Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Η ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


(ΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ)

Ο πεζός και ο έμμετρος λόγος συγκροτούν και συμπυκνώνουν τα ατομικά νοήματα του υποκειμένου, σε κάποιες περιπτώσεις και την γνωσιολογία του, δηλαδή την "επιστήμη" του (ένα σύστημα του "σκέπτεσθαι"). Προς περαιτέρω χρήση...

Παρατίθενται κάποια δείγματα λόγου, για το ψυχογραφικό τους υπόβαθρο, προς περαιτέρω επίσης χρήση...



Ο θυμός

Κάποιες φορές ...η "μοναξιά"... μού επιβάλει μία αδήριτη τιμωρία.
Έτσι που στέλνω την ανακύπτουσα οργή μου κατευθείαν μέσα στο σώμα μου
-------
Ελπινίκη Ανωγιαννάκη





Η ευθανασία του έρωτα

τον έρωτα πολλοί νομίζουνε αθάνατο,
πεθαίνει όμως από κάτι…
αν τον ταΐζεις ψίχουλα πώς να μην τον μαράνεις;

και σπεύδεις τα αντίποινα, ξανά, στα μούτρα να του ρίξεις,
σα ‘ρθει για ύστατη φορά τη συνδρομή σου να γυρέψει,
μήπως και βγεις απ’ το άντρο σου, μήπως και καταλάβεις…

τον έρωτα λατρεύουνε πολλοί, σαν να 'τανε Θεός,
αλλά η επιθυμία του δεν μακροημερεύει
αν η δική σου κρύβεται και αν έχει απλά παγιδευτεί,

στα χρέη μιας λαβωμένης αξιοπρεπείας...
-------
Σωκράτης Βουλινάκης




Το κύρος

Μόλις προλίγου ανακάλυψα το κύρος μου στην "ησυχία" μου,
και όχι στη δύναμή μου
-------
Κλεόβουλος Αδάμας





  
Η πεδιάδα με τις μυγδαλιές


και αν κάποιος είναι ερωτεύσιμος για σας,
δεν έχει σθένος ούτε βάρος ο έρωτάς σας αν δεν σας είναι αγαπημένος

και εάν μπορεί ν’ αγαπηθεί από εσάς,
δεν έχει άνθος, ούτε ήλιο η αγάπη αν δεν σας είναι ποθητός

μα πέρα …οπωσδήποτε… απ’ οτιδήποτε ατομικό!
και γύρω από κάθε ιδιάζουσα ατομική ανάγκη,
απλώνεται …απέραντη… η πεδιάδα με τις μυγδαλιές του άλλου
-------
Θεανώ Ανδρομάχου



Η απόλαυση

όταν το μονοπάτι της “απόλαυσης” σβηστεί κάτω από τα αγριόχορτα που βρέθηκαν παντού
και οι σειρήνες των φρουρών βαρέσουνε κατεπειγόντως…
να κλίσουνε οι πύλες της συμβατικής χαράς

τότε για κάτι όντως δεν ελπίζει πλέον κανείς,
ούτε υπάρχει κάτι για να φοβηθεί,
μόνο να βαρεθεί ατάραχα του απομένει

το πιο θανατηφόρο αίσθημα…
που τον καθοδηγεί σχεδόν εκεί όπου κάποιος έχει γεννηθεί,
μήπως και ξανακάνει τη ζωή του, την επομένη απ’ την αρχή
-------
Θεανώ Ανδρομάχου



Edvard Munch

μέσα όμως από το μεταβαλλόμενο και παλλόμενο μαύρο της τέχνης του,
γεννιέται και ξεπετάγεται, ...κατ' ανάγκη..., ένα βροντώδες φως που κινείται προς μύριες κατευθύνσεις,

και αυτή ακριβώς η αδιάφευκτη μεταβολή και κίνηση είναι που μ' ενδιαφέρει
και που συνιστά απαρεγκλίτως την καλλιτεχνική και ψυχική του ουσία
-------------
[Από το σάπιο σώμα μου θα ανθίσουνε λουλούδια και θα είμαι μέσα τους και αυτή είναι η αιωνιότητα
E. Munch]
-------
Ελένη Κανακάκη


Amandi

μία επικοινωνιακή αντίφαση γεννιέται όταν κάποιοι εκδηλώνουν περιττό συναίσθημα,

ενώ κάποιοι άλλοι…
μάλλον λίγο

η συναισθηματική αμετροέπεια και η άμυνα της διανοητικοποίησης έχουνε μέσα τους η μία την άλλη…

