Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ : Σχετικές υποθέσεις


(Οι πίνακες είναι του Osvaldo Guayassamin)


Όταν οι ειδικοί, στο χώρο της ψυχικής υγείας, προβαίνουν σε διαφορική διάγνωση, υποθέτω πως θα προσκρούσουν, πάνω σε τρεις τουλάχιστον σκόπελους που αφορούν σε:

- Ποιο είναι το υποκείμενο και ποιο το αντικείμενο της έρευνας
- Ποιο είναι το διαγνωστικό κριτήριο που θα χρησιμοποιηθεί
- Ποιας φύσεως και πόσο άρτια είναι η θεωρητική κατάρτιση και η κλινική εμπειρία του ενδιαφερομένου ως θεραπευτή και ως θεραπευομένου

Το πρώτο αφορά στην αντικειμενικότητα του ενεργούντος προσώπου, του Υποκειμένου δηλαδή. Η αντικειμενικότητα κάποιου αφενός μπορεί να περισταλεί από το ατομικό ιστορικό, αφετέρου να επηρεαστεί από το πρόσωπο, για το οποίο καλείται να προβεί σε διάγνωση του προβλήματός του.
Ακόμη και ένας ειδικός θα αντιμετωπίσει δυσκολίες, όταν προβαίνει σε αυτοδιάγνωση, λόγω του ότι συνιστά το υποκείμενο και το αντικείμενο της έρευνας.
Σε άλλη περίπτωση, ενδέχεται ο ασθενής να του διακινήσει μεταβιβαστικά άλυτα δικά του ζητήματα, πράγμα το οποίο θα επιδράσει δυσμενώς στην αξιολόγησή του. Και σίγουρα αυτή η αξιολόγηση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, όταν ο ειδικός είναι μέρος του προβλήματος, δηλαδή όταν προχωράει σε διαφοροδιάγνωση ανθρώπου με το οποίο συσχετίζεται προσωπικά.

Το δεύτερο αφορά στην αντικειμενικότητα του διαγνωστικού εργαλείου. Εδώ θα κάνω τέσσερις παρατηρήσεις :
Βάσει μίας ακραίας άποψης, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως κανένα διαγνωστικό εργαλείο δεν είναι αντικειμενικό, υπό την έννοια πως θα σχετικοποιήσει ποσοτικά, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο εμφανώς, την ψυχική υγεία, σύμφωνα με μία νόρμα που θεωρείται ότι περιγράφει το μέσο φυσιολογικό. Ό,τι όμως είναι μέσο, δεν είναι υποχρεωτικά και φυσιολογικό. Αν, επί παραδείγματι, ο στατιστικός πληθυσμός μίας έρευνας αποτελούνταν από τα μέλη του “isis”, τότε το μέσο φυσιολογικό θα προερχόνταν από αυτούς, το οποίο θα ήταν επιπλέον διαφορετικό, από οποιοδήποτε άλλο μέσο φυσιολογικό. Οι διαφορετικές σταθμίσεις, των ερωτηματολογίων εξάλλου αυτό αποδεικνύουν. Πως δεν υφίσταται ένα και μοναδικό μέσο φυσιολογικό. Στην ουσία υφίστανται πολλά «μέσα», ενώ η έννοια «φυσιολογικό» είναι αρκετά αξιολογική. Βέβαια, όπως προείπα, αυτή είναι μία ακραία άποψη -αν λάβουμε μάλιστα υπόψη τις ομοιότητες μεταξύ των ανθρώπων- που αν την υιοθετούσαμε εντελώς θα ζούσαμε στο χάος ή μάλλον δεν θα ζούσαμε καθόλου.
Εκτός των ποσοτικών κριτηρίων τα διαγνωστικά εργαλεία χρησιμοποιούν και ποιοτικά κριτήρια επισημαίνοντας τις επιπτώσεις από την έκπτωση της λειτουργικότητας ενός ανθρώπου. Αυτό βέβαια δεν τα κάνει και πάλι απόλυτα  αντικειμενικά, διότι η λειτουργικότητα ενός ανθρώπου κρίνεται μέσα σ’ ένα πολιτιστικό περιβάλλον. Σκεφτείτε λόγου χάρη την περίπτωση να αξιολογείται η ψυχική σας υγεία ή προσαρμογή, ενώ τελείτε, υπό καθεστώς σχετικής ομηρίας, ως μέλος της κοινότητας του isis. Βέβαια, ο στόχος είναι ακριβώς αυτός και θα ήταν αδύνατο να γίνει και αλλιώς. Δηλαδή, να επιτύχει ένας άνθρωπος την προσαρμογή του, μέσα σ’ ένα πολιτιστικό περιβάλλον. Έχει σημασία όμως, όταν προβαίνουμε σε τέτοιες θεωρήσεις, να λαμβάνουμε υπόψη και την συστημική προοπτική, που προσφέρει ενδείξεις, για το τι συνιστά ή εξυπηρετεί την λειτουργικότητα των όρων ενός οικοσυστήματος.
Πέραν των προηγουμένων, το ίδιο το διαγνωστικό εργαλείο συνιστά μία «θεσμική εκδραμάτιση», όπως επίσης μία «θεσμική διαδραμάτιση», που δεν έχει πάντα θετικά αποτελέσματα, κυρίως μέσω της συμβολής της στη θεωρητική πλαισίωση και κατ’ επέκταση την εξέλιξη της νόσου. Το διαγνωστικό εργαλείο φέρει μία θεσμική μεταβίβαση στη θεραπεία, ανάλογη με τη μεταβίβαση του ειδικού, στο θεραπευτικό πλαίσιο, και λειτουργεί στο πλαίσιο ενός θεσμού, ο οποίος καλείται να «απενοχοποιήσει» (χωρίς να ξέρουμε αν τα έχει καταφέρει…) τον εαυτό του και να τον τοποθετήσει, από τη θέση του Θύτη και του Κριτή, στη θέση του Σωτήρα. Τούτο, από τη φύση του, είναι κατά κάποιον τρόπο ψυχωσικό.
Προσωπικώς προσπαθώ να αποφεύγω την εγκατάσταση μου, μέσα στις θεωρητικές κατασκευές των ψυχιατρικών εργαλείων, παρ’ ότι πάντα κάνω τη βόλτα μου από εκεί. Και τούτο, διότι κρίνω πως η πολιτογράφηση ενός ανθρώπου, με δυσκολίες, μέσα σε τέτοιες περιοχές, όχι μόνο είναι αρκετά άδικη -λόγω των προρηθέντων, αλλά και της φαινομενολογίας που τις χαρακτηρίζει- είναι και περιοριστική, πράγμα το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αναχαίτιση το ψυχικό δυναμικό. Η ίδια προτιμώ τον ιδιαίτερα περιεκτικό και θεωρητικό κανόνα, πως οι άνθρωποι πρέπει να αξιολογούμαστε για τη δυναμική μας να εξαντλήσουμε τα όρια της ύπαρξής μας. Οι επιλογές μας (συνειδητές ή ασύνειδες) θα μας οδηγήσουν σε αυτό ή θα μας εμποδίσουν. Υποθέτω, παρ’ όλα αυτά, πως κανένας, σίγουρα ούτε εγώ, δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει θεραπευτικά, εάν δεν μπει, σε κάποιο βαθμό, στη φιλοσοφία της διάγνωσης, ώστε να μπορέσει να τακτοποιήσει τη συμπτωματολογία. Θα πρέπει όμως να διαθέτει επίγνωση των παραπάνω σκόπελων και να δείχνει τον πρέποντα σεβασμό στις ανάγκες και τους στόχους έκαστου θεραπευομένου. Για έναν θεραπευόμενο, η μόνη αξία που ενδέχεται να έχει η διάγνωση των προβλημάτων του είναι παρόμοιας υφής. Να ερμηνεύει δηλαδή καταλληλότερα τις εκδηλώσεις του, ώστε να μην αποδίδει τις δυσχέρειές του σε παράγοντες που υποσκάπτουν την κοινωνική του ζωή.


Ας περάσουμε τέλος στο τρίτο που έχει να κάνει με την αντικειμενικότητα του Ειδήμονα. Ένας ειδήμονας πρέπει να διαθέτει θεωρητική κατάρτιση και σχετική κλινική εμπειρία στη διάγνωση και τη διαφοροδιάγνωση κυρίως. Το πρώτο θα καθορίσει το διαγνωστικό εργαλείο που θα επιλέξει, καθώς επίσης και τη φιλοσοφία του για τη φύση του ανθρώπου. Όλα αυτά με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε συγκεκριμένες θεραπευτικές επιλογές, διαφορετικές από εκείνες ενός άλλου συναδέλφου. Η κλινική εμπειρία, από την άλλη, προϋποθέτει, πέραν της σχετικής κλινικής ενασχόλησης, την εποπτεία και την ατομική βιωματική εργασία ή αλλιώς την ατομική ψυχοθεραπεία.
Η συμβολή της ατομικής ψυχοθεραπείας έγκειται στο γεγονός πως ένας «θεραπευμένος» θεραπευτής έχει ήδη εμπειρία «εντοπισμού», θα έλεγα χρησιμοποιώντας έναν δικό μου όρο. Αυτό δε σημαίνει ασφαλώς πως θα πρέπει να έχει προϋπάρξει σχιζοφρενής, αν πρόκειται να διαγνώσει σχιζοφρένεια ή μανιοκαταθλιπτικός, αν πρόκειται να διαγνώσει διπολική κ.ο.κ. Σημαίνει απλά πως έχει μία κάποια εμπειρία στην ερμηνεία συμπτωμάτων και στην προσοχή που πρέπει να δίνει, όταν πρόκειται να κάνει διαγνωστικές επιλογές, βάσει κριτηρίων.

Ας θέσουμε τώρα ένα παράδειγμα :
Αν κάποιος διαγνώσει ψυχαναγκαστική, καταναγκαστική διαταραχή, ενδέχεται να έχει αναγάγει συνοδά συμπτώματα σε κυρίαρχο ψυχικό περιβάλλον του, υπό διάγνωση, προσώπου.
Ο καταναγκασμός και ο ψυχαναγκασμός (του πιο πάνω παραδείγματος), μπορεί να εκδηλώνονται (ας υποθέσουμε) με στοματικές εκδραματίσεις, με ακατάπαυστα αιτήματα, μέσα στα διαφυλικά πλαίσια, ή μέσω της προσπάθειας εξυγίανσης επιθυμιών που εισβάλουν στη σκέψη και κρίνονται ανάρμοστες.
Αυτές οι συμπεριφορικές εκδηλώσεις ενδέχεται να συνιστούν κάποιες εκδραματίσεις μίας υποκείμενης ψυχολογίας και οι οποίες έχουν λάβει την παραμετροποίησή τους πολιτιστικά, δηλαδή, μέσα σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο ο(οι) κηδεμόνας(ες) απευθύνει συστηματικά αιτήματα (που σχετίζονται με τα δικά του τραύματα), προς το παιδί του, και τα οποία ξεπερνούν τις ψυχικές του ικανότητες να τα μεταβολίζει.
Αυτές λοιπόν οι ψυχαναγκαστικές και καταναγκαστικές πρακτικές, όπως οι παραπάνω,
ενδέχεται να «μιμούνται» ασύνειδα τις πρακτικές του κηδεμόνα και να συνιστούν επίθεση ενάντια στο πλαίσιο αιτημάτων, για δύναμη, τελειότητα, έλεγχο και αρτιότητα, που σφυροκοπούν και οφείλει να δείχνει το παιδί, για να αισθάνεται ο κηδεμόνας του ικανοποιημένος. Όπως επίσης είναι πιθανό οι ανάρμοστες σκέψεις να προέρχονται από την ενοχική επένδυση των συναισθημάτων ενός ανθρώπου απέναντι σε άλλους, καθώς ταυτίζεται μαζί τους (αναβιώνοντας την παιδική του ανημπόρια), και επιδιώκει να τους ελέγχει και να τους βοηθά. Η συμβολική εναντίωση στον γονέα και η υποτιθέμενη καπήλευση του ρόλου αυτού, μέσω της παροχής βοήθειας, υπέρ του αδυνάμου, και η έλξη για τον αδύναμο, η οποία προκαλείται από την επιθυμία ελέγχου αυτού (ώστε ο ενδιαφερόμενος να νοιώθει δυνατός) δημιουργούν την ενοχή.
Η ουσία όμως μπορεί να βασίζεται σε μία άλλη ψυχολογική βάση, ενώ η προηγούμενη συμπτωματολογία να προκύπτει δευτερογενώς. Έχω την εντύπωση πως οι επιτυχημένες «διαγνώσεις» βασίζονται (μεταξύ άλλων) στην εντόπιση του κυρίαρχου «νοήματος» της ζωής ενός ανθρώπου,  αυτού δηλαδή που έχει βασικά ανάγκη και το οποίο δημιουργεί τα διάφορα μοτίβα στη ζωή του, τις προμηθεϊκές επαναλήψεις που το ταλανίζουν, καθώς επίσης και τις άμυνές του.

Υποθέτω πως, για να μπορέσει ένας θεραπευτής να εντοπίσει την ουσία της υποκείμενης ψυχολογίας και να ορίσει το πρόβλημα, -το οποίο ενδέχεται να ταξινομείται με διαφορετικούς τρόπους, από το ένα διαγνωστικό εργαλείο στο άλλο- θα πρέπει να κινείται με αρκετή άνεση, μέσα στα ψυχιατρικά εργαλεία, αλλά και με αρκετή ελευθερία και ευελιξία, ώστε να μην γραπώνεται εύκολα από ένα σημείο, πράγμα το οποίο θα του επιτρέψει να αντιμετωπίζει το όποιο ζήτημα συνολικά και ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο.



© 2016 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')