Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Τα πιο ωραία μάτια


(Το δίπολο της ενοχής)
  
 
Τρία μυθοπλαστικά δεδομένα συνθέτουν το εφαλτήριο αυτής της «πραγματείας» :
Η θλιβερή διαπίστωση που έκανε ο επιθεωρητής Maigret στον διεφθαρμένο συνάδελφο και άσπονδο φίλο, «…δεν ξέρεις να διαβάζεις τους ανθρώπους…»
Η υπόρρητη καταγγελία για ναρκισσιστική ταύτιση του ψυχαναλυτικού αντικειμένου (ήτοι του επιθεωρητή) με τον ίδιο του τον εαυτό
Η συναισθηματική του ταύτιση με το Alter Ego του, όταν αυτό του εξομολογήθηκε την απώλειά του…, «…είχα έναν άνθρωπο δικό μου, τον μοναδικό... και τον έχασα και αυτόν…»

---------------------------

Οι αστυνομικές ταινίες μυστηρίου, όταν η πλοκή τους περπατάει πάνω σε σοβαρά ψυχογραφικά δεδομένα των συντελεστών της υπόθεσης (και όχι ασφαλώς αυτές στις οποίες ανακαλύπτεις τον φόνο και αποκαλύπτεις τον δολοφόνο πριν να έχει ο φόνος καν διαπραχθεί), παρουσιάζουν ιδιαίτερο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον.

Σε μία από τις νουβέλες του Georges Simenon, ο επιθεωρητής Maigret ξετυλίγει πιο ξεκάθαρα το κουβάρι του εγκλήματος και της διαστροφής, όταν μία από τους βασικούς συντελεστές του εγκλήματος αποπειράται να τον ...αποπλανήσει... Αυτή η παρωχημένη στρατηγική υπονόμευσε τον όλο σχεδιασμό της, ο οποίος βασίζονταν στην προβολή της «κανονιστικής» (δηλαδή προκρούστειας) και της «διωκτικής» (κατ’ ανάγκη) «ενοχής» της στο σύζυγό της που παρουσιάζονταν ως αδερφός της, η οποία (ενοχή) στη διπλή της φύση ανδρώθηκε κατά την ατομική ιστορική πορεία που συμπεριέλαβε μεταξύ άλλων την εκπόρνευσή της και ψυχολογικά εκκόλαψε τον οίκτο και το μίσος για τον εαυτό της.


Αυτή η ενοχή την οδήγησε στην εξύφανση ενός σχεδίου καταστροφής του συζύγου της και, μέσω της προβλητικής ταύτισης με αυτόν, στην ψυχολογική και συμβολική καταστροφή της ίδιας της τής ύπαρξης. Όλος αυτός ο τρόπος διαφυλικής συσχέτισης μεταξύ των δύο συζύγων μπορεί τελεσίδικα να περιγραφεί, δηλαδή εκ των πραγμάτων (το τονίζω αυτό, για να αποφευχθεί η υπόθεση του κυκλικού ορισμού), ως σαδομαζοχιστική σύνδεση μεταξύ των μερών και ο βαθύτερος στόχος της σφυρηλάτησης  αυτού του διαφυλικού σχήματος  στοιχειοθετείται δυναμικά στην εξολόθρευση και τον δύο μερών (μηχανορραφία του σαδιστικού Υπερεγώ), πράγμα που με κάποιον τρόπο επετεύχθη…

Βλέπετε, στη διαταραχή προσωπικότητας οι «αποκλίνουσες» ανάγκες των ατόμων οδηγούν σε τέτοια αμετροέπεια, ώστε να συναντάει κάποιος κατεξοχήν τα δύο άκρα του «όλα» ή «τίποτα» στις συμπεριφορικές εκβολές και κυρίως στις εκδραματίσεις. Πρόκειται για ένα δίπολο που ουσιαστικά θα εξυπηρετήσει μία κατά βάθος επιθυμητή αυτοκαταστροφή ή το σαμποτάζ του εαυτού, όταν το «όλα» είναι κατά κανόνα ανέφικτο και ως πραγματικότητα και ως θεραπευτική αξία ή αγωγή για το υποκείμενο τραύμα.

Η διαφοροποίησή μου εδώ από τη φροϋδική θεωρία έγκειται στο γεγονός πως το υποβόσκον «ένστικτο του θανάτου» δεν συνιστά ένστικτο στη δική μου ψυχολογική θεωρία, αλλά παθολογία ενταγμένη κυρίως στις διαταραχές του άξονα ΙΙ…

Αυτήν ακριβώς την ενοχή ο συνεργάτης και εραστής της ηθικής αυτουργού και συνάδελφος του επιθεωρητή Maigret αποπειράθηκε να προβάλλει στον ίδιο πλέον τον επιθεωρητή, όταν ο πρώτος κατηγόρησε τον δεύτερο για κοινωνική βλακεία και δονκιχωτισμό, λίγο πριν ο τελευταίος του αποκαλύψει όχι μόνο πως υπήρξε παίγνιο στα χέρια της ερωμένης του («…Δεν ξέρεις να διαβάζεις τους ανθρώπους…»), αλλά και κατάμουτρα τα κακουργήματά του.


Σε αυτή την ψυχολογική πρακτική συναντάμε δύο κανάλια προβολής. Σε πρώτη φάση ο συνάδελφος του επιθεωρητή κάνει μία προσπάθεια να εξεύρει μία αιτιολογία για τον εαυτό του, για την απουσία ικανότητας να οργανώνει λειτουργικά τη ζωή, δηλώνοντας χλευαστικά στον επιθεωρητή, «δεν είναι πως εγώ είμαι διεστραμμένος, αλλά πως εσύ ένας κοινωνικός βλάκας». Παράλληλα, οργανώνει και εξαπολύει μία επίθεση, όπου η προβαλλόμενη ενοχή αναζητάει ένα alter ego, ώστε να το εμπλέξει εξίσου στο πιο πάνω περιγραφέν σαδομαζοχιστικό σχήμα και να το υπονομεύσει, αλλά ματαίως…

Ο επιθεωρητής Maigret είναι πάντοτε μόνος στην εργασία που αναλαμβάνει. Πιο σωστά είναι ιδιαζόντως ψυχολογικά και πνευματικά μόνος, γιατί τελείως μόνος δεν είναι ποτέ κανείς. Και είναι μόνος, όχι μόνο επειδή έχει απεμπολήσει από το ψυχικό πλαίσιο αναγκών την καπήλευση της αληθείας, για να τη διασπείρει όπως ο ίδιος θα ήταν δυνατό να επιθυμεί, όχι μόνο επειδή «…δεν μοιράζεται την «εξουσία» του…», (την εξουσία του μυαλού του δηλαδή, διότι η συμβατική είναι ήδη μοιρασμένη, κατοχυρωμένη και φυλάσσεται ευλαβικά) κάτι μάλλον ασυνείδητα αντιληπτό στον κύκλο του και …πολλαπλώς ερμηνεύσιμο… αλλά και επειδή η μόνωσή του γίνεται σταδιακά μία αυθεντική επιλογή, κατά το ξεδίπλωμα μίας διαδικασίας από την οποία απεμποελείται προοδευτικά η απρόσφορη ενοχή και ως εκ τούτου ο απρόσφορος τρόμος για την ύπαρξη, ο οίκτος για τον εαυτό και ενδεχομένως και το μίσος, μέσω του οποίου κάποιος δεν πράττει κάτι διαφορετικό από το να επενδύει σε ό,τι δεν τον αφορά.

 Η ενοχή μπορεί να προβληθεί και ως «υπερταύτιση» με ένα πρόσωπο…, όταν ο …φόβος…, ή η …αποστροφή… για το πρόσωπο αυτό γεννούν την ενδοψυχική αμετροέπεια με συμπεριφορικές εκβολές. Και σε αυτή την περίπτωση (όπως παραπάνω δηλαδή) η προβολή της ενοχής πέφτει μέσα σε δύο κανάλια, όπου το ένα διαδέχεται το άλλο:

Μέσω του αντιδραστικού σχηματισμού τα αρνητικά συναισθήματα για ένα πρόσωπο μετατρέπονται σε θετικά και οδηγούν σε υποκατάσταση της υιοθέτησης ενδεδειγμένων ή λειτουργικών σχημάτων διαπροσωπικού συσχετισμού και στάσης ζωής. Ακόμη πιο πέρα, τα αρνητικά συναισθήματα για τον εαυτό (που γεννάει η παραποίηση ή ότι άλλο στην πορεία της ζωής…) προβάλλονται στο αντικείμενο της ταύτισης που βιώνεται πλέον εκείνο ως κακό και εξ’ αυτής της προβολής προκύπτει ο φόβος ή η αποστροφή για το πρόσωπο αυτό.

Η υπερταύτιση με το αντικείμενο «του κακού» λειτουργεί λυτρωτικά για το υποκείμενο, όταν αυτό δεν έχει παγιδευτεί μέσα στη διαστροφή, ώστε να καταλήξει να ενορχηστρώσει χαιρέκακα την καταστροφή του. Γι' αυτό και «εκμαιεύει» κάποια κρυφή χαρά, εάν καταφέρει να τιμωρήσει τον εαυτό του και το αντικείμενο «του κακού», εφόσον δηλαδή το τελευταίο κάνει το σφάλμα «...να παραλάβει...» εν τέλει φίλαυτα και ναρκισσιστικά μία ...θωπεία... που δεν του αναλογεί…

Emilio Sanchez

η ψυχική ταύτιση του ηθοποιού με το ρόλο του εικονογράφησε μέσα στο βλέμμα του  πρώτα το θυμό -όχι ασφαλώς το παράπονο, την κατακραυγή ή την οργή- και έπειτα τη θλίψη -και όχι βέβαια το πένθος, το θρήνο ή την κατάθλιψη-

…και είναι ακριβώς αυτές οι δύο ποιότητες που ανδρώθηκαν και λανθάνουν στο ψυχικό σώμα ενόςinspector, για να στρατολογηθούν κατόπιν ως ψυχονοητικά εφαλτήρια στη σύγχρονη ωριμότητά του…


© 2020, Ελένη Κανακάκη, Ψυχολόγος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου