Κυριακή 10 Μαΐου 2015

LONDON TO BRIGHTON (τα δώρα της ψυχοθεραπείας)


Στην προσωπική μου διερεύνηση του πλέγματος της θεραπευτικής σχέσης, δεν υφίσταται το δίπολο θεραπευόμενος - θεραπευτής, κατά τρόπο στρουκτουραλιστικό. Εξίσου δεν υφίστανται οι σχετικές λειτουργίες, κατά τον παραπάνω περιγραφέντα τρόπο, που να στοιχούνται ανάλογα και οι οποίες ασφαλώς να περιλαμβάνουν και εν μέρει να περιγράφονται από τις ψυχαναλυτικά διαλαμβανόμενες έννοιες της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης.

Όσο και αν αυτό αποτελεί οξύμωρο σχήμα, ένα από τα σφάλματα και μία κυρίαρχη πηγή της υποκείμενης παθολογίας των θεραπευτικών σχέσεων, συνίσταται στο γεγονός πως ο θεραπευτής μπαίνει στη θεραπευτική σχέση, ακριβώς ως τέτοιος. Δηλαδή, ως θεραπευτής.

Ένα πρώτο πράγμα, για ν’ αναλογιστούμε, είναι αυτό που θα μπορούσαμε να το θέσουμε ως δυναμική πόρευση του ανθρώπου, στα διάφορα πλαίσια πραγμάτων, στα οποία ανά πάσα ώρα και στιγμή βρίσκεται ή δύναται να βρεθεί. Αυτό σημαίνει ότι υπόκειται στους νόμους εκείνους που εξηγούν την επικοινωνία, τη μεταβίβαση της πληροφορίας και συνεπώς την αλλαγή. Και περαιτέρω πως η ασυμμετρία των σχέσεων δεν είναι πάντα συγκεκριμένης κατεύθυνσης, στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης σχέσης, αλλά ότι τα ψυχολογικά φαινόμενα είναι δυνατόν να δείξουν τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι συμμετέχουν στις σχέσεις τους και οι οποίοι απέχουν έτη φωτός από το να έχουν έναν μονολιθικό και μονοσήμαντο χαρακτήρα.

Ας θέσουμε ένα παράδειγμα : Στη βρετανικής παραγωγής ταινία «LONDON TO BRIGHTON» ένα δωδεκάχρονο κορίτσι οδηγείται, μέσω ενός κυκλώματος μαστροπείας, στο σπίτι ενός πλούσιου ηλικιωμένου κυρίου, προκείμενου να παράσχει αμειβόμενες σεξουαλικές υπηρεσίες. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, αφενός μεταξύ του κοριτσιού και της ιερόδουλης συνοδού του και αφετέρου του εν λόγω κυρίου, λόγω των σαδιστικών του απαιτήσεων, ο τελευταίος σκοτώνεται από το νεαρό κορίτσι, ώστε τελικά τα δύο πρόσωπα να αποδυθούν σ’ έναν αγώνα διαφυγής από τους διώκτες μαστροπούς και τον πενθούντα υιό του νεκρού. Η ιστορία καταλήγει με την απαγωγή των γυναικών από τους παραπάνω διώκτες, την απροσδόκητη διάσωση τους και τη δολοφονία των εγκληματιών μαστροπών, από έναν βασανισμένο, από τον σαδιστή πατέρα του, υιό.

Μία πρώτη συμβολική και οπωσδήποτε εντελώς ελεύθερη ανάγνωση αυτής της ιστορίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ώστε ν’ αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο οι αμυντικές λειτουργίες και εν πρώτοις η προβολική ταύτιση μπορεί ν’ αποτελέσει την ψυχολογική καταβολή ενός πλέγματος εξελίξεων, στο πλαίσιο μίας σχέσης, με την εκ προοιμίου επίθεση του «θύματος» ενάντια στον «διώκτη».

Έχω αρκετές φορές κάνει κάποιες απόπειρες να μιλήσω για το αίσθημα της ασύνειδης ενοχής, το οποίο διαμορφώνεται σταδιακά, στη συναλλαγή του βρέφους με τους κηδεμόνες του, για να συμπλεχθεί περαιτέρω με τις κοινωνικές παραμέτρους της ζωής που έπονται, προκειμένου να δίνονται οι όποιες απαντήσεις στις προσωπικές ανάγκες, αλλά και στα κοινωνικά διαμειβόμενα της ζωής.

Ασφαλώς, σε κάθε φάση της ζωής του, το άτομο δεν κάνει ευθεία αναφορά στο πλαίσιο της ενοχής της βρεφικής ηλικίας, όπου τα κλαϊνικά αντικείμενα έχουν τον πρώτο λόγο, αν και χωρίς τις αμυντικές αφορμήσεις, λόγω της υποτιθέμενης δράσης του ενστίκτου του θανάτου. Το ψυχικό όργανο λειτουργεί πολυεπίπεδα ή ακόμη καλύτερα διακλαδωτά, όπου σε κάθε υπερκείμενο κλάδο το αίσθημα της ενοχής έχει παραμετροποιηθεί και νοηματοδοτηθεί από τις κοινωνικές συνισταμένες, ειδικότερες και γενικότερες, της ιστορίας του υποκειμένου.

Το αίσθημα της ασύνειδης ενοχής παράγει φαινόμενα μειονεξίας, τα οποία εκδηλώνονται υπό συγκεκριμένες συνθήκες και όχι οποιεσδήποτε και συχνά όταν κάποια πρόσωπα φέρουν κάποια ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά εξουσιαστικού τύπου, ή και βρίσκονται ψηλά στην κοινωνική ιεραρχία. Αυτό σημαίνει πως η εχθρότητα του «θύματος» εναντίον του υποτιθέμενου «θύτη» προβάλλεται σ’ αυτόν και η εχθρική απάντηση, απέναντι του μπορεί να εκδηλωθεί άλλοτε με επιθετικό και άλλοτε με αμυντικό τρόπο, ώστε ο αποδέκτης της προβολής να βιώνεται ως διώκτης, όπως ακριβώς στην παραπάνω ταινία.

Ας κάνουμε εδώ μία προσπάθεια να εντοπίσουμε τη συνεισφορά της δράσης της υπερεγωτικής λειτουργίας, η οποία μέσω του Καθαρού Λόγου και με τη συμβολή των λιβιδινικών αιτημάτων για «ζωή», μπορεί να διανοίξει ένα δρόμο για το μέλλον του ατόμου: Εάν τη διωκτική σχέση τη μεταφέρουμε στην ψυχαναλυτική διαδικασία, με τον θεραπευτή στη θέση του διώκτη και τον αναλυόμενο στη θέση του φυγά, πράγμα το οποίο συνιστά ενίοτε και περιστασιακά ένα σχετικό ψυχολογικό σχήμα, η εξέλιξη των ψυχοθεραπευτικών πραγμάτων γίνεται αναπόφευκτη, από τη στιγμή που ο αναλυόμενος αποκτήσει επίγνωση των αμυνών του και πιθανά αργότερα μία σημαντική υποψία για τις υποδόριες αμυντικές εκχυμώσεις του θεραπευτή του.

Η υπερεγωτική λειτουργία, δεν περιλαμβάνει μόνο το αξιακό σύστημα του ανθρώπου, το οποίο έτσι και αλλιώς δεν συνιστά μία απλοϊκή μεταβίβαση από τον κηδεμόνα, αλλά και τον Καθαρό Λόγο -μεταγνωστικές και ενορατικές δηλαδή λειτουργίες καθώς και αντιληπτικές διαδικασίες- εκείνον που εξασφαλίζει τη διερευνητική σκέψη, υπό την προϋπόθεση πως η καρδιά το επιτρέπει. Βλέπετε, ο Λόγος έχει μέσα του Καρδιά, όπως η Καρδιά έχει μέσα της Λόγο, αλλά αυτή είναι μία άλλη κουβέντα, περισσότερο θεωρητική και έξω από τους στόχους τούτης της ανάλυσης.

Στο βαθμό που το άτομο μπορεί και αντέχει να ρίξει τα μάτια του πάνω στα δεδομένα της πραγματικότητας, τα οποία ακουμπάνε απαλά πάνω στο τραπέζι τις διωκτικές παρανοήσεις του ατόμου, στον ίδιο βαθμό θα ρίξει τα μάτια του στα μέσα της καρδιάς του για να ανεύρει τις δικές του διαστροφές.

Ένα απλό παράδειγμα έχει να κάνει με τις στερεοτυπικές υποθέσεις πως κάποια πρόσωπα δρουν, κάτω από κάποιες περιστάσεις, εκδικητικά, παρά το γεγονός πως τα δείγματα γραφής που έχουν δώσει αναδεικνύουν το ψεύδος της προηγούμενης προκατάληψης και στερεοτυπικής παραδοχής.

Όμως το παραπάνω δεν συνεπάγεται πως γεννιόμαστε ή γινόμαστε οι άνθρωποι αγνώμονες, ή απλά διεστραμμένοι, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, και πως όταν τούτο επισυμβαίνει, τότε γίνεται ανεπίγνωστα. Όμως υπονοεί πως έχουμε, μεταξύ άλλων, πάντα την ανάγκη να διερευνήσουμε τις περιστάσεις, ώστε να θέσουμε υπό την εποπτεία μας και συνεπώς να περιορίσουμε το απρόβλεπτο. Και τα κίνητρα που οδηγούν, προσανατολίζουν και ακόμα περισσότερο συγκροτούν  την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι συνήθως περισσότερα, στοιχούν σε ανάγκες και ασφαλώς δεν χωρούν σε λογοκριτικούς καταλόγους που ταξινομούν πολωτικά και δυιστικά τη ζωή.

Η ενοχή επί παραδείγματι και η λαγνεία ως διαφυγή από την πρώτη και ως επιβιωτική απάντηση σ’ αυτή -αλλά και με ιδιοσυγκρασιακές βάσεις- που ενδεχομένως εκπηγάζουν μεταβιβαστικά από τον μητρικό ρόλο προς ευάλωτα πρόσωπα, που λόγω της κατάστασής τους, βρίσκονται στην «ισχυρή» θέση να παραλάβουν το μεταβιβαστικό αίτημα προς αυτά, του τύπου «μην φέρεσαι κακά σε μένα, τι θες να κάνω εγώ για ‘σένα, πως πρέπει να είμαι εγώ, για να μ’ αγαπάς», δρουν στον υποδόριο ιστό και συμπλέκονται με άλλα κίνητρα ή αμυντικές λειτουργίες, ναρκισσιστικές ανάγκες και επιταγές.
 
Όταν ένας άνθρωπος κινείται εχθρικά, είναι δυνατόν να προκαλέσει κάποιου τύπου ασύνειδο διωκτικό παραλήρημα στο πρόσωπο εναντίον του οποίου κινείται, το οποίο στο πλαίσιο του αντιδραστικού σχηματισμού και υπό τη δράση της κοινωνικής και προσωπικής ενοχής και της ανάγκης για ατομική σωτηρία, θα μετατρέψει την αμυντική και καταστροφική επιθυμία, εναντίον του επιτιθέμενου, σε αγάπη και προστατευτική δράση, για χάρη του πρώτου. Δίνοντας μάλιστα ένα πραγματικό μάθημα, ένα εξωλεκτικό και εξωσυμβατικό μάθημα αντίστασης και ικανότητας θέσης μίας προσωπικής υπογραφής και απάντησης στις προβολικές ταυτίσεις που προξενούν κακοήθεις ενδοβολές στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται και μάλιστα κατά τρόπο αναντίστοιχο των στατιστικών αναφορών.

Εδώ είναι δυνατόν να συμπλεχθεί η ναρκισσιστική ανάγκη εξάρτησης του αντικειμένου από το υποκείμενο, με την ανάγκη του ν’ αγαπηθεί από αυτό, όχι μόνο λόγω του μεταβιβαστικού αιτήματος, αλλά και της λειτουργίας της πραγματικής ανθρώπινης ανάγκης να «αγγιχτεί» ένας άνθρωπος από κάτι που νοιώθει πιθανά ως ηθικά δυνατό και ικανό να παραλάβει το αίτημά του, προκειμένου να εκπληρώσει τη δική του πλέον σωτηρία. Τα προϋπάρχοντα ψυχικά σχήματα, παράγοντες ιδιοσυγκρασίας και η εκτονωτική και λυτρωτική δράση του σεξουαλικού ενστίκτου, που όμως δεν χάνει την ιδιότητα του ως αντίσταση στη θέαση της υποκείμενης προαγματικότητας, σεξουαλικοποιούν την ανάγκη ατομικής σωτηρίας και αυτή η σεξουαλικοποίηση θα κρούσει τον συναγερμό στο υποκείμενο που θα έχει πλέον έναν παραπάνω λόγο να ενδύσει με μία αγνή φορεσιά το συναίσθημά του.

Όμως, τα παραπάνω συνιστούν συνήθεις και αναγνωρισμένες εξελίξεις των ανθρωπίνων σχέσεων,
συνεισφέροντας στις αλληλεπιδράσεις και συμβάλλοντας στην ύφανση ενός εξελιχτικού σχεδιασμού ζωής. Οι άνθρωποι είναι δυνατόν να κουμπώσουμε μεταξύ μας εκδηλώνοντας, με ασύνειδο τρόπο, τις ανάγκες μας και αποτελεί ευτύχημα να βρεθεί, την κατάλληλη ώρα και στην κατάλληλη θέση, εκείνος που θα τις παραλάβει. Το γεγονός πως κάποιος μπορεί να προβάλει τις προσωπικές του αγωνίες πάνω σε ένα ανιχνευμένο βασανισμένο πρόσωπο, (όπως ο πρωταγωνιστής της πιο πάνω ταινίας, με την εξυπηρέτηση της παιδικής φαντασίωσης να σκοτώνεται ο πατέρας, από το κορίτσι που «πείθεται» να πατήσει την σκανδάλη εναντίον των μαστροπών του), που αναζητάει τη ναρκισσιστική σύνδεση και σωτηρία από το πρόσωπο εκείνο που θα εξυπηρετήσει τις εκδραματίσεις των δικών του τραυμάτων και μεταβιβαστικών επαναλήψεων και εν προκειμένω από την «σφαγιαστική» πατρική μεριά, μπορεί να αποβεί ψυχοθεραπευτικά σωτήριο, όταν όλο αυτό μετατρέπεται σε πεδίο πραγμάτευσης και απροσχημάτιστης, αμφίπλευρης συμμετοχής.

Οι θεραπευτές έχουν κάθε χρέος να κοιτάζουν, ανά πάσα ώρα και στιγμή, πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων και μέσα στα μάτια αυτό που μπορούν να αντιληφθούν και να αισθανθούν ως πραγματικότητα δική τους, ως πραγματικότητα των θεραπευομένων τους, και ως πραγματικότητα των σχέσεων και των όποιων μεταξύ τους διαμειβομένων. Διαφορετικά θα καταστούν, στην καλύτερη περίπτωση, κακορίζικοι τεχνολόγοι, ή ακόμη χειρότερα απλοί θεατές του πόνου του συνανθρώπου τους, αλλά με μία καλή αμοιβή ως δικαιολογία για την προσωπική αποτυχία.

Η ερμηνεία, εν τοιαύτη περιπτώσει, πρέπει να δίνεται με πολύ μεγάλη σκέψη και αμέριστη φειδώ, κυρίως όταν δεν ζητείται ή όταν σφυροκοπάει ανηλεώς τον «ασθενή», που δεν παύει να φέρει στη διαδικασία τις δικές του νόμιμες ερμηνείες. Μπορεί αυτό να μην είναι πολύ εύκολο στην επίτευξή του, κυρίως επειδή η ερμηνεία συνιστά ταυτόχρονα και επικοινωνιακό δίαυλο του θεραπευτή, όμως η μαεστρία του εδώ γίνεται δεξιότητα απαιτητή.

Στην περίπτωση τώρα που η σχέση λαμβάνεται περισσότερο ασύμμετρη απ’ όσο της αναλογεί, λόγω των ανεπεξέργαστων ή έστω ελλειμματικώς και στρεβλά επεξεργασμένων ανεπαρκειών του θεραπευτή και φόβων για αιτιολογημένη άφεση, ακόμη και «εγκατάλειψη» στη ρυθμιστική δράση του θεραπευομένου, καθώς επίσης και λόγω του φόβου των ερωτικών μεταβιβάσεων και αντιμεταβιβάσεων (ως διυποκειμενικό φαινόμενο), τότε η αμυντική θωράκιση, γύρω από τον ρόλο και τις υποδείξεις ή επιταγές της εκάστοτε ψυχολογικής θεωρίας, διαρρηγνύει τους αρμούς και διαταράσσει τα φαινόμενα εκείνα που συμπλέκουν τους συσχετισμούς, δημιουργώντας μία μονόπατη και μονολιθική επιπέδωση που βασανίζει το θεραπευτικό ζεύγος.

Η αντίσταση του αναλυτή στην απόκτηση επίγνωσης της μεταβιβαστικής του λειτουργίας, που τόσο απωθητικά μεταφράζεται, στους συνήθεις κύκλους, ως αντιμεταβιβαστικό γεγονός και με τον πλέον άυλο τρόπο, εγκλωβίζει τον αναλυόμενο σ’ έναν φαύλο κύκλο ενδοβολών του προσχηματικού και άλλοτε ανεπεξέργαστου υλικού του αναλυτή και προβολών αυτού, μετά την κατάποση και το φτύσιμό του ξανά πίσω στον αναλυτή. Η θεωρητική του δε κατάληξη πως δρα ως θεραπευτής του κακού, το οποίο επεξηγείται από το φροϋδικώς θεωρούμενο «ένστικτο του θανάτου», αναγορεύει αυτόν σε «θρησκευόμενο φροϋδικό πατέρα».

Κάπου εδώ μένει να καταλάβουμε πως η σωτηρία του θεραπευομένου καθίσταται απαρέγκλιτα και αδιαμφισβήτητα σε σωτηρία του θεραπευτή, αφού ο τελευταίος για να «σώσει» τον «ασθενή» του, είναι υποχρεωμένος παράλληλα να «σώζει» τον εαυτό του από τις ψυχονοητικές παρανοήσεις και τα παραληρήματα θρησκευτικού τύπου παντοδυναμίας, στη θέση του πανάγαθου «φωστήρα». Η περίπτωση αυτή μπορεί να λάβει μία ακόμη δυσμενέστερη μορφή, όταν η αδήριτη επιθυμία για τη σωτηρία κάποιου, αυτή που δεν λαμβάνει υπόψη της τις συνισταμένες της ζωής ενός ανθρώπου, είναι συνυφασμένη όχι μόνο με τις ναρκισσιστικές ανάγκες παντοδυναμίας, αλλά και την καταβροχθιστική ταύτιση του θεραπευτή, εξίσου την ακατάπαυστη προβολή των προσωπικών προσδοκιών στον αναλυόμενο, υπό την μεταμφίεσή τους μάλιστα σε ιδεολογικά προϊόντα και την παραμετροποίησή τους από τις κοινωνικές, πολιτισμικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες και συγκυρίες της τοποχρονικής του θέσης.

Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για την υποτιθέμενη «θεσμική μεταβίβαση», τα «θύματα» της οποίας, μέσω της παραπάνω ρηθείσας λειτουργίας (προβλητικής ταύτισης) τείνουν να καταλαμβάνουν υψηλές ιεραρχικά θέσεις εξουσίας. Όμως ακόμη και αν δεν λαμβάναμε υπόψη τις ενστάσεις ή κλείναμε τα μάτια για το πώς και γιατί εξελίσσεται έτσι όπως εξελίσσεται το ατομικό ιστορικό εκάστου, θα ήμασταν πάρα ταύτα υποχρεωμένοι να απαντήσουμε στο ερώτημα «αν έκανε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα». Τα ναρκισσιστικά αποθέματα καθενός συγκαταλέγονται στην ευθύνη τη δική του και δεν χωρούν περισσότερες ερμηνείες εδώ, κυρίως όταν τέτοιες θεωρήσεις εξυπηρετούν ολοφάνερα τις ανάγκες μίας παρεκκλίνουσας και αυτοδιαψευσμένης συμπεριφοράς. 

Κάπως τα παραπάνω μας φανερώνουν κάποιους τρόπους με τους οποίους οι ρόλοι των ανθρώπων, κυρίως κάτω από την πίεση ειδικών συνθηκών, καθίστανται σχετικοί, και εκείνους με τους οποίους άτομα διαφορετικών κοινωνικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών, εμπειριών και πλαισίων αναφοράς, επικοινωνούν μεταξύ τους τον ψυχικό τους πόνο σώζοντας το ένα το άλλο και μεταβιβάζοντας, αναμετάξυ τους, τις δικές τους εμπειρίες αντίστασης και επιβίωσης, μέσα σε κόσμους δυνητικά απόλυτα εχθρικούς.

Όταν επιλέγουμε να γίνουμε δάσκαλοι, γιατροί, ψυχοθεραπευτές ή οτιδήποτε άλλο, ταυτόχρονα επιλέγουμε και το αίτημα που ασύνειδα θ’ απευθύνουμε απέναντι σε κάποιο πρόσωπο και από τούτο τον κανόνα δεν ξεφεύγει ασφαλώς η ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Άλλοι αγαπούν να φροντίζουνε παιδιά, άλλοι καρκινοπαθείς, άλλοι θύματα σωματεμπορίας και κάποιοι, όπως η υποφαινομένη, ευελπιστούν να βγάλουν κάποτε, έστω και ένα πρόσωπο από το χώρο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, πίσω στην ομορφιά της φύσης, της ελπίδας και της ελευθερίας,

…σαν ένας απ’ αυτούς…

Μα για ν΄ αντέξει ο αναλυτής το βάρος της αποκάλυψης, χρειάζεται να βυθίσει το μαχαίρι στην καρδιά, εκεί όπου ανθίζει η ατομική ανημποριά, και να μάθει…

…πως αν δεν είναι διατεθειμένος ν’ απολέσει τον ναρκισσιστικό του εαυτό, που φέρει ένα παιδικό αίτημα παντοδύναμης ανωριμότητας και εξαρτησιακής υποταγής, τότε είναι μόνο ένα «συμβατικό πλεόνασμα» από ένα θεραπευτικό «τίποτα».

Θα καταλήξω με την εκμυστήρευση μίας αγαπημένης φίλης…

«Κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύονται αφάνταστα, για λόγους ιδιοσυγκρασιακούς και ως νευρωσικά άτομα, να επιβιώσουν έξω από το χώρο του εαυτού και ίσως γι’ αυτό δεν θα μπορούσαν ποτέ να μάθουνε στους άλλους πράγματα. Καθόσον καταλαβαίνουν πως η γνώση δεν διδάσκεται, οπότε οποιαδήποτε σχετική απόπειρα δεν παύει ποτέ να είναι μία αντίσταση και μία διαφυγή από την επίγνωση του «ατομικού χρέους», μια διαφυγή μέσω του επανακαθορισμού της προσωπικότητας σε ένα δευτερεύον επίπεδο επίγνωσης.

Αυτή τους η ανάγκη λοιπόν δημιουργεί ένα πεδίο έλξης γύρω τους… τι κρίμα…

…μόνο και μόνο για να τηρείται η «απαιτούμενη» απόσταση ασφαλείας…

…και αυτό με κάνει να κατανοώ την επιθυμία αυτού που αναζητάει, με δικαιολογίες, την ανάπαυση, προκειμένου να χαθεί, κατά τρόπο λανθάνοντα αυτοκτονικό, στην αποδεχτική αγκαλιά ενός πανάρχαιου απείρου… δεν παύει όμως να με θλίβει...»
 

Την αγάπη μου…
Καλό σας βράδυ
© 2015 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')