Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ


Ένα πρόσωπο μπορεί να υποσημανθεί ως ο δέκτης συγγενών ερωτημάτων:

  «…τι θέλεις από 'μένα;…»
 «…ποιος είμαι εγώ;…» ή «…είμαι εγώ ΑΥΤΟΣ;…»
Και κάτι ακόμα…

«Είναι ΑΥΤΟΣ ο Άντρας σου;»
«…γιατί δεν είμαι...εγώ;…  θα έπρεπε να είμαι…εγώ;…»


Και κάπου εδώ συναντάμε τον Λακάν, όταν (θα τολμήσω έναν νεολογισμό) μας «γνωστικοποιεί», (δηλαδή όταν περνάει και μετατρέπει, κατά τη λογική του, την αίσθηση, για κάτι, σε γνωστικό) τι ρωτάει το βρέφος τη μητέρα ή η «υστερική» τον ψυχαναλυτή. Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, θα ισχυριζόμουν πως γνωρίζω πια πως όταν κάποιος λάβει την απόφαση να «κατέλθει» στην «ερώτηση», τότε μία αληθινή απάντηση του αναλογεί, αλλά όχι γι’ αυτό που είναι ο ερωτών, αλλά γι’ αυτό που βιώνει ο "άλλος" πως είναι ο ίδιος, γι' αυτόν που τον ρωτάει. Ασφαλώς, με αυτή τη διαπίστωση, δεν επιχειρείται ουδεμία απεύθυνση, επί συγκεκριμένου, απλώς τονίζεται η επισήμανση της ασυνείδητης ανάγκης πολλών προσώπων να μαθαίνουν ...ποιοι μπορεί να είναι αυτοί..., κυρίως μέσω του ...ποιοι μπορεί να είναι για τους άλλους...

Φαίνεται πως η εκκίνηση μίας ιστορίας περιέχει μέσα της και το σπέρμα της κατάληξής της (όπως ακριβώς η μέθοδος μίας έρευνας συνιστά την καταβολή του αντικειμένου της έρευνας) και το αφήγημα αυτό δύναται να επαναληφθεί, όταν οι μεταβιβάσεις, από τους κηδεμόνες, επαναλαμβάνουν την οιδιπόδεια διασύνδεση, με αυτούς. Αυτό σημαίνει πως μία ιστορία επαναλαμβάνεται, μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι προεκτείνουμε τις ταυτίσεις μας, από τα γονεϊκά πρόσωπα, σε πρόσωπα του περιβάλλοντός μας, αναπλαισιώνοντας στάσεις ή πρακτικές και εν τέλει τις αφηγήσεις των τελευταίων.

Αρνούμενη τις ψυχαναλυτικές θεωρήσεις, όπου το οιδιπόδειο είναι δομικής φύσης -θα μπορούσε κάλλιστα να προεκτείνει κάποιος, και υπαρξιακής- θα έλεγα λοιπόν πως δεν συμφωνώ με τον Λακάν πως τούτο συνίσταται σε μία αναπόφευκτη συνθήκη ευνουχισμού, κατά την οποία τίθεται σε λειτουργία ο «πατρικός νόμος», ο οποίος εισάγει το παιδί στο «συμβολικό». Και εννοείται, με την έννοια αυτή του λακανικού «συμβολικού», η εισαγωγή στη γλώσσα και κατ’ ανάγκη τους θεσμούς και τις δομές της κοινωνίας, εφόσον έχει πιο πριν καταστεί μη εφικτή η προοπτική συγχώνευσης του βρέφους με τη μητέρα, κατά την οποία το τέκνο υφίσταται, μόνο και μόνο για να «απαντάει» διαστροφικά στα δικά της ερωτήματα και ανάγκες και εν τέλει να την «ικανοποιεί».

Εξίσου δεν συμφωνώ με την παραδοσιακή φροϋδική θεώρηση, ότι πρόκειται για μία αναπτυξιακή κρίση, από την οποία το βρέφος θα περάσει κατ’ ανάγκην, προκειμένου να διαχειριστεί τις επικίνδυνες ενορμήσεις που αναστέλλουν την κοινωνική συμβίωση και τη λειτουργία του πολιτισμού, ενώ παράλληλα θα παραλάβει τις κατευθυντήριες κοινωνικές γραμμές.


Και οι δύο θεωρήσεις, χωρίς να είναι διόλου αχρείαστες, βρίσκω πως είναι μάλλον μονοσήμαντες, καθόσον προβαίνουν σε μία μονολιθική διερευνητική αντιμετώπιση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ένταξης του ανθρώπου, ενώ το υπόβαθρο της αντιμετώπισης του όλου ζητήματος έχει σε μεγάλο βαθμό πολιτισμική βάση και φαινομενολογικές ερμηνείες, πράγμα που καθιστά την όλη διερεύνηση ιδιαίτερα υποκειμενική. Προσωπικώς δεν είμαι αντίθετη με τις φαινομενολογικές θεωρήσεις, αντιθέτως, μάλιστα λαμβάνω υπόψη πως ο κλάδος βρίθει από τις θεωρητικές κατασκευές των διαφορετικών σχολών, οι οποίες απορρέουν, σε μεγάλο βαθμό, από την ατομική ψυχολογία του εκφραστή. Όμως μία κάποια συνέπεια είναι απαραίτητη, προκειμένου να μην απόλλυται η επικοινωνία, μεταξύ των διαφορετικών σχολών και ασφαλώς των θεωρητικών τους.

Εάν εξετάσει κάποιος το όλο ζήτημα και λίγο βιολογικά, δεν φαντάζομαι πως θα έφτανε ακάματα στο συμπέρασμα πως η φύση εξελίσσει οντότητες με «σφάλματα στην αλυσίδα παραγωγής», έτσι ώστε αυτές να είναι υποχρεωμένες να υπερκεράσουν τον εαυτό τους, προκειμένου να επιτύχουν την επιβίωσή τους. Τέτοιου είδους τελεολογίες είναι μάλλον θρησκευτικές. Πιο εύκολα θα συμπέραινε κάποιος πως γεννιούνται οντότητες, με περισσότερες δυνατότητες, τις οποίες πρέπει να αναπτύξουν και να εξελίξουν μέσα στα περιβάλλοντα στα οποία διαβιώνουν, και από τις οποίες δύνανται να «διολισθαίνουν», με διαφορετικές συνέπειες ή επιπτώσεις.

Κρίνω πως ο ψυχικός μηχανισμός ή αλλιώς «ο μηχανισμός ψυχικοποίησης των συμβάντων» δεν έχει λόγο να περιλαμβάνει μετατροπές της ίδιας της φύσης των οντοτήτων, από την οποία ενδέχεται να «μαστίζονται» ισοβίως, αλλά κυρίως των περιβαλλοντικών πραγμάτων τα οποία οργανώνει και οδηγεί σε μεταβόλιση, προκειμένου να εξελιχθεί η επικοινωνία και η επιβίωση τους, με όρους μακροβιότητας και διαχείρισης της ανακύπτουσας οδύνης. Είναι και φιλοσοφικώς ανυπόστατο να κρίνουμε πως ο ψυχικός μηχανισμός περιλαμβάνει «κατασκευαστικά λάθη» ή ειδικές δυσάρεστες «συνθήκες» ή «εμπόδια», που υπάρχουν μόνο και μόνο για να ξεπεραστούν, ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική συμβίωση. Τέτοιες θεωρήσεις, για τη φύση του ανθρώπου, προκύπτουν από φαινομενολογικές κρίσεις που βασίζονται σε πολιτισμικές αρετές, για το επιτρεπτό και το ανεπίτρεπτο, αλλά και σε ερμηνείες, γύρω από το ζήτημα της εξυπηρέτησης των ανθρωπίνων αναγκών και των διαπροσωπικών επαφών.

Η ίδια καταλήγω πως το οιδιπόδειο συνιστά νεύρωση, με ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως και οι υπόλοιπες νευρώσεις, και όχι αναπτυξιακό στάδιο που εξελίσσει την κοινωνικοποίηση. Καλλιεργείται στα γονεϊκά περιβάλλοντα και βασίζεται στην ικανότητα του βρέφους να συνδέεται και να αγαπά τα φροντιστικά πρόσωπα και εν συνεχεία τα πρόσωπα του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, να δημιουργεί αντικειμενότροπες σχέσεις και να επενδύει ψυχοσεξουαλικά. Η καλλιέργεια της αγάπης θα ακολουθήσει, ενδεχομένως κατ’ ανάγκη ή κατά κύριο λόγο, τούτη τη σειρά επενδύσεων και θα εξελίξει τις συναισθηματικές και σεξουαλικές οδούς και τα προσωπικά νοήματα των πράξεων καθενός.

Περαιτέρω, η εισήγηση του Λακάν περιλαμβάνει, κατά τη γνώμη μου, το σφάλμα της ταύτισης του «νόμου», μίας κανονιστικής δηλαδή ψυχικής συνθήκης που οδηγεί στην κοινωνικοποίηση, με την πατρότητα (παραδοχή που δεν φαντάζομαι πως θα γινόταν αποδεκτή από τους σχετικούς εισηγητές), για την οποία πιστεύω πλέον πως πρέπει να εφεύρουμε καινούργιους ορισμούς. Ορισμούς που θα ανταποκριθούν και θα περιγράψουν αρτιότερα τις σύγχρονες κοινωνικές και διαπροσωπικές ανάγκες, αλλά και θα ξεκαθαρίσουν ποια είναι παράλληλα η φύση της μητρότητας. Η ίδια πιστεύω πως ο «νόμος» (le nom du pere) δεν φέρει «κοινωνικό φύλο, ή έστω φύλο με αποσοβούντα οικογενειακό ρόλο» ούτε περνάει στο τέκνο, όπως ισχυρίζεται ο Λακάν, με τη διαμεσολάβηση του μητρικού ρόλου, εφόσον η ίδια η μητέρα έχει ήδη μεταβολίσει τον πατρικό νόμο, ώστε να μην εμποδιστεί η σχετική διαμεσολάβηση στο παιδί. Η λειτουργία του nom du pere θα όφειλε εξάλλου να μπορεί να εισαχθεί περισσότερο άμεσα και ενεργητικά και να μην παραμένει στο έλεος της μητρικής διαμεσολάβησης ή του εγγύτερου κηδεμόνα. Προσωπικώς θεωρώ πως η αδυναμία οποιουδήποτε γονέα να θέσει όρια στον εαυτό του και η ελλειμματικότητα του άλλου μπορούν να οδηγήσουν τα τέκνα τους σε προβληματικές ταυτίσεις, αν όχι συγχωνεύσεις με τον πρώτο, ανεξαρτήτως του φύλου του.

Υπάρχουν κορίτσια που έχουν ταυτιστεί με τους πατεράδες τους, λόγω της μητρικής ελλειμματικότητας και του ναρκισσισμού του μητρικού προσώπου που στρέφει το κορίτσι προς έναν ασύνορο πατέρα, με ψυχοπαθολογικές επιπτώσεις και επιπτώσεις σε περισσότερους τομείς της ζωής. Ενώ υπάρχουν αγόρια που έχουν ταυτιστεί με καταβροχθιστικές και νοσηρές μητέρες, λόγω της «ανυπαρξίας» ή της ολοσχερούς «ακύρωσης» του πατρικού προσώπου, με επίπτωση μία ισχυρή διαφυλική και κοινωνική ανάσχεση και ενδεχομένως την παρουσία ψυχωσικής συμπτωματολογίας. Ενώ τέλος υπάρχουν περιπτώσεις όπου η υπερεμπλοκή του ομόφυλου γονέα υποτάσσει σεξουαλικά το παιδί σε αυτόν, επιδρώντας στο σεξουαλικό του προσανατολισμό, μέσω του οποίου αυτό χειρίζεται τη δύναμη του γονέα. Βέβαια αυτή η παραδοχή δεν συνεπάγεται την κοινωνική αξιολόγηση του σεξουαλικού προσανατολισμού, καθόσον αυτός μπορεί να εκδηλωθεί ποικιλοτρόπως, κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες και πολιτισμικά και ιστορικά περιβάλλοντα. Μέσω αυτής της παραδοχής γίνεται απόπειρα να ερμηνευτεί όχι τόσο μία πλευρά του σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά ο τρόπος που το σεξουαλικό κανάλι παραλαμβάνει και διευθετεί τα άγχη, με τη θεραπεία της λιβιδινικής συνδρομής.


Αν και το όλο ζήτημα χρήζει ενδελεχούς εξέτασης, κάποια συμπεράσματα θα μπορούσαν να εξαχθούν. Αφενός πως οι ταυτίσεις μπορούν να είναι πολυποίκιλες, αφετέρου πως είναι αναγκαίο να περιλαμβάνουν και τους δύο κηδεμόνες ασχέτως του ποιος φέρει ή πρέπει να φέρει την πρωτοκαθεδρία. Αυτό είναι ένα θέμα που μπορούμε να διερευνήσουμε μελλοντικά.

Συναφές με τα προηγούμενα είναι πως οι γονείς που φέρουν, σε κάποιο βαθμό, και τις δύο λειτουργίες μέσα τους είναι οι πλέον ικανοί γονείς. Πέραν τούτου, συναντάμε συχνά ανθρώπους οι οποίοι, παρά τις όποιες διαπροσωπικές τους εκβολές ή την ποικιλία των κινήτρων τους, μπορούν να γίνονται τόσο μητέρες όσο και πατέρες, για τους άλλους, και αυτή την ψυχολογική ανδρογυνία τους είναι εφικτό να «μεταφέρουν» σε αυτούς που δύνανται να ταυτιστούν μαζί τους ή να παραλάβουν προβαλλόμενα τμήματα του εαυτού τους.


Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το «Υπερεγώ» δεν διαμορφώνεται ακριβώς και τελείως έξω από το «Εγώ», αλλά προεκτείνει το τελευταίο σε ένα οραματιστικό μέλλον, ενώ διατηρείται απαραίτητα η πληροφοριακή διασύνδεση με τις περισσότερο συναισθηματικές πλευρές της ύπαρξης που στη γνωσιολογία του Freud, προσωπικώς θα ταύτιζα με το «Εκείνο». Η ψυχονοητική υπόσταση του ανθρώπου είναι, κατά τη γνώμη μου, άρρηκτη, όταν αυτός δεν «ασθενεί». Κάθε μία από τις διαστάσεις αυτές της προσωπικότητας φέρει μέσα της τις άλλες δύο, ενώ ως σύνολο διατηρούν την ενότητα, αλλά και το «άχρονο» της υπόστασης του ατόμου.

Προχωρώντας πια στην εξέταση ενός περισσότερο παραδοσιακού ψυχαναλυτικού θέματος, του θέματος της ταύτισης του υιού με τον πατέρα του, κατά την οιδιπόδεια λύση, θα διατηρήσω, κυρίως στο υπόβαθρο, τη συμπερίληψη των δύο προηγούμενων θεωρήσεων, μέσα σ’ ένα πλαίσιο σκέψης περισσότερο δικό μου.

Τίθεται, κατ’ αρχήν, το ερώτημα:

...θέλω να γίνω  ΑΥΤΟΣ… γιατί μόνον έτσι μπορώ να κατακτήσω συμβολικά Eκείνη;…
ή
...πηγαίνω σ’ Εκείνη.... γιατί Αγαπώ Αυτόν;… γιατί υιοθετώντας το ρόλο του γίνομαι ΑΥΤΟΣ;…

Τελικά το ερώτημα που τίθεται είναι: Ποιος είναι ο πραγματικός στόχος και ποιο το αντικείμενο της επιθυμίας του Υιού; Η μητέρα, ως συναισθηματική και σεξουαλική επένδυση σε άλλες γυναίκες ή ο Πατέρας, ως σύμβολο δύναμης, αυτοτέλειας και εξουσίας, ιδωμένος σε πρόσωπα του περιβάλλοντος του υιού; Εάν συμβαίνει το πρώτο, τότε είναι δυνατόν περαιτέρω να αναρωτηθούμε, «επανασυντίθεται στον ενδιαφερόμενο το ερώτημα της πρωταρχικής σκηνής;» Δηλαδή, «Κάνουν σεξ Αυτός κι Εκείνη;» (ήτοι οι παραλήπτες των μεταβιβαστικών συναισθημάτων). Ενώ εάν συμβαίνει το δεύτερο και εφόσον αυτή η εσωτερική συνθήκη δημιουργεί μεταβιβάσεις, σε πρόσωπα του περιβάλλοντος, μπορεί αυτή η μεταβίβαση να οδηγήσει σε «επαναλήψεις της ίδιας ιστορίας», ακόμη και της ιστορίας γενικότερα; Δηλαδή, μπορεί η ψυχολογική «ιστορία» του υποκειμένου να εντοπιστεί σ' ένα έτερο αφήγημα και αυτό να οδηγήσει σε μία επανάληψη του αφηγήματος αυτού, από το πρόσωπο αυτό;

Και στις δύο περιπτώσεις, η απάντησή μου θα ήταν καταφατική. Ναι τίθεται το ερώτημα της πρωταρχικής σκηνής -που θέτει σε αμφισβήτηση το αναμενόμενο αντικείμενο της επιθυμίας- αλλά αυτό που περισσότερο εμένα ενδιαφέρει είναι πως ο τρόπος που συνδέεται ο υιός με τον πατέρα του, θα μεταβιβαστεί σε πρόσωπα του περιβάλλοντος που μπορούν και θέλουν να παραλάβουν αυτές τις μεταβιβάσεις, προκειμένου μία αφήγηση να καταστεί κοινή και να επαναληφθεί. Και έτσι προκύπτει μία ταύτιση, με ένα πρόσωπο που φέρει το είδος του γονεϊκού τρόπου, με το οποίο είναι εξοικειωμένος ο ενδιαφερόμενος, ώστε να προχωρήσει πλέον ο τελευταίος στην επανάληψη της ιστορίας του πρώτου, αλλά πάντοτε με τις προεκτάσεις που αυτή θα λάβει λόγω της ενεργητικής συμμετοχής και των αναγκών του δεύτερου, που επιμένει να παραλαμβάνει τη σκυτάλη της ψυχολογικής θέσης του θετού πατέρα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δύο πρόσωπα ενδέχεται να επικοινωνήσουν ασυνειδήτως, μέσω της συμπερίληψης των «Κοινών Τους Αναγκών» σε μία αφήγηση που προεκτείνει και εξελίσσει τον εαυτό της στο μέλλον. Συνέπεια αυτού, κάποιοι άνθρωποι μπορούν να εμπεδώσουν τα δικά τους δεδομένα, με το ν’ αναδιατυπώνουν μία αφήγηση ή μία θεωρία που προκύπτει μέσω μεταβιβάσεων και ταυτίσεων με όμορα πρόσωπα.

Για να συνεχίσω πια την προηγούμενη κουβέντα, τα παραπάνω ερωτήματα θα απαντηθούν, εφόσον συναντηθούν στον ψυχονοητικό χώρο του ενδιαφερόμενου οι διαδικασίες που εξελίσσουν την ταύτιση με τον πατέρα, αλλά και τα νοήματα που προκύπτουν από την ταύτιση αυτή. Η ψυχανάλυση ή η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, τις οποίες εγώ δεν ξέρω σε ποιο βαθμό πλέον διαχωρίζω, φαίνεται να διαθέτουν την πρωτοκαθεδρία.

Επεκτείνοντας τη σχετική συζήτηση μπορούμε να αναρωτηθούμε, για το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι πλευρές, οι συνιστώσες ή απλά και μόνο οι περιγραφικές διαστάσεις μίας δυσφορικής πατρικής εμπλοκής ή μίας πατρικής υπερεμπλοκής:

Πολύ συχνά μπορεί να δούμε μία αποκοπή και αποβολή του συναισθήματος και μία γνωστική επαναδόμηση στη θέση του, προκειμένου το παιδί να προστατευτεί από τις συναισθηματικές του αξιώσεις από τούτο τον γονέα. Αυτή η κατασκευή αφενός υποκαθιστά το ρόλο του συναισθήματος, στη διαπροσωπική συναλλαγή, αφετέρου και κατά συνέπεια δρομολογεί μία ασυνείδητη, αλλά καταναγκαστική ταύτιση με την πατρική φιγούρα, ούτως ώστε ένα τέκνο να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του πατρικού φορτίου, όπου, λόγω της διαφοράς δυναμικού, ακυρώνεται ο «λόγος» του παιδιού.

Δεν είναι λάθος εδώ να πούμε πως η λειτουργία του «πατρικού νόμου» του Λακάν διαταράσσεται από τον «πρωτόγονο φροϋδικό πατέρα» (δηλαδή τον χωρίς όρια, ή τον απορριπτικό πατέρα) και οπωσδήποτε από την υποταγή της μητέρας σε αυτόν, η οποία αρνείται ή κυρίως αδυνατεί να διαμεσολαβήσει το nom du pere, στον υιό.

Εάν η μητέρα εκφράζει κυρίως υποταγή προς τον πατρικό λόγο, με σχετική συναισθηματική εγγύτητα προς το παιδί, τότε το τελευταίο θα αξιώσει την υποταγή εκείνης σε αυτό, διεκδικώντας τη μητέρα, με το ίδιο στη θέση του πατρός του.

Ενδεχόμενα ο κυρίαρχος ασυνείδητος στόχος ή οι προτεραιότητες του μελλοντικού ενηλίκου θα διαμορφωθούν από τις δυνατότητες συναισθηματικής έκφρασης και από το βαθμό της μητρικής εμπλοκής, πράγμα που ενσταλάζει θετικές συναισθηματικές εμπειρίες στο παιδί. Η μητέρα ενδέχεται να εξοβελιστεί, ως συμβολική διεκδίκηση στο πρόσωπο άλλων ενηλίκων γυναικών, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις «ασφαλείας» που θέτει ο πατρικός ρόλος -με την υποταγή της συμβολικής μητέρας- ή όταν η επιθυμία ταύτισης με τον πατέρα οδηγεί κυρίως σε υποταγή στο γούστο και την επιθυμία του τελευταίου. Αυτό σημαίνει πως η διεκδίκηση Εκείνης γίνεται συμπτωματική και πως ο κεφαλαιώδης στόχος συνίσταται στην οικειοποίηση του πατρικού «Λόγου», μέσω (εξίσου) της συμβολικής πια υποταγής του μητρικού προσώπου, όπως αυτό προβάλλεται στα πρόσωπα άλλων γυναικών.

Εάν, από την άλλη, η μητέρα έχει δείξει σημαντική ολιγωρία ή απόλυτη αδυναμία απέναντι στον πατέρα, τότε το παιδί θα στραφεί, κατ’ ανάγκη, στον τελευταίο και τα πράγματα μπορεί να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνα αφού η αδιαφορία ή η καθίζηση του μητρικού ρόλου θέτει το παιδί στο έλεος ενός ολότελα «άκυρου» και χωρίς όρια γονέα. Ένα σχετικό παράδειγμα φαίνεται να είναι η υπόθεση ενός ανώτερου δικαστικού υπαλλήλου, του Daniel Paul Schreber που έπασχε από βαριά ψυχική νόσο, την οποία είχε μελετήσει ο Freud, αλλά και μεταγενέστεροι ψυχαναλυτές.

Για να συνοψίσω: Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν συνιστά, στη δική μου γνωσιολογία, ψυχική δομή που εκφράζεται σε κάποια αναπτυξιακή φάση αλλά νεύρωση -που βασίζεται στις ψυχικές και σωματικές ανάγκες και ικανότητες του ανθρώπου αλλά και στις βρεφικές επενδύσεις- όπου το αντικείμενο της επιθυμίας ποικίλλει. Εξήγησα σχετικά πως, για έναν υιό, το αντικείμενο της επιθυμίας (όχι της σεξουαλικής) ενδέχεται να είναι ο πατέρας και όχι η μητέρα και πως η επιθυμία, γι' αυτήν, μπορεί να είναι δευτερεύουσα και συμπτωματική. Μεταβιβάζεται μέσω το διαγενεακού σφάλματος (και γίνεται επιδημικό), όπως πολλές πλευρές της ψυχονοητικής και ψυχοπαθολογικής εξέλιξης του ανθρώπου, που προκύπτουν λόγω κάποιων συγκυριών, με αποδόσεις, στις οποίες δεν εντοπίζονται υποχρεωτικά ή έστω αποκλειστικά αρνητικές επαναλήψεις, εφόσον όλες οι ψυχολογικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν σημαντική επικοινωνιακή πλευρά.

Στη μεταβίβαση αυτών των συναισθημάτων, μέσα στο περιβάλλον ενός ανθρώπου, οι ταυτίσεις αυτές συνεπάγονται μία γνωστική επεξεργασία και πιο συγκεκριμένα μία κωδικοποίηση των στοιχείων της πραγματικότητας, κατά τρόπο που να εξυπηρετούνται τα παραπάνω προσωπικά μοτίβα συναισθηματικής έκφρασης και διαπροσωπικών συσχετισμών (μέσω των οικογενειακών μεταβιβάσεων), με ποικίλες συνέπειες, που θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ποικιλοτρόπως.

Όμως, πέρα από αυτό, ενδέχεται να διαμορφωθεί ξεκάθαρα μία επίκτητη, τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική δυσφορική πραγματικότητα η οποία υποστηρίζεται από τη δράση αμυντικών μηχανισμών, χωρίς να είναι δυνατόν αυτή η δυσφορία να αιτιολογηθεί από τις αντικειμενικές πλευρές ή τις εξελίξεις, μέσα στις πραγματικότητες αυτές.

Οι διαδικασίες ταυτίσεων, ακόμη και υπό την επήρεια του «οιδιπόδειου συνδρόμου» (έτσι όπως το εννόησα εγώ, κατόπιν της πρωτόλειας προσπάθειάς μου να τοποθετηθώ σχετικά) δεν καταλήγουν, κατ’ ανάγκη, προβληματικές. Οποιαδήποτε ψυχική εμπειρία, όταν γίνεται σταδιακά παραληπτέα, από την γνωστική και συναισθηματική επεξεργασία, μπορεί να αποδώσει καρπούς, ενδεχομένως πολύ περισσότερους από το να μην είχε υπάρξει καν η εμπειρία αυτή.

...σημασία έχει να γίνει επεξεργάσιμη η εμπειρία εκείνη που διαφορετικά θα προκαλέσει ρήγματα στο «άχρονο όλον» της προσωπικότητας...

© 2017 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')