Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Τα εργαλεία της ψυχοθεραπείας


Κάποιες έννοιες, παρ’ ότι φαίνεται να έχουν αποκτήσει μία «μουσειακή αξία», θέτουν εντούτοις στο διανοητικό φακό ανθρώπινες λειτουργικότητες που είναι κατ' ανάγκη διαχρονικές και θα ήταν σκόπιμο, κατ' εμέ, να ενταχθούν οργανικά και να προσαρμοστούν εργαλειακά στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία, ψυχαναλυτικού τύπου ασφαλώς.

Λένε… «με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Εγώ βέβαια δεν υπήρξα διόλου διορατική δασκάλα έως τώρα, και δεν βλέπω να τα καταφέρνω και ποτέ, μάλλον ικανή «συνοδοιπόρος» για εκείνους που διαθέτουν ψυχική ποιότητα και αξία, άλλοι όμως είναι ή ήταν...

Τούτη λοιπόν ή λαϊκή ρήση έρχεται σε συνάφεια με τη δική μου διαπίστωση πως οι ψυχαναλυτές, στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, «πασάρουν ο ένας το “κουσούρι” του στον άλλο». Αυτό δεν είναι πάντοτε κακό, αρκεί να γίνεται πραγματεύσιμο από τα μέλη της θεραπευτικής δυάδας και να αποφεύγονται οι «αιμομικτικού» τύπου εμπλοκές, με όλες τις …ειδικές…, της «σχέσης», εξαιρέσεις…


Γιώργος Μποτονάκης

Αυτό που παράλληλα και σταδιακά θα ενισχύσει το ψυχοθεραπευτικό προσκδοκώμενο είναι η καλλιέργεια της «…ικανότητας…» (ας μην συγχέουμε εδώ την έννοια αυτή με εκείνες που αφορούν στις γνωσιοσυμπεριφοριστικές τεχνικές και στρατηγικές που είναι άλλης τάξης θέμα και διαφορετικής εργαλειακής αξίας) του «υποκειμένου» να συγκροτεί το «χρέος» του, πράγμα διόλου αυτονόητο για τους περισσότερους ανθρώπους. Αυτή η διάσταση του χρέους έγινε σε μένα αντιληπτή και αποσαφηνίστηκε μακροχρόνια στις ψυχαναλυτικές μου διαδρομές και εύχομαι να συνεχίσει να τροφοδοτεί την ψυχοδιανοητική μου υπόσταση στις «νεοσύστατές» μου διαδρομές.

Τούτο προέκυπτε μέσα από μηχανισμούς που διέπουν τη λειτουργία της ψυχαναλυτικής δυάδας -ως χαρακτηρολογικό όμως δεδομένο του «αντικειμένου» της ψυχοθεραπευτικής εργασίας, ακόμη και όταν αυτό ήτανε ή είναι απόν-, λόγω της μεταβιβαστικής λειτουργίας και της μεταβολικής δραστηριότητας του αντικειμένου της ψυχαναλυτικής δυάδας, έτσι όπως αυτά τα δύο διαδραματίζονταν στον ψυχαναλυτικό, μεταβατικό χώρο και λιγότερο ως συνειδητή τού αντικειμένου επιλογή.

Σημασία έχει πως το δεδομένο αυτό φέρνει στο ψυχοθεραπευτικό «φως» το γεγονός πως η καλλιέργεια -μεταξύ άλλων…- της ικανότητας του υποκειμένου να ανακαλύπτει και να εξευρίσκει το «χρέος» που αναλογεί στης δικής του τάξης «…έργα…» είναι αυτό που θα καλλιεργήσει διαφορετικά από τα προϋπάρχοντα σε αυτό «σενάρια», θα μεταφέρει σταδιακά σε έναν άλλο «τόπο» την «ιστορία» της ζωής του και θα οικονομήσει προοδευτικά τη «λύτρωσή» του.

Ποιοι θα μπορούσαν λοιπόν να είναι αυτοί οι διαφορετικοί, οι «νεοσύστατοι (για το υποκείμενο) τόποι», για τους οποίους θα ήταν εφικτό να περάσουμε σ' έναν ψυχαναλυτικό λόγο και ποιες είναι οι δυστοκίες που εμποδίζουν από αυτό το τελευταίο να συμβεί; γιατί μιλάμε κυρίως για τις «ιδέες» μας, τις «εγκρίσεις» και τις ψυχοδιανοητικές κατασταλάξεις μας και πολύ λιγότερο για όσα νοιώθουμε ανά πάσα ώρα και στιγμή; γιατί! μιλάμε κυρίως γι' αυτό που μας έχει ήδη συμβεί και όχι γι' αυτό που οσμιζόμαστε ότι θα μπορούσε να μας συμβεί; τι μας εμποδίζει και γιατί απ' όλα αυτά τα παραπάνω;

Γιώργος Μποτονάκης

Είναι σημαντικό όχι μόνο να περάσουμε στη δόμηση ενός «χρέους», βάσει ενός δυναμικού εσωτερικού εγκριτικού, αλλά και κατ' επέκταση να καταφέρνουμε κυρίως να το στοιχειοθετούμε, όπως κάνουμε με τους στόχους σε κάθε πραγματική επιστημονική εργασία, όσοι βεβαίως λειτουργούμε επιστημονικά. Αυτό μπορεί να γίνεται μέσα από διαδικασίες «…περάσματος…», οι οποίες θα δραστηριοποιήσουν και θα κινητοποιήσουν την οργανωτική διάθεση, τον έλεγχο και την εποπτεία του συνειδητού, χωρίς το οποίο τίποτα δεν μπορεί να γίνει.

…όπως είπε και μία μυθική φιγούρα, σε μία σχετική αλληγορία,

«εγώ έχω ήδη παραλάβει το χρέος το δικό μου..., κι εσύ έχεις τώρα παραλάβει το χρέος το δικό σου…, εάν δεν βρεις ο ίδιος τον τρόπο να το εκπληρώσεις… τότε κανείς δεν θα μπορέσει να το κάνει…


© 2020, Ελένη Κανακάκη, Ψυχολόγος

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Φόβος θανάτου


Η αμφιταλάντευση πάνω στα διαπροσωπικά κοινοπρακτικά δεν έρχεται κατ’ ανάγκη σε αντίθεση με μία προσανατολισμένη διαπροσωπική εμπιστοσύνη (παρ’ ότι αναδεικνύεται εδώ η σκοπιμότητα της ψυχαναλυτικής προσπέλασης του ζητήματος της μονιμότητας του αντικειμένου που έχει διερευνηθεί στο πλαίσιο της αναπτυξιακής θεωρίας), όταν αυτή η ψυχική στάση παραμένει αρκετά σταθερή στην υπηρεσία διευθέτησης των ψυχικών επιδιώξεων και νοηματοδοτήσεων.

Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πως η διαπροσωπική εμπιστοσύνη (για ένα καλοκάγαθο και όχι κακόβουλο (θανατερό) αντικείμενο) μπορεί να δομηθεί σταδιακά, στο βαθμό που δομείται η ενδοατομική εμπιστοσύνη, κατά συνέπεια, στο βαθμό που μπαίνουν στο μικροσκόπιο και αναλύονται οι «μεταφράσεις» (από το υποκείμενο) των υπερκείμενων συμβολισμών της «παντοδυναμίας» και του «φθόνου».

Τούτο σημαίνει πως αυτό που ακριβώς μας ενδιαφέρει είναι ο βαθμός στον οποίο έχουν αναλυθεί οι μεταφράσεις αυτών των δύο σε ατομικούς ψυχικούς σταθμούς, οι οποίοι κατοχυρώνουν και επεκτείνουν τα «ιδιωτικά» νοήματα ζωής, τα οποία εκ νέου θα διαμορφώσουν τις ψυχικές και συμπεριφορικές τους εκβολές.

Salvador Dali

Με λόγια απλά, δύο πράγματα μας ενδιαφέρουν: Αφενός οι διαφορετικές εξελικτικές -για την ατομική ιστορία- μεταφράσεις, από το ίδιο το υποκείμενο, αυτών των υπερκείμενων βρεφικών συμβολισμών, σε ατομικά βιώματα, τα οποία εμπεριέχουν ψυχικά, συναισθηματικά, διανοητικά και κατόπιν διαπροσωπικά, κοινωνικά και ασφαλώς συμπεριφορικά δεδομένα. Αφετέρου, ο βαθμός στον οποίο ένα πρόσωπο έχει επιτύχει το διαχωρισμό του από το αντικείμενό του και την ταύτιση μαζί του, πράγμα που συνεπάγεται έναν παντοδύναμο έλεγχο αυτού, ως εκ τούτου το διαχωρισμό του αντικειμένου του από τα δικά του ψυχικά μέρη τα οποία συγκροτούν περισσότερο ή λιγότερο αποδεκτές αναπαραστάσεις του ψυχικού του εαυτού και τελεσίδικα του εαυτού στο σύνολό του εν γένει.

«…είμαστε μαζί, αλλά δεν παύουμε να είμαστε και χωριστοί…γι’ αυτό και μπορώ να είμαι για ‘σένα αυτό που τώρα είμαι…»

Οι ψυχολογικές θεωρίες είναι απόλυτα αναγκαίο να εκκινούν από τα δεδομένα της κλινικής και της έρευνας, ακόμη και όταν το εφαλτήριό τους είναι η «επιφοίτηση» και ο όρος αυτός δεν εμπεριέχει κάποια ειρωνεία. Σε κάθε περίπτωση, η θεωρία εξελίσσεται άρτι εμφανισθείσα, χρήζει κατά κανόνα επιπλέον υλικού…, ενώ αυτό που ενδιαφέρει στην κλινική πράξη είναι η εξατομίκευση και η επικαιροποίησή της στα διαχρονικά και συγχρονικά δεδομένα του ατόμου. Αυτό δηλαδή που γίνεται εμμέσως αντικείμενο της κλινικής «διερεύνησης» και ανάλυσης είναι ο τρόπος με τον οποίο η «θεωρία» «συναντάται» και «εκβάλει» στο παρόν και ακόμη περισσότερο στο «εδώ και τώρα» του υποκειμένου. …τι κάνει δηλαδή το υποκείμενο;…

"Κάνατε πολύ καλά και περάσατε πρώτα από το χώρο της φιλοσοφίας, κ. Κανακάκη", μου είχε δηλώσει ο κ. Μποτονάκης,* "η ψυχανάλυση έχει τελευταία κλειστεί πολύ στον εαυτό της"

Τι Προϋποθέτει, λόχου χάρη, στην πορεία της ατομικής ιστορίας, το «μίσος» ή ο «φθόνος» ή ο «φόβος» του υποκειμένου; ποιος ακριβώς είναι αυτός ο φόβος; πως διαφοροποιείται και εκφέρεται; πως στοιχειοθετείται σε «γεγονότα-βιώματα-σενάρια» ζωής και πως μπαίνει σε μοτίβα και σε μονοσήμαντες αντιστάσεις και σε ποιες «δεξαμενές» εκβάλει; πως συντηρείται; σε τι έγκειται δηλαδή το βαθύτερο νόημά του για το υποκείμενο; οπότε, ποια είναι η ουσία του και τα ουσιώδη (όχι τα συμπεριφορικά) τελεσίδικά του για το υποκείμενο; και τέλος, τι συνεπάγεται ή συνεπιφέρει όχι μόνο ως συμπεριφορικό, κοινωνικό ή διαπροσωπικό αντίκτυπο, ακόμη περισσότερο στη χάλκευση καινούργιων νοημάτων τα οποία, μέσω μηχανισμών που εκτυλίσσονται κατά την ανατροφή και την πολιτισμική δημιουργικότητα, λειτουργούν ανανεωτικά στον εμπλουτισμό των μοτίβων που ήδη προϋπάρχουν, ορίζοντας καλώς ή κακώς τα «όρια» και τα «πλαίσια» λειτουργίας και τις «αξίες» του υποκειμένου; Όλα τούτα χρήζουν ψυχαναλυτικής (βιωματικής) κατά κανόνα διερεύνησης, ώστε να μην καταλήξουν (ως απαντήσεις) να συμπεριληφθούν στις γνωστικές άμυνες του ατόμου, όπως είναι η εξορθολόγηση, η τεχνολόγηση και η διανοητικοποίηση.

Τα όρια λειτουργίας του υποκειμένου δεν άπτονται, κατά τη γνώμη μου, της ηθικής φιλοσοφίας γενικώς ή του υποκειμένου ειδικώς, μάλλον της πρακτικής λειτουργίας του, κατά συνέπεια και κυρίαρχα της αισθητικής του και της αισθητικής ποιότητάς του. Το οποίον:

«…τι είναι αυτό που αναζητώ, ως αξία ύπαρξης, για μένα από τη ζωή;…».

Εν κατακλείδι, οι θεωρητικές εφαρμογές δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να στερούνται της εξατομίκευσής τους, η οποία συνεπάγεται τη διερεύνηση των ατομικών σταθμών, δηλαδή των προϋποθέσεων, ως ενορμητικά παράγωγα, σε συνδυασμό με τις ενδοψυχικές και ενδοπροσωπικές και αρκετά κατόπιν τις «εξωπροσωπικές» τους εκβολές και διακυμάνσεις.


Όταν το ασυνείδητο εισδύει απαλά στην καρδιά του συνειδητού,
τότε ο χρόνος υπεξαιρεί μέσα στο Θάνατο τη γόνιμή του αξία


* Ο κ. Γιώργος Μποτονάκης ήταν ψυχίατρος & ψυχαναλυτής, με πλούσια καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και κοινωνική προσφορά


© 2020, Ελένη Κανακάκη, Ψυχολόγος

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Τα πιο ωραία μάτια


(Το δίπολο της ενοχής)
  
 
Τρία μυθοπλαστικά δεδομένα συνθέτουν το εφαλτήριο αυτής της «πραγματείας» :
Η θλιβερή διαπίστωση που έκανε ο επιθεωρητής Maigret στον διεφθαρμένο συνάδελφο και άσπονδο φίλο, «…δεν ξέρεις να διαβάζεις τους ανθρώπους…»
Η υπόρρητη καταγγελία για ναρκισσιστική ταύτιση του ψυχαναλυτικού αντικειμένου (ήτοι του επιθεωρητή) με τον ίδιο του τον εαυτό
Η συναισθηματική του ταύτιση με το Alter Ego του, όταν αυτό του εξομολογήθηκε την απώλειά του…, «…είχα έναν άνθρωπο δικό μου, τον μοναδικό... και τον έχασα και αυτόν…»

---------------------------

Οι αστυνομικές ταινίες μυστηρίου, όταν η πλοκή τους περπατάει πάνω σε σοβαρά ψυχογραφικά δεδομένα των συντελεστών της υπόθεσης (και όχι ασφαλώς αυτές στις οποίες ανακαλύπτεις τον φόνο και αποκαλύπτεις τον δολοφόνο πριν να έχει ο φόνος καν διαπραχθεί), παρουσιάζουν ιδιαίτερο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον.

Σε μία από τις νουβέλες του Georges Simenon, ο επιθεωρητής Maigret ξετυλίγει πιο ξεκάθαρα το κουβάρι του εγκλήματος και της διαστροφής, όταν μία από τους βασικούς συντελεστές του εγκλήματος αποπειράται να τον ...αποπλανήσει... Αυτή η παρωχημένη στρατηγική υπονόμευσε τον όλο σχεδιασμό της, ο οποίος βασίζονταν στην προβολή της «κανονιστικής» (δηλαδή προκρούστειας) και της «διωκτικής» (κατ’ ανάγκη) «ενοχής» της στο σύζυγό της που παρουσιάζονταν ως αδερφός της, η οποία (ενοχή) στη διπλή της φύση ανδρώθηκε κατά την ατομική ιστορική πορεία που συμπεριέλαβε μεταξύ άλλων την εκπόρνευσή της και ψυχολογικά εκκόλαψε τον οίκτο και το μίσος για τον εαυτό της.


Αυτή η ενοχή την οδήγησε στην εξύφανση ενός σχεδίου καταστροφής του συζύγου της και, μέσω της προβλητικής ταύτισης με αυτόν, στην ψυχολογική και συμβολική καταστροφή της ίδιας της τής ύπαρξης. Όλος αυτός ο τρόπος διαφυλικής συσχέτισης μεταξύ των δύο συζύγων μπορεί τελεσίδικα να περιγραφεί, δηλαδή εκ των πραγμάτων (το τονίζω αυτό, για να αποφευχθεί η υπόθεση του κυκλικού ορισμού), ως σαδομαζοχιστική σύνδεση μεταξύ των μερών και ο βαθύτερος στόχος της σφυρηλάτησης  αυτού του διαφυλικού σχήματος  στοιχειοθετείται δυναμικά στην εξολόθρευση και τον δύο μερών (μηχανορραφία του σαδιστικού Υπερεγώ), πράγμα που με κάποιον τρόπο επετεύχθη…

Βλέπετε, στη διαταραχή προσωπικότητας οι «αποκλίνουσες» ανάγκες των ατόμων οδηγούν σε τέτοια αμετροέπεια, ώστε να συναντάει κάποιος κατεξοχήν τα δύο άκρα του «όλα» ή «τίποτα» στις συμπεριφορικές εκβολές και κυρίως στις εκδραματίσεις. Πρόκειται για ένα δίπολο που ουσιαστικά θα εξυπηρετήσει μία κατά βάθος επιθυμητή αυτοκαταστροφή ή το σαμποτάζ του εαυτού, όταν το «όλα» είναι κατά κανόνα ανέφικτο και ως πραγματικότητα και ως θεραπευτική αξία ή αγωγή για το υποκείμενο τραύμα.

Η διαφοροποίησή μου εδώ από τη φροϋδική θεωρία έγκειται στο γεγονός πως το υποβόσκον «ένστικτο του θανάτου» δεν συνιστά ένστικτο στη δική μου ψυχολογική θεωρία, αλλά παθολογία ενταγμένη κυρίως στις διαταραχές του άξονα ΙΙ…

Αυτήν ακριβώς την ενοχή ο συνεργάτης και εραστής της ηθικής αυτουργού και συνάδελφος του επιθεωρητή Maigret αποπειράθηκε να προβάλλει στον ίδιο πλέον τον επιθεωρητή, όταν ο πρώτος κατηγόρησε τον δεύτερο για κοινωνική βλακεία και δονκιχωτισμό, λίγο πριν ο τελευταίος του αποκαλύψει όχι μόνο πως υπήρξε παίγνιο στα χέρια της ερωμένης του («…Δεν ξέρεις να διαβάζεις τους ανθρώπους…»), αλλά και κατάμουτρα τα κακουργήματά του.


Σε αυτή την ψυχολογική πρακτική συναντάμε δύο κανάλια προβολής. Σε πρώτη φάση ο συνάδελφος του επιθεωρητή κάνει μία προσπάθεια να εξεύρει μία αιτιολογία για τον εαυτό του, για την απουσία ικανότητας να οργανώνει λειτουργικά τη ζωή, δηλώνοντας χλευαστικά στον επιθεωρητή, «δεν είναι πως εγώ είμαι διεστραμμένος, αλλά πως εσύ ένας κοινωνικός βλάκας». Παράλληλα, οργανώνει και εξαπολύει μία επίθεση, όπου η προβαλλόμενη ενοχή αναζητάει ένα alter ego, ώστε να το εμπλέξει εξίσου στο πιο πάνω περιγραφέν σαδομαζοχιστικό σχήμα και να το υπονομεύσει, αλλά ματαίως…

Ο επιθεωρητής Maigret είναι πάντοτε μόνος στην εργασία που αναλαμβάνει. Πιο σωστά είναι ιδιαζόντως ψυχολογικά και πνευματικά μόνος, γιατί τελείως μόνος δεν είναι ποτέ κανείς. Και είναι μόνος, όχι μόνο επειδή έχει απεμπολήσει από το ψυχικό πλαίσιο αναγκών την καπήλευση της αληθείας, για να τη διασπείρει όπως ο ίδιος θα ήταν δυνατό να επιθυμεί, όχι μόνο επειδή «…δεν μοιράζεται την «εξουσία» του…», (την εξουσία του μυαλού του δηλαδή, διότι η συμβατική είναι ήδη μοιρασμένη, κατοχυρωμένη και φυλάσσεται ευλαβικά) κάτι μάλλον ασυνείδητα αντιληπτό στον κύκλο του και …πολλαπλώς ερμηνεύσιμο… αλλά και επειδή η μόνωσή του γίνεται σταδιακά μία αυθεντική επιλογή, κατά το ξεδίπλωμα μίας διαδικασίας από την οποία απεμποελείται προοδευτικά η απρόσφορη ενοχή και ως εκ τούτου ο απρόσφορος τρόμος για την ύπαρξη, ο οίκτος για τον εαυτό και ενδεχομένως και το μίσος, μέσω του οποίου κάποιος δεν πράττει κάτι διαφορετικό από το να επενδύει σε ό,τι δεν τον αφορά.

 Η ενοχή μπορεί να προβληθεί και ως «υπερταύτιση» με ένα πρόσωπο…, όταν ο …φόβος…, ή η …αποστροφή… για το πρόσωπο αυτό γεννούν την ενδοψυχική αμετροέπεια με συμπεριφορικές εκβολές. Και σε αυτή την περίπτωση (όπως παραπάνω δηλαδή) η προβολή της ενοχής πέφτει μέσα σε δύο κανάλια, όπου το ένα διαδέχεται το άλλο:

Μέσω του αντιδραστικού σχηματισμού τα αρνητικά συναισθήματα για ένα πρόσωπο μετατρέπονται σε θετικά και οδηγούν σε υποκατάσταση της υιοθέτησης ενδεδειγμένων ή λειτουργικών σχημάτων διαπροσωπικού συσχετισμού και στάσης ζωής. Ακόμη πιο πέρα, τα αρνητικά συναισθήματα για τον εαυτό (που γεννάει η παραποίηση ή ότι άλλο στην πορεία της ζωής…) προβάλλονται στο αντικείμενο της ταύτισης που βιώνεται πλέον εκείνο ως κακό και εξ’ αυτής της προβολής προκύπτει ο φόβος ή η αποστροφή για το πρόσωπο αυτό.

Η υπερταύτιση με το αντικείμενο «του κακού» λειτουργεί λυτρωτικά για το υποκείμενο, όταν αυτό δεν έχει παγιδευτεί μέσα στη διαστροφή, ώστε να καταλήξει να ενορχηστρώσει χαιρέκακα την καταστροφή του. Γι' αυτό και «εκμαιεύει» κάποια κρυφή χαρά, εάν καταφέρει να τιμωρήσει τον εαυτό του και το αντικείμενο «του κακού», εφόσον δηλαδή το τελευταίο κάνει το σφάλμα «...να παραλάβει...» εν τέλει φίλαυτα και ναρκισσιστικά μία ...θωπεία... που δεν του αναλογεί…

Emilio Sanchez

η ψυχική ταύτιση του ηθοποιού με το ρόλο του εικονογράφησε μέσα στο βλέμμα του  πρώτα το θυμό -όχι ασφαλώς το παράπονο, την κατακραυγή ή την οργή- και έπειτα τη θλίψη -και όχι βέβαια το πένθος, το θρήνο ή την κατάθλιψη-

…και είναι ακριβώς αυτές οι δύο ποιότητες που ανδρώθηκαν και λανθάνουν στο ψυχικό σώμα ενόςinspector, για να στρατολογηθούν κατόπιν ως ψυχονοητικά εφαλτήρια στη σύγχρονη ωριμότητά του…


© 2020, Ελένη Κανακάκη, Ψυχολόγος