Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ


Οι αρχαίοι έλληνες έχουν κάνει (αν θυμάμαι καλά) ένα σημαντικό σφάλμα. Το να είναι κάποιος «καλός» δεν είναι αρετή, δεν συνιστά δηλαδή χαρακτηρολογικό στοιχείο ή ποιότητα του χαρακτήρα, αλλά ικανότητα, δηλαδή ένα σύμπλεγμα της συναισθηματικής και της γνωστικής λειτουργίας ενός προσώπου του οποίου τα «τελεσίδικα» αποτελούν ένα κράμα διαφορετικά επεξεργασμένων πληροφοριών, με διαφορετικές διαδικασίες έκφρασης και αποτελέσματα στο …συνειδησιακό…

Όταν μία πανεπιστημιακή διδάσκουσα λόγου χάρη κάνει ό,τι περνάει απ’ το (μη παντοδύναμο!...) χέρι της (εν ριπή οφθαλμού) προκειμένου να ξεπερνιώνται εμπόδια, ώστε οι διδασκόμενοι να αποκτάνε άμεση και εύλογη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό υλικό, διαχειρίζεται ακριβώς την ικανότητά της αυτή, ήτοι να επιθυμεί κάτι που βρίσκεται έξω από αυτήν, να μπορεί δηλαδή ο άλλος να μαθαίνει. Μία ικανότητα που δεν δείχνει να προκύπτει από άλλο πράγμα, πέρα από μία διαδικασία επικύρωσης και ανακαθορισμού του στίγματος ενός προσώπου. Και τούτο είναι μία ικανότητα ολότελα σημαντική.

Η ψυχανάλυση πάσχει από τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή από ένα εγγενές πρόβλημα από τη θεωρητική της καταβολή που συνοψίζεται στην έννοια ελιτισμός (και όπως πολλοί από εμάς και συνεπώς, από την έλλειψη εμπέδωσης της λειτουργίας του ορίου...). Γι’ αυτό και προσεγγίζει την «έννοια» του άλλου μέσα από την «έννοια» τη δική της αψηφώντας το …μέγεθος… του υποκειμένου,

και αυτό γίνεται βλασφημία… 

Δεν φαντάζομαι να υπάρχουν στον ψυχαναλυτικό χώρο πολλοί, ιδιαίτερα «...ικανοί;...» ψυχαναλυτές, όχι μόνο γιατί πάσχουν ως προς τη φιλοσοφία του εαυτού τους, κατά συνέπεια την ψυχαναλυτική θεωρητική τους «αυτογνωσία», ως εκ τούτου την αυτογνωσία από την αυτοανάλυσή τους, αλλά και επειδή αυτοί που απομένουν πετάνε κατά κύριο λόγω τους αναλυόμενούς τους στην κατοχυρωτική, για την τάξη τους, άμυνα του πλαισίου. Αυτή ήταν και η πραγματική διαδικασία αγιοποίησης των ιερωμένων της καθολικής εκκλησίας, για την οποία έχει μιλήσει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος Bertrand Russel, και η οποία οδήγησε στην αναγνώριση και τη διασφάλιση της εξουσίας του κλήρου.


Τούτο συνεπάγεται τον φαντασιακό διαχωρισμό του χώρου του αντικειμένου από το χώρο του υποκειμένου, πράγμα αδύνατον να ισχύει στον πραγματικό κόσμο όταν το κοινωνικοϊστορικό πλαισίωμα είναι κοινό, όπου η «αξία» και το αξίωμα, «το αντικείμενο συνιστά μέρος του προβλήματος του υποκειμένου, αναγκαστικά!» αίρεται, για να μπορεί το πρώτο να τελεί, βαστάζοντας το ψυχοπαθολογικό βάρος της αδυναμίας του να χειριστεί την «πραγματικότητα» του «είναι» του και συνεπώς την πραγματικότητα του κόσμου μέσα στον οποίο ανήκει και δεν εννοεί να γνωρίσει.

Εάν έπρεπε να μιλήσει κάποιος με λόγια απλά γι’ αυτό, θα έλεγε, «δεν μπορείτε, ή (περισσότερο ενσυναισθητικά), βασανίζεστε να θεραπεύετε τους ασθενείς σας, διότι είστε ακριβώς σαν κι αυτούς και το πρόβλημα έγκειται στο ότι διαθέτετε μικρή «πραγματική» γνώση γι' αυτό, κυρίως σπαταλάτε χρόνο ανακαλύπτοντας θεωρητικές δεξαμενές που απορροφάνε τους κραδασμούς των επιπτώσεων από την αδιάλειπτη επανάληψη του μοτίβου αυτού». Αυτό ακριβώς κάνει και το «…ΚΡΑΤΟΣ…».

Σαφέστατα αυτό συνεπάγεται πως οι άνθρωποι μπλέκονται ακόμη και ισοβίως σε θεραπείες, επειδή αυτό που παραλαμβάνουν δεν είναι «…θεραπείες…», αλλά πολύ περισσότερο «…διδαχές…» οι οποίες μπορούν να είναι τέτοιες πίσω από την επίφαση της μεταβιβαστικής ψυχαναλυτικής εξάρτησης και της (κηδεμονικής) αυθεντίας του πλαισίου, του οποίου μία από τις λειτουργίες είναι να καλύπτει το κυρίαρχο και στοιχειώδες έλλειμμα του αναλυτή. Ως εκ τούτου, οι θεραπευόμενοι αδυνατούν να φτάσουν στη χειραφέτηση του εαυτού τους, εφόσον ούτε οι θεραπευτές τους έχουν αντίστοιχη εμπειρία και επειδή η βασική δυνατότητα που τους προσφέρεται είναι να αφομοιώνουν εκ νέου την κοινωνική επιταγή, δηλαδή την κάθειρξη σ’ ένα εξευγενισμένο μοντέλο κηδεμόνα, πράγμα το οποίο η θεωρία αρνείται ως αναντίστοιχο με την ψυχαναλυτική φιλοσοφία και πρακτική.

Η γλωσσολόγος Dorothy Lee έχει διατυπώσει πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για την κακοποιητική λειτουργία της αντίληψης της πραγματικότητας της δυτικής σκέψης, πράγμα για το οποίο υφίσταται θεωρητική πρόβλεψη στην ψυχαναλυτική σκέψη, αλλά μάλλον μη ικανοποιητική εξοικείωση με αυτή! Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό, όταν δεν γίνεται πραγματικά αντιληπτό πως συνήθως αντικειμενοποιείται, ό,τι στον έκαστο ψυχικό χώρο ενός θεωρητικού φημολογείται... Γι’ αυτό και η ψυχαναλυτική συμπεριφορά διασφαλίζει το δικό της χώρο σαφώς με το να επιτίθεται στο πλαίσιο του άλλου αξιοποιώντας εξίσου συμπεριφορικά και βάναυσα ακόμη και τις οικονομικές αξίες μίας κοινωνίας η οποία στηρίζεται στη ναρκισσιστική ιεραρχία των φρενοβλαβών.

Η εξουσία είναι αφροδισιακή, έχει δηλώσει με λόγια απλά ένα «συνεπές...» πρόσωπο, ο κ. Π., που δεν είναι ούτε φιλόσοφος ούτε ψυχαναλυτής.

Είτε ένας άνθρωπος έχει εγκαταστήσει το παρατηρητήριό του απ’ έξω είτε μέσα στο αντικείμενο της παρατήρησης, το αποτέλεσμα είναι μάλλον ίδιο, εάν κλείνει τα μάτια του μπροστά στο «δρώμενο» αυτού που λέει πως «κοιτάζει» παραγνωρίζωντας εξίσου τη θέση τη δική του, δηλαδή τις ατομικές συντεταγμένες και άρα την εξαρτημένη συμβολή...

…μόνον εάν αντισταθούμε σε αυτό το γίγνεσθαι ίσως κατορθώσουμε κάποτε να «υποστηρίζουμε» λιγότερα, κυρίως να κάνουμε αυτά που μας αναλογούν…

 
(αφιερωμένο στον αρχαίο φιλόσοφο Πλάτωνα,
που επεξεργάστηκε κοινωνιολογικά, ψυχολογικά και φιλοσοφικά την έννοια του ορίου)


© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου