Συχνά δημιουργούνται καταστάσεις
στη ζωή οι οποίες ενδέχεται να δυσκολέψουν ιδιαίτερα τους ανθρώπους ή κάποιους
ανθρώπους, όπως για παράδειγμα το να προχωρήσει κάποιος σταδιακά σε αποφάσεις
ζωής, ταυτόχρονα να κάνει περισσότερο σαφή τα πεδία των αλληλεπιδράσεών
του, για χάρη πάντοτε δική του.
Ένα πράγμα που δεν πρέπει κατ’
αρχήν να μένει ποτέ έξω από την ψυχική επεξεργασία, από την επεξεργασία δηλαδή
από την οποία απουσιάζει η διανοητικοποίηση και κατά την οποία
απελευθερώνεται ο ενορατικός εστιασμός στο δικό μου χώρο, αφορά στο ποια
είναι η συμμετοχή η δική μου στις παραπάνω καταστάσεις. Τι κάνει δηλαδή το
υποκείμενο το ίδιο και όχι τι κάνει ο άλλος. Όχι επειδή ο «άλλος» δεν
υπάρχει και δεν λειτουργεί, αλλά επειδή στην παρούσα κατάσταση ο εξωτερικός
εστιασμός δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά παρά μόνο αναχαιτίζοντας τη
γνώση που πρέπει να εξελιχτεί.
Ένας πλέον αμυντικός τρόπος για
να «ξεφύγει» ένας άνθρωπος από την
ψυχική εστίαση στο πρόβλημα είναι η εκλογίκευση και η διανοητικοποίηση σε γνωσιακά
σχήματα των περιβαλλοντικών δεδομένων ενός προβλήματος, ώστε να επιτευχθεί
η απομάκρυνση από την περιοχή του δικού του τραύματος. Γι’ αυτό λοιπόν η
διατήρηση της ψυχικής επεξεργασίας ζωντανής γίνεται ένα συνεχές αίτημα για ένα πρόσωπο στις καταστάσεις αυτές.
Στις διαφορετικές περιστάσεις
δύσκολων καταστάσεων η παρουσία του άλλου μπορεί λοιπόν να είναι ψυχονοητική, όπως ακριβώς
παραπάνω, μπορεί να είναι πραγματική,
δηλαδή η παρουσία ενός προσώπου μέσα σε μία διαπροσωπική συνθήκη να λειτουργεί
ως «ασπίδα» για την «προστασία» ενός ανθρώπου από το αίτημα
που αισθάνεται πως ενδέχεται να του απευθύνει ένα τρίτο πρόσωπο και τέλος
μπορεί να είναι συμβολική. Το
τελευταίο συνεπάγεται την υιοθέτηση όλων των τελετουργικών εκείνων που
θα εκτυλίσσονταν, εάν το ενδιάμεσο πρόσωπο ήτανε παρόν, με σημαντική την απουσία
της βλεμματικής και ψυχικής επαφής εκείνης που προκρίνει την πολύμορφη επικοινωνία,
αλλά όχι εκείνης που διατηρεί το χειριστικό
έλεγχο του τρίτου προσώπου, επειδή πιστεύεται (συνήθως καταχρηστικώς!) πως ενδέχεται να γίνει κριτικό και άρα εχθρικό και για να μην εγκαταλείψει πιθανώς ψυχικά και
συναισθηματικά τη σχέση.
Συνοψίζοντας, δεν ισχυρίζομαι πως
θα «εγκαταλείψουμε» τη σχέση με τον
άλλον, πως θα την απεντάξουμε από την ευρύτερη επεξεργασία των ψυχικών
φαινομένων. Είναι απόλυτα αναγκαίο όμως να εντάξουμε τη σχέση αυτή σταδιακά
στην περιοχή του τραύματος με τρόπο που δεν αίρεται η επεξεργασία των πρωταρχικών,
των ειδικών και βασικών του δεδομένων, ενώ παράλληλα παρακολουθείται η μεταλλασσόμενη εκδραμάτιση του συμπτώματος, ανάλογα με τα εσωτερικά και εξωτερικά δεδομένα του προσώπου.
Ο Freud, απ' όσο θυμάμαι, είχε πει κάποτε σ' έναν πελάτη του, «πες τα, αν θες να ξεμπερδεύεις και αν θες να λυτρωθείς». Κατ' αναλογία θα πρότεινα κι εγώ «αν δεν το πάρεις απόφαση να εμπιστευτείς το φρόνημά μου και να ανοίξεις τα χαρτιά σου, προσπάθησε τότε να βρεις ένα εξαίρετο περσικό χαλί...».
© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Ο Freud, απ' όσο θυμάμαι, είχε πει κάποτε σ' έναν πελάτη του, «πες τα, αν θες να ξεμπερδεύεις και αν θες να λυτρωθείς». Κατ' αναλογία θα πρότεινα κι εγώ «αν δεν το πάρεις απόφαση να εμπιστευτείς το φρόνημά μου και να ανοίξεις τα χαρτιά σου, προσπάθησε τότε να βρεις ένα εξαίρετο περσικό χαλί...».
© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου