Έχω μιλήσει πολλάκις για την έννοια του ορίου, η οποία στην επεξεργασία της δεν θα «εικονίσει» μία γνώση απαρτιωμένη, αλλά
εξελίσσει μία γνώση δυναμική και διαλεκτική.
Όταν η γνώση αυτή δεν μπορεί να εξελίσσεται μέσα στο βίωμα κάθε
ατόμου, τότε όλοι οι εμπλεκόμενοι εισέρχονται σε μία αμοιβαία χειριστικότητα
μέσα στην οποία υφίσταται (το λιγότερο…) ελάχιστη «σοφία»…
Το «όριο» απαρτιώνει θεμελιώδεις «ψυχικές μορφές»
που στηρίζουν και φωτίζουν την ψυχοφυσική σύνδεση
του ατόμου με το γίγνεσθαι που ορίζει και δομεί δυναμικά την ύπαρξη του.
Συνεπώς βρίσκεται στο θεμέλιο των διαδικασιών που απαρτιώνουν τα σχεσιακά του τελεσίδικα, τα οποία μπορούν να φέρνουν πάντοτε μέσα τους αυθεντικά (και συχνά διαχρονικά!) τα συναισθήματα ενός ατόμου, όποια και αν είναι τα τελεσίδικα αυτά...
Στη χριστιανική θεολογία η έννοια του ορίου γίνεται προσπελάσιμη ως η επιταγή της ναρκισσιστικής αποταύτισης από τον δημιουργό και ως κανονιστική ρήτρα για την εξασφάλιση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Στην πολιτική φιλοσοφία έχει συνδεθεί ξεκάθαρα με τις εκφάνσεις του φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού ενώ στην ψυχολογία με τη διαρρύθμιση των σχέσεων (στο διυποκειμενικό, το διαφυλικό και το διαπροσωπικό), όπου ο καθένας οφείλει να λαμβάνει την ευθύνη για το «θέλω» το δικό του, θέτοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ «υποκειμένου» και «αντικειμένου», μεταξύ αυτού που του ανήκει και αυτού που δεν του αναλογεί.
Στη χριστιανική θεολογία η έννοια του ορίου γίνεται προσπελάσιμη ως η επιταγή της ναρκισσιστικής αποταύτισης από τον δημιουργό και ως κανονιστική ρήτρα για την εξασφάλιση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Στην πολιτική φιλοσοφία έχει συνδεθεί ξεκάθαρα με τις εκφάνσεις του φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού ενώ στην ψυχολογία με τη διαρρύθμιση των σχέσεων (στο διυποκειμενικό, το διαφυλικό και το διαπροσωπικό), όπου ο καθένας οφείλει να λαμβάνει την ευθύνη για το «θέλω» το δικό του, θέτοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ «υποκειμένου» και «αντικειμένου», μεταξύ αυτού που του ανήκει και αυτού που δεν του αναλογεί.
Εν κατακλείδι, καθένας μας που υποθέτει πως δεν
λαμβάνει αυτό που «…επιθυμεί…», έχει κάθε
δικαίωμα να φέρει σταδιακά μέσα του τη «…διασάφιση…»
για το τι ακριβώς ζητά («ή ερίζει ετούτη τη στιγμή»), και ενδεχομένως μία άλλη δρομολόγηση του εσωτερικού γίνεσθαι «...μέσα στην επιθυμία...» (του). Πέραν τούτου, έχει κάθε ...δικαίωμα... να
αποσυρθεί σε εναλλακτική ατραπό, όταν αυτό το θέλω δεν μοιάζει να συνιστά ήδη «εγγραπτέο δικαίωμα», ούτε
έχει «δρομολογηθεί» κάποια πιθανότητα, ώστε να περάσει σε μία αναγνώσιμη και περισσότερο αντικειμενική «γραφή»…
© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου