουν τους εαυτούς τους
στο επίκεντρο του «κυνηγιού» και της προσοχής, χαρακτηρίζονται
από απουσία ενσυναίσθησης για πολύ σημαντικές ανάγκες των άλλων και υποτίμηση
γι’ αυτούς, επιδιώκουν κατά κανόνα την επαφή με αυτούς που θεωρούν του ύψους
του δικού τους δοκιμάζοντας τις δυνάμεις τους με τον «δύσκολο» άλλο, αν
και συχνά το αποφεύγουν διότι δεν διαθέτουν ανοχή στην ματαίωση, την αποτυχία
και την απόρριψη, επιπλέον ενδέχεται να είναι σεξουαλικά σαδιστές. Η
χειριστικότητα αυτών των προσώπων τα οδηγεί συχνά σε πραγματική κακοήθεια και θράσος και σε μεθοδευμένες
μηχανορραφίες, τρόπους προσέγγισης, και προσπάθειες πατροναρίσματος,
μέχρι να επιτύχουν να εντάξουν και να διατηρήσουν στο διαφυλικό και
διαπροσωπικό πεδίο της δράσης τους όσα άτομα κρίνουν πως τα ενδιαφέρουν ως τρόπαια και ως δορυφόροι, περισσότερο ή λιγότερο
πολύτιμοι γι’ αυτούς. Το αρνητικό υποκείμενο βίωμα των ιδίων εξαρτάται από τις
κοινωνικές τους ευκαιρίες και τις περιστάσεις και από τις δυνατότητες που αυτές
προσφέρουν για επιτυχημένη εκδραμάτιση. Κοντολογίς,
η συμπεριφορά των προσώπων αυτών οδηγεί τους άλλους να τους στολίζουν κυρίως με
κοινά κοσμητικά της καθομιλουμένης και όχι με παθογνωμονικούς χαρακτηρισμούς.
Στις περιπτώσεις που
αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αντιρρήσεις και αντιστάσεις, εκδηλώνουν
ιδιαίτερα περιορισμένη ικανότητα ανοχής και χειρισμού λεκτικών στρατηγικών,
χάνουν την ψυχραιμία τους, υφίστανται ένα είδος τρόμου και ψυχικής
κατάρρευσης η οποία εκδηλώνεται στην αυτοεκτίμηση και το αυτοσυναίσθημά
τους, κατά συνέπεια εγκαταλείπουν εύκολα, σίγουρα δε στις περιπτώσεις όπου η αρρενωπότητα
η δική τους χτυπάει πάνω στην αρρενωπότητα και την επεξεργασμένη εμπειρία
του άλλου ή της άλλης. Πολύ περισσότερο
αυτό συμβαίνει εάν διαφύγει από μέσα τους, στην ατμόσφαιρα της αυτοπεποίθησης τους,
η ανεπαίσθητη «μυρωδιά» (ο
ασύνειδος τους φόβος δηλαδή) του «μικρονοϊκού», του εκλιπόντος δεινοσαύρου, αφού το θυμικό τους (ο φόβος της
απόρριψης, η καχυποψία, ο φθόνος και η κατάρρευση της αυτοεικόνας) μπορεί
να τους εμποδίσει να αντιληφθούν και να προσαρμοστούν στα απαραίτητα, τα
κόσμια, και τη χιουμοριστική αποφυγή.
Ως προς την αιτιολογία της
ναρκισσιστικής διαταραχής, η ίδια δεν έχω συναντήσει στη βιβλιογραφία κάποια
συμπερίληψη βιολογικών παραγόντων λόγω του ότι η ναρκισσιστική διαταραχή δεν
αποτέλεσε επίκεντρο ενδιαφέροντος βιολογικών προσεγγίσεων. Παρ’ όλα αυτά,
προσωπικά δεν θα απέντασσα τον παράγοντα της ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή της
ενδεχόμενης υποκείμενης νευρολογικής ευαλωτότητας (που μπορεί να υπόκειται για
διάφορους λόγους και η οποία ισχύει για άλλες διαταραχές της κατηγορίας), η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει διαφορετικά άγχη, πάντοτε
υπό συνθήκες. Άλλωστε υφίσταται διχογνωμία για το αν οι διαταραχές
προσωπικότητας διαφοροποιούνται μεταξύ τους βάση ποιοτικών ή ποσοτικών
κριτηρίων, οπότε στη δεύτερη περίπτωση το ιδιοσυγκρασιακό υπόβαθρο φαίνεται
να γίνεται σχετικά κοινό σε όλες και όχι σε κάποιες μόνο από αυτές.
Πέραν του παραπάνω, προσωπικά θα
έδινα ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της γονεϊκής ανατροφής και συμπεριφοράς, κατ’
αρχήν όχι ως προς την έκδηλη συμπεριφορά, χωρίς να την απεντάσσω από το
γενικότερο πλάνο, αλλά κυρίως ως προς την άδηλη συμπεριφορά. Τι θέλω να πω με
αυτό: Παρ’ ότι η φανερή συμπεριφορά των γονέων καθοδηγεί τα παιδιά τους σε
μιμήσεις και μαθήσεις, αυτό δεν συνεπάγεται πως τα παιδιά αναπτύσσουν τόσο σοβαρό,
δύσκαμπτο και διάχυτο εσωτερικό έλλειμμα (και συνεπώς διαταραχή) επειδή ό,τι
μαθαίνουν από τους γονείς τους είναι προβληματικό. Εάν, όλα όσα μαθαίνουν από
τους γονείς τους είναι προβληματικά, αυτό σημαίνει πως οι γονείς τους είναι
προβληματικοί και «κακοποιούν» τα παιδιά τους, οπότε η κακοποίηση έρχεται πάντα
ως αρχικός αιτιακός παράγοντας και μένει να εξετάσουμε πως και εάν αυτό προκαλεί
συμπτώματα και έπειτα έρχεται η «διδασκαλία» (με όλους τους τρόπους),
που θα λειτουργήσει ως πυξίδα του εξατομικευμένου συμπτώματος και συνεπώς της
εκδραμάτισης.
Η ίδια βρίσκομαι πιο κοντά στην
άποψη του Kernberg
(1975) (ο οποίος βασίστηκε στο έργο του Rosenfeld, 1964), βάσει της οποίας η ναρκισσιστική διαταραχή
αναπτύσσεται σε περιβάλλοντα με τυπικά ψυχρούς γονείς που επιφανειακά
λειτουργούν καλά, αλλά έμμεσα είναι επιθετικοί και αδιάφοροι απέναντι στις
βασικές και τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού, ενώ παράλληλα το
αντιμετωπίζουν ως ιδιαίτερο πλάσμα. Πιστεύω πως το παιδί, για να μην εξαρτηθεί
από γονείς που του έχουν προκαλέσει το φθόνο, την πείνα, την οργή και την
καχυποψία και για να επιβιώσει από την αντίφασή τους, αναπτύσσει μία καταβροχθιστική παντοδυναμία και ένα αίσθημα
μεγαλείου, αφενός για να αναχαιτιστεί ο μη προσαρμοστικός φθόνος, αφετέρου για
να διατηρηθεί το ψυχικό ύψος του υποκειμένου, το οποίο μπορεί ανά πάσα ώρα και
στιγμή να καταποντιστεί, εξαιτίας της καχυποψίας του ιδίου και της αντίστασης
του άλλου.
Isabel Miramontes
Για να επεκταθώ πλέον σε μία επιστημολογική συζήτηση, η προσωπική μου γνώμη είναι πως οι διαγνωστικές κατηγορίες διαθέτουν
μόνο μερικό νόημα τόσο για τους ειδικούς όσο και για όλους τους ανθρώπους. Όλοι
στο χώρο γνωρίζουμε πως η χρήση είτε ποιοτικών είτε ποσοτικών κριτηρίων για τη
συγκρότηση των κατηγοριών είναι προβληματική, οπότε προτιμούμε έναν συνδυασμό
αυτών προκειμένου να θεραπεύσουμε το πρόβλημα. Εγώ δεν είμαι βέβαιη πως το
πρόβλημα λύνεται επαρκώς και πιστεύω πως δεν παύει ποτέ το όλο ζήτημα να
εξαρτάται από το σύστημα αξιών και ευρύτερα από τη μεταβίβαση του ίδιου του
ερευνητή(ών) η οποία είναι πάντα υπαρκτή και ζώσα. Όσο δεν μπορεί να μπει στο απυρόβλητο
το αναλυτικό πλαίσιο, άλλο τόσο δεν μπορεί να μπει στο απυρόβλητο σχεδόν
καμία άλλη γνώση, καθόσον κάθε μία από αυτές συμμετέχει σε μία ταξινομία
που αποτελεί μία γνωστική κατασκευή και η οποία συγκροτείται για την
επίλυση ζητημάτων κυρίως πρακτικών. Ούτε για τους περισσότερους
ενδιαφερόμενους μπορεί να έχει μεγάλη αξία η ένταξή τους σε κάποια διαγνωστική
κατηγορία.
