Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Η ψυχαναλυτική ερμηνευτική στην έβδομη τέχνη: Μέρος 3ο


Αρχαϊκοί Μηχανισμοί Άμυνας του Εγώ: H Διχοτόμηση  στο Υπερεγώ (splitting)

Το σφάλμα στο κοινωνικό είναι ό,τι και το τραύμα στο ενδοψυχικό. Εάν το αφήσεις «ασύδοτο», χωρίς έλεγχο και χωρίς την πρέπουσα εποπτεία, να σου χαλάει την αξιοπιστία και να αλωνίζει, θα προσκαλέσει τον «κέρβερο» του ενορμητικού ασυνειδήτου στο "άβατό" σου, απ’ το «μαντρί».

Ίσως όμως ο βαθύτερος στόχος να ήταν πάντοτε αυτός, διότι ακόμη κι εκεί που δεν «εμφιλοχωρεί» η απόδειξη, το αποτέλεσμα παραμένει ο ποιο δεινός κριτής. Ακόμη περισσότερο, όταν δεν έχει ουδέποτε ο ξένος κάτι αιτηθεί, ακόμη περισσότερο, όταν οι προσκλήσεις έχουν λάβει μη τυχάρπαστες μορφές. Βλέπετε, όλα τα πρόσωπα με κύρος διαθέτουν περηφάνια και μένουνε στο να ανταλλάσσουνε προσκλήσεις, δεν ζητιανεύουν, δεν ικετεύουν, δεν ζητούν.

Το Matrix III δεν εξιστορεί τον πόλεμο μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Εξιστορεί τον πόλεμο μεταξύ ενός απόλυτα ελεγχόμενου (από το Υπερεγώ) και διαβρωμένου Εγώ και ενός χωρίς όρια Υπερεγώ. Το Ενορμητικό εδώ έχει κληθεί από το Υπερεγώ -και δεν αρνείται ακριβώς το τελευταίο να το παραδεχτεί- να σπεύσει σε κάποια χορηγία, πράγμα το οποίο το πρώτο επιτυγχάνει αναβαθμίζοντας τις υπηρεσίες και τη λειτουργίες του Εγώ.

Η Προφήτης ποτέ δεν υπήρξε σ’ έναν πραγματικό πόλεμο με τον Αρχιτέκτονα, είχε προσκληθεί από τον ίδιο, ώστε να ελέγξουνε το συστηματικό σφάλμα που είχε παράξει μία ατέρμονη επανάληψη του εαυτού του και τον είχε οδηγήσει σ’ έναν ανηλεή υπαρξισμό (γι’ αυτό και είχε ταυτιστεί με το Εγώ, κάτι που συνιστά αφορισμό), πράγμα που σύντομα θα οδηγούσε στην επίρρωση της εναλλακτικής υπόθεσης. Εκείνης της υπόθεσης δηλαδή που αργά ή γρήγορα θα απέντασσε το Matrix από το γενικό του πληθυσμό.


Η προφήτης έχει βεβαίως αξιώσεις, σαφέστατα δεν πρόκειται για ένα γαϊδούρι ή για ένα νοθογενές μουλάρι. Αξιώνει ως εκ τούτου, εάν ποτέ της αναλάβει οποιαδήποτε εργασία, να χρησιμοποιεί τα δικά της εργαλεία, διαφορετικά καμία ευγενική φροντίδα δεν θα ήταν δυνατόν να εκπληρωθεί και τούτο θεωρώ πως γίνεται απόλυτα κατανοητό:

Όπως δεν μπορεί ο θεραπευόμενος να γίνει υπεύθυνος και ενεργός, στην ίαση του προβλήματός του, όταν ο αναλυτής του τον κηδεμονεύει και τον χειραγωγεί, κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνος που λαμβάνει μία χορηγία ευγενή, δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγει τον εαυτό του μέσα σε μία άλλη οντότητα, ούτε στις μεθόδους, ούτε στα εργαλεία του, για την ενδεχόμενη αντιμετώπιση κάποιου ζητήματος, εάν ασφαλώς θεωρούμε πως κάτι τέτοιο έχει αρχίσει να ανακύπτει. Εάν κανένα ζήτημα δεν έχει ανακύψει, τότε το όλο πράμα δεν μας αφορά διόλου. Εάν η παραπάνω «εποπτεία» εξακολουθήσει να συμβαίνει, τότε ο ενδιαφερόμενος αυτομάτως διαπράττει αυτό που ζητάει από τον εαυτό του να μην «κάνει», καταστρέφοντας ή ακυρώνοντας το οποιοδήποτε χαρτί του, θέμα δικό του πλέον αυτό.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν από τα παραπάνω και είναι μέρος της κουλτούρας μας και γνωρίζουμε όλοι από τα γεννοφάσκια μας πως οι  διάφοροι κοινωνικοί χώροι οφείλουν να διαθέτουν μία πολυπολιτισμικότητα, διότι οι «γαλαζοαίματοι» δεν διαθέτουνε μακροβιότητα. Και τούτο συνεπάγεται πως σύντομα θα βληθεί και η εγκυρότητα, αλλά και η αξιοπιστία σε χώρους μονοδιάστατους. Ας θέσουμε ένα παράδειγμα σχετικό:

Πριν ένας μελλοντικός ειδικός εγκαταλείψει το τμήμα ψυχολογίας, για να ξεκινήσει το προσωπικό του ταξίδι και την καριέρα του στο καράβι της επαγγελματικής ζωής, πρέπει να έχει ήδη περάσει, κατά τη γνώμη μου, από τρεις χονδρικούς τομείς κατάρτισης: Έρευνα, Ψυχοπαθολογία, Ανάπτυξη-Προσαρμογή. Αυτό σημαίνει πως ένας ειδικός πρέπει να ξέρει κάποια έστω πράγματα γύρω από τον τρόπο σχεδιασμού και διεξαγωγής τόσο της ποιοτικής όσο και της ποσοτικής έρευνας. Αυτός ο ειδικός οφείλει επίσης να διαθέτει επαρκή κατάρτιση γύρω από τη βιολογία της «συμπεριφοράς», την ψυχιατρική διαφοροδιάγνωση, καθώς επίσης και τις θεωρίες, εκείνες που προσεγγίζουνε θεραπευτικά την ψυχοπαθολογία και την αιτιολογία της. Τέλος ένας ειδικός δεν μπορεί να μην διαθέτει τριβή γύρω από τα ζητήματα της αναπτυξιακής πορείας του ανθρώπου και της προσαρμογής του, σημαντικό τμήμα των οποίων θεωρώ πως συνιστά ξεκάθαρα ο χώρος της ψυχανάλυσης.

Ο ψυχαναλυτικός χώρος έχει τη δυνατότητα να ασχολείται όχι μόνο με το παρελθόν, αλλά και με το μέλλον του ανθρώπου και προσδοκάει έναν κόσμο περισσότερο οραματιστή και όσο γίνεται απαλλαγμένο από τα ψυχωσικά κομμάτια του εαυτού του. Λόγω ακριβώς του τελευταίου η «κοινωνική οντότητα», φιλοσοφώντας το όλο ζήτημα και μέσα στον υπαρξισμό της, εκπαιδεύει τον ίδιο της τον εαυτό να αντιμετωπίζει με σύνεση και πλουραλισμό το όλο πρόβλημα, αντί του να του βάζει το «λεπίδι».

Το πέρασμα ενός μελλοντικού ειδικού από αυτούς τους τρεις πανεπιστημιακούς τομείς μελέτης δεν γίνεται μόνο και μόνο για να ολοκληρωθεί η κατάρτισή του, αλλά και για να μπορέσει να επικοινωνήσει ουσιαστικά με τους συναδέλφους του, οι οποίοι κατά κανόνα διαθέτουνε μία γνώση ειδική. Αυτή η επικοινωνία δεν συνεπάγεται μία απλή καταγραφή των θεωριών του άλλου, ακόμη λιγότερο μία αγγαρεία που διευθετείται μηχανιστικά. Πρόκειται για μία «αφούγκραση», μία ουσιαστική αναζήτηση του σφυγμού του άλλου, αυτού που τον διακινεί, αυτού που τον κάνει να επιλέγει αυτό που τελικά έχει ήδη απ' αυτόν επιλεγεί.

Αλλά πρόκειται και για μία προσωπική ανάγκη, για την εξιχνίαση δηλαδή του μυστηρίου σε ό,τι αφορά αυτό που κάποιος μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει:

Γιατί αυτός ο σχεδιασμός και αυτή η κατασκευή
εμένα αυτό δεν μου είναι επιτρεπτή; Θέλω να μάθω το γιατί…

© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Η ψυχαναλυτική ερμηνευτική στην έβδομη τέχνη: Μέρος 2ο


Αρχαϊκοί Μηχανισμοί Άμυνας του Εγώ: H Διχοτόμηση  μέσα στο Εγώ (splitting)

Όταν το Ενορμητικό διχοτομείται, τα αποτελέσματα, λόγω του εκρηκτικού ταμπεραμάντου του, και του παντοδύναμου ελέγχου που θέλει να ασκεί, θα είναι και αυτά εκρηκτικά. Όταν το Υπερεγώ διχοτομείται, τα αποτελέσματα, λόγω του δυναμικού ταμπεραμέντου του, και του παντοδύναμου ελέγχου που θέλει να ασκεί, θα καλλιεργήσουν την έλλειψη στο μέτρο και είναι σοβαρά. Όταν το Δίγλωσσο Εγώ διχοτομείται, λόγω της ταύτισής του με την εξουσία ως διαχειριστή της πραγματικότητας και λόγω του παντοδύναμου ελέγχου που θέλει να ασκεί, τα αποτελέσματα γίνονται απλά καταστροφικά.

Η τριλογία του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν «Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών» είναι μία εξαίσια αλληγορία για τη διχοτόμηση του Δίγλωσσου, αλλά και πολυπολιτισμικού «Εγώ» το οποίο εκπροσωπείται θαυμάσια από τον κληρονόμο του βασιλείου των ανθρώπων Aragorn και όχι μόνο…
 
Πολύ σωστά δηλώνεται μέσα σε αυτή την τριλογία πως ο παντοδύναμος έλεγχος μπορεί να γίνει ο διακαής πόθος των ανθρώπων που πολύ εύκολα σαγηνεύονται από τη δύναμή του. Κάνοντας μία παρένθεση, εύχομαι στη ζωή αυτό να μην συμβαίνει ιδιαίτερα ούτε και συχνά, κυρίως μέσα σε κάποιους χώρους όπως είναι η επιστημονική τάξη, γιατί τότε ο κόσμος όλος θα χάσει τον εαυτό του, θα χάσει την ψυχή του…

Το εγώ λοιπόν, στο πρόσωπο του κληροδότη Isildur, λόγω της ενοχής για τη θνητότητά του (και άρα τη μικρότητά του), δεν εισάκουσε τα ξωτικά και υπέστη ταύτιση με το σύμβολο της εξουσίας (δακτυλίδι). Μέσα από αυτή την ταύτιση προέβαλλε κάθε τι κακό που υπήρχε μέσα του (και το οποίο άνδρωσε η ασύνειδη (και όπως έχω παλαιότερα αναφέρει, προκρούστεια ή κανονιστική) ενοχή του) μέσα στο σώμα του κόσμου που το περιβάλλει και έπειτα ταυτίστηκε με το αντικείμενο του κακού που είχε ήδη προβάλει. Αναγόρευσε δηλαδή τον κόσμο όλο (και τα ξωτικά) σε αχρείο (για τη μικρότητά του) υποκινητή ανταρσίας, για την υφαρπαγή της εξουσίας του Εγώ και ξεκίνησε τον πόλεμο μαζί του. Ο Sauron δηλαδή δεν προηγείται του Isildur αλλά είναι κατασκευή του Isildur και ανήκουν και οι δύο στο διχοτομημένο και διαστροφικό Εγώ. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν ήταν αναγκαίο, ούτε έπρεπε καν (κατά τη γνώμη μου) να ειπωθεί στην ιστορία, γιατί τότε ο μύθος θα έχανε το νόημά του.

 
Ο κληρονόμος του θρόνου, καθώς παρέλαβε μία τέτοια κληρονομιά,  γεμάτη προδοσία, αίμα και δαιμόνια, χάνει το ρόλο που του αναλογεί και σπαταλάει την πολύτιμη ζωή του περιπλανώμενος εδώ και εκεί, αρνούμενος να πράξει τα χρέη του και προσπαθώντας να λύσει τα υπαρξιακά του στα βουνά. Ο βασιλιάς Aragorn όμως δεν είναι μόνος. Οι δύο αθάνατες πλευρές της προσωπικότητας, δηλαδή του Ενορμητικού και του Υπερεγώ που εκπροσωπούνται από τις δύο τάξεις των ξωτικών και οι οποίες χαίρουν θαυμάσιας επικοινωνίας μεταξύ τους και συνεπώς συνεργασίας, ανέλαβαν οι ίδιοι μαζί με τον μάγο το χρέος να τον ενθρονίσουν.

 
Ο χρόνος του υποκειμένου της ψυχοθεραπείας, δηλαδή του εγώ, αντιπροσωπεύεται από τρεις οντότητες και αφορά στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Εγώ, δηλαδή στην αναπτυξιακή του πορεία. Το «παιδί στο τραύμα», το σκανταλιάρικο πλάσμα που βρίσκεται παντού και αναλαμβάνει να διεκπεραιώνει χίλια δυό, δηλαδή ο Frondo εκπροσωπεί το παρελθόν του υποκειμένου και όλοι γνωρίζουμε πως το «παιδί στο τραύμα» είναι πάντοτε παρόν. Ο Aragorn εκπροσωπεί το τώρα του υποκειμένου που προσπαθεί να δώσει τη μάχη με τις παραλαβές που έχει κάνει και τους δαίμονες που έχει ο ίδιος οικοδομήσει και οι οποίοι έχουνε στοιχειώσει (στο έργο) τα βουνά. Το μέλλον του δίγλωσσου Εγώ αντιπροσωπεύεται από τον σοφό μάγο Gandalf ο οποίος διαθέτει όλα τα κλειδιά για να μπορεί να συνεννοείται και με τα δύο βασίλεια των ξωτικών αλλά και όλους όσους τα ξωτικά ορίζουνε. Συνιστά δε, τις ασυνείδητες δομές του εγώ.


Το εγώ, όταν δεν συναντάει τη διαστροφή, αλλά φέρει μόνο τον υπαρξισμό του, μπορεί λοιπόν να γίνει πολύ λιγότερο θνητό απ’ όσο μπορεί να φανταστεί, για λόγους που σταδιακά του γίνονται αντιληπτοί: Αφενός, επειδή είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις δύο θεμελιώδεις δομές της προσωπικότητας που χύνονται σαν τα ποτάμια μέσα στα σωθικά του. Αφετέρου επειδή οι δομές αυτές έχουνε γνώση της θέσης που τους αναλογεί και ποια είναι τα βασίλεια μέσα στο οποία μπορούν να διαφεντεύουν και σίγουρα αυτά δεν αντιστοιχούν στο «πραγματικό», δηλαδή το βασίλειο το οποίο μπορεί να ορίζει αποκλειστικά και μόνο το Δίγλωσσο Εγώ. Κάθε άλλη εκπροσώπηση πρέπει να είναι απλά αναπληρωματική. Επιπλέον, οι δύο αυτές δομές λειτουργούν σχεδόν απόλυτα έξω από τον καταβιβασμό στην θνητότητα, διότι αυτό τους είναι απαγορευμένο. Αυτό συνεπάγεται πως δεν μπορούν να πλανευτούν από το δαχτυλίδι της εξουσίας, όπως άλλωστε και ο σοφός Gandalf που συνιστά την προβολή του Εγώ στο μέλλον. Πέραν των προηγουμένων, το εγώ λαμβάνει συνεχώς από τα δύο ξωτικά τη φροντίδα, την προστασία και τις γνώσεις αυτές με τις οποίες θα πολεμήσει το κακό, πέραν της μόνιμης σωματοφυλακής που του έχει παραχωρηθεί (Legolas και Gimli).


Διάφορες άλλες προσωπικότητες που περιβάλλουνε το βασιλιά, συγκροτούν λειτουργίες του εγώ. Κάποιες άλλες συνιστούν πλευρές και λειτουργίες του ασυνειδήτου και άλλες συνιστούν πλευρές του παρελθόντος του Εγώ, όπως το γκόλουμ, το οποίο αποτελεί την αρνητική προβολή του Frodo και με την οποία οφείλει να παλέψει.

Στο τελείωμα της τριλογίας έχουμε ένα πολυπολιτισμικό Εγώ, που έχει θεραπεύσει το παρελθόν του, έχει οργανώσει την πολύφωνη και πολυανεκτική πραγματικότητά του και έχει ατενίσει το μέλλον του στο πρόσωπο ενός πολύ σοφού και αιωνόβιου μάγου.  

 

Έχουμε λοιπόν ένα Εγώ που άφησε το παρελθόν του μέσα στο ασυνείδητό του για να θεραπευτεί, οργάνωσε και ένωσε όλους τους κόσμους, δίνοντας βήμα όπου χρειάζεται, ώστε να υπάρχει μία εσωτερική πολυφωνία και παρέλαβε το δώρο των ξωτικών, δηλαδή το τέκνο του ενοποιημένου ασυνειδήτου (Arwen) που θα του εξασφαλίσει την αθανασία.

 Εάν θελήσει κάποιος να δει την τριλογία και από αυτή της την ερμηνευτική πλευρά, δημιουργείται ένας λόγος παραπάνω, για να πει, «τι θαυμάσια ιστορία». Ίσως όμως το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι πως στη θέση του βασιλιά ενθρονίστηκε αυτός που έπρεπε να ενθρονιστεί, που ολοκλήρωσε το αναπτυξιακό του ταξίδι και την ψυχοθεραπεία του και ο οποίος στο τέλος...

ως Άγγελος Καλών Μαντάτων και (εγκόσμιας) Γαλήνης… έγινε ο αοιδός μίας αρμονικής μουσικής μαγείας…


© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Η ψυχαναλυτική ερμηνευτική στην έβδομη τέχνη: Μέρος 1ο


Αρχαϊκοί Μηχανισμοί Άμυνας του Εγώ: H Διχοτόμηση  στο Ενορμητικό (splitting)

Στη δική μου ψυχολογική γνωσιολογία, η οποία αφορμά ξεκάθαρα από τη δεύτερη φροϋδική τοπική, τρεις διαφορετικές ποιότητες άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους και οι οποίες περιλαμβάνουν η μία την άλλη μέσα της, συγκροτούν τη θεμελιακή δομή του ενδοψυχικού κόσμου του ατόμου: ID, EGO, SUPEREGO. Μία επιπλέον βασική μου διαφορά από τη φροϋδική τοπική είναι πως το δικό μου Eνορμητικό (δηλαδή το φροϋδικό ID) δεν αφορά σε μία ζωική, ασυγκράτητη «συνθήκη», αλλά στο «εσωστρεφές» (το κρυφό και άρρητο, το «μοναχικό», από τα βάθη της αβύσσου) τμήμα της προσωπικότητας που θα καταλήξει στο επίσης ασύνειδο, αλλά «εξωστρεφές» (υπέργειο και «έγκοσμο ή κοσμικό») Υπερεγώ το οποίο τείνει να ασκεί στο φως του ήλιου τα καθήκοντά του.

Κάθε μία από αυτές τις ποιότητες του ατόμου είναι δυνατόν να υποστεί διχοτόμηση, (αναφερθείτε στα κλαϊνικά αντικείμενα και συνεπώς στην έννοια του μανιχαϊσμού) οπότε αίρεται η ισόρροπη και κατάλληλη σύζευξη των συνιστωσών και όταν το Δίγλωσσο Εγώ πρακτικά απουσιάζει, τότε οι άλλες δύο ψυχικές δομές αναλαμβάνουν τα ινία (όπως συμβαίνει άλλωστε και στις εγκεφαλικές δομές). Τα αποτελέσματα αυτής της αναπροσαρμοσμένης σύζευξης θα εξαρτηθούν από τα επίπεδα υγείας των δομών αυτών. Και όταν αυτά τα επίπεδα βρίσκονται στο ύψιστο (υγιές) σημείο, τότε θα επιχειρηθεί η επανενθρόνιση του Δίγλωσσου Εγώ, το οποίο έχει διχοτομηθεί αναπτύσσοντας έναν υπαρξισμό που ακυρώνει το ρόλο που του αναλογεί. Αυτόν τον υπαρξισμό θα το εξετάσω σε επόμενη ανάλυση, στην παρούσα φάση θα δούμε μέσα από την έβδομη τέχνη τη διχοτόμηση στο ενορμητικό το οποίο μάλλον προηγείται.

Μέσα στο ψυχικό σύστημα κάθε ανθρώπου εξάρχει εκείνο το χαρακτηριστικό («δαίμων» ως ψυχική αναπαράσταση) που συμπυκνώνει την ενδοψυχική του συγκρότηση. Και μπορεί αυτή η διαπίστωση να κάνει τα πράγματα να φαίνονται απλοποιημένα έως και απλοϊκά, όμως στην πραγματικότητα τούτο το χαρακτηριστικό εξωτερικεύει ή αλλιώς επικοινωνεί σε πολύ αδρές γραμμές το θεμελιώδες νόημα και το θεμελιώδες αίτημα του υποκειμένου, το οποίο έχει δομηθεί στην ιστορική του πορεία μέσα από ιδιαίτερα πολύπλοκες διαδικασίες, που εμπλέκουνε παράγοντες πολλούς.

Η παντοδυναμία, λόγου χάρη, που προκαλεί ο εκφοβισμός του ναρκισσιστικού αντικειμένου ενάντια στο υποκείμενο, ο άκρατος θυμός που προκαλεί η στείρα και αχαλίνωτη απαίτηση του αντικειμένου, η ανείπωτη λαχτάρα που προκαλεί η αδιαπραγμάτευτη παραπλάνηση, δηλαδή η ανεξίτηλη απόρριψη και αποπλάνηση του υποκειμένου και η  απέραντη διαμαρτυρία που προκαλεί η ανάλγητη παραγνώριση της εσωτερικής ύπαρξης, όταν το υποκείμενο παραπετιέται, συνιστούν (όπως και άλλα πολλά) αιτήματα/νοήματα που τα πρόσωπα φέρουν μέσα τους και τα οποία διαφεύγουν έξω από αυτά, μέσω μίας ψυχοκινητικής σημειολογίας που δεν είναι απλό ή εύκολο, από τον οποιονδήποτε να αναγνωστεί. Όμως αυτή η σημειολογία μας φέρνει σε μία πρώτη επαφή με το ψυχικό σύμπαν του υποκειμένου.



Η σειρά «Μαύρα Μεσάνυχτα» είναι η πλέον αγαπημένη μου σειρά. Και αυτό, επειδή υλοποιεί κινηματογραφικά το ασύνειδο φαντασιακό της παντοδυναμίας, στο αρνητικό οριακό του άκρο (Σιλβή), με τον πλέον κωμικό τρόπο και με το αφελές υφολογικό στυλ «του παιδιού του Kohlberg, για τις επιπτώσεις…», όταν του πέφτει στο πάτωμα το βάζο με τη μαρμελάδα (Λάζαρος – Ζαν Κλωντ). Βέβαια, οι κόντρες, με τα στρατιωτάκια στα χέρια των παιδιών (Μάτσουλας κλπ), μπορεί να είναι αρκετά ανώδυνες, αλλά όχι και οι επιπτώσεις από τις παρέες που επιδιώκει κάποιος να συλλέγει (Σερέτης κλπ), γιατί «όποιος τη νύχτα περπατεί….».


Το «Εγώ» που υπηρετεί την αρχή της πραγματικότητας, κατόπιν του παροπλισμού του λόγω της ανεπανόρθωτης διαφθοράς του που οδήγησε σε υπερφίαλες ενορχηστρώσεις και την καπήλευση της εξουσίας από τους άλλους δύο (Απόστολος), ξαναβρίσκεται ολότελα αποδυναμωμένο στο πρόσωπο του Θράσου, που δεν μπορεί στο ελάχιστο να κουμαντάρει ούτε το ίδιο του το σπίτι, και εξαπολύει τους κέρβερους του ασυνειδήτου, κατά καιρούς (Ζαν Κλωντ από τη μεριά του ενορμητικού, Λάζαρος από τη μεριά του υπερεγώ), να κάνουν τη δουλειά του. Αυτή η αποδυνάμωση εκδηλώνεται έναντι ενός ενορμητικού που δεν λογοκρίνεται σχεδόν καθόλου από το συνειδητό (δεν απωθείται), ούτε κουμαντάρεται (σθεναρά) από το υπερεγώ, αφού το τελευταίο εξυπηρετεί στοιχειώδεις και ανένταχτους στο «κοινωνικό» κανόνες (Ερρίκος), ή τον υποτυπώδη κώδικα τιμής του υποκόσμου. Ο Φρόυντ έχει κάνει ένα λάθος: Η «βρωμοδουλειά» δεν έχει γίνει στο επίπεδο του ασυνειδήτου και ούτε και έχει νόημα να μιλάμε με έμφαση για κάτι τέτοιο (συνειδητό και μη συνειδητό), αφού σχεδόν τα πάντα κινούνται σε επίπεδο μη συνειδητό, αλλά επειδή η διαχείριση της πραγματικότητας από το συνειδητό τμήμα του ηγεμονικού εγώ είναι εξόχως «ελλειμματική έως και προβληματική»...

Έτσι, όταν το «Εγώ» αδυνατεί να πράξει τα καθήκοντά του, τότε εξαναγκαστικά θα εμφανιστούν, από τους τόπους τους στον κόσμο του φωτός, αυτοί που πάντοτε λανθάνανε κοντά του, για να μην πιάσει πάτο το καράβι.

Μία υπόθεση που θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε είναι πως αυτός που επιθυμεί να εξιχνιάσει -διακαώς- το …έγκλημα… είναι αυτός που το έχει κατά τρόπο ανεπανάληπτο διαπράξει, επειδή του έχει δηλαδή επιτρέψει να περάσει στο συνειδητό και τη συνειδητή επεξεργασία η οποία, πέραν της ενδοσκόπησης, αποδίδει στην κοινωνική οντότητα την ευθύνη που της αναλογεί… (ευθύνη που ερμηνεύεται στη διχοτόμηση διαφορετικά). Οπότε, δεν έχει επιτραπεί στο έγκλημα ολότελα να απωθηθεί. 

Είναι πιο εύκολο να συναντήσει κάποιος άτομα σαν τα παραπάνω μέσα σε δύο χονδρικές κοινωνικές κατηγορίες. Ανάμεσα σε αυτούς που παραλαμβάνουν θετικό κοινωνικό πρόσημο, οπότε ανήκουν στον κοινωνικό θεσμό (ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, μεταρρυθμιστές, ακτιβιστές…) και ανάμεσα σε αυτούς που παραλαμβάνουν αρνητικό κοινωνικό πρόσημο, οπότε ανήκουν στον εξωθεσμικό υπόκοσμο και όπως ενδεχόμενα φαντάζεστε και (στο (παρα)κρατικό) αλλού…

Στην ευρεία πληθυσμιακή ομάδα (με την εξαίρεση μίας ειδικής κατηγορίας, αυτών δηλαδή που έχουν προσανατολιστεί σε ιδιαίτερης φύσης στόχους, για την επίρρωση των κοινωνικών αξιών και την εξέλιξη του πολιτισμού) αυτό που πιο εύκολα ή σύνηθα θα συναντήσει κάποιος είναι η αδιαφορία, γιατί κατά κανόνα το χέρι τους δεν φτάνει μακριά.

Αυτό που υποστηρίζω λοιπόν ακριβώς παραπάνω είναι πως υφίσταται μία διχοτόμηση του υποκειμένου (της έρευνας του διαπραχθέντος εγκλήματος) στα δύο οριακά του άκρα.  Εάν αυτή τη διχοτόμηση την εξετάσουμε πλέον στο επίπεδο μελέτης που της αναλογεί και που συνιστά την καταβολή της, δηλαδή στο ενδοψυχικό μίας οντότητας, θα διαπιστώσουμε πως έχει προηγηθεί μία αμυντική διχοτόμηση του αντικειμένου σε καλό (εξιδανίκευση) και σε κακό (υποτίμηση), καθώς αυτό βιώνεται από το υποκείμενο ως αμφιθυμικό απέναντί του. Έπειτα, το υποκείμενο θα ταυτιστεί με το διχοτομημένο αντικείμενο και θα το ενδοβάλει περαιτέρω μέσα στο ψυχικό του σύστημα και συνεπώς θα κρατάει τον εαυτό του σταθερά διχοτομημένο, αφενός λόγω της ψυχικής υποταγής στο θύτη (αναλογιστείτε το σύνδρομο της Στοκχόλμης), αφετέρου για να προστατέψει το καλό του «είναι», ώστε να μην καταστραφεί από το κακό.

Άρα εδώ μιλάμε για ένα ακραίο «Όλον» με κοινωνικό πρόσημο θετικό και ένα ακραίο (alter) «Όλον» με κοινωνικό πρόσημο αρνητικό. Πίσω από τη διχοτομημένη αυτή οντότητα βρίσκεται ένα εγωκεντρικό-ναρκισσιστικό, αναγκαστικά στερητικό και εκφοβιστικό (για το κακό που μπορεί να προξενήσει ή για το καλό που αρνείται να προσφέρει) φροντιστικό πρόσωπο/αντικείμενο (Μέμα Μπριλάντε), το οποίο, για να σώσει το τομάρι του ή για να κάνει τη δουλειά του, δεν θα δίσταζε να της καταβροχθίσει το χέρι ή να την παραδώσει ακόμη και στον Πόντιο Πιλάτο. Δηλαδή, εφόσον το ίδιο το φροντιστικό πρόσωπο βιώνει σοβαρή ασύνειδη αμφιθυμία για το ρόλο του, κατά συνέπεια βιώνεται από το υποκείμενο ως διχοτομημένο, με αποτέλεσμα το τελευταίο να διχοτομεί τον εαυτό του στα δύο οριακά του άκρα και να τα κρατάει διαχωρισμένα, ώστε να προστατεύει το ένα από την καταστροφική δράση του άλλου και έτσι το υποκείμενο να καταφέρνει να επιβιώνει.

Η τηλεοπτική σειρά «Μαύρα Μεσάνυχτα» δεν συνιστά μία αφήγηση των επιτευγμάτων των νονών της νύχτας. Η νύχτα χαρακτηρίζεται μάλλον από μία αυστηρή ιεραρχία και οι νονοί της από τον συντηρητισμό, την ιστορική αντιδραστικότητα και ακόμη περισσότερο τον φονταμενταλισμό και μία ακροδεξιά κουλτούρα, πράγμα που μέσα στο έργο δεν συναντιέται στο ελάχιστο. Στο έργο αυτό όλα τα πρόσωπα εμπλέκονται σε μία ανείπωτη κωμική σαλάτα, στην προσπάθειά τους να προωθήσουνε, να σπρώξουνε ο καθένας το αίτημά του, το κέφι ή το καπρίτσιο του. Οι τρεις οντότητες της φροϋδικής τυπολογίας, δεν θα άντεχανε ποτέ πραγματικά να καταστρέψουνε η μία την άλλη, επειδή κάθε μία περιλαμβάνει (ακόμα και στη διχοτόμηση) τις άλλες δύο μέσα της.

Η σειρά αυτή συνιστά μία κωμική αλληγορία η οποία περιγράφει την ενδοψυχική πραγματικότητα του υποκειμένου που έχει διχοτομηθεί (και αυτό έχει καταστεί πλέον το ενήλικο μοτίβο της ζωής του), με έμφαση στις αρνητικές προβολές και διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις, αλλά και στην προσήλωση του συγκεκριμένου ενορμητικού σε μία φαντασιακή, μανιχαϊστική θεοκρατία. Αυτή η διχοτόμηση αφορά σε όλες τις δομές της προσωπικότητας, παρά το γεγονός πως εν προκειμένω την παράσταση κλέβει το ενορμητικό της προσωπικότητας, δηλαδή η απλησίαστη Σιλβή, που εκπροσωπεί (ένα παραπάνω) την ανάγκη για την απόλυτη απόλαυση, αυτή του λεγόμενου «λακανικού πραγματικού», δηλαδή την ασεξουαλική απόλαυση της ίδιας της τής ύπαρξης (έτσι όπως αποτυπώνεται στο λόγο της του 47ου επεισοδίου στο 5:41 λεπτό: "μην ξανακούσω αυτή τη μπούρδα, ουσιαστικά κοντά μου δεν υπήρξε ποτέ κανείς, ούτε η ίδια μου η μάνα, έχω τον ανθρωποδιώκτη που λένε, αλλά να σου πω ένα μυστικό; αποφάσισα να το χαίρομαι από εδώ και μπρος, δεν είναι μοναξιά, ελευθερία είναι), μία απόλαυση που δεν μπορεί να ειπωθεί, που δεν μπορεί να περάσει ή να περιγραφεί από τη γλώσσα (δηλαδή από το συμβολικό) και άρα να πραγματωθεί μέσα στον πολιτισμό. Είναι εξωπολιτισμική και εξωγλωσσική και μόνον οι ποιητές μπορούν να πετύχουν με ευρωστία κάτι τέτοιο, και το κατορθώνουν χωρίς να ξέρουν πως το κατορθώνουν, γι’ αυτό και σημειώνουν, όσοι είναι άριστοι στην τέχνη τους, μία τέτοια επιτυχία.
 

Η παραπάνω συζήτηση θα μπορούσε να προεκταθεί στο κοινωνιολογικό ερώτημα, κατά πόσον οι αφορισμοί και οι εξιδανικεύσεις της ύπαρξης έχουν περάσει στην «κοινωνιολογία» του ανθρώπου, δηλαδή στα συστήματα αξιών, την ηθική, τις ιδεολογίες και τις θρησκείες του, στην αντίληψη του διαφορετικού και στη μετατροπή του ιουδαιοχριστιανικού πλησίον σε εξωομάδα και στην πρακτική ζωή εν γένει.


Εγώ προσωπικώς θα παραμείνω στο επίπεδο της ψυχολογίας του ατόμου, αυτό δηλαδή που με ενδιαφέρει και θεωρώ πως αυτό που χρειάζεται στον άνθρωπο κατά κανόνα είναι μία πρακτική και λειτουργική και γιατί όχι ονειρική (με αίσθηση της περιπέτειας), θεώρηση του κόσμου, για την εξεύρεση του απαραίτητου νοήματος, εκείνου που δεν παραβιάζει σοβαρά τη «λογικότητα» του ορίου και άρα τη λεγόμενη «χρυσή τομή», η οποία δεν είναι καθόλου μέτρια,

…αλλά ιδιαζόντως γοητευτική και απέριττα σοφή





© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Η «χρησιμότητα» της διαφθοράς (ένα ζήτημα «αισθητικής»)


Από μία πρόχειρη στατιστική ανάλυση στην οποία προέβην, θα έλεγα πως έχω διαπιστώσει πως οι άνθρωποι που διαθέτουν όρια ικανοτήτων θα έχουν οπωσδήποτε και υψηλά συναισθηματικά όρια, έως πολύ υψηλά, δηλαδή θα παρουσιάσουν υψηλή αδυναμία προσφοράς ή αδυναμία μη χειριστικής προσφοράς, που δεν εξασφαλίζει ήτοι κακοήθεις ναρκισσιστικές ανταμοιβές. Οι άνθρωποι όμως που δεν διαθέτουν όρια ικανοτήτων μπορεί να έχουν συναισθηματικά όρια, μπορεί και όχι, αλλά εν πάση περιπτώσει διαφοροποιούνται ιδιαζόντως και ποιοτικά και ποσοτικά από την προηγούμενη κατηγορία.

                          Karl Popper
Η δεύτερη κατηγορία αφορά σε αυτούς που μπορούν να παράγουν υψηλής ποιότητας και αισθητικής χρησιμότητα για τον εαυτό τους και αυτομάτως για τους άλλους (αυτά τα δύο είναι αδύνατον να διαχωριστούν…) και αυτή η χρησιμότητα αφορά στις τέχνες,  τις καλές τέχνες, τα γράμματα και τις κοινωνικοπολιτικές παρεμβάσεις. Στην πρώτη κατηγορία προσωπικώς καταχωρίζω ανθρώπους που διαθέτουν σημαντική συμβολή στην αέναη αναπαραγωγή ενός παρωχημένου συστήματος και πλαισίου ευκαιριών.

Η διαφοