Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΟ

(Η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας διώκεται ποινικώς)

Το να αντλούμε υπερηφάνεια και συνεπώς αυτοεκτίμηση από τα δικά μας έργα είναι πράμα λογικό.

Το να αντλούμε όμως περηφάνια από ένα έργο που έχει πράξει κάποιος άλλος, τούτο είναι πράμα ασυνάρτητο.

Σκεφτείτε το ενδεχόμενο να επιτύχω εγώ ή εσείς ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα και να έρθει ο διπλανός σας να οικειοποιηθεί της σχετικής αίγλης, με το αιτιολογικό πως κατοικεί απλά στο όμορο διαμέρισμα ή πως είναι συγγενής.

Που ξανακούστηκε αυτό; Αφήστε δε που υπάρχουν και συγγενείς, μετά συγχωρήσεως για την έκφραση, μάλλον βλάκες έως και ολότελα χαζοί. Και ασφαλώς όταν κάποιος αντλεί το κύρος του από «αυτού του τύπου τα επιτεύγματα», μόνο ως τέτοιος δύναται να κριθεί, από πολλούς ανθρώπους, αφενός διότι πράττει μία τόσο πρόδηλη απάτη και αφετέρου (και προφανώς) διότι αρνείται ν’ αποδεχτεί πως οι λογικοί άνθρωποι θα τον αποκαλύψουν.

Είναι διαφορετικό πράμα να παραλαμβάνω, ν’ αξιοποιώ αποτελεσματικά και να συμπληρώνω προηγούμενη γνώση, από το να ισχυρίζομαι πως κρατώ από μεγάλο «τζάκι» και μάλιστα όταν έχουν μεσολαβήσει, όχι πενήντα ή εκατό, αλλά πάνω από δύο, για να μην πω τρεις χιλιάδες χρόνια.

Οι άνθρωποι, οι οποίοι κάποτε είχαν διώξει τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη και άλλες πολλές προσωπικότητες, οι οποίες έζησαν στην Αρχαία Αθήνα, σε μία περίοδο ακμής για τα ελληνικά γράμματα, ήταν ακριβώς σαν και αυτούς, οι οποίοι σήμερα επικαλούνται τα εν λόγω πρόσωπα (ανεξαρτήτως του γεγονότος πως γνωρίζουν ελάχιστα γι’ αυτά), στην ανάγκη τους να ταυτιστούν μαζί τους (στη συνείδηση τη δική τους και των άλλων) και μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αντλήσουν την αυτοαξία τους.

Ασφαλώς δε, αν έπρεπε να συζητήσουν, γύρω από ένα ζήτημα, έχοντας κάποιο από αυτά τα πρόσωπα απέναντί τους, θα εξανίσταντο, έως και θα κατέφευγαν σε τραμπουκισμούς, όταν οι θεωρίες τους δεν θα τους έβγαιναν, στην περίπτωση βέβαια που τα λογικά επιχειρήματα των μάλλον έξυπνων συνομιλητών τους θα οδηγούσαν τα δικά τους σε κατάρρευση.

Σημασία δεν έχει να παπαγαλίζει ή ν’ αναμασάει κάποιος μηρυκαστικά τα λόγια ενός άλλου προσώπου, αλλά να κατανοεί καλά τον συλλογισμό αυτού του προσώπου, τις μεταγνωστικές του δεξιότητες, τα κίνητρά που το ώθησαν στο να σκεφτεί το οτιδήποτε, αλλά και την πορεία που ακολούθησε η σκέψη του, συμπεριλαμβανομένης και της ενορατικής λειτουργίας, προκειμένου να καταλήξει στο όποιο συμπέρασμα, Σωστό ή Λάθος.

Για να καταφέρει λοιπόν ένας άνθρωπος να φτάσει σε μία τέτοια κατανόηση, για ένα πρόσωπο, και να μπορέσει να κρίνει σχετικά, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να διαθέτει ο ίδιος αντίστοιχες ψυχονοητικές εμπειρίες, δηλαδή οι παραπάνω λειτουργίες να είναι σαφώς κατακτημένες από τον ίδιο. Αυτή φαίνεται να είναι η μόνη πραγματική προοπτική, ώστε να επιτευχθεί η επικοινωνία των ανθρώπων, τόσο σε επίπεδο νοητικό όσο και σε συναισθηματικό. Σε μια τέτοια περίπτωση κάνουμε λόγο πλέον για έναν άνθρωπο άξιο και δημιουργικό, ανεξαρτήτως των κοινωνικών ή άλλων του επιτευγμάτων. Και η σύνδεση που πραγματοποιείται με το ιστορικό πρόσωπο, μπορεί να λάβει το χαρακτήρα μίας νοερής συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων, μεταξύ ανθρώπων που προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους, όχι ο ένας ως αυθεντία και ο άλλος ως μικρός ή κακορίζικος μαθητής, αλλά ως άνθρωποι σκεπτόμενοι και ικανοί.

Η παραπάνω λοιπόν συμπεριφορά της ταύτισης με τον ισχυρό εξελίσσεται  σε μία μορφή αρχαιοκαπηλίας, την οποία θα μπορούσαμε να την τιτλοφορήσουμε ως «Ψυχολογική Αρχαιοκαπηλία», το οποίον:

Τα πρόσωπα που αδυνατούν να συγκροτήσουν μία δική τους ταυτότητα δανείζονται, μέσω του μηχανισμού της ταύτισης, την ταυτότητα κατοχυρωμένων ιστορικά προσώπων, σε μία αμφιθυμική σύνδεση μαζί τους. Και λέω αμφιθυμική, καθόσον, στο βαθμό που εκδηλώνουν μία δουλική λατρεία απέναντί τους, στον ίδιο βαθμό νοιώθουν ένα ασύνειδο μίσος (στο οποίο οι συγκυρίες δεν δίνουν έρεισμα να εκδηλωθεί) υπονομεύοντάς τους, μέσω της εξιδανίκευσης και άλλων μηχανισμών.

Αν θελήσει κάποιος να συνεχίσει την ψυχαναλυτική προσπέλαση του ζητήματος αυτού, θα μπορούσε να κάνει λόγω για μία συμβολική εκτροπή μιας «οιδιπόδειας εξέλιξης» και όχι συμπλέγματος (που ως έννοια έχει συνδεθεί με την επιταγή της σταθερής εμφάνισης του σταδίου αυτού της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης), αλλά και για έναν ευνουχισμό (ψυχικό ασφαλώς) που έχει όμως ήδη τελεστεί. Και αυτή η οιδιπόδεια εξέλιξη έχει να κάνει με το μίσος το οποίο νοιώθει κάποιος, εναντίον του προσώπου που φέρει έναν αυταρχικό πατρικό ρόλο και με το οποίο ταυτίζεται (σε πλαίσιο θυματοποίησης), προκειμένου να επιβιώσει.

Τούτο ακριβώς το συναίσθημα θα ξεραστεί κατοπινά, πάνω στα πρόσωπα εκείνα τα οποία μπορούν να φέρουν πραγματικά ή συμβολικά και να εκπληρώσουν, «για χάρη» ενός συμπλεγματικού ενδιαφερομένου, έναν ρόλο σαν και αυτόν.

Η αμφιθυμία αυτή φαίνεται, με μία πρώτη ανάγνωση, από την εξιδανίκευση μεν -καθώς προείπα- και το φόβο δε, ο οποίος γεννάει το μίσος και τον οποίο θα ένιωθε κάποιος, αν έπρεπε να συνομιλήσει ή να επιχειρηματολογήσει γύρω από διάφορα ζητήματα, καθήμενος έναντι μίας προσωπικότητας αναγνωρισμένης.

Ένας φόβος που προκύπτει από την αδυναμία ενός ανθρώπου να σκεφτεί (λόγω της υποταγής της σκέψης του στο λόγο της αυθεντίας) και από την ενοχή την οποία γεννάει τόσο η ανημποριά του όσο και η επιθυμία του να καπηλευτεί την αξία και να εκμεταλλευτεί την υστεροφημία προσώπων, προκειμένου να επωφεληθεί ο ίδιος.

Η εξιδανίκευση δε, εκπληρώνει δύο λειτουργίες. Σε πρώτη φάση, η ταύτιση με ένα μεγαλειώδες πρόσωπο αυξάνει εκθετικά το προσωπικό μεγαλείο και θέτει το ανασφαλές υποκείμενο στο απυρόβλητο. Σε δεύτερη φάση, το ιδανικό αντικείμενο -με την απόλυτη εξύψωσή του- καθίσταται ευάλωτο στα πυρά των ανταγωνιστών του, καθώς θα του ήταν αδύνατο ν’ ανταποκριθεί στις αξιώσεις, περί τελειότητας, και έτσι δύναται να «Καταρριφθεί».

...και επομένως να εκπληρωθεί η ασύνειδη ανάγκη καταστροφής του αντικειμένου αυτού και του μεγαλείου του, ώστε να ευνουχιστεί, με τη σειρά του, ο αυταρχικός πατέρας...

Η ασύνειδη όμως άρνηση του υποτιθέμενα αγαπητού αντικειμένου είναι δυνατόν ν’ αναδειχτεί και μέσα από άλλες συμπεριφορές, οι οποίες θέτουν προσθετικά ήτοι παρατακτικά, στο φαινομενολογικό χώρο ή στο χώρο των «ψυχονοητικών συμβάντων» του ατόμου, ιστορικά αντιταχθέντα, μεταξύ τους, συστήματα αξιών.

Ως γνωρίζουμε, λίγο πολύ, στο πλαίσιο της χριστιανικής θρησκείας, η εκκλησία απέρριψε και κυνήγησε το «πνεύμα» τον σοφών της Αρχαίας Ελλάδας. Εδώ δεν προβαίνω, εν προκειμένω, σε κάποια κριτική εναντίον των αξιών της χριστιανικής πίστης, αλλά αναφέρομαι στο ρόλο που η εκκλησία, ως θεσμός, έχει θεωρηθεί ιστορικά πως έχει διαδραματίσει (σε κάποιες περιόδους), με στόχο την επίσχεση της διάδοσης των αρχαιοελληνικών γραμμάτων.

Οι φανατικοί υποστηριχτές του λεγόμενου αρχαιοελληνικού πνεύματος, κάτω από την πίεση των ενοχών που βιώνουν, συλλεγείσες στην ιστορική πορεία της ατομικής τους ζωής, αναζήτησαν μία προστασία από τη «Βολή» των αρχαιοελληνικών αξιών, εναντίον της υπόστασής τους. Αλλά ας το εξηγήσουμε καλύτερα αυτό:

Ένας πατέρας τιμωρητικός είναι δυνατόν ν’ αναχαιτιστεί από έναν πατέρα συμπονετικό και προστατευτικό.

Ένας πατέρας απορριπτικός, εναντίον ενός ακαμάτη και ανόητου μαθητή, δύναται να περιοριστεί από έναν πατέρα καταδεχτικό και γεμάτο καλοσύνη, ο οποίος δεν προβάλλει «παράλογες αξιώσεις», παρά μόνο ανοίγει τις αγκάλες του και συγχωρεί τις αμαρτίες που τα τέκνα του διαπράττουν, όταν αυτά μετανοιωμένα επανέρχονται στη νόμιμη οδό, εναποθέτοντας τους φόβους και τις αγωνίες τους, κάτω από την προστασία που προσφέρουν οι τεράστιες και γεμάτες αγάπη φτερούγες τους,

τότε αυτός ο πατέρας μετατρέπεται σε μία φιλόστοργη Μητέρα, η οποία δέχεται πίσω στις αγκάλες της το απολωλός πρόβατο, το οποίο απέτυχε να ανταποκριθεί στις αξιώσεις και τις επιταγές ενός καταβροχθιστικού και πρωτόγονου φροϋδικού Πατέρα,

κρύβοντας θεραπευτικά και λυτρωτικά, κάτω από τα «άμφια» της άφεσης των αμαρτιών και μέσω της λειτουργίας της άρνησης των ενδόμυχων επιθυμιών, την έλξη του παιδιού προς έναν πατέρα, ο οποίος γίνεται χειραγωγήσιμος και επικοινωνιακά προσβάσιμος, μέσα από τη συμβολική, για τον ψυχισμό, λειτουργία του σεξουαλικού καναλιού.

Όλα όσα είπα έως τώρα, πιθανά να ηχούν στ’ αυτιά σας αρκετά περίεργα, έως και λίγο πιθανά.

Θα κλείσω, παρ’ όλα αυτά, επαναλαμβάνοντας μία βασική μου πεποίθηση. Μπορεί όλα τούτα να μην αφορούν κάθε άνθρωπο που επικαλείται τις αρχαίες προσωπικότητες, για να υποστηρίξει λίγο καλύτερα τον εαυτό του και ο οποίος έχει λίγο πολύ μπολιαστεί με αυτή τη ρητορική, από τα γενοφάσκια του, όμως ο φανατισμός, όταν εκδηλώνεται, πρέπει να θέτει υποψίες, για τις προσωπικές ανάγκες που εκπληρώνει ο φορέας τέτοιας έντασης και τέτοιας ποιότητας πεποιθήσεων.

Οι άνθρωποι οι οποίοι αφενός αναζητούν τη γνώση, απ’ όπου και αν αυτή προέρχεται ή/και αφετέρου έχουν μεταβολίσει ψυχοπνευματικά τις ουσιαστικές αξίες της παραπάνω θρησκευτικής πίστης, νοιώθουν μηδαμινή ανάγκη να τα διατυμπανίζουν όλα αυτά, χαστουκίζοντας παράλληλα, με όλα τούτα, τα πρόσωπα των «εχθρών» τους, καρπωνόμενοι δε τα οφέλη της θέσης ενός «τέκνου εκλεκτού»... της κοινωνίας ή του θεού,

παρά μόνο πράττουν, σύμφωνα με μία αέναη και διαλεκτικού τύπου νοηματοδότηση όλων όσων παραλαμβάνουν, τιμώντας κάθε φορά τους εαυτούς τους και όλους όσοι αποδέχονται και καταδέχονται να παραλαμβάνουν τη σκυτάλη από τους προηγούμενους, προκειμένου να συμπληρώσουν ή να διορθώσουν τη γνώση, εκείνη που θα μας κάνει περισσότερο ικανοποιημένους, ίσως και λίγο ευτυχισμένους και ασφαλώς

...λιγότερο υπαρξιακά απομονωμένους...

Καλό σας βράδυ

© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Η ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΩΣ ΑΝΕΛΙΣΣΟΜΕΝΟ ΓΕΓΟΝΟΣ (ERVING GOFFMAN)

Ίσως να σας έχει ήδη τύχει…

…να κάνετε μία απόπειρα να πείτε σ’ ένα προσφιλές πρόσωπο πως το νοιάζεστε, το επιθυμείτε ή το αγαπάτε. Και αντί να επιτύχετε, αυτό το πρόσωπο να κατανοήσει και να παραλάβει τούτο το μήνυμα, απεναντίας να τεθεί σε πλήρη άγνοια για τις πραγματικές και αντικειμενικές δυσκολίες που δημιουργούν προβλήματα στη μεταξύ σας προσέγγιση. Ώστε εν τέλει ν’ αντιδράσει, βάσει της εκτίμησής του πως το απωθείτε.

«...αυτό, μέσες άκρες, λοιπόν μας λέει ο και ο Goffman για τις ανθρώπινες σχέσεις...»

Η αλήθεια είναι πως δεν συμπαθώ τις λεζάντες, όμως τούτη 'δω διαθέτει μία αισθητική και ένα μήνυμα, τα οποία θα μπορούσα κάπως να αξιοποιήσω.

Είναι γεγονός πως τα πράγματα αλλάζουν. Βέβαια, εν προκειμένω δεν αναφέρομαι σε μία προσχεδιασμένη δράση, με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου, αλλά αναφέρομαι στη διαδρομή, εκείνη που διαγράφεται σταδιακά κατά τη διάνοιξη του δρόμου, στο εξελισσόμενο κατά τη διαδικασία δρώμενο, το οποίο θα λάβει την όποια του μορφή, απροσχεδίαστα και ανάλογα με την εμπλοκή όλων των σχετικών παραγόντων.

Επιπλέον, η πραγματικότητα είναι πως ο αρχικός σχεδιασμός τούτου του κειμένου θέλησε να το εισάγει στην υπηρεσία εξυπηρέτησης άλλων αναγκών, αφού το κίνητρο της συγγραφής και ο στόχος που σκόπευε να εξυπηρετήσει ήταν τελείως διαφορετικός, από αυτόν στον οποίο κατέληξε. Όμως πέρα από τη στοχοθετική πλευρά του πράγματος, υφίσταται και η διάσταση του χρόνου ως παράγων ανέλιξης και πραγματολογικής εκφοράς των σχετικών εξερχομένων. Αυτό σημαίνει πως το κείμενο αυτό διαμορφώθηκε σταδιακά, με πολλές ανασκευές, προσθήκες, συμπληρώσεις και αλλαγές, ώστε το τελικό αποτέλεσμα ουδεμία σχέση πλέον έχει με τον αρχικό σχεδιασμό.

Αυτό είναι, λίγο πολύ, το θέμα που πραγματεύεται ο Goffman, αυτό είναι εξίσου το εσωτερικό "καθεστώς" που υποκινεί και διαμορφώνει την καλλιτεχνική έκφραση και αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τούτο δω το κείμενο, ταυτόχρονα δε και με τη ζωή…

Όμως ας μη χρονοτριβούμε και ας περάσουμε σ' ένα ενδιαφέρον "στιγμιότυπο" κοινωνικής ψυχολογίας, σε πλαίσια θεώρησης του Goffman και βέβαια πέρα από τον ειδικότερο χώρο της ενδοατομικής ψυχοδυναμικής, η οποία έχει ενταχθεί στα έως τώρα αναλυτικά μου ενδιαφέροντα:

Ο κοινωνικός ψυχολόγος Erving Goffman θεωρεί ότι οι σχέσεις δεν είναι προδιαγεγραμμένες, βάσει κοινωνικών ρόλων και κανόνων, τους οποίους καλούμαστε να εκπληρώσουμε, ή εσωτερικών γλωσσικών και γνωστικών δομών, που συμπλέκονται μεταξύ των ατόμων, σε μία ευθύγραμμη ντετερμινιστική πορεία. Αλλά πως παράγονται και αναπτύσσονται ακριβώς εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία οι σχετικές αλληλεπιδράσεις εξελίσσονται.

Ήτοι: Το κοινωνικό περιβάλλον αφενός ή η ποικιλία των σχετικών ατομικών χαρακτηριστικών αφετέρου, δεν συνιστούν το κανονιστικό πλαίσιο ή τα αίτια διαμόρφωσης της διαπροσωπικής συναλλαγής. Δεν συγκροτούν δηλαδή παγιωμένους τρόπους με τους οποίους απαντάμε ή αποκρινόμαστε στα επικοινωνιακά εγχειρήματα των άλλων. Τούτα θα θέσουν, απλά και μόνο, τις παραμέτρους, για την εξέλιξη της διαπροσωπικής συναλλαγής, η οποία δεν παύει ποτέ να είναι δυναμική και αυτοδύναμη.

Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τον Goffman, πως οι "Προσδοκίες" των ενδιαφερομένων  (είτε από τον εαυτό τους, για το πως οφείλουν να πράξουν είτε από τον άλλον, για το πως πρέπει εκείνος πλέον ν' ανταποκριθεί) μαζί με τις "Ερμηνείες", τις οποίες στοιχειοθετούν από τις (αντ)αποκρίσεις των άλλων, και συνεπώς οι εξελίξεις των διαμοιβομένων μορφοποιούνται ακριβώς εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία λαμβάνουν χώρα. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι ανακύπτουσες "Επιλογές" καθίστανται πολυάριθμες και ανάλογες των -μεταξύ των προσώπων- αποκρίσεων.

Όλο τούτο λοιπόν κάνει ένα σαφή υπαινιγμό (μεταξύ άλλων) ότι οι ρόλοι ή οι κανόνες -είτε αντλούνται κατ' ευθείαν από το κοινωνικό περιβάλλον είτε εξορμούν μέσα από το ατομικό ιστορικό εκάστου- δεν συνιστούν συμπαγείς και αμετασάλευτες "οντότητες" που καθορίζουν ΤΙ πρέπει να πράξει κάποιος, ΠΩΣ και ΓΙΑΤΙ.

Αλλά περνούν στη διαδικασία της ανακατασκευής και ανανοηματοδότησής τους, προκειμένου να εισέλθουν στην υπηρεσία της εξυπηρέτησης, ή μάλλον της προοδευτικής ανέγερσης της διαπροσωπικής συναλλαγής και υπόκεινται στις "Αξιώσεις" και τις "Προσκλήσεις" ("επιδείξεις", ο όρος του Goffman), σαφώς και τις νοηματοδοτήσεις, οι οποίες εκφράζονται εκατέρωθεν των μελών της, στα πλαίσια της ατομικής, αλλά -σύμφωνα με τα παραπάνω- και συλλογικής πρωτοβουλίας.

Η "ασάφεια", η "ατέλεια" και η ανοιχτότητα των ανθρωπίνων σχέσεων (και όπως είπα παραπάνω, πέρα από συμπαγή, αλλά εξελισσόμενα κανονιστικά, ενδοατομικά ή κοινωνικά, πλαίσια αναφοράς) εξασφαλίζουν τη δυναμική και διαλεκτική, και συνεπώς τη διαρκώς εξελισσόμενη λειτουργία τους.

Πλέον των παραπάνω, θα επιθυμούσα να κάνω μία προσωπική προσθήκη, προκειμένου ν' ακουμπήσω στο κείμενο ένα περισσότερο προσωπικό κομμάτι αισθητικής και φιλοσοφικής θεώρησης της ψυχολογίας ή του προσώπου.

Το να διαθέτουμε την ικανότητα να χειριζόμαστε τις διαπροσωπικές μας επαφές, με τα λεκτικά ή εξωλεκτικά τους συμφραζόμενα, κατά τρόπο ευέλικτο και λειτουργικό, τούτο προϋποθέτει μία ευελιξία συναισθηματική και διανοητική, στο χειρισμό των ενδοψυχικών συγκρούσεων ή απλά των διλημμάτων. Εξίσου μία ευελιξία και μία περισσότερο ενδελεχή εξέταση των απευθυνόμενων, στους άλλους, αιτημάτων, τα οποία, μέσα από μηχανισμούς ιδεολογικοποίησης, περνάνε συνήθως στο χώρο της ατομικής ή συλλογικής νομιμότητας, για να δυσκολέψουν ή να διευκολύνουν εκ νέου την εξέλιξη των ψυχικών μηχανισμών αυτορύθμισης.

Η συστηματική εποπτεία και η λειτουργική ρύθμιση όλων αυτών των παραμέτρων θα εισαγάγει στο διαπροσωπικό χώρο περισσότερο καινοτόμες επιλογές, τέτοιες που θα συνεπιφέρουν μία συνεχώς εξελισσόμενη ψυχονοητική εγγύτητα και τα παρεχόμενα από αυτήν οφέλη, τα οποία αφορούν στην άμβλυνση (αν όχι την ολοκληρωτική άρση) του διαπροσωπικού απρόβλεπτου, του επικοινωνιακού αδιεξόδου και της ψυχικής μοναξιάς. Ασφαλώς εδώ δεν υπονοείται τίποτε αναφορικά με κάποιο είδος μυστηριακής, ψυχικής, ακόμη και αισθησιακής σύνδεσης με τον άλλον, ενώ λαμβάνεται ξεκάθαρα υπόψη η ύπαρξη ορίων του εαυτού, τα οποία θέτουνε τη διαχωριστική γραμμή στο γούστο, τα ενδιαφέροντα, τις ανάγκες και τις αντιλήψεις καθενός μας.

Οι παραπάνω διευθετήσεις λοιπόν υλοποιούν προοδευτικά τη διάνοιξη των επικοινωνιακών καναλιών, εκείνα τα οποία, στη βάση της ενσυναισθητικής τοποθέτησης εκάστου ενδιαφερομένου, εξυπηρετούν μακράν καλύτερα το "διαλεκτικό" πραγματικό του εαυτού, το διαλεκτικό "πραγματικό" του άλλου και ασφαλώς εκείνο της μεταξύ των σχέσης.

Η αυτεπίγνωση, η αντίληψη δηλαδή των ιδιωτικών και ειδικών αναγκών, οι οποίες θα σχηματίσουν το μεταβολίσιμο και ικανοποιήσιμο, απέναντι στον κόσμο, αίτημα, θα μας παράσχει μία ακριβέστερη, αλλά και ασφαλέστερη γνώση για το τι νομιμοποιούμαστε αφενός και τι μπορούμε αφετέρου να προσδοκάμε, από το άλλο πρόσωπο. Ώστε να μην κρούουμε άστοχα τα ρόπτρα σε θύρες που έχουν σημαντικά διαφορετικό, από τον δικό μας, προσανατολισμό, όταν ή και αν ασφαλώς είναι τέτοιος…

Καλό σας βράδυ
& καλά σας χριστούγεννα
Ελένη Κανακάκη
ΦΠΨ Ψ’

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΓΩ



1. Το Εκείνο & το Υπερεγώ και ο μηχανισμός άμυνας της Διχοτόμησης

Στο παρελθόν, έκανα συχνά αναφορά στη φρακταλική δομή της γνώσης, για να καταδείξω την ενότητά της.

Αυτό δεν έχει και μεγάλη διαφορά από την ιδέα της διαθεματικής προσέγγισης, η οποία συνεπάγεται την εξέταση ενός συγκεκριμένου ζητήματος, μέσα από διαφορετικές οπτικές και επιστήμες. Όπως ακριβώς είχε κάνει ο Νανόπουλος, ο αστροφυσικός, και ο Μπαμπινιώτης, ο γλωσσολόγος, όταν είχαν κάποτε εξετάσει, συγκριτικά και συγκρητικά τις έννοιες των επιστημών τους, για να εντοπίσουν τους κόμβους και τις κοινές τους πλεύσεις.

Αυτό σημαίνει πως μία κάποια «νόρμα» μπορούμε να τη συναντήσουμε κυριολεκτικά παντού και εδώ έγκειται, υποθέτω, η αξία της μαθηματικής γλώσσας, της πιο αφαιρετικής, όμως και της πιο εκλεπτυσμένης, ταυτόχρονα δε και τις πιο ακριβούς και έντιμης γλώσσας του κόσμου, της οποίας, αν μπορούσαμε να κάνουμε ακόμη ευρύτερη χρήση, ενσταλάζοντάς την περισσότερο, στη λιβιδινική διάσταση του ψυχισμού (ή και το αντίθετο, δεν φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία), το αποτέλεσμα της ζωής μας θα προσέφερε περισσότερες από τις συγκινήσεις μιας «θείας ομορφιάς».

Λόγος και Συναίσθημα… Συναίσθημα και Λόγος. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, οι οποίες στην καθημερινή μας σκέψη είναι «Διχοτομημένες», για τη λειτουργία και την αξία τους…

Το συναίσθημα, το «Εκείνο»… (δηλαδή), έχει Πάντα μέσα του Λόγο ή «Υπερεγώ»Κόσμο -κατά τους αρχαίους- ή μαθηματικά -τα οποία είναι η γλώσσα που μιλάει για τον Κόσμο). Ένα Υγιές Συναίσθημα εμφορείται από έναν Υγιή Λόγο (τρόπος του λέγειν το «έναν») και το αντίστροφο. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στο βαθμό εξωστρέφειας στη λειτουργία τους, όπως θα έλεγαν και οι «Θεωρητικοί (ψυχολόγοι) των Χαρακτηριστικών» .

Το Εκείνο έχει περισσότερο εξωστρεφή δράση και μαζί με το Υπερεγώ συνιστούν οργανωτικές λειτουργίες του ψυχισμού, οι οποίες συναρμόζονται και συγκροτούν (ως πατέρες;) έναν ενιαίο χώρο, και τα οποία θα μπορούσαν…

…«να «ρεύσουν, μπροστά από τα μάτια μας, ως ερεβώδεις ποταμοί, που ξεκινούν από το άπειρο, για ν’ αγκαλιάσουνε τον κόσμο και να χυθούν ενωτικά και μορφοποιητικά πλέον στο Εγώ»…

Στον ίδιο μηχανισμό άμυνας -της Διχοτόμησης δηλαδή- ακουμπάει η μανιχαϊστική θεώρηση του «καλού και του κακού». Ο άνθρωπος, είναι δυνατόν να υποστεί καθίζηση, κάτω από το βάρος του Φόβου, του Τρόμου, της Ενοχής και εν τέλει της Αυτοαπόρριψης.

Τούτη η καθίζηση θα οδηγήσει (μεταξύ άλλων) στο να διχοτομήσει τα μέσα του σε «καλά και κακά αντικείμενα», τα οποία αφενός θα προβάλλει λυτρωτικά και αφετέρου θα επενδύσει, για να τα ξαναπάρει πίσω, πάνω σε ‘κείνα του εξωτερικού κόσμου, οργανώνοντας έτσι τις κοινωνίες του.

Και θα οικοδομήσει κατοπινά τις συγκεκριμένες ιδεολογικές βάσεις, τις κουλτούρες και τους πολιτισμούς, εκείνους που θα υποστηρίξουν τα ψυχολογικά μοντέλα και τις δομές, που διακλαδώνονται από τον μηχανισμό άμυνας της διχοτόμησης.

Ο μηχανισμός αυτός δημιουργεί μία «πόλωση» μεταξύ των διάφορων πτυχών του εαυτού και η εναρκτήρια λειτουργία του χρονολογείται από τη βρεφική ηλικία του ατόμου, όταν οι ανάγκες του ικανοποιήθηκαν ατελώς και όταν οι όψεις του εαυτού του αντικατοπτρίστηκαν κομματιασμένα, πάνω στον καθρέφτη του μητρικού προσώπου.

Εντελώς χοντρικά, ο κόσμος μας έχει συγκροτηθεί μέσα από αυτόν τον μηχανισμό. Ο εσωτερικός πόλεμος, μεταξύ καλού και κακού, γίνεται, σε ατομικό επίπεδο, νεύρωση, ψύχωση ή σύγκρουση διαπροσωπική, ενώ σε κοινωνικό, πόλεμος, μιζέρια, συμφορά…

------------------------------------------------------------------

2. Οι μηχανισμοί άμυνας της Μετουσίωσης και της Φαντασίωσης στη λειτουργία του Ασύνειδου Φόβου

(και οι παραινέσεις ενός Υγιούς Υπερεγώ προς ένα Ευήκοο Εκείνο - Η άρση της Διχοτόμησης)
 
Ο φόβος, λένε, φυλάει τα έρμα...

...κακό πράμα ο παρατεταμένος, βαθύς και ασύνειδος φόβος...




Κάποτε ξεκινάμε δυναμικά... Οι Εσωτερικές Όμως Αναχαιτίσεις, που έχουν συγκροτήσει την ψυχική λειτουργία, στα όσα χρόνια της ζωής μας, δεν βοηθάνε να ξεφύγουμε από τον "...βασικό μας προγραμματισμό..."

...ώστε θα έρθει έπειτα η αναστολή της Δυναμικής αυτής. Αλλά και η αναπλήρωση, η ανακούφιση και η μεταμφίεσή της, μέσω της «Mετουσίωσης» (και με τη συμβολή κάποιου είδους "στοματικού" τύπου μετατροπής) της σεξουαλικοποιημένης πια, ασύνειδης και αμορφοποίητης επιθυμίας (για πλήρη ζωή...), που γεννάει αυτή η δυναμική, σε τέχνη κουλτούρα και πολιτισμό. 

Ο Freud έλεγε…

«Πολιτισμός…, Πηγή δυστυχίας»

Και με τούτο εννοούσε πως το σύνολο των πολιτισμικών μας στοιχείων, οι τέχνες, οι επιστημονικές επιτεύξεις, τα γράμματα συνιστούν μεταμφίεση αλλά και εκπλήρωση του σεξουαλικού ενστίκτου.

Η «στοματικότητα», ένα ιδιοσυγκρασιακό στοιχείο των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν υποστεί «παλινδρόμηση» και περαιτέρω «καθήλωση» στο «Στοματικό» ψυχοσεξουαλικό στάδιο, το πρώτο δηλαδή στάδιο της ανάπτυξης, κατά τη βρεφική ηλικία, (στη Φροϋδική θεωρία) δύναται να εκδηλωθεί με περισσότερους τρόπους, ένας εκ των οποίων είναι και η διαδικασία της «μελέτης», ως μία συμβολική μορφή, «κατάποσης» ψυχικού υλικού. Η συναρμογή της λειτουργίας της μετουσίωσης με αυτή της στοματικότητας, μπορεί να διαμορφώσει συνήθειες, οι οποίες συμβολοποιούν και εκπληρώνουν μέσα τους, μία ανάγκη ενορμητική.

Το αν πρέπει να υιοθετήσει κάποιος την παραπάνω θέση του Freud, περί μετουσίωσης, είναι θέμα προς συζήτηση. Η προσωπική μου θέση είναι πως άλλες, πολύ ισχυρότερες ψυχικές ανάγκες, σεξουαλικοποιούνται (καθόσον η συγκεκριμένη ανθρώπινη λειτουργία, μπορεί να διοχετεύσει την ενέργεια που παρεμποδίζεται, να συμβολοποιήσει την ανάγκη και να δράσει ανακουφιστικά) και με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν πλέον να περάσουν καμουφλαρισμένα στον πολιτισμό, χωρίς όμως αυτός ο τελευταίος να έχει συγκροτηθεί απαρέγκλιτα από μετουσιώσεις λιβιδινικές.

Όταν λοιπόν και τούτος ο μηχανισμός θα έχει πια χρησιμοποιηθεί εξαντλητικά από τον ψυχισμό, θα έρθει πλέον εναλλακτικά (γιατί όχι και παράλληλα) η καθαρή «Φαντασίωση» αυτής... της επιθυμίας...

Στο παρελθόν, ένας αγαπητός φίλος είχε ισχυριστεί πως οι κινηματογραφικές ταινίες είναι το απότοκο αυτού του είδους της εκπλήρωσης και νομίζω πως θα συμφωνήσω αρκετά, μαζί του. Ασφαλώς η φαντασίωση είναι ταυτόχρονα και μία «Άρνηση» της πραγματικότητας και η κατασκευή ενός ωραιοποιημένου και «καλόβολου», για το υποκείμενο, κόσμου, όμως δεν είναι πάντοτε συνειδητή και ασφαλώς όχι ευχάριστη ή θετική, αν αποφασίσουμε να συμπεριλάβουμε μέσα τους και αυτές της ψυχωσικής λειτουργίας. Όμως η τελευταία αυτή κατηγορία, εν προκειμένω, δεν με αφορά.

Εκείνο που εμένα τώρα μ' ενδιαφέρει είναι πως, στο πλαίσιο της λειτουργίας αυτής, ένας άνθρωπος καταλήγει να παραμένει «συνεπής» στον εξίσου αμορφοποίητο και ασύνειδο φόβο του... συνεπής -κατ' επέκταση- στην αυτοαναχαίτισή του, συνεπής στην άρνησή του να πράξει τα χρέη του και να κοιτάξει στα μάτια την αλήθεια, για να απολήξει τελικά…


…με χείλη σφιγμένα και μια αξεπέραστη θλίψη στα μάτια...

…για μια ζωή που κύλησε…

Άραγε; …Τη θέλουμε αυτή τη ζωή;

…ή μήπως να βαδίζαμε εκεί που δείχνουν πως μας αγαπάνε;;…

(Αφιερωμένο στη φίλη μου Σ.Σ.)

------------------------------------------------------------------

3. Το Κοινωνικό Πρόσωπο και η Γιουνγκιανή Περσόνα

(και οι…παραινέσεις… ενός Λογικού Εκείνο προς ένα ΜΗ Σαδιστικό Υπερεγώ - Η έναρξη των συνομιλιών)

Το να απεμπολεί κάποιος το κοινωνικό του πρόσωπο, στη διαπροσωπική συναλλαγή, δεν συνεπάγεται πως αυτομάτως απεμπολεί και το «προσωπείο» του.

Ασφαλώς, το κοινωνικό πρόσωπο, το οποίο σημειωτέον (στη λειτουργική του χρήση) διαθέτει αξία αναγνωριστική και προσαρμοστική, στις σχέσεις των ανθρώπων, είναι μία περισσότερο συνειδητή κατασκευή, απ’ ότι το προσωπείο, ή η «Περσόνα», (του Carl Gustav Jung)  η οποία έρχεται να γεμίσει κατευθυντικά το κενό, εκεί όπου η έλλειψη ταυτότητας παίρνει τον χαρακτήρα μίας «εφηβικής εξωστρέφειας», με περισσότερες διαστάσεις.

Να κάνω μία παρατήρηση εδώ πως η Γιουνγκανή περσόνα αφορά στην απόρριψη πλευρών του εαυτού και την αντικατάστασή τους από άλλες, οι οποίες θεωρούνται αποδεκτές μέσα σε ευρύτερους ή περισσότερο στενούς κοινωνικούς χώρους και ομάδες.

Και συνεχίζω: Ένα τέτοιο κενό ασφαλώς δεν συνιστά μία ρήψη εξ’ ουρανού, κατευθείαν μέσα στον ψυχισμό του ατόμου και οπωσδήποτε δεν αποτελεί «δημιούργημα του θεού», στον οποίο καταλογίζουμε τα πάντα…, ΕΚΤΟΣ ΑΠ’ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΝΑΛΟΓΟΥΝ!


Έχει σχηματιστεί, κατά την ιστορική πορεία του ατόμου και έχει αποκτήσει την ουσία του, μέσω μηχανισμών συγκρότησης ταυτότητας, που υπαγορεύονται και κάνουν ευθεία αναφορά, στις διαδικασίες συμμόρφωσης στην ομάδα, με τις αξίες και τους στόχους που την διέπουν.

Ας μιλήσουμε όμως λίγο περισσότερο για τις παραπάνω διαστάσεις αυτής της εφηβικής εξωστρέφειας:

Όπως πιθανά Διαισθανόμαστε, όταν ένας νεαρός άντρας εκπαιδεύεται και στρατολογείται «καμικάζι» (θανάτου, κοινώς τρομοκράτης/καμικάζι), κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται καμία απώλεια της από χρόνια συγκροτηθείσας «Περσόνας» του. Στην περίπτωση, δηλαδή, που κάποιος δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις κοινωνικές παραμέτρους, εκείνες που οργανώνουν τη ζωή τη δική του, εν σχέσει με τις ζωές των άλλων, αυτό δεν συνεπάγεται πως κάνει αναφανδόν και ακραιφνώς μία κίνηση μέσα στην ελευθερία, μία κίνηση δηλαδή που παράγεται από το Εκείνο, μία κίνηση «Λιβιδινική». Αλλά πολύ περισσότερο μία υποβαλλόμενη, από έναν άλλο εσωτερικό καταναγκασμό, κίνηση, για την οποία πολλοί θα ισχυρίζονταν ότι χωρεί στον τόπο της βλακείας.

Το να συμπεριφέρεται κάποιος με έναν τρόπο που καταλύει (σε διάφορους βαθμούς και με πλείστους τρόπους) τους κοινωνικούς κώδικες επικοινωνίας, συναλλαγής και διαπραγμάτευσης, γύρω από οποιοδήποτε ζήτημα, από τον έρωτα μέχρι το επάγγελμα (κώδικες, τους οποίους, αν μπορούσε να χειριστεί έντεχνα και καλαίσθητα, θα κατάφερνε να τους προσπεράσει, μεταφερόμενος ένα βήμα μπροστά, για ένα αυθεντικότερο επίπεδο επικοινωνίας κατοπινά), τούτο συνιστά μία συμβολικά αυτοκτονική συμπεριφορά και προφανώς ένα ψυχολογικό ξεγύμνωμα του, το οποίο καταδεικνύει τα εξής:

-την αδυναμία χειρισμού, έναντι Άλλου, ενός έντιμου κοινωνικού προσώπου και επομένως την προηγούμενη υποταγή στην αυθεντία του και την εκ προοιμίου αναγνώριση της ήττας

-την υπονόμευση (συνεπής στο ρόλο του καμικάζι) του εαυτού, ως προς τις διαφορετικές και πλείστες υποχρεώσεις του, πράγμα το οποίο προϋποθέτει την παραίτηση από τον όποιον κοινωνικό ή διαπροσωπικό αγώνα

-την προσπάθεια υπεραναπλήρωσης του εσωτερικού εαυτού και εξεύρεσης μίας ισορροπίας στην συναναστροφή, μετά την έκρηξη της εσωτερικής αγωνίας, η οποία μεταφέρεται από το πρόσωπο του κηδεμόνα, στο ταυτιζόμενο με αυτόν πρόσωπο του άλλου

-το ξέρασμα του εαυτού πάνω στον άλλον, κάτω από το μαστίγιο του φόβου της αποκάλυψής του, από εκείνον

-τη λειτουργία της ενοχής, για την αυτοαξία, πράγμα το οποίο δημιουργεί μία έκρηξη προβολών «κακού» και επενδύσεων… σαγήνης… στο πλαίσιο της αντισταθμιστικής ναρκισσιστικής λειτουργίας του ψυχισμού

-τέλος, τη στρατολόγηση ειδικών συναισθηματικών χειρισμών του άλλου προσώπου, προκειμένου να επανακτηθεί το απολεσθέν εσωτερικό αντικείμενο της αυτοεκτίμησης


Κάποια φορά, είχα πει στον φίλο μου τον Γ., στον οποίο είχα κάμει μία αρμένικη επίσκεψη, «Μωρό ! Σήμερα σου έχω κάνει την γκλάβα τούμπανο… σαν να σου μεγάλωσε και λιγάκι…μου φαίνεται… :D »

«Σώπα ΡΕ !! (μου απαντάει). Εγώ δε μασάω από τέτοια»

Μαγκιά !

Μη μασάτε λοιπόν._

…παρά μονάχα μπροστά σε όσους έχουν το σθένος να ξεδιπλώσουν (και όχι να παραδώσουν), ήρεμα, σταθερά και αβίαστα, όχι όμως την τσέπη τους, όπως άλλοι πιθανά φαντάζονται,

…μα μόνο την καρδιά τους…

   Γι’ αυτό κι Εγώ ! , το παρορμητικό (χα!!) και Xωρίς Τέχνη ! (μμ!!) Εκείνο, θα τους αφιερώσω το πιο κάτω…

…τραγουδάκι…



Σας φιλώ ! :-)

© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ


(Και Η Έννοια Του Εαυτού)


Θα έλεγα πως μάλλον διαθέτουμε μία μονόσημη άποψη και μία ιδιαίτερα απλή εικόνα, για το τι συνιστά εθελοντισμό και όχι μόνο. Εξίσου απλοειδής φαίνεται να είναι εικόνα που διαθέτουμε, για το ποιοι είναι οι λόγοι που «επιβάλουν» την εθελοντική εργασία και ποια τα αποτελέσματα που μπορούμε να επιτύχουμε όταν εμπλεκόμαστε σε σχετικές δράσεις.

Από τη μία, είναι θεμελιώδες να καταλάβουμε πως η εθελοντική προσφορά δεν είναι ξεκομμένη από τις υπόλοιπες πλευρές της ζωής.

Από τη άλλη, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως όταν τούτη η πλευρά λαμβάνει έναν χαρακτήρα πιο διακριτό και ξεκάθαρο, εν τοιαύτη περιπτώσει, χρήζει κατάλληλης παραμετροποίησης και θα εξηγήσω παρακάτω τι σημαίνει αυτό, θέτοντας σε πρώτο πλάνο την εξέταση των κινήτρων που θα μπουν σε μία τέτοια υπηρεσία.

Υποθέτουμε πως η εθελοντική εργασία έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για το κοινωνικό σύνολο, συνεπώς, με μια τέτοια εκδοχή στο νου, είναι αναμενόμενη κάποια μελλοντική ωφέλεια για τον εαυτό ή τους απογόνους μας. Συνακόλουθα αισθανόμαστε πως η εθελοντική εργασία περιλαμβάνει έναν ηθικό και ανθρώπινο χαρακτήρα, δια τούτο και καθίσταται απαραίτητη στα διάφορα πλαίσια της ανθρώπινης δράσης.

Ας θέσουμε δύο ερωτήματα:

Γιατί ένας άνθρωπος να μην επενδύσει άμεσα τα χρήματα ή όποιους άλλους πόρους διαθέτει στις δικές του δράσεις ή αυτές της οικογενείας του, αλλά αντ’ αυτού στην εξασφάλιση της ευημερίας άλλων προσώπων, προκειμένου να λάβει μία μάλλον επισφαλή ωφέλεια στο μέλλον; Σχετικό με το προηγούμενο είναι και τούτο: Τι είναι αυτό που θα του έχει εξασφαλίσει κάτι τέτοιο, αν μάλιστα σκεφτούμε το ενδεχόμενο πως την επόμενη στιγμή είναι δυνατόν ο «Χάρων» να του κρούσει τη θήρα ή να του δείξει, με το δάχτυλο, της πύλες του Άδη;

Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα: Γιατί ένας άνθρωπος οφείλει να είναι ηθικός; Η μάλλον γιατί να μην υιοθετεί ηθικές τακτικές, όταν αυτό τον εξυπηρετεί και να μην τις καταστρατηγεί, όταν τούτο αντιστρατεύεται τα αναγνωρίσιμα, από τον ίδιο, συμφέροντά του; Εξάλλου αυτό ακριβώς δεν έχουμε δει να γίνεται συχνότατα και αρκετές φορές, μάλιστα, το αξιολογούμε θετικά, για την ικανότητα του «δράστη» να επιβιώνει μέσα σ’ έναν κόσμο προβληματικό και να διαπράττει αυτό το οποίο πολλοί θα επιθυμούσαν, αλλά δεν έχουν τις σχετικές δεξιότητες ή το σθένος να εκτελέσουν;

Όλα τούτα τα ερωτήματα θα απαντηθούν σταδιακά καθώς θα προσπαθήσουμε αρχικά να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο η εθελοντική προσφορά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και έπειτα πως αυτή παραμετροποιείται όταν διευρύνεται και εξειδικεύεται, αποκτώντας έναν χαρακτήρα περισσότερο διακριτέο και αποκλειστικό, προς κοινωνικές ομάδες, οι οποίες είχαν την ατυχία ν’ αποκτήσουν ειδικές ανάγκες.

Ας ξεκινήσουμε με την πρώτη παραδοχή πως η εθελοντική προσφορά δηλαδή δεν είναι ξεκομμένη από τις υπόλοιπες πλευρές της ζωής:

 Ένας άνθρωπος είναι ένα αντικείμενο, το οποίον δεν βλέπω πως θα μπορούσε να οριστεί, παρά μόνο εν σχέση προς ένα έτερο αντικείμενο, ενταγμένα και τα δύο μέσα σ’ ένα πλαίσιο. Αυτό σημαίνει πως ένα πράγμα διαθέτει μία... έκφανση, επειδή δεν διαθέτει μία άλλη. Εάν διέθετε όλες τις δυνατές εκφάνσεις, τότε ασφαλώς δεν θα επρόκειτο για ένα αντικείμενο, αλλά για ένα άπειρο αντικείμενο, το οποίο δεν θα ήτο δυνατόν να προσδιοριστεί. Αυτό λογικώς το κατανοούμε από την ίδια τη σημασία της έννοιας «άπειρο». Πέρα απ’ αυτό (και εδώ μπορείτε να ανατρέξετε σε προηγούμενο κείμενό μου, περί λογικής και φενάκης του ενός), όπως ένα μάτι δεν μπορεί να κοιτάξει τον ίδιο του τον εαυτό, κατά τον ίδιο τρόπο ένα μοναδικό πράγμα αδυνατεί να αυτοπροσδιοριστεί. Από τα παραπάνω προκύπτει πως ένα αντικείμενο αδυνατεί να ορίσει τον εαυτό του, εάν δεν μπορεί να τον εντάξει μέσα σ’ ένα οικοσύστημα, το οποίο συνιστά τον ευρύτερο χώρο, ο οποίος απαρτιώνεται με τη λειτουργία και τη δράση περισσότερων του ενός αντικειμένων, αποτελώντας και αυτός ένα επιπλέον αντικείμενο (ή και πολλά, δεν έχει σημασία για τη δική μας ανάλυση).

Πως γίνεται όμως αυτός ορισμός; Είμαι της γνώμης πως -έτσι και αλλιώς- δεν έχουμε καταφέρει να ορίσουμε ποτέ τον εαυτό μας, κατά τρόπο ουσιαστικό, αλλά βασικά τις λειτουργίες του. Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ταυτότητά μας, παρά μόνο να συνθέσουμε την εικόνα μας, κατά τρόπο επαγωγικό, από τις πράξεις μας. Δηλαδή: Κάνω αυτά τα πράγματα, συνεπώς είμαι αυτή η οντότητα και έχω αυτές τις ανάγκες. Δεν έχουμε άποψη του τι ακριβώς είμαστε. Έχουμε μόνο κάποια υποψία για τα επιμέρους υλικά στοιχεία που συνθέτουν την ύπαρξή μας, τα συναισθήματά ή τις νοητικές λειτουργίες μας και για το πως συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους και για τίποτε άλλο.

Που μας οδηγούν οι ακριβώς πιο πάνω σκέψεις;


Σε δύο πράγματα :

Το πρώτο είναι πως Δεν Μπορώ Να Κάνω Τίποτα, Απολύτως Μόνος Μου. Δεν πληρείται ούτε η βασική προϋπόθεση, δηλαδή να αντιληφθώ ότι υφίσταμαι ως οντότητα, στο χώρο και το χρόνο (όχι να καταλάβω και ποιος ακριβώς είμαι, που έπεται ως πράξη).

«Δεν Υπάρχω Καν»

και συνεπώς... Η συνδρομή του άλλου στην αυτοαντίληψη είναι δεδομένη !

Το δεύτερο είναι πως καθόσον η αντίληψη λοιπόν των λειτουργιών μου δεν θα επιφέρει (υποχρεωτικά) τη συνέχιση της νοητικής εργασίας, που θα εξασφαλίσει την αντίληψη για την ταυτότητά μου, θα καταστώ αναγκαστικά απλά και μόνο ένα μετρήσιμο αντικείμενο (βάσει των ακριβώς παραπάνω λειτουργιών), ανάμεσα σε άλλα, ήτοι μία «Μονάδα», μέσα πλέον σε ένα «Όλον» (έναν κόσμο δηλαδή).

Ως μία τέτοια πλέον μονάδα, μία τέτοια υλική οντότητα, δηλαδή «όχι μοναδική και… ανύπαρκτη…» , αλλά ενταγμένη μέσα σ’ ένα πλαίσιο με άλλες πολλές, εξίσου μετρήσιμες μονάδες, δεν μου είναι δυνατό να έχω επίγνωση ταυτότητας, για τον απλούστατο λόγο πως δεν υφίσταται κάτι μέσα μου. Και αν -κάτω από αυτή την συνθήκη- θεωρήσω πως υπάρχει κάτι, τι είναι αυτό το «πράγμα» και γιατί να μην είναι κάτι άλλο; Αναδεικνύεται λοιπόν η ανάγκη να επαναπροσδιοριστώ.

Ως Όλον (όμως...) Δεν υπάρχει κάτι έξω μου... Είμαι τα Πάντα.

Τώρα, πέρα από τις ειδικές λειτουργίες του είδους μου και μάλιστα εξατομικευμένες, διαθέτω και έναν εαυτό, που αφορά σε μία εσωτερική οργάνωση, με συνοχή και νόημα, που συμπυκνώνει μέσα της και διέπεται από τις αρχές τις δημιουργικής και πλουραλιστικής έκφανσης του «Όλου». Σ’ αυτό το συμπέρασμα δεν φτάσαμε αβασάνιστα, μέσω μηχανισμών «εκλογίκευσης», οι οποίοι αναζητούν εναγωνίως μία απάντηση και μία λύση, αλλά επισκοπώντας το όλο ζήτημα με κάποια άλλα μάτια εσωτερικά και ψηλαφώντας ένα ένα τα πράγματα, μέσα στο σκοτάδι.

Ο μόνος τρόπος να «αισθανθούμε» και λιγότερο να κατανοήσουμε το οτιδήποτε (αν και το λήμμα αισθάνομαι, εν προκειμένω, παρουσιάζει μία εννοιολογική ασάφεια...) είναι να το έχουμε ήδη και με κάποιον τρόπο εμπεριέξει. Στην ουσία, είναι αδύνατον να αποκτήσουμε βιωματική, πόσο μάλλον γνωστική αντίληψη ενός πράγματος (ολοκληρώνοντας η μία την άλλη), εάν αυτό δεν μπορεί να ενταχθεί, να ερμηνευτεί και να μεταβολιστεί μέσα στο προϋπάρχον αναπαραστατικό υλικό του ψυχισμού μας και με το οποίο έχει συγγένεια. Εάν κάτι βρίσκεται πραγματικά έξω από μας, τότε αυτό το κάτι είναι ανύπαρκτο. Ούτε καν αντίληψη αυτού δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε.

Εδώ το φαινομενικά (υποθέτω) οξύμωρο σχήμα είναι πως η «Μονάδα» (το ένα) φαίνεται να εμπεριέχει το «Όλον» (τα πολλά δηλαδή), αλλά (όπως έχω ήδη ισχυριστεί) ένα Μοναδικό Αντικείμενο είναι λογικώς αδύνατον, αφενός να προσδιοριστεί, αφετέρου να υπάρξει. Πέραν τούτου, αυτό το οποίο οι νοητικές μας λειτουργίες δεν μπορούν να συλλάβουν, να δουν δηλαδή ως εικόνα και να την κατανοήσουν είναι με ποιον τρόπο το «όλον» εμπεριέχεται στο «ένα» και το «ένα» στο «όλον». Ας ελπίσουμε πως οι φυσικοί επιστήμονες έχουν διατυπώσει ή θα διατυπώσουν σχετικές θεωρίες, στο πλαίσιο της αστροφυσικής επιστήμης, προκειμένου να παράσχουν σε μας κάποια νοητική εικόνα, κατανοήσιμη και επεξεργάσιμη (πρώτα απ’ όλα) από τους μηχανισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Που θέλουμε να καταλήξουμε με αυτές μας νοητικές αναζητήσεις πιθανά και άλματα;

Αυτό που ενδιαφέρει, στο πλαίσιο αυτής της κουβέντας, είναι ν’ αποκτήσουμε μία πρώτη ιδέα του γεγονότος ότι η αντίληψη «Της Λειτουργίας Του Ενός» (και εδώ με ενδιαφέρει πιότερο η ολοκληρωτικού χαρακτήρα θεώρησης της ζωής, γιατί στον ολοκληρωτισμό το «Ένα» είναι η θεμελιώδης δομή σκέψης) βρίσκεται στη βάση της αντίληψης του Φρενοβλαβούς  και πως η λειτουργία η Δική μας δεν είναι παρά μία άλλη όψη της λειτουργίας του Άλλου.

Όμως όλα τούτα δεν συνιστούν αναλύσεις επί του πρακτέου,  ώστε να δούμε κάποια αποτελέσματα και την πραγματική αξία της εθελοντικής προσφοράς. Της μη υποχρεωτικής προσφοράς, της υποτιθέμενης δηλαδή προσφοράς από τον εαυτό, που δεν είναι άλλο, παρά προσφορά προς τον εαυτό. Παρά μόνο νοητικές συλλήψεις των σχέσεων μας με τ’ αντικείμενα του υπόλοιπου κόσμου, οι οποίες (σχέσεις) θα ξεδιπλώσουν τις συνιστώσες της «εθελοντικής προσφοράς».

Θα παραθέσω λοιπόν κάποια παραδείγματα, ώστε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η εθελοντική προσφορά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κανονιστικού πλαισίου, το οποίο οργανώνει κάθε σύστημα της ζωής -περισσότερο ή λιγότερο τεχνητό- και με ποιον τρόπο αυτή συνεπάγεται και εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των μακρόβιων οικοσυστημάτων.

Ο χώρος της εργασίας είναι ένα κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι άνθρωποι, αν μη τι άλλω, έχουν συμφωνήσει και συναποδεχτεί κάποιους κανόνες. Το ότι αυτοί οι τελευταίοι υπόκεινται στις δυναμικές αλλαγές των οικοσυστημάτων, δεν είναι θέμα προς εξέταση σ’ αυτό το άρθρο. Όταν στο οικοσύστημα αυτό παραβιάζονται μονομερώς οι κανόνες, για περισσότερο διάστημα, απ’ όσο αυτό δύναται ν’ αντέξει, κρίνεται σκόπιμο να προχωρήσουν αυτού του είδους οι επανορθώσεις, ώστε να επιστρέψει στην προηγούμενη ή έστω μία νέα ισορροπία πραγμάτων, προκειμένου να αποφευχθεί ο εκφυλισμός, ο οποίος θα θέτει επαναλαμβανόμενα σε κίνδυνο τη μακροβιότητά του συστήματος αυτού.

Αν θεωρήσουμε πως οι παραπάνω σκέψεις είναι ορθές και προβούμε σε μία αναγωγή αυτών των θέσεων στα σημερινά εργασιακά δεδομένα του τόπου μας, γίνεται κατανοητό ασφαλώς πως η κινητοποίηση κάθε εργαζόμενου στον εργασιακό του χώρο, προς αποκατάσταση του συνόλου των πραγμάτων και όχι μόνο των προσωπικών θεμάτων, συνιστά τη μόνη πραγματική οδό, για την περίπτωση που ο καθένας αποζητά να διατηρήσει τον προϋπάρχοντα βαθμό ελευθερίας στις συναλλαγές του (μέσα σ’ αυτό το οικοσύστημα), εξίσου έναν βαθμό διασφάλισης της επιβίωσής του.

Που θέλω να καταλήξω με τα παραπάνω: Εάν τα μέλη προχωρήσουν αποκλειστικά σε επίλυση προσωπικών ζητημάτων αγνοώντας και ολιγωρώντας για τον τρόπο λειτουργίας των εργασιακών ζητημάτων συλλήβδην, ένα ενδεχόμενο είναι το συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον να οδηγηθεί σε παγιωμένο εκφυλισμό, που αφορά στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος παρανομίας, μειωμένων αμοιβών και τρομοκρατίας. Έχοντας εγκαθιδρύσει αυτό το καθεστώς μέσα του, θα το αναπαράγει και έξω από αυτό, στις διαπραγματεύσεις του με άλλα οικοσυστήματα και ανταγωνιστές, πράγμα το οποίο συνεπάγεται έναν ακήρυχτο πόλεμο και όπως καταλαβαίνουμε, όταν κάποιος μπαίνει σε πόλεμο και μάλιστα «μη νομιμοποιημένο», κινδυνεύει, από κάθε μπάντα να την «βρει».

Πέραν αυτού, το επόμενο οικοσύστημα στο οποίο θα επιχειρήσει να επιβάλει «παράνομους» όρους, εάν προσβληθεί τελικά, θα περάσει στο ίδιο μοντέλο λειτουργίας και πάει λέγοντας. Τούτο θα οδηγήσει το ευρύτερο σύστημα, σταδιακά, αλλά σταθερά σε κατολίσθηση ή ολοκληρωτική κατάρρευση, μέσω μίας επιτακτικής, έντονης και οριστικής εκτόνωσης των υφιστάμενων πιέσεων, προκειμένου να επανεγκαθιδρυθούν οι κατάλληλες δυναμικές εξισορρόπησης πραγμάτων. Το δυστύχημα είναι πως τούτη η αναπόδραστη (Πάντοτε!) επαναδιευθέτηση θα τελεσθεί στα πλαίσια πια της αισθητικής της φύσης -ας προσέχαμε, αν και όχι πάντα δυσάρεστη- που θα αναλάβει τα ηνία και έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο, αφού αυτός έχει ήδη απολεσθεί.

Κάπου εδώ μέσα, εγώ κατανοώ πως βρίσκεται η πραγματική και θεμελιώδης αλήθεια της καταστροφής των ανθρώπινων οικονομιών και κοινωνιών.

Ας εξετάσουμε τώρα ένα δεύτερο ενδεχόμενο εξελίξεων, στο πλαίσιο της πιο πάνω κατάστασης. Εφόσον κάποιοι συνάψουν ξεχωριστές, από το σύνολο, συμβάσεις, προκειμένου να πετύχουν ιδιωτικά οφέλη (πέραν του γεγονότος πως -σύμφωνα με τα παραπάνω- θα διακυβεύσουν τη βιωσιμότητά του), εν τοιαύτη περιπτώσει θα θέσουν τον εαυτό τους εκτός ομάδας και συνεπώς κάτω από την συνεχόμενη, απειλή του Ισχυρού συμβαλλομένου. Για να διατηρήσουν λοιπόν κάποιο ποσοστό επιβίωσης, κάτω από μία τέτοια συνθήκη, θα πρέπει να είναι πρόθυμοι να απολέσουν «υλικό» από την προηγούμενα κατοχυρωμένη ελευθερία κινήσεων και επιλογών. Αυτό το τελευταίο βέβαια, δεν είναι απλή και ασφαλώς καθόλου εύκολη υπόθεση, διότι εγείρει τα ψυχικά αντανακλαστικά, τα οποία αιτούνται του ποσού ενεργείας που αποδόθηκε στο χώρο των βιοτικών αναγκών, με αποτέλεσμα να εκκολάπτονται αντισταθμιστικές ψυχοπαθολογίες, οι οποίες όμως δεν δύνανται να καλύψουν το κενό που έχει προκληθεί, παρά μονάχα προξενούν επίσχεση στη λειτουργία των μονάδων και συνεπώς των οικοσυστημάτων στα οποία αυτές εντάσσονται.

Σκόπιμο λοιπόν φαίνεται να προβούν τα άτομα στις κατάλληλες επιλογές, εκείνες που θα επαναφέρουν το οικοσύστημα σε κάποια ισορροπία, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένας μίνιμουμ -τουλάχιστον- βαθμός ατομικής και συλλογικής αποτελεσματικότητας.

Τούτο λοιπόν δεν είναι μία προσφορά; Μία προσφορά όμως, που από τη στιγμή που ερείδεται σε μία διευρυμένη αντίληψη για την έννοια του εαυτού και των συμφερόντων του, παύει να είναι προσφορά, αλλά «αναγκαία επιλογή»; Δεν είναι μία παραίτηση από ένα κάποιο μυωπικό όφελος; δεν καταλήγει, δεν διαμορφώνει και δεν αναγνωρίζει απαρέγκλιτα και ακαταμάχητα το νοιάξιμο του άλλου; Όταν το εργασιακό οικοσύστημα καταφέρει να βγει σχετικά αλώβητο από την κρίση (και αμόλυντο) δεν θα επανεκκινήσει εκείνες τις λειτουργίες οι οποίες θα συνεισφέρουν στη βιωσιμότητα του; Ακόμη και τούτο δεν θα έχει εξυπηρετηθεί από μία τέτοια εξέλιξη πραγμάτων;

Έχοντας λοιπόν ο κάθε άνθρωπος έναν επεξεργασμένο χώρο αξιών (τον οποίο -ως οπλοστάσιό του- θέτει σε εντατική λειτουργία την κατάλληλη ώρα, την ώρα της κρίσης), δεν εξυπηρετεί, με την εξυπηρέτηση του άλλου, την ίδια του την ύπαρξη, χωρίς ασφαλώς να πάψει ν’ αναγνωρίζει τις ατομικές ιδιαιτερότητες στους τρόπους λειτουργίας και έκφρασης των ομοτέχνων του ή οποιουδήποτε άλλου;

Και θα κλείσω αυτό το παράδειγμα με μία τελευταία παρατήρηση, για την οποία κρίνω σκόπιμο να αναλογιστούμε πάνω σε αυτή, που αφορά στον βαθμό αναγκαιότητας κάποιων οικοσυστημάτων. Τι σημαίνει αυτό; Πως κάποια από αυτά είναι περισσότερο πρωτογενή, περισσότερο θεμελιώδη για την λειτουργία των άλλων, τα οποία έπονται αυτού. Είναι δηλαδή περισσότερο (ας το πούμε) «φυσικά». Χωρίς να είμαι κοινωνιολόγος, έχω καταλάβει πως στο καπιταλιστικό σύστημα και ειδικά στο εργασιακό πλαίσιο, την έμμισθη δηλαδή εργασία, την υπαλληλία, πρωταρχικός δανειστής (του σχετικού οικοσυστήματος) καθίσταται εκείνος ο οποίος επιβιώνει από το εργασιακό προϊόν που παράγει ο ίδιος. Δηλαδή ο υπάλληλος. Και τούτο για τον απλό λόγο πως δεν διαθέτει (υπό αυτές τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες) άλλη επιλογή. Μετατρέπεται δηλαδή σε φυσικό και αναγκαστικό σύμμαχο του «Εργοδότη». Όσο περισσότερο αυτός ο πρώτος αποστραγγίζεται, τόσο εξελίσσονται εκείνοι οι μηχανισμοί που θα οδηγήσουν σε σταδιακή εκμηδένιση και τον δεύτερο.

Ας περάσουμε τώρα σε ένα δεύτερο παράδειγμα, που άπτεται της μελέτης βιολογικών διεργασιών και της συμβολής της επιστήμης της βιολογίας στις αναλύσεις μας, σ’ ένα παράδειγμα, στο πλαίσιο του οποίου μελετάται η κατανάλωση ενέργειας από τον άνθρωπο, για να μπορεί να ζει, να λειτουργεί με επάρκεια  και ν’ αναπαράγεται. Όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ το είδος και την ποσότητα της τροφής που οφείλουμε να καταναλώνουμε. Εάν μας κάνουν δώρο μία τούρτα γενεθλίων και την καταβροχθίσουμε ολάκερη ή αν γενικότερα έχουμε εντάξει στο πλαίσιο των διατροφικών μας συμπεριφορών τέτοιου είδους υπερβολές, το απολύτως βέβαιο είναι πως αργά η γρήγορα θα νοσήσουμε. Και μόνο το γεγονός της ύπαρξης της διατροφικής διαταραχής, δηλαδή της κατανάλωσης ενεργείας πέρα από το επιθυμητό όριο και με ακατάλληλο τρόπο, συνιστά αιτία προβληματισμού, για τις ψυχικές ανάγκες οι οποίες στο πλαίσιο αυτής της διαταραχής, αποζητούν, εις μάτην, την αποκατάστασή τους.

Το ανθρώπινο σώμα δεν είναι κατασκευασμένο για να καταναλώνει οποιοδήποτε ποσό ή είδος τροφής, παρά μόνο πολύ συγκεκριμένα πράγματα και με κάποια σχετική τάξη ή αλλιώς κανονικότητα. Εάν συστηματικά παραγνωρίζουμε αυτή την πληροφορία, η βλάβη που θα προκληθεί δεν θα είναι μόνο σημαντική ή μη αναστρέψιμη, αλλά και θανατηφόρα.

Γενικότερα, τα πράγματα τα οποία χρειάζεται να καταναλώνουμε είναι πολύ λιγότερα, απ’ όσο φανταζόμαστε και με συγκεκριμένη αξία, εξυπηρετώντας καλά ορισμένες ανάγκες, η εκπλήρωση των οποίων δεν διαταράσσει την οικιακή οικονομία ή το σύστημα άντλησης πόρων του πλανήτη. Όλοι πλέον έχουμε μία κάποια επίγνωση πως το περιττό προκύπτει από τα πλήγματα που έχουν καταφερθεί στη διαπροσωπική συναλλαγή, αλλά και την ενδοπροσωπική επαφή, πράγμα το οποίο δεν είναι τυχαίο..., και πως όταν αυτές οι ανάγκες εκπληρωθούν σε ένα επίπεδο ικανοποιητικό, σταδιακά θα εξοβελίσουν τα άχρηστα υποκατάστατα στον κάδο ανακύκλωσης, ενώ παράλληλα θα εκσφενδονίσουν την ποιότητα ζωής στα υψηλότερα σημεία της κλίμακας. Και αυτό ασφαλώς θα γίνει αναπόφευκτο μιας και οι οικονομικοί καρκίνοι, που έχουν αποτελέσει τη συμφορά του πλανήτη, δεν θα έχουν πλέον λόγο ύπαρξης.

Το να μοιραστεί λοιπόν κάποιος ένα περιττό -όταν είναι τέτοιο- γι’ αυτόν αγαθό, μέσα σ’ ένα πλαίσιο όπου υφίστανται ελλείψεις, ακόμη και το να προσφέρει από το ίδιο του το «πιάτο», υφιστάμενος μία ελάχιστη και σχεδόν ανεπαίσθητη επίπτωση για τον εαυτό του (το αίσθημα της απωλείας είναι περισσότερο ψυχολογικής υφής και άπτεται της έννοιας του δυσλειτουργικού ναρκισσισμού, παρά αποτελεί πραγματικό γεγονός), συμβάλλει στην ανακύκλωση των στοιχείων της φύσης, τα οποία σε άλλη περίπτωση θα συσσωρευτούν, όπως η πλαστική ύλη στις χωματερές, για να μετατραπούν σε επιβλαβή, για το περιβάλλον, ρύπο. Εάν ρίξουμε μια ματιά σ’ ένα εγχειρίδιο βιολογίας, θα συναντήσουμε μέσα τον ορισμό πως ένα στοιχείο συνιστά ρύπο όχι βάσει της τοξικότητάς του, αλλά της συγκέντρωσής του σε μία περιοχή.

Για δεύτερη λοιπόν φορά συναντάμε μπροστά μας το θεωρητικό πλαίσιο που ανάγει την «Απώλεια...» σε διασφάλιση της «Ατομικής Σωτηρίας».

Αυτή ακριβώς η παραπάνω περίπτωση δεν είναι διαφορετική από άλλες, οι οποίες πραγματεύονται το θέμα της υποστήριξης ενός πλαισίου και ενός συστήματος αξιών, ακόμη και αν αυτό προκαλεί, έστω και βραχυπρόθεσμα, αναστάτωση και οδύνη. 
 
Οι άνθρωποι, είμαστε αναγκασμένοι συχνά να αντιμετωπίσουμε διλημματικές καταστάσεις. Αν θα πληρώσουμε χρέη που μπορούμε ν’ αποφύγουμε, αν θα συνάψουμε σχέσεις «παράνομες», αν θα προσφέρουμε την αλήθεια σε κάποιον ή θα προτιμήσουμε ν’ αποφύγουμε την πιθανά δυσάρεστη αντίδραση, με την καταφυγή στο ψέμα.

Προφανώς και δεν είναι δυνατόν να λέμε σε όλες τις περιπτώσεις την αλήθεια, αλλά ασφαλώς αυτές στις οποίες κάτι τέτοιο γίνεται αναγκαίο είναι πολύ περισσότερες απ’ όσο νομίζουμε, ενώ οι άλλες πολύ λιγότερες, ώστε η κατάχρηση του ψέματος να αναδεικνύει τη μειωμένη αυτοεκτίμηση και την αρνητική αυτοεικόνα. Όταν ένας άνθρωπος ψεύδεται ασύστολα, αυτό το κάνει επειδή έχει πειστεί πως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα πρόσωπα στα οποία αισθάνεται πως πρέπει να «δώσει λόγο». Μάλιστα η σταθερή παραδοχή του κινείται στο πλαίσιο της επισήμανσης της αδυναμίας των άλλων προσώπων να κατανοήσουν τη θέση του και αυτός ο ισχυρισμός είναι μια πράξη «προβολής». Η πραγματικότητα έγκειται στο γεγονός πως αφενός δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, ήτοι να εξηγήσει τους λόγους των πράξεών του και στο μέλλον να δράσει επανορθωτικά, αφετέρου έχει πειστεί πως είναι ένα ανάξιο πλάσμα και ως τέτοιο δεν του αξίζει καμία ουσιαστική «τιμή», αλλά μόνο κάποιες μικρές ανταποδώσεις της ζωής, όταν αυτός κινείται στο χώρο της «παρανομίας».

Συναφές με τα παραπάνω είναι και το ζήτημα της εκκίνησης εκείνων των πραχτικών, οι οποίες θα συνεισφέρουν άλλοτε στην ενοχοποίηση και άλλοτε στην επίσχεση της εξέλιξης της διαπραγματευτικής ικανότητας των ανθρώπων. Όμως τι σημαίνουν όλα αυτά;

Μπορεί να μας φαίνεται δύσκολο να το φανταστούμε, αλλά όταν τα άτομα αντιμετωπίζουν διλημματικές καταστάσεις ηθικού τύπου, (είτε κάνουν λάθος είτε όχι, αυτό δεν μας αφορά καθόλου και κυρίως δεν μπορούμε να το κρίνουμε, καθώς είναι τμήμα του φαινομενολογικού χώρου καθενός), η συμβολή μας μπορεί να καταστεί τεράστια στην αποηθικοποίησή τους και τελικά τη διάπραξη εγκλήματος.

Οι άνθρωποι διαχειριζόμαστε ένα σύνολο ηθικών αντιλήψεων, οι οποίες οργανώνουν τη ζωή μας. Είναι τεράστιας σημασίας το γεγονός ότι έχουμε πεποίθηση σ’ αυτές και πολύ λιγότερο αφορά τον οποιοδήποτε το είδος αυτών, ασφαλώς για την περίπτωση που δεν καταστρατηγούν εξόφθαλμα τα δικαιώματα των άλλων.

Κάποτε μπορεί να βρεθούμε όλοι στο σταυροδρόμι να παραβιάσουμε τμήμα ή το σύνολο των αξιών μας και αυτό είναι πραγματικά μία πολύ δυσάρεστη κατάσταση. Είναι διαφορετικό πράγμα (και έξω από πλαίσια σχετικισμού) να επανεπεξεργαστεί κάποιος τις ηθικές του αντιλήψεις, για να προβεί σε σχετικές αναθεωρήσεις και διαφορετικό να τις καταστρατηγήσει. Στην τελευταία αυτή περίπτωση διαπράττεται ένα έγκλημα και ως εκ τούτου θα εγερθεί η συνακόλουθη ενοχή η οποία θα προξενήσει κάποτε και ανεπανόρθωτες βλάβες στον ψυχικό μηχανισμό, κατ’ επέκταση στην ενδοατομική, αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Εάν, από μεριάς μας, συνδράμουμε σε αυτή τη διαδικασία, αυτομάτως και απαρέγκλιτα καθιστάμεθα συνυπεύθυνοι στην τέλεση μίας παράνομης πράξης και με συνεπακόλουθο την έγερση της δικής μας ενοχής. Το έγκλημα εις βάρος του πρώτου προσώπου γίνεται και έγκλημα εις βάρος του δεύτερου και η συμφορά της ενοχής και των αντισταθμισμάτων, τα οποία ο εαυτός εγείρει και οργανώνει, εξαπολύουν τη νόσο μολυσματικά στο σύμπαν.

Όπως ακριβώς η συμβολή μας στην επίσχεση του συστήματος αξιών ενός ανθρώπου μπορεί να προξενήσει ανεπανόρθωτη συνολική βλάβη, έτσι ακριβώς η εσκεμμένη ολιγωρία μας να εξοφλήσουμε, επί παραδείγματι, τα χρέη μας, ενώ δεν ανήκουμε σε κάποια ομάδα με άτομα που χρήζουν ειδικής αρωγής, παραβιάζει τα όρια και τους νόμους που διέπουν μία διαπροσωπική σχέση, διαρρηγνύουν τους νόμους της θεμιτής έκφρασης «Ισχύος», και επαναλαμβάνουν νόρμες και μοτίβα ανημποριάς για τα πρόσωπα.

Όμως πέρα από αυτά, όταν κάποιος εκμεταλλεύεται έναν άνθρωπο, αυτομάτως του επικοινωνεί πως τον θεωρεί ένα ανάξιο ον και τελικά αυτός ο τελευταίος ως τέτοιος θα φερθεί, ακόμη και απέναντι στον πρώτο, ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες του. Παράλληλα (ο πρώτος) προξενεί μία βίαιη έξοδο του ίδιου του τού εαυτού από το «μαντρί». Το οποίον:

Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από ένα περιβάλλον που διέπεται από κανονικότητες, τάξη, προβλεψιμότητα και οργάνωση για να μπορέσουμε να ζήσουμε μέσα του. Όταν υποδαυλίζουμε τους θεμελιώδεις κανόνες οργάνωσης ενός συστήματος και ασφαλώς δεν τους αντικαθιστάμε με ένα βιώσιμο σύνολο νορμών, τότε αυτό που προκύπτει μοιάζει με τον εξοβελισμό μας από τον κόσμο και τον εξοστρακισμό μας σ’ ένα άπειρο και χωρίς όρια κενό.

Και τούτο γίνεται  μία πράξη αυτοδιωγμού από Την Παράδεισο...

...ώστε η ψυχική κόλαση θ’ ανοίξει σιγά σιγά τις πύλες της  για να μας γνέψει σ’ ένα κατευόδιο αναπότρεπτο, εάν δεν προβούμε άμεσα σε σχετικές επαναδιευθετήσεις.

Το ν’ αγαπάω έναν άνθρωπο συνεπάγεται το να επιθυμώ γι’ αυτόν να παραμένει ακέραιος και αλώβητος ψυχικά. Εάν ικανοποιήσω τη μικροαναγκούλα μου, εις βάρος της αυτοεκτίμησής του, τότε δεν νοιώθω αγάπη όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά και για κανέναν άλλον, καθόσον η αγάπη, όπως ισχυρίζεται και ο Erich Fromm (και ορθώς λέγει), δεν εκδηλώνεται επιλεκτικά.

Ο περιοδικός συνεπώς επαναπροσδιορισμός της σχέσης με τον άλλον ή με το άλλο αντικείμενο προϋποθέτει μία εποπτεία και μία υπευθυνότητα στον έλεγχο και την τακτοποίηση των συσχετισμών των εσωτερικών πραγμάτων. Έτσι η Ωριμότητα καθίσταται μία πραγματική, αλλά και μία δυναμική κατάσταση και όχι το φαντασιακό ενός κούφιου -στην καλύτερη περίπτωση- ή σαδιστικού -στην χειρότερη- «Υπερεγώ» που έρχεται να κάνει ακριβώς αυτό… Το ποιο;

…Να καταλάβει τον κενό χώρο που έχει μείνει αφρούρητος, μέσω της δημιουργίας υπερφίαλων επενδύσεων πάνω σε εξωτερικά σύμβολα, που κατοπινά θα ενδοβληθούν από το άτομο, στην προσπάθειά του να συλλέξει την αξία του, δυστυχώς όμως…

«σαν μπουκιά που του ‘χει κάτσει στο λαιμό…»

Η ωριμότητα, στο πλαίσιο των προηγούμενων όρων, είναι αναγκαία συνθήκη για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του Εαυτού και της σχέσης αλληλεπίδρασης και προσφοράς με ό,τι φαινομενικά δεν είναι εαυτός.

Από αυτή την ωριμότητα θα ξεπηδήσει η διακριτή πλέον, η αποκλειστικά προσανατολισμένη προς ένα αντικείμενο, εθελοντική προσφορά. Από την εσωτερική θεμελίωση των πιο πάνω προδιαγραφών όχι μόνο θα γεννηθούν τα σχετικά κίνητρα, αλλά περαιτέρω θα εξελιχτεί η συναισθηματική σύνδεση του εθελοντή με τα αντικείμενα της «αγάπης» προκαλώντας παράλληλα επίσχεση στα ναρκισσιστικά κίνητρα ή τα υπολείμματα του κοινωνικού ρατσισμού, από τα οποία -κακά τα ψέματα- έχουμε μολυνθεί, μέσω διαγενεακών μηχανισμών μεταφοράς σφάλματος, λίγο πολύ οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, ασφαλώς.

Υπάρχει ένα πράμα από το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει. Ποιο είναι αυτό;. Η Ύπαρξή του. Αυτή είναι δεδομένη, αναπότρεπτη και Αξιωματική. Το να θέσει τον Εαυτό του σε Αυτοακύρωση και συνεπώς σε Ανυπαρξία είναι λογικώς αδύνατο και έχω μιλήσει σχετικά σε προηγούμενο κείμενο.  Όταν κάτι υφίσταται, δεν είναι εφικτό γι’ αυτό να περάσει στην αντίθετη κατάσταση. Στην ουσία, αυτό θα σήμαινε πως δεν υπήρξε ποτέ.

Το αναπόδραστο Χρέος του ανθρώπου (όλα τ' άλλα παράγονται από αυτό), το χρέος δηλαδή το οποίο συνεπάγεται η αναπόφευκτη Ελευθερία και Ελεύθερη Βούλησή Του (την οποία προσπαθεί, εις μάτην, να απολέσει), που τον καθιστά ικανό (είτε του αρέσει είτε όχι) για κάθε επιλογή (βαρύ το… δώρο;…), είναι να Νοηματοδοτήσει ο Ίδιος τη ζωή του και μέσω αυτής της νοηματοδότησης να επιφέρει τη Σωτηρία Του, από τα προμηθεϊκά δεσμά της άγνοιας και της φενάκης για τη λειτουργία του πραγματικού, το οποίο πραγματεύεται επάξια ο πλατωνικός μύθος του σπηλαίου.

Δεν ζούμε ! … Μόνον επιβιώνουμε μέσα σ’ έναν Ψευδοκόσμο. Έναν κόσμο σχιζοφρενικό και διά τούτο βραχύβιο. Έναν κόσμο που συμπεριφέρεται με έναν τρόπο ο οποίος παράγει προϊόντα που δεν διαφέρουν από το αντιληπτικό υλικό που λαμβάνει ένας ψυχωσικός, όταν κοιτάζει με τρόμο τα τέρατα να ξεπηδούν μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης. Αυτός ο κόσμος των τεράτων δεν είναι πραγματικός, αλλά οι προβολές του εσωτερικού, απορριφθέντα εαυτού, που έχει περάσει στο στρατόπεδο και την υπηρεσία του κακού.

Αυτά τα κατεστραμμένα κομμάτια, έχοντας νομιμοποιηθεί, από τους κοινωνικούς και άλλους θεσμούς, οι οποίοι -κατά τ’ άλλα- φέρνουν στο φως ένα βαρύ και βαθύ υπαρξιακό σφάλμα, διαχειρίζονται τα πράγματα της ζωής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλούν εκρήξεις εφήμερες και καταποντιζόμενες γεννήσεις.

Ο ψευδοκόσμος -χωρίς να παύει να αποτελεί επιλογή, γιατί και η σχιζοφρένεια είναι επιλογή, όσο ακραίο και αν ακούγεται αυτό- συνιστά προϊόν εκφυλισμού, γι’ αυτό και πάντα θα καταρρέει μέχρις ότου αποκατασταθεί μία βιώσιμη, δυναμική και ισορροπημένη αλληλουχία. Ο ψευδοκόσμος είναι ένας ιδιαίτερα βραχύβιος κόσμος και αποτελεί υλική πραγμάτωση ενός ολέθριου, άλογου και ασύμφορου φαντασιακού και διά τούτο διέπεται από συσχετισμούς πραγμάτων που δεν διαθέτουν μέσα τους "Λόγο", ή μάλλον διαθέτουν έναν υποκατάστατο "διαστροφικό λόγο". Ο ψευδοκόσμος συναντάται στα άκρα μιας κατανομής Gauss, αλλά δεν παύει ποτέ να αποτελεί, έστω και μικρό τμήμα του πραγματικού κόσμου, γιατί αυτός ο τελευταίος τα 'χει όλα μέσα του, για να μπορεί και να προσδιοριστεί, μέσω της πλουραλιστικής έκφρασης και για κανέναν άλλο λόγο. Βάσει αυτής της λογικής, οι αξιολογικές κρίσεις δεν έχουν κανέναν ουσιώδη λόγο ύπαρξης, μόνο συνιστούν αντισταθμιστικές θεωρήσεις ζωής και επί της ουσίας τμήμα του ψευδοκόσμου, διάφορες από το "έλλογο" συναίσθημα, γι' αυτό και εξίσου προβληματικές.

Το να υποστηρίζει κάποιος υλικά και ψυχικά τους πακιστανούς, τους μαύρους, τους ανάπηρους τους «εγκληματίες…» ή τους τρανσέξουαλ… παρέχει μία πολυσημία, για τους λόγους που αυτό γίνεται και αποτελεί τακτική, ανάλογη του φαινομενολογικού κόσμου που φέρει μέσα του ο εθελοντής.

Ένας άνθρωπος που υιοθετεί πραχτικές φιλανθρωπίας μπορεί να επιδιώκει να θεραπεύσει τον ίδιο ή απλά και μόνο να ξεράσει από μέσα του τη βρώμα και τη σιχασιά που νοιώθει, για κάποιες πλευρές του εαυτού του (οι οποίες έχουν εξοστρακιστεί στο χώρο της απόρριψης ή το χώρο του κακού) πετώντας τα σαν δηλητηριώδη κομμάτια και εναποθέτοντάς τα στο εσωτερικό ενός ευάλωτου πληθυσμού.

Ταυτόχρονα δε και να αρνηθεί στην ηθική και πάντα αυστηρή πλευρά της συνείδησής του, την βδελυγμία που νοιώθει γι’ αυτούς.  Σε αυτούς τους ανθρώπους, μία εσωτερική φωνή εκδηλώνει πάντα, με τρόπο καταναγκαστικό και συστηματικό, μια ανυπέρβλητη επίκριση, ταυτόχρονα δε διατάσσει και απαιτεί από αυτούς να είναι ηθικοί, «ωραίοι», αγνοί, αμόλυντοι και νόμιμοι. Τούτοι δε, αγαπούν το ωραίο, λιγότερο επειδή κατανοούν ποια είναι η πραγματική του αξία, αλλά πιότερο ως θεραπεία της εσωτερικά βιούμενης αυτοαπέχθειας.

Και όλο τούτο το συναίσθημα διαγράφεται στη συμπεριφορά τους προς τον ατυχούντα, όταν του μιλάνε, όταν του απευθύνουν τον λόγο ή όταν τον ακούνε σαν να επρόκειτο για ένα μικρό, κακομαθημένο, κατώτερο και χαζό παιδί και όχι σαν ένα πλάσμα με δική του κουλτούρα, με δικές του πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, με ανάγκες ψυχικής και σωματικής επιβίωσης… ως άνθρωπο ισότιμο με αυτούς, από τον οποίο έχουν να πάρουν και να ωφεληθούν πολλά. Διότι τον έχουν εκ προοιμίου απορρίψει και πολιτογραφήσει στη χώρα του κατώτερου και του δυσπροσαρμοστικού.

Η συμπεριφορά εν προκειμένω, μπορεί να λάβει τη μορφή μιας απροκάλυπτης, βασανιστικής για τον άλλον και ανεπιθύμητης ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας.

Η επιδίωξη της εθελοντικής προσφοράς δεν μπορεί να γίνεται με όποιον τρόπο, αλλά μόνο με τρόπο κατάλληλο, αναγνώσιμο από τον άλλον και υπό την προϋπόθεση πως έχει αναγνωρίσει αυτή του την ανάγκη και έχει ζητήσει μία σχετική συνδρομή.

Συνιστά «Ύβρη» το να επιθυμούμε τη σωτηρία κάποιου, στο πλαίσιο των δικών μας θεωρήσεων για τη ζωή, όταν ο άλλος άνθρωπος επιδιώκει να διάγει έναν βίο, μέσα από διαφορετικές επιλογές, στα μάτια μας ίσως και αυτοκαταστροφικές.

Ο μοναδικός που είναι Υπεύθυνος και αρμόδιος για τη σωτηρία του είναι ακριβώς εκείνος που φέρει αυτή την ανάγκη και καμία παρείσφρηση δεν μπορεί να διαθέσει την ελάχιστη νομιμοποίηση, αν δεν μας έχει γίνει η τιμή να προσκληθούμε σε αυτό. Διότι τούτη η πραχτική περιστέλλει το θεμελιώδες και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα και υποχρέωση καθενός, που συνίσταται στην ελευθερία του να γίνει αυτό το οποίο αντέχει και επιθυμεί, ακόμη και αν αυτό σταδιακά θα οδηγήσει στην στην συντόμευση της ζωής του. Φαντάζεται κανείς πως η ζωή είναι σημαντικότερη του θανάτου; Το να επιλέξει ένας άνθρωπος έναν τρόπο ζωής, ο οποίος στα μάτια μας φαντάζει και εν τέλει είναι ατελέσφορος, αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως την "Επιβολή" εξωτερικών αντισταθμισμάτων και τούτη είναι διάφορη κατάσταση από την εκδήλωση μίας απεγνωσμένης κραυγής (και κλίσης για βοήθεια) αυτού που αποπειράται τη φυγή απ' τη ζωή.

Κάθε ανταγωνιστική στο παραπάνω αντιμετώπιση, αποδεικνύει την μυωπική συμπεριφορά μίας ναρκισσιστικής κακόηθους οντότητας και ενός προσώπου, το οποίο έχει βασανιστικά αυτοαπορριφθεί, ώστε πλέον να εκδηλώνει την προκύπτουσα επιθετικότητα του τύπου…

«είσαι βδελυρός και πρέπει να σε σώσω…»

εναντίον εύκολων στόχων και με την μαζοχιστική υποταγή του αδυνάμου στο πλαίσιο των σαδιστικών του αναγκών.

Όμως πέραν των ακριβώς παραπάνω, υφίσταται και μία ανάγκη σεβασμού κάποιων όρων που προωθούν μία εξωτερική λειτουργικότητα της ζωής.

Όταν δίνουμε χρήματα σε ένα παιδί εγκαταλειμμένο, θύμα της εργασιακής εκμετάλλευσης, της παραμέλησης, ακόμη και της σωματεμπορίας, συνεισφέρουμε στη διατήρηση αυτών των όρων της επιβίωσής του.

Όταν προσφέρουμε ανακούφιση σε μία κοινωνική παθογένεια, για την οποία θα όφειλε να υπάρχει κρατική πρόνοια, χωρίς όμως να έχουμε προχωρήσει σε πρόβλεψη για τη θεραπεία των σχετικών γενεσιουργών αιτιών, στην πραγματικότητα διασφαλίζουμε τη διαιώνιση του προβλήματος.

Όταν δεν έχουμε πραγματική επίγνωση των αναγκών μας και κινούμαστε στα τυφλά, καθώς προβαίνουμε σε εθελοντικές δράσεις, ώστε να στέλνουμε πίσω στο ίδρυμα (μετά από ένα χρόνο) παιδιά, των οποίων υπήρξαμε ανάδοχοι γονείς, τότε συνεισφέρουμε στην προϋπάρχουσα ζημιά αντί να την θεραπεύουμε.

Σαν υιοθετημένους σκύλους, που μας έγιναν βάρος και μετά από λίγο τους εγκαταλείπουμε στο δρόμο...

Κάποτε, η φίλη μου η Αλέκα μου δήλωσε, με απόλυτη σιγουριά:

«Ελένη, αν ήταν δικό σου το παιδί θα το επέστρεφες πίσω;… Όταν αποφασίσεις και προβείς στην αναδοχή ενός παιδιού, ό,τι και να προκύψει πως είναι αυτό, είναι δικό σου πια παιδί!»


Οι εθελοντικές δράσεις λοιπόν…
…χρήζουν παραμετροποίησης πλαισίου, ώστε να μην καταστούν, από σωτηρία για τους άλλους, σε μεγαλύτερη συμφορά ή σε ανηλεή και καμουφλαρισμένο τραμπουκισμό.

…χρήζουν αυτοεκτίμησης, ώστε να μην μετατραπούν σε όχημα της εξυπηρέτησης ιδιοτελών αναγκών,

…χρήζουν αυτεπίγνωσης, ώστε να εξαπλώσουν την πιο θεμελιώδη αλήθεια που οδηγεί στη νοηματοδότηση και συνακόλουθα τη δικαίωση της ύπαρξης και η οποία εξυπηρετείται από τις παραδοχές πως…
         για να κερδίσουμε, είναι αναγκαίο να παραιτηθούμε κάποιων βραχυπρόθεσμων ωφελειών,
         για να επιβιώσουμε, πρέπει ν’ αποκαλύψουμε έναν συλλογικότερο εαυτό και
         για να κάνουμε όλα τα παραπάνω θα χρειαστεί να εφεύρουμε τον τρόπο, με τον οποίο θα 
         αποτινάξουμε το ναρκισσιστικό εγώ

ήτοι,

«για νά ‘βρεις τον εαυτό σου… πρέπει πρώτα να τον απολέσεις…»

Καλό σας βράδυ
© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')