Σχετικά με το ακριβώς τελευταίο,
ας θέσω ένα παράδειγμα: Σε μία κυρία, στην οποία (αν θυμάμαι καλά) είχε γίνει
διάγνωση βαριάς κατάθλιψης ή κάτι συναφούς, δόθηκε μία πληροφορία πως πάσχει
από τη νεοσυσταθείσα στο DSM-5
διαταραχή παρασυσσώρευσης (όπου μάλλον το αιτιατό γίνεται αίτιο, αλλά ας μην
προχωρήσω σε αυτό). Ενώ στο παρελθόν όλοι και η ίδια (υποθέτω) είχαν ασχοληθεί
με τη κατάθλιψή της κατά τρόπο μηρυκαστικό, οδηγώντας σε αδιάπαυστη αναπαραγωγή
των νοημάτων, των συμπτωμάτων και των δευτερογενών οφελών, τώρα όλοι, μα
όλοι ασχολούνταν με την παρασυσσώρευσή της, μάλιστα και κατά τρόπο βάναυσο,
ενισχύοντας το χειριστικό μοτίβο της κυρίας, τις σαδομαζοχιστικές ανταλλαγές
και τις ανούσιες εκατέρωθεν αιτιολογίες των φαινομένων, χωρίς να αγγίζεται
κατά διάνοια το υποκείμενο βίωμα του ανθρώπου που βασανίζονταν (του οποίου
η τάση να διατηρεί αντικείμενα είναι ενδεχομένως ένα μεταλλαγμένο σύμπτωμα ή
ένα επιπλέον σύμπτωμα της κατάθλιψης), ούτε ο ιδρυματισμός του πλαισίου.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν οι ασθενείς
γίνουνε καλά, αυτό συμβαίνει λόγω της κεκτημένης γνώσης τους, που μέχρι
τώρα τους έχει κρατήσει στη ζωή, και πολύ λιγότερο λόγω της λειτουργίας του
πλαισίου.
Προσωπικώς δεν με πειράζει και
λίγο να φιλοσοφώ... «στη φιλοσοφική βρίσκεσαι
εξάλλου…», μου είχε δηλώσει ένας
φίλος, τότε που ήμουνα στο ΦΠΨ (ο οποίος ενδεχομένως ταλανίστηκε από το
πρόβλημα που περιέγραψα παραπάνω), όταν του φανέρωσα πως σ’ ένα γραπτό μου είχα κάποτε φιλοσοφήσει
και μάλλον αυτό με έθεσε τότε στο μάτι
του «κυκλώνα». Πέραν τούτου με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η άποψη της γλωσσολόγου Dorothy
Lee γύρω από τα ζητήματα που αφορούν στο βάναυσο χειρισμό της πραγματικότητας.
Ενδεχομένως ακούγεται και λίγο ακραίο αυτό (και με κάποιον τρόπο φαίνεται να
συμφωνώ με τον φίλο μου τον Γ.), για μένα οι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν
παύουν να συνιστούν απόψεις συχνά συμπαθητικές, ενώ οι εξωεπιστημονικές
συνιστούν απόψεις που κυρίως προκαλούν ναυτία.
Θεωρώ πως κατά τη διάρκεια της πανεπιστημιακής μου θητείας διδάχτηκα πολλά και κυρίως να σκέφτομαι απείρως πιο σωστά απ' ότι στο παρελθόν, με το να βρίσκομαι σε κάποια ετοιμότητα να είμαι μέτρια σίγουρη γι' αυτό που πρόκειται να πω. Σκέφτομαι λοιπόν πια πως ίσως να είναι
περισσότερο σημαντικό όχι τόσο να συμφωνήσει κάποιος με κάποιον άλλον, όσο να μπορεί
να διαφωνήσει. Βέβαια κάτι τέτοιο όχι μόνο μπορεί να παράσχει μία ένδειξη για
την ικανότητα κάποιου να ελέγχει την καταβροχθιστηκότητά του και τις προβολές
του, συνεπώς τον πρωτογονισμό του, παράλληλα όμως γίνεται και ένας υπαινιγμός
για τη συγκρουσιακή ποιότητα ενός ψυχισμού …
...ουδείς τέλειος...
...ουδέν κακό, αμιγές καλού...
(...για να μην ξεχνάμε και τους αρχαίους...)
...ουδείς τέλειος...
...ουδέν κακό, αμιγές καλού...
(...για να μην ξεχνάμε και τους αρχαίους...)
© 2018 Ελένη
Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Βιβλιογραφία:
Καλογεράκη,
Λ., Μιχόπουλος, Ι. (2017). Η Διαταραχή
Παρασυσσώρευσης στο DSM-5: Κλινική περιγραφή και γνωσιακή προσέγγιση. Ψυχιατρική, 28(2), 131-141.
Κανακάκη, Ε.
(2018). Η επίθεση στην πραγματικότητα.
Ανακτήθηκε από https://psychofil.blogspot.com/2018/09/blog-post_30.html
Μάνος, Ν.
(1997). Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University
Studio Press
Μπακιρτζόγλου,
Σ. Ναρκισσιμός: Όταν η αγάπη στρέφεται
επί εαυτού. Ανακτήθηκε από http://www.epekeina.gr/a_files/2015/MeaningNarcissisme.pdf
Χατζησταυράκης,
Γ. (2016). Ο κακοήθης ναρκισσισμός στην
αναλυτική κατάσταση. Ανακτήθηκε από http://www.inpsy.gr/el/digital-library/arthra/arthra-ellinika/290-2013-04-24-19-40-48
Χριστοπούλου,
Α. (2008). Εισαγωγή στην ψυχοπαθολογία του ενήλικα. Αθήνα: Τόπος