Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Δονκιχωτισμός έναντι Δονζουανισμού

Η ικανοποίηση που νοιώθω, σαν να πρόκειται για ένα συναίσθημα "χορτασμού", όταν αντιληφθώ πως έχω καταφέρει να επικοινωνήσω πάνω σε ένα ζήτημα με έναν εντελώς απροσχημάτιστο τρόπο, νοιώθοντας αυτή την επικοινωνία σαν μία "ανηλεή" εφόρμηση (επειδή δεν μου ζητάει την άδεια, αλλά και επειδή έχει καταφέρει να μην πετιέται έξω κλωτσηδόν) "μέσα από μία χαράδρα, φτάνοντας βαθιά μέσα στα σωθικά μου", είναι αδύνατο να περιγραφεί, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί η "απόλαυση" στη μεταψυχολογία του Lacan.

Θα σας παραξενεύει το ύφος μου, όμως αυτό στηρίζεται σε ένα μετασχηματισμό του ασύνειδου ονειρέματος -κατά την ώρα της γραφής- σε εικόνες, που έπειτα ανασυγκροτούνται σε συντάσσουσα και όχι συνταγμένη σημασιολογία στο συμβολικό. Δηλαδή σε γλώσσα που αρθρώνεται δυναμικά και όχι ως ένα ακόμη "πάροχο" για να μην πω κακέκτυπο της "μπαγιατουρίας" του πολιτισμού (όπως είχα επισημάνει για τους τ(ρ)άπερ και την τραπ τους μουσική σε κάτι φίλους ψυχαναλυτές, κυριολεκτικά "κουφαίνοντας" τους με τους νεολογισμούς μου: "Πω το είπατε το άλλο το καλό;;"). 



Όταν εγώ όμως μιλάω για "πάροχο", στη γλώσσα τη δική μου δηλαδή μιλάω γι’ αυτό που άλλοι κατονομάζουνε ως παρωχημένο. Παρωχημένες βέβαια μπορεί να είναι, λόγου χάρη, οι αντιλήψεις μας για τις λειτουργίες και τους ρόλους των φύλων, για τον απλούστατο λόγο πως δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικότητες των σύγχρονων αναγκών. Πράγματα όμως που χρησιμοποιούνται ανέκαθεν, προκειμένου να εξυπονοήσουν τις συνιστώσες της εξατομίκευσης μίας πανανθρώπινης σχέσης, ταυτόχρονα όμως να εκφράσουν έτι μία φορά το συλλογικό ασυνείδητο, δεν είναι "πάροχα", αλλά διαχρονικές αξίες και ανθρώπινες ψυχικές στρατηγικές, που επιδέχονται κατεξοχήν ψυχαναλυτικής ερμηνείας, όπως ψυχαναλυτικής ερμηνείας επιδέχεται το κάθε τι, ακόμη και το γεγονός της ώρας που κάποιος θα πάει να κ...ρήσει. Κάθε τέτοια άρνηση καθιστά κάποιον είτε προπέτη είτε περιστασιακά "μωρό". 

Η έκφραση που συνηθίζω να χρησιμοποιώ, για να περιγράψω τον τρόπο που βιώνω το παραπάνω επικοινωνιακό συμβάν και το γεγονός πως μία συγκεκριμένη σκέψη (δεν έχει σημασία εάν είναι λανθασμένη ή σωστή, αυτό είναι άλλης τάξης συζήτηση ή κουβέντα...) δεν επιδέχεται περεταίρω χειρισμό, είναι "το κοφτερό λεπίδι". Προσωπικώς διαθέτω αμελητέα γνώση και δη εγκυκλοπαιδική, με δυσκολία π.χ. εντοπίζω στο «χάρτη» τη βουλή (διότι ανήκω, κατά τρόπο αρκετά αποκλειστικό, στον ενορμητικό τύπο και είμαι άνθρωπος "των σπηλαίων", ασχολούμαι δηλαδή πρώτα με την ατομικότητα και έπειτα την κοινωνικότητα του ανθρώπου, αντίθετα με τον υπερεγωτικό τύπο) διαθέτω όμως, νομίζω, μία υπερευαισθησία στις κεραίες μου που συλλαμβάνουν την κοφτερή "γραφή". 

Η αλήθεια είναι πως νοιώθω πως διαθέτω μία παραλληλία στον γλωσσικό μου προγραμματισμό (όχι όμως το ακριβώς παραπάνω) με μία κατηγορία επαγγελματιών, τους μηχανικούς, αλλά και τους φυσικούς, οι οποίοι κατανοούν από το hardware τι γίνεται στο software (πράγμα το οποίο αποπειρόμαστε και εμείς η ψυχολόγοι), αντίθετα πχ με τους μαθηματικούς που γενικά τους αντιλαμβάνομαι ως φιλοσόφους "αεριτζήδες". Συζητούσα λοιπόν με ένα φίλο μου, τον Γ., τοπογράφο μηχανικό, κάτι που πολλές φορές έχω ακούσει, "γνωρίζω πως κάποια ώρα θα πεθάνω, αυτό όμως δεν με αποτρέπει από το να προσπαθώ, να ελπίζω και να ζω". Θα πρότεινα λοιπόν να επεξεργαστούμε το ενδεχόμενο ο συλλογισμός αυτός να μην είναι ισχυρός: 


Εάν βρισκόσασταν μέσα σε ένα αεροπλάνο και βλέπατε το έδαφος να πλησιάζει το αεροπλάνο σας με μία "ταχύτητα φωτός", αυτό το οποίο θα κάνατε, θα ήταν να σπεύδατε να χαιρετήσετε όσους πολυαγαπάτε ή ποθείτε και όχι να μπείτε σε μία διαδικασία προσπαθειών αποτροπής και ελπίδας, που θα ήτανε για εσάς κάτι ακόμη πιο καταστροφικό. Και τούτο διότι το άγχος που θα βιώνατε θα σας στερούσε την απαραίτητη και απαιτούμενη ψυχραιμία των τελευταίων σας στιγμών πάνω σε αυτή τη "γη". 

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος κάποια πράγματα τα βιώνει εμπειρικά, κάποια άλλα τα συναγάγει μέσα από συλλογισμούς ή μέσα από τις εξωτερικές συμπεριφορές των "αντικειμένων" και άλλα εξαιτίας των στατιστικών εμπειρικών δεδομένων

Επί τη ευκαιρία, να κάνω μία μικρή θεωρητική παρέμβαση: Οι επαγγελματίες των ανθρωπιστικών επιστημών τείνουμε πολύ συχνά να προσαρμόζουμε τα εμπειρικά δεδομένα στη θεωρία και όχι τη θεωρία στα εμπειρικά δεδομένα. Αυτό έχει ως επίπτωση και γενικά ως συνέπεια να εισερχόμαστε μέσα σε μία φαινομενολογία που δεν συνδέεται με την πραγματικότητα και έτσι να χάνουμε σημαντικές πληροφορίες, πράγμα που μας απομακρύνει από το να καταφέρνουμε να χειριζόμαστε με επάρκεια τα δεδομένα ενός σχεδιασμού. Πρακτικά αυτό συνεπάγεται, επί παραδείγματι, πως ένας επαγγελματίας θα έχει καλύτερο αποτέλεσμα, εάν αξιοποιεί τους ανθρώπους περισσότερο σύμφωνα με τις ικανότητές τους και λιγότερο σύμφωνα με τις "ανάγκες" τις δικές του. Οι ανάγκες αυτές θα πρέπει εξίσου να επαναπροσδιορίζονται και ως προς το περιεχόμενό τους αλλά και ως προς τις στρατηγικές που εξευρίσκονται, ώστε τούτες να ικανοποιηθούν, ανάλογα με τη φάση και την πραγματικότητα μέσα στην οποία ο επαγγελματίας αυτός πορεύεται, ώστε να μην καταλήξει να ματαιοπονεί. Και εδώ κλείνει αυτή η παρένθεση. 

Συνεχίζοντας λοιπόν από το πιο πάνω θέμα, ο ανθρώπινος εγκέφαλος γνωρίζει πως είναι το "υπάρχειν", επειδή υπάρχει, γιατί εάν δεν υπήρχε με ποια φυσική σκευή θα αντιλαμβανόταν το "υπάρχειν"; Δηλαδή, όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει δεν "πηγαίνει σε ένα άλλο κόσμο", απ' όπου μπορεί να δει κάτι, αυτή είναι μία ενσυνείδητη και ασυνείδητη εφεύρεση του ανθρωπίνου εγκεφάλου, προκειμένου να χειριστεί τα στατιστικά εμπειρικά δεδομένα, τα μόνο που αποδεικνύουν ότι ένας άνθρωπος κάποια ώρα θα πεθάνει. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος γνωρίζει αυτό που του συμβαίνει, δηλαδή πως το να ζει ο άνθρωπος σημαίνει πως πονάει, αγαπάει, ερωτεύεται, δημιουργεί, καταστρέφει. Είναι φύσει φτιαγμένος να χειρίζεται τα δεδομένα της ζωής, διότι είναι υλικός. Το τι είναι θάνατος λοιπόν, αυτό είναι κάτι που δεν το γνωρίζει, αλλά είναι κάτι που το συμπεραίνει, όταν βλέπει τα πλάσματα δίπλα του να παύουνε να λειτουργούνε. Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την κατάσταση του θανάτου, αφού δεν μπορούμε να τη βιώσουμε, ούτε την έννοια του θανάτου και ακριβώς γι’ αυτό δεν φοβόμαστε το θάνατο, αλλά τον πόνο που ενδέχεται να προηγηθεί, όσο και την απώλεια αυτουνού που μετά θα πάψει δίπλα μας να λειτουργεί. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν αποδέχεται ποτέ το θάνατο, γιατί απλά δεν τον γνωρίζει. Ό,τι ακριβώς δηλαδή βιώνει το μωρό παιδί με την απουσία της μητέρας. Το τι είναι θάνατος είναι κάτι που το "μαθαίνει" εν καιρώ. 


Ίσως λοιπόν με αυτή την έκφραση, ήτοι "γνωρίζω πως κάποια ώρα θα πεθάνω, αυτό όμως δεν με αποτρέπει από το να προσπαθώ, να ελπίζω και να ζω", αυτό που περισσότερο επιδιώκουμε να επιτύχουμε είναι να κρύψουμε τον "δονκιχωτισμό" μας (ως άλλοι μ...ες), πίσω μάλιστα από μία μάσκα που στους άλλους επιτρέπουμε να μας φορέσουνε, δηλαδή τον "δουνζουανισμό", και έτσι να προστατεύουμε τον "ευάλωτο" ψυχικό μας κόσμο από τις βολές και τις επιθέσεις των διεστραμμένων και εν γένει των εχθρών της ανθρωπότητας, αλλά επίσης και του κόσμου όλου. Εμένα προσωπικά μου είναι ιδιαιτέρως προσφιλείς οι θαρραλέοι Δον Κιχώτες, γιατί είναι άνθρωποι καλοί, αρκετά αγνοί, δημιουργικοί και δοτικοί και όχι οι Δον Ζουάνηδες, οι οποίοι μου έχουνε φανεί αρκετά δειλοί και αμυντικοί "συμφεροντολόγοι". 

...μην κρύβετε λοιπόν τον δονκιχωτισμό σας, μία τέτοια προσπάθεια ενδέχεται να "απελπίσει" έτι περισσότερο τον "κόσμο" γύρω σας (που είναι ήδη, μέσα σε αυτό το τρι...δελο που ζει, απελπισμένος), όπως θα απέλπιζε όλους μας, ακόμη και εσάς, η ανυπαρξία ενός Julian Assange και ενός Θανάση Βέγγου (αλλά και τόσων άλλων…) !



© 2024 Ελένη Κανακάκη, Ψυχολόγος