είναι πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους να «κατανοούν»
πως τους είναι ωραιότατα μπορετό ν’ αγαπηθούν…
-------
Ελένη Κανακάκη





Το τριζόνι

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
στου γιασεμιού την ευωδιά
στην ερημιά του φεγγαριού
στο κυματάκι του γιαλού
-------
Οδυσσέας Ελύτης






© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')


René Magritte_The Flash



Painters:
Oswaldo Guayasamin
Edvard Munch
Charles-François Daubigny
Phil Greenwood Blossom
Henri Martin
Edward Hopper
Edvard Munch
Paul Cézanne
Unknown

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Ο ΦΟΒΟΣ

Φοβάται, λένε, ο Γιάννης το Θεριό και το Θεριό τον Γιάννη...

Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται ιδιαίτερα να συνεννοηθούν μεταξύ τους, διότι φοβούνται ο ένας τον άλλον, εφόσον έχει προϋπάρξει αμοιβαία εξιδανίκευση. Η εξιδανίκευση εδώ σημαίνει πως κάποιος αντιμετωπίζεται ως ιδιάζουσα, (τρόπον τινά) ισχυρή προσωπικότητα και άρα ως εν δυνάμει απειλητικός.


Το αίσθημα της απειλής μπορεί να εγερθεί λόγω υποκείμενων φόβων «αφανισμού», κυρίως όταν στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση οι άνθρωποι αυτοί γίνονται σχετικώς αμυντικοί (για να ενισχύσουν την αυτοπροστασία τους) και μάλλον δύσκολα προσεγγίσιμοι, ενώ απουσιάζει η ψυχική και η σωματική χαλαρότητα και η χαλαρότητα στην επικοινωνία.

Συνήθως εξιδανικεύουμε ανθρώπους που διαθέτουνε κάποια χαρακτηριστικά, όπως φυσικό κύρος, ομορφιά, δυνατό λόγο και κοφτερό πνεύμα. Άρα, κάποιος γίνεται επιθυμητός γι' αυτά του τα χαρακτηριστικά, η κατάκτησή του από κάποιον άλλο διατρανώνει το κύρος του κατακτητή ο οποίος εξασφαλίζει την προστασία του από τον "δυνατό", παράλληλα όμως ο τελευταίος μπορεί να γίνει και απειλητικός, επειδή μπορεί να εκμηδενίσει, να απορρίψει ή να εγκαταλείψει.
 

Οι φόβοι αφανισμού εξελίσσονται κυρίως από ψυχικά μορφώματα της βρεφικής ηλικίας σε πιο συγκεκριμένες αναπαραστάσεις στην παιδική και αρχίζουν να λαμβάνουν πιο σαφές κοινωνικό περιεχόμενο πριν την εφηβική ηλικία και μετά.

Τα βιώματα απειλής και αφανισμού προξενούν το αίσθημα της ενοχής για την ύπαρξη (γι' αυτόν που δεν είναι αρκετά καλός ή αρκετός, ώστε να αγαπηθεί και να μπορεί να "ανήκει" σε κάποιον) εξαιτίας της εξελισσόμενης (από το φροντιστικό πρόσωπο) «εγκατάλειψης»τρομοκράτησης και απομόνωσης του παιδιού, λόγω της υπερπροστατευτικότητας και του τρόμου των γονέων για τον κόσμο) και αυτό με τη σειρά του εξελίσσει τη λειτουργία του σαδιστικού υπερεγώ...

© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Η ΑΠΟΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΔΙΣΤΙΚΟΥ ΥΠΕΡΕΓΩ


Η επιτυχής εξέλιξη της θεραπείας του ψυχοθεραπευόμενου προϋποθέτει την προσπάθειά του να «ξερνοβολήσει» σταδιακά από τα συκώτια του και από τις ψυχικές του φλέβες το Σαδιστικό Υπερεγώ του, για να μπορέσει να χειραφετήσει την ευθύνη της ζωής του και την ωριμότητά του, από τους ασώματους, αμετροεπείς και «παραμορφωμένους» (από το ίδιο του το σώμα...) κηδεμόνες του.

Το σαδιστικό υπερεγώ είναι μία ψυχολογική αντίδραση, ένας εσωτερικός μηχανισμός καταστολής (με γνωστικά, συναισθηματικά και συγκινησιακά στοιχεία) ο οποίος υπερδραστηριοποιεί παραμαορφώνει και εξατομικεύει την κοινωνική επιταγή, όταν το βάρος της κανονιστικής (προκρούστειας) ενοχής έχει γίνει υπερβολικό. Το σαδιστικό υπερεγώ κατακερματίζει την ενότητα του χρόνου ενός ατόμου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δει

αυτό που ήταν... αυτό που είναι... και αυτό που θα ήθελε να γίνει...

Αυτός ο κατακερματισμός ακυρώνει δύο βασικές λειτουργίες του «εγώ», τη δέσμευση (για την οποία έχω μιλήσει σε πολύ παλαιότερα άρθρα μου) στη «λειτουργική ανάγκη» του εαυτού, αφού δεν υφίσταται αυθεντική γνώση γι' αυτόν, και το συνακόλουθο όραμα για το μέλλον... Άρα, ο άνθρωπος χάνει την ιστορία του η οποία δρομολογεί και στρατολογεί την «επιθυμία» του στη σωματική και ψυχική του επιβίωση μέσα στο περιβάλλον του.

Η χειραφέτηση της ευθύνης από ένα πρόσωπο σημαίνει πως θα πάψει να είναι μόνο παιδί. Πιο συγκεκριμένα, πως θα μπορεί να διατηρεί την παιδική υπόσταση εκείνη που ξυπνάει την επιθυμία στους άλλους να το αγαπήσουν και να τον προστατεύσουν, διατηρώντας όμως την ικανότητα να διαχειρίζεται την πραγματικότητα του ενηλίκου και των αναγκών διαπραγμάτευσης που θέτει η ζωή.

Η παλινδρόμηση στην «τάξη» του παιδιού, με τον μονοσήμαντο, παθολογικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να συμβεί αυτό, απαλλάσσει τα άτομα (...όλα...) από την ευθύνη τους να διαπραγματευτούν τις ανάγκες τους και τις ανάγκες τον άλλων μέσα στο χώρο του πραγματικού και αυτό εξελισσόμενο γίνεται ιδιαίτερα ελκυστικό. Η ψυχοπαθολογία δεν είναι μόνο μία αντίδραση επιβίωσης του οργανισμού, αλλά και μία απόδραση από το μη διαχειρίσιμο περιβάλλον, όταν αφήνεται ανεξέλεγχτη κάθε μορφής οδύνη...

Όσο το σαδιστικό υπερεγώ παραμένει ενεργό στον «υποδόριο ιστό», παράγει σαδιστικό άγχος το οποίο συντονίζεται με το ατομικό νόημα της ψυχοπαθολογίας το οποίο γεννιέται παράλληλα και έτσι οδηγείται κάποιος στο σύμπτωμα. Αυτό σημαίνει πως ο στόχος ενός ατόμου δεν είναι και ακριβώς ο παρακάτω, δηλαδή να το εκδραματίσει, με αποτέλεσμα να το «ενδοβάλει» εκ νέου και έτσι πλέον να φλερτάρει με το αντικοινωνικό και τα μύρια συνεπακόλουθά του, μέσα από τις αναδράσεις και τα αμφίδρομα δρομολόγιά του.

Ο στόχος του είναι να το απονομιμοποιήσει, ούτως ώστε να μην διαμεσολαβεί την επικοινωνία του.

Το ζήτημα αυτό, της απονομιμοποίησης, θα επεξεργαστώ εν ευθέτω χρόνω...



© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Ο ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΙΙ


«Ο θεραπευτής είναι τμήμα του “προβλήματος” του θεραπευομένου του».

Το παραπάνω αποτελεί μία διαπίστωση που εγώ πλέον θέτω αξιωματικά.

Στις θεραπευτικές σχέσεις οι άνθρωποι παραμένουν σε μακροχρόνιες θεραπείες μόνο με τους θεραπευτές οι οποίοι με διάφορους τρόπους τους «ταιριάζουν…» ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα των τελευταίων. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί οι θεραπευτές «εκπληρώνουν», ως ψυχοφυσικές και κοινωνικές οντότητες, το βαθύτερο νόημα του υποκειμένου της θεραπευτικής εργασίας (δηλαδή του θεραπευομένου).

Πέρα από αυτό, οι θεραπευτές θέτουν αδιαμφισβήτητα το δικό τους ασύνειδο αίτημα το οποίο πηγάζει από το προσωπικό οικογενειακό βίωμα και ιστορία, εξίσου θέτουν ξεκάθαρα ένα συνειδητό αίτημα που αφορά στην εύλογη «προσπάθεια της κοινωνικής οντότητας να θεραπεύσει τον εαυτό της». Εξετάζοντας αυτό το ζήτημα προοπτικά, αντιλαμβανόμαστε πως το σύστημα που παράγει το σφάλμα -το οποίο έχει «αξιολογηθεί» από το ίδιο το σύστημα ως τέτοιο- διαθέτει την «υποχρεωτική» ελευθερία να το θεραπεύσει, με τα μέσα που μπορεί να εφεύρει και να διαθέσει και τα οποία είναι σχεδόν πάντα ελλειμματικά, για τους στόχους που έχουνε τεθεί.

Αυτό το τελευταίο συνιστά αναμενόμενη επίπτωση, εαν λάβουμε υπόψη τις διαφορετικές θεωρητικές περιχαρακώσεις μέσα στον επιστημονικό κλάδο, όπου άλλοτε δίνεται έμφαση κυρίως στον ενδοψυχικό παράγοντα και άλλοτε στο σύμπτωμα, έτσι ώστε να αφήνεται άλλοτε το ένα και άλλοτε το άλλο αναπλαισίωτο, αναλόγως της θεωρητικής κατεύθυνσης και της επιστημονικής και εν τέλει φιλοσοφικής υποστασιοποίησης του θεραπευτή.

Η ενδοψυχική διερεύνηση αποκαλύπτει το ατομικό νόημα της ψυχοπαθολογίας και του συμπτώματος και «παράγει» τις βάσεις για να προχωρήσει ο άνθρωπος στην ωριμότητά του, μία διαδικασία που έχει ανασταλεί από τις καθηλώσεις και τις εξελισσόμενες εκδραματίσεις στο πλαίσιο του κοινωνικού και πολιτισμικού πλουραλισμού.

Ο χειρισμός του συμπτώματος είναι ολότελα απαιτητός, εάν δεν θέλουμε να έχουμε ανθρώπους σχετικά «σοφούς», αλλά αρκετά δυστυχισμένους. Όταν το σύμπτωμα εκδηλώνεται, συνοψίζει εκ νέου την ψυχοπαθολογία η οποία ανατροφοδοτεί το ατομικό νόημα που έχει οδηγήσει σε αυτή. Η λανθάνουσα αυτή επαναδραστηριοποίηση της λειτουργίας του ατομικού νοήματος διαιωνίζει την ψυχοπαθολογία η οποία αντικειμενοποιείται συνεχώς πολιτισμικά και κοινωνικά και οδηγεί εκ νέου στο σύμπτωμα. Έτσι ο άνθρωπος εγκλωβίζεται μέσα στον (κατ’ ανάγκη εθιστικό) φαύλο κύκλο του συμπτώματος και του ατομικού νοήματος αυτού, διατηρώντας τη σοφία του σε επίπεδα χαμηλά, διότι του λείπει η εμπειρία και τα συνακόλουθα της «αυτοθεραπείας».

Είναι εντελώς απαραίτητο για έναν θεραπευτή αφενός να γνωρίζει πως η αυθεντία του καταρρίπτεται ανά πάσα ώρα και στιγμή, παράλληλα δε να αντέχει να παραμένει στη διυποκειμενική σχέση αναπλαισιώνοντας συνεχώς και με τρόπο συστημικό τα δεδομένα της θεραπευτικής σχέσης, αλλά και τα ειδικότερα θέματα της ψυχοπαθολογίας του υποκειμένου.

Με παρόμοιους τρόπους μπαίνουν συχνά οι άνθρωποι στις διαφυλικές σχέσεις και υποθέτω πως αυτές που θα καταλήξουν να έχουν κάποια πραγματική επιτυχία είναι αυτές στις οποίες δεν τηρείται από το κάθε πρόσωπο ένας ρόλος (ας το πούμε έτσι) «διαφυλικής αυθεντίας». Τι σημαίνει αυτό;;

Edward Munch

Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι κυρίως δεν μπορούν να «κάνουν…», εκδηλώνοντας δηλαδή μία γενικότερη πραξιακή αδυναμία. Υπάρχουν δε άλλοι οι οποίοι κυρίως δεν μπορούν να «πουν…» (παρ’ ότι ιδιαίτερα ικανοί ομιλητές και ομιλητικοί), εκδηλώνοντας κυρίως μία λεκτική αδυναμία η οποία συνοψίζεται σε διαφορετικούς τρόπους συναισθηματικής αναστολής, παρά το γεγονός πως αρκετοί εξ’ αυτών φαίνονται ή είναι ιδιαίτερα εκδηλωτικοί (πράγμα το οποίο συνιστά κυρίως άμυνα στο εν δυνάμει αμοιβαίο συναισθηματικό βίωμα…).

Αυτή η αδυναμία εντείνεται περαιτέρω μέσω αμυντικών διανοητικοποιήσεων, είτε αυτές αφορούν σ’ έναν λόγο εύλογο, «επιστημονικό», είτε σ’ έναν λόγο κυρίως «δικανικό». Οι διανοητικοποιήσεις αυτές έχουν περάσει σταδιακά στη γραμμή μάχης των προσώπων που δεν έχουν «εκπαιδευτεί» από τις οικογένειές τους σε συναισθηματικούς τρόπους επικοινωνίας και στην ουσιαστική λειτουργία των ορίων, αλλά στην παραγωγή αντιδράσεων λόγω της συνεχιζόμενης καταστολής. Παράλληλα δε η άμυνα αυτή εντείνει, στο «φαντασιακό», την ελκυστικότητα μεταξύ των προσώπων που χειρίζονται με ψυχαναγκαστική ακρίβεια τη διάνοιά τους.

Αυτοί λοιπόν που δεν μπορούν να κάνουν, μάλλον επιλέγουν εκείνους οι οποίοι εξίσου δεν μπορούν να κάνουν και αυτοί που δεν μπορούν να πουν, εκείνους που επίσης δεν μπορούν να πουν. Με τον τρόπο αυτό μεταβιβάζουν το «αίτημα» που είχαν απευθύνει στον κηδεμόνα (ο οποίος με τη «διεισδυτική» του συμπεριφορά, ψυχολογικώς εννοουμένης, είχε «αποπλανήσει» το τέκνο του, διαταράσσοντας τα μεταξύ τους ψυχικά όρια) σ’ ένα νέο παραλήπτη, όπου η γραμμή μάχης παραμένει ίδια με την προηγούμενη στο πλαίσιο της οικογενείας.

Η δρώσα συναισθηματική ανάσχεση έχει εμποδίσει τη δυνατότητα δημιουργίας ψυχικής εγγύτητας η απουσία της οποίας, εφόσον δεν έχει βιωθεί έτσι όπως έπρεπε στο οικογενειακό πλαίσιο, προξενεί ένα αίσθημα αμηχανίας και ένα φόβο «εγκατάλειψης» του εαυτού σ’ έναν θύτη ανηλεή. Ακόμη περισσότερο, οι διαφορετικές απόπειρες πλησιάσματος ενός προσώπου προς ένα άλλο χτυπάνε πάνω στον ίδιο του το φόβο πως θα εξευτελιστεί, εάν κάνει περισσότερο σαφές το ενδιαφέρον του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τσακίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά πάνω στον τρόμο πως θα ντροπιαστεί, και θα εκμηδενιστεί, οπότε αρνείται να «μιλήσει…» ή σπεύδει να πάρει πίσω αυτό το οποίο έχει προσπαθήσει να «μιλήσει…», παρ' ότι το τελευταίο μπορεί να μην έχει γίνει καν αντιληπτό, συνεπώς,
                                                      
…πολλοί άνθρωποι έλκονται από αυτό που δεν «επιθυμούν» ή αλλιώς φοβούνται να αποκτήσουν…

Στα προβληματικά οικογενειακά πλαίσια, δεν διατίθενται πραγματικές «πληροφορίες» για τα όρια του εαυτού, κατά συνέπεια για το τι είναι κάποιος ή τι μπορεί ή δεν μπορεί να συμπεριλάβει στη δική του δράση, ώστε να ασκήσει την ελκυστικότητά του. Η ελκυστικότητα των παιδιών επαληθεύεται μόνο μέσω της χειριστικότητάς τους απέναντι στους κηδεμόνες τους οι οποίοι έχουν καλλιεργήσει ένα ασύνειδο βάθος υπαρξιακής (σαδιστικής) ενοχικότητας στα παιδιά τους, για να μπορούν εξίσου να τα χειριστούν. Τη χειριστικότητα αυτή μεταφέρουν τα ενήλικα πλέον άτομα, ως επικοινωνικακό μεσολαβητή στις σχέσεις τους, πράγμα το οποίο αλλοιώνει περαιτέρω την επιθυμία η οποία ζωντανεύει την πραγματικότητα της ζωής.

Κατά συνέπεια, ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης για την ουσία της αξίας, τη νομιμότητα και τις αντοχές του εσωτερικού εαυτού θα προκαλέσει το έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στον άλλον, με τη λειτουργία των προβληματικών προβλητικών αμυνών στο πρώτο πλάνο της επικοινωνίας, εφόσον το «εγώ» είναι πολύ χαλαρά δομημένο. Έτσι, η επικοινωνία των ανθρώπων αυτών καταλήγει να περνάει μέσα από χίλια ψυχολογικά φίλτρα που διαστρέφουν τελείως το νόημά της κρατώντας τους εμπλεκόμενους ισόβια ανικανοποίητους και βασανισμένους.

Εάν εξαιρέσουμε ειδικές κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες λειτουργούν ως δεξαμενές παραλαβής ανθρώπων που έχουν ερωτευτεί τις διαστροφές τους, όπως επί παραδείγματι ο χώρος της πολιτικής, δεν πιστεύω πως οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν το βασανισμό τον δικό τους ή των άλλων. Αυτό σημαίνει πως πίσω από την επαναληπτικότητα αυτού του μοντέλου συσχετισμού κρύβεται κυρίως η προσαρμοστική προσπάθεια του ανθρώπου να «μεταπείσει τον θύτη του…», ώστε να βγει από το προηγούμενό του τέλμα.

Όταν λοιπόν δύο πρόσωπα μπαίνουν σε αδιέξοδες σχέσεις, το ερώτημα «τις πταίει;;» δεν μπορεί ουσιαστικά να απαντηθεί. Κάθε άνθρωπος (σε αυτές τις περιπτώσεις) έχει παραλάβει κάποια οικογενειακή κληρονομιά και παραμένει αναγκαστικά στην ευθύνη τη δική του να βρει τον τρόπο να την τακτοποιήσει, ανάλογα με το «σχέδιο» που θα μπορούσε να οραματιστεί για τον εαυτό του.

Προσωπικά δεν νομίζω πως θα μπορούσα έτσι απλά να διατυπώσω κρίσεις για το υποτιθέμενα «σωστό», κυρίως πιστεύω πως η περιθωριοποίηση του εαυτού έξω από το δυναμικό πεδίο της ζωής οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, στο μαρασμό και στη χειρότερη, στην καταστροφή… Σε ένα περισσότερο πρακτικό, συμπεριφορικό επίπεδο ανάλυσης, θα έλεγα πως η συγκράτηση της επίδρασης του ελλείμματος εμπιστοσύνης σε σχετικά χαμηλό επίπεδο έντασης, μπορεί να διευκολύνει σοβαρά τους επικοινωνιακούς χειρισμούς των ενδιαφερομένων, ώστε το σύμπτωμα του διυποκειμενικού χώρου πλέον να ελεγχθεί.

Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει έτσι απλά, μένει να αποκαλυφθεί ποιες ειδικές συνθήκες του ατόμου και ποιες συνθήκες του περιβάλλοντός του εξάπτουν το Σαδιστικό Υπερεγώ του, κατά συνέπεια τη νευρωτική αμυντική αντίδραση ελέγχου και εποπτείας του «αντικειμένου» (αντί της αυθόρμητης προσέγγισης αυτού) που οδηγεί σε φαύλους κύκλους μοιραίων και αμοιβαίων εκδραματίσεων.

Πρακτικά αυτό σημαίνει πως στη διυποκειμενική αλληλεπίδαση και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες του ατόμου και του χώρου του το κάθε πρόσωπο τείνει να ταυτίζει ασύνειδα τον άλλο με τον ανερμάτιστο κηδεμόνα του -ταύτιση που γίνεται ωραιότατα παραληπτέα και απαντηθείσα- οπότε να βιώνει την αμφιθυμία της αγάπης και του ασύνειδου «φθόνου» γι' αυτό, φθόνος που παίρνει τη μορφή του τρόμου.

Η έκφραση αυτού του  συναισθηματικού διπόλου αγάπης - φθόνου/τρόμου (προς τον «κηδεμόνα») φαίνεται πως πρέπει να αναχαιτιστεί ή κυρίως να αντικατασταθεί...

---------------------------------------------------------------------------------------
*Η κάθαρση

και βρίσκονταν οι άνθρωποι επίμονοι ολόγυρα και ολόγυρά μου
και γυροφέρνανε αδιάκριτα, αγχωτικά και πνιχτικά σε όλες τις μεριές
και ούτε που επρόκειτο πραγματικά ένα βλέμμα να τους ρίξω

ο τρυφηλός και αβαρής ερωτικός μου
που υψώθηκε μέσα στην κριματισμένη κάμαρά μου
προκάλεσε ένα όνειδος, σχεδόν με αηδίασε και έτρεξα να λυτρωθώ

σαν τον πατέρα του μυαλού μου κι εγώ
και σαν ανακριτής ή θηρευτής αλήθειας
μόνο το άνθος της καρδιάς τους να μαδήσω

τριγύρναγα εδώ κι εκεί
με μάτι γυρισμένο προς τα μέσα
το κάθε πράμα διαρκώς να συμμαζεύω

ανάμεσα στην κλειδαρότρυπα
και το κιτρινισμένο φως του παραθύρου...

τα αίματα αδιάκοπα να καθαρίζω

Θ. Α.
----------------------------------------------------------------------------------
* Το ποίημα είναι δημιουργία της φίλης μου της Θεανώς ως καλλιτεχνική μεταφορά ενός ονείρου. Το όνειρο είναι η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο, έλεγε ο πατέρας της ψυχανάλυσης, S. Freud, και η ερμηνεία των ονείρων το πιο σημαντικό του έργο...

© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ


Οι αρχαίοι έλληνες έχουν κάνει (αν θυμάμαι καλά) ένα σημαντικό σφάλμα. Το να είναι κάποιος «καλός» δεν είναι αρετή, δεν συνιστά δηλαδή χαρακτηρολογικό στοιχείο ή ποιότητα του χαρακτήρα, αλλά ικανότητα, δηλαδή ένα σύμπλεγμα της συναισθηματικής και της γνωστικής λειτουργίας ενός προσώπου του οποίου τα «τελεσίδικα» αποτελούν ένα κράμα διαφορετικά επεξεργασμένων πληροφοριών, με διαφορετικές διαδικασίες έκφρασης και αποτελέσματα στο …συνειδησιακό…

Όταν μία πανεπιστημιακή διδάσκουσα λόγου χάρη κάνει ό,τι περνάει απ’ το (μη παντοδύναμο!...) χέρι της (εν ριπή οφθαλμού) προκειμένου να ξεπερνιώνται εμπόδια, ώστε οι διδασκόμενοι να αποκτάνε άμεση και εύλογη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό υλικό, διαχειρίζεται ακριβώς την ικανότητά της αυτή, ήτοι να επιθυμεί κάτι που βρίσκεται έξω από αυτήν, να μπορεί δηλαδή ο άλλος να μαθαίνει. Μία ικανότητα που δεν δείχνει να προκύπτει από άλλο πράγμα, πέρα από μία διαδικασία επικύρωσης και ανακαθορισμού του στίγματος ενός προσώπου. Και τούτο είναι μία ικανότητα ολότελα σημαντική.

Η ψυχανάλυση πάσχει από τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή από ένα εγγενές πρόβλημα από τη θεωρητική της καταβολή που συνοψίζεται στην έννοια ελιτισμός (και όπως πολλοί από εμάς και συνεπώς, από την έλλειψη εμπέδωσης της λειτουργίας του ορίου...). Γι’ αυτό και προσεγγίζει την «έννοια» του άλλου μέσα από την «έννοια» τη δική της αψηφώντας το …μέγεθος… του υποκειμένου,

και αυτό γίνεται βλασφημία… 

Δεν φαντάζομαι να υπάρχουν στον ψυχαναλυτικό χώρο πολλοί, ιδιαίτερα «...ικανοί;...» ψυχαναλυτές, όχι μόνο γιατί πάσχουν ως προς τη φιλοσοφία του εαυτού τους, κατά συνέπεια την ψυχαναλυτική θεωρητική τους «αυτογνωσία», ως εκ τούτου την αυτογνωσία από την αυτοανάλυσή τους, αλλά και επειδή αυτοί που απομένουν πετάνε κατά κύριο λόγω τους αναλυόμενούς τους στην κατοχυρωτική, για την τάξη τους, άμυνα του πλαισίου. Αυτή ήταν και η πραγματική διαδικασία αγιοποίησης των ιερωμένων της καθολικής εκκλησίας, για την οποία έχει μιλήσει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος Bertrand Russel, και η οποία οδήγησε στην αναγνώριση και τη διασφάλιση της εξουσίας του κλήρου.


Τούτο συνεπάγεται τον φαντασιακό διαχωρισμό του χώρου του αντικειμένου από το χώρο του υποκειμένου, πράγμα αδύνατον να ισχύει στον πραγματικό κόσμο όταν το κοινωνικοϊστορικό πλαισίωμα είναι κοινό, όπου η «αξία» και το αξίωμα, «το αντικείμενο συνιστά μέρος του προβλήματος του υποκειμένου, αναγκαστικά!» αίρεται, για να μπορεί το πρώτο να τελεί, βαστάζοντας το ψυχοπαθολογικό βάρος της αδυναμίας του να χειριστεί την «πραγματικότητα» του «είναι» του και συνεπώς την πραγματικότητα του κόσμου μέσα στον οποίο ανήκει και δεν εννοεί να γνωρίσει.

Εάν έπρεπε να μιλήσει κάποιος με λόγια απλά γι’ αυτό, θα έλεγε, «δεν μπορείτε, ή (περισσότερο ενσυναισθητικά), βασανίζεστε να θεραπεύετε τους ασθενείς σας, διότι είστε ακριβώς σαν κι αυτούς και το πρόβλημα έγκειται στο ότι διαθέτετε μικρή «πραγματική» γνώση γι' αυτό, κυρίως σπαταλάτε χρόνο ανακαλύπτοντας θεωρητικές δεξαμενές που απορροφάνε τους κραδασμούς των επιπτώσεων από την αδιάλειπτη επανάληψη του μοτίβου αυτού». Αυτό ακριβώς κάνει και το «…ΚΡΑΤΟΣ…».

Σαφέστατα αυτό συνεπάγεται πως οι άνθρωποι μπλέκονται ακόμη και ισοβίως σε θεραπείες, επειδή αυτό που παραλαμβάνουν δεν είναι «…θεραπείες…», αλλά πολύ περισσότερο «…διδαχές…» οι οποίες μπορούν να είναι τέτοιες πίσω από την επίφαση της μεταβιβαστικής ψυχαναλυτικής εξάρτησης και της (κηδεμονικής) αυθεντίας του πλαισίου, του οποίου μία από τις λειτουργίες είναι να καλύπτει το κυρίαρχο και στοιχειώδες έλλειμμα του αναλυτή. Ως εκ τούτου, οι θεραπευόμενοι αδυνατούν να φτάσουν στη χειραφέτηση του εαυτού τους, εφόσον ούτε οι θεραπευτές τους έχουν αντίστοιχη εμπειρία και επειδή η βασική δυνατότητα που τους προσφέρεται είναι να αφομοιώνουν εκ νέου την κοινωνική επιταγή, δηλαδή την κάθειρξη σ’ ένα εξευγενισμένο μοντέλο κηδεμόνα, πράγμα το οποίο η θεωρία αρνείται ως αναντίστοιχο με την ψυχαναλυτική φιλοσοφία και πρακτική.

Η γλωσσολόγος Dorothy Lee έχει διατυπώσει πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για την κακοποιητική λειτουργία της αντίληψης της πραγματικότητας της δυτικής σκέψης, πράγμα για το οποίο υφίσταται θεωρητική πρόβλεψη στην ψυχαναλυτική σκέψη, αλλά μάλλον μη ικανοποιητική εξοικείωση με αυτή! Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό, όταν δεν γίνεται πραγματικά αντιληπτό πως συνήθως αντικειμενοποιείται, ό,τι στον έκαστο ψυχικό χώρο ενός θεωρητικού φημολογείται... Γι’ αυτό και η ψυχαναλυτική συμπεριφορά διασφαλίζει το δικό της χώρο σαφώς με το να επιτίθεται στο πλαίσιο του άλλου αξιοποιώντας εξίσου συμπεριφορικά και βάναυσα ακόμη και τις οικονομικές αξίες μίας κοινωνίας η οποία στηρίζεται στη ναρκισσιστική ιεραρχία των φρενοβλαβών.

Η εξουσία είναι αφροδισιακή, έχει δηλώσει με λόγια απλά ένα «συνεπές...» πρόσωπο, ο κ. Π., που δεν είναι ούτε φιλόσοφος ούτε ψυχαναλυτής.

Είτε ένας άνθρωπος έχει εγκαταστήσει το παρατηρητήριό του απ’ έξω είτε μέσα στο αντικείμενο της παρατήρησης, το αποτέλεσμα είναι μάλλον ίδιο, εάν κλείνει τα μάτια του μπροστά στο «δρώμενο» αυτού που λέει πως «κοιτάζει» παραγνωρίζωντας εξίσου τη θέση τη δική του, δηλαδή τις ατομικές συντεταγμένες και άρα την εξαρτημένη συμβολή...

…μόνον εάν αντισταθούμε σε αυτό το γίγνεσθαι ίσως κατορθώσουμε κάποτε να «υποστηρίζουμε» λιγότερα, κυρίως να κάνουμε αυτά που μας αναλογούν…

 
(αφιερωμένο στον αρχαίο φιλόσοφο Πλάτωνα,
που επεξεργάστηκε κοινωνιολογικά, ψυχολογικά και φιλοσοφικά την έννοια του ορίου)


© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')