Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΟ

(Η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας διώκεται ποινικώς)

Το να αντλούμε υπερηφάνεια και συνεπώς αυτοεκτίμηση από τα δικά μας έργα είναι πράμα λογικό.

Το να αντλούμε όμως περηφάνια από ένα έργο που έχει πράξει κάποιος άλλος, τούτο είναι πράμα ασυνάρτητο.

Σκεφτείτε το ενδεχόμενο να επιτύχω εγώ ή εσείς ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα και να έρθει ο διπλανός σας να οικειοποιηθεί της σχετικής αίγλης, με το αιτιολογικό πως κατοικεί απλά στο όμορο διαμέρισμα ή πως είναι συγγενής.

Που ξανακούστηκε αυτό; Αφήστε δε που υπάρχουν και συγγενείς, μετά συγχωρήσεως για την έκφραση, μάλλον βλάκες έως και ολότελα χαζοί. Και ασφαλώς όταν κάποιος αντλεί το κύρος του από «αυτού του τύπου τα επιτεύγματα», μόνο ως τέτοιος δύναται να κριθεί, από πολλούς ανθρώπους, αφενός διότι πράττει μία τόσο πρόδηλη απάτη και αφετέρου (και προφανώς) διότι αρνείται ν’ αποδεχτεί πως οι λογικοί άνθρωποι θα τον αποκαλύψουν.

Είναι διαφορετικό πράμα να παραλαμβάνω, ν’ αξιοποιώ αποτελεσματικά και να συμπληρώνω προηγούμενη γνώση, από το να ισχυρίζομαι πως κρατώ από μεγάλο «τζάκι» και μάλιστα όταν έχουν μεσολαβήσει, όχι πενήντα ή εκατό, αλλά πάνω από δύο, για να μην πω τρεις χιλιάδες χρόνια.

Οι άνθρωποι, οι οποίοι κάποτε είχαν διώξει τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη και άλλες πολλές προσωπικότητες, οι οποίες έζησαν στην Αρχαία Αθήνα, σε μία περίοδο ακμής για τα ελληνικά γράμματα, ήταν ακριβώς σαν και αυτούς, οι οποίοι σήμερα επικαλούνται τα εν λόγω πρόσωπα (ανεξαρτήτως του γεγονότος πως γνωρίζουν ελάχιστα γι’ αυτά), στην ανάγκη τους να ταυτιστούν μαζί τους (στη συνείδηση τη δική τους και των άλλων) και μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αντλήσουν την αυτοαξία τους.

Ασφαλώς δε, αν έπρεπε να συζητήσουν, γύρω από ένα ζήτημα, έχοντας κάποιο από αυτά τα πρόσωπα απέναντί τους, θα εξανίσταντο, έως και θα κατέφευγαν σε τραμπουκισμούς, όταν οι θεωρίες τους δεν θα τους έβγαιναν, στην περίπτωση βέβαια που τα λογικά επιχειρήματα των μάλλον έξυπνων συνομιλητών τους θα οδηγούσαν τα δικά τους σε κατάρρευση.

Σημασία δεν έχει να παπαγαλίζει ή ν’ αναμασάει κάποιος μηρυκαστικά τα λόγια ενός άλλου προσώπου, αλλά να κατανοεί καλά τον συλλογισμό αυτού του προσώπου, τις μεταγνωστικές του δεξιότητες, τα κίνητρά που το ώθησαν στο να σκεφτεί το οτιδήποτε, αλλά και την πορεία που ακολούθησε η σκέψη του, συμπεριλαμβανομένης και της ενορατικής λειτουργίας, προκειμένου να καταλήξει στο όποιο συμπέρασμα, Σωστό ή Λάθος.

Για να καταφέρει λοιπόν ένας άνθρωπος να φτάσει σε μία τέτοια κατανόηση, για ένα πρόσωπο, και να μπορέσει να κρίνει σχετικά, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να διαθέτει ο ίδιος αντίστοιχες ψυχονοητικές εμπειρίες, δηλαδή οι παραπάνω λειτουργίες να είναι σαφώς κατακτημένες από τον ίδιο. Αυτή φαίνεται να είναι η μόνη πραγματική προοπτική, ώστε να επιτευχθεί η επικοινωνία των ανθρώπων, τόσο σε επίπεδο νοητικό όσο και σε συναισθηματικό. Σε μια τέτοια περίπτωση κάνουμε λόγο πλέον για έναν άνθρωπο άξιο και δημιουργικό, ανεξαρτήτως των κοινωνικών ή άλλων του επιτευγμάτων. Και η σύνδεση που πραγματοποιείται με το ιστορικό πρόσωπο, μπορεί να λάβει το χαρακτήρα μίας νοερής συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων, μεταξύ ανθρώπων που προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους, όχι ο ένας ως αυθεντία και ο άλλος ως μικρός ή κακορίζικος μαθητής, αλλά ως άνθρωποι σκεπτόμενοι και ικανοί.

Η παραπάνω λοιπόν συμπεριφορά της ταύτισης με τον ισχυρό εξελίσσεται  σε μία μορφή αρχαιοκαπηλίας, την οποία θα μπορούσαμε να την τιτλοφορήσουμε ως «Ψυχολογική Αρχαιοκαπηλία», το οποίον:

Τα πρόσωπα που αδυνατούν να συγκροτήσουν μία δική τους ταυτότητα δανείζονται, μέσω του μηχανισμού της ταύτισης, την ταυτότητα κατοχυρωμένων ιστορικά προσώπων, σε μία αμφιθυμική σύνδεση μαζί τους. Και λέω αμφιθυμική, καθόσον, στο βαθμό που εκδηλώνουν μία δουλική λατρεία απέναντί τους, στον ίδιο βαθμό νοιώθουν ένα ασύνειδο μίσος (στο οποίο οι συγκυρίες δεν δίνουν έρεισμα να εκδηλωθεί) υπονομεύοντάς τους, μέσω της εξιδανίκευσης και άλλων μηχανισμών.

Αν θελήσει κάποιος να συνεχίσει την ψυχαναλυτική προσπέλαση του ζητήματος αυτού, θα μπορούσε να κάνει λόγω για μία συμβολική εκτροπή μιας «οιδιπόδειας εξέλιξης» και όχι συμπλέγματος (που ως έννοια έχει συνδεθεί με την επιταγή της σταθερής εμφάνισης του σταδίου αυτού της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης), αλλά και για έναν ευνουχισμό (ψυχικό ασφαλώς) που έχει όμως ήδη τελεστεί. Και αυτή η οιδιπόδεια εξέλιξη έχει να κάνει με το μίσος το οποίο νοιώθει κάποιος, εναντίον του προσώπου που φέρει έναν αυταρχικό πατρικό ρόλο και με το οποίο ταυτίζεται (σε πλαίσιο θυματοποίησης), προκειμένου να επιβιώσει.

Τούτο ακριβώς το συναίσθημα θα ξεραστεί κατοπινά, πάνω στα πρόσωπα εκείνα τα οποία μπορούν να φέρουν πραγματικά ή συμβολικά και να εκπληρώσουν, «για χάρη» ενός συμπλεγματικού ενδιαφερομένου, έναν ρόλο σαν και αυτόν.

Η αμφιθυμία αυτή φαίνεται, με μία πρώτη ανάγνωση, από την εξιδανίκευση μεν -καθώς προείπα- και το φόβο δε, ο οποίος γεννάει το μίσος και τον οποίο θα ένιωθε κάποιος, αν έπρεπε να συνομιλήσει ή να επιχειρηματολογήσει γύρω από διάφορα ζητήματα, καθήμενος έναντι μίας προσωπικότητας αναγνωρισμένης.

Ένας φόβος που προκύπτει από την αδυναμία ενός ανθρώπου να σκεφτεί (λόγω της υποταγής της σκέψης του στο λόγο της αυθεντίας) και από την ενοχή την οποία γεννάει τόσο η ανημποριά του όσο και η επιθυμία του να καπηλευτεί την αξία και να εκμεταλλευτεί την υστεροφημία προσώπων, προκειμένου να επωφεληθεί ο ίδιος.

Η εξιδανίκευση δε, εκπληρώνει δύο λειτουργίες. Σε πρώτη φάση, η ταύτιση με ένα μεγαλειώδες πρόσωπο αυξάνει εκθετικά το προσωπικό μεγαλείο και θέτει το ανασφαλές υποκείμενο στο απυρόβλητο. Σε δεύτερη φάση, το ιδανικό αντικείμενο -με την απόλυτη εξύψωσή του- καθίσταται ευάλωτο στα πυρά των ανταγωνιστών του, καθώς θα του ήταν αδύνατο ν’ ανταποκριθεί στις αξιώσεις, περί τελειότητας, και έτσι δύναται να «Καταρριφθεί».

...και επομένως να εκπληρωθεί η ασύνειδη ανάγκη καταστροφής του αντικειμένου αυτού και του μεγαλείου του, ώστε να ευνουχιστεί, με τη σειρά του, ο αυταρχικός πατέρας...

Η ασύνειδη όμως άρνηση του υποτιθέμενα αγαπητού αντικειμένου είναι δυνατόν ν’ αναδειχτεί και μέσα από άλλες συμπεριφορές, οι οποίες θέτουν προσθετικά ήτοι παρατακτικά, στο φαινομενολογικό χώρο ή στο χώρο των «ψυχονοητικών συμβάντων» του ατόμου, ιστορικά αντιταχθέντα, μεταξύ τους, συστήματα αξιών.

Ως γνωρίζουμε, λίγο πολύ, στο πλαίσιο της χριστιανικής θρησκείας, η εκκλησία απέρριψε και κυνήγησε το «πνεύμα» τον σοφών της Αρχαίας Ελλάδας. Εδώ δεν προβαίνω, εν προκειμένω, σε κάποια κριτική εναντίον των αξιών της χριστιανικής πίστης, αλλά αναφέρομαι στο ρόλο που η εκκλησία, ως θεσμός, έχει θεωρηθεί ιστορικά πως έχει διαδραματίσει (σε κάποιες περιόδους), με στόχο την επίσχεση της διάδοσης των αρχαιοελληνικών γραμμάτων.

Οι φανατικοί υποστηριχτές του λεγόμενου αρχαιοελληνικού πνεύματος, κάτω από την πίεση των ενοχών που βιώνουν, συλλεγείσες στην ιστορική πορεία της ατομικής τους ζωής, αναζήτησαν μία προστασία από τη «Βολή» των αρχαιοελληνικών αξιών, εναντίον της υπόστασής τους. Αλλά ας το εξηγήσουμε καλύτερα αυτό:

Ένας πατέρας τιμωρητικός είναι δυνατόν ν’ αναχαιτιστεί από έναν πατέρα συμπονετικό και προστατευτικό.

Ένας πατέρας απορριπτικός, εναντίον ενός ακαμάτη και ανόητου μαθητή, δύναται να περιοριστεί από έναν πατέρα καταδεχτικό και γεμάτο καλοσύνη, ο οποίος δεν προβάλλει «παράλογες αξιώσεις», παρά μόνο ανοίγει τις αγκάλες του και συγχωρεί τις αμαρτίες που τα τέκνα του διαπράττουν, όταν αυτά μετανοιωμένα επανέρχονται στη νόμιμη οδό, εναποθέτοντας τους φόβους και τις αγωνίες τους, κάτω από την προστασία που προσφέρουν οι τεράστιες και γεμάτες αγάπη φτερούγες τους,

τότε αυτός ο πατέρας μετατρέπεται σε μία φιλόστοργη Μητέρα, η οποία δέχεται πίσω στις αγκάλες της το απολωλός πρόβατο, το οποίο απέτυχε να ανταποκριθεί στις αξιώσεις και τις επιταγές ενός καταβροχθιστικού και πρωτόγονου φροϋδικού Πατέρα,

κρύβοντας θεραπευτικά και λυτρωτικά, κάτω από τα «άμφια» της άφεσης των αμαρτιών και μέσω της λειτουργίας της άρνησης των ενδόμυχων επιθυμιών, την έλξη του παιδιού προς έναν πατέρα, ο οποίος γίνεται χειραγωγήσιμος και επικοινωνιακά προσβάσιμος, μέσα από τη συμβολική, για τον ψυχισμό, λειτουργία του σεξουαλικού καναλιού.

Όλα όσα είπα έως τώρα, πιθανά να ηχούν στ’ αυτιά σας αρκετά περίεργα, έως και λίγο πιθανά.

Θα κλείσω, παρ’ όλα αυτά, επαναλαμβάνοντας μία βασική μου πεποίθηση. Μπορεί όλα τούτα να μην αφορούν κάθε άνθρωπο που επικαλείται τις αρχαίες προσωπικότητες, για να υποστηρίξει λίγο καλύτερα τον εαυτό του και ο οποίος έχει λίγο πολύ μπολιαστεί με αυτή τη ρητορική, από τα γενοφάσκια του, όμως ο φανατισμός, όταν εκδηλώνεται, πρέπει να θέτει υποψίες, για τις προσωπικές ανάγκες που εκπληρώνει ο φορέας τέτοιας έντασης και τέτοιας ποιότητας πεποιθήσεων.

Οι άνθρωποι οι οποίοι αφενός αναζητούν τη γνώση, απ’ όπου και αν αυτή προέρχεται ή/και αφετέρου έχουν μεταβολίσει ψυχοπνευματικά τις ουσιαστικές αξίες της παραπάνω θρησκευτικής πίστης, νοιώθουν μηδαμινή ανάγκη να τα διατυμπανίζουν όλα αυτά, χαστουκίζοντας παράλληλα, με όλα τούτα, τα πρόσωπα των «εχθρών» τους, καρπωνόμενοι δε τα οφέλη της θέσης ενός «τέκνου εκλεκτού»... της κοινωνίας ή του θεού,

παρά μόνο πράττουν, σύμφωνα με μία αέναη και διαλεκτικού τύπου νοηματοδότηση όλων όσων παραλαμβάνουν, τιμώντας κάθε φορά τους εαυτούς τους και όλους όσοι αποδέχονται και καταδέχονται να παραλαμβάνουν τη σκυτάλη από τους προηγούμενους, προκειμένου να συμπληρώσουν ή να διορθώσουν τη γνώση, εκείνη που θα μας κάνει περισσότερο ικανοποιημένους, ίσως και λίγο ευτυχισμένους και ασφαλώς

...λιγότερο υπαρξιακά απομονωμένους...

Καλό σας βράδυ

© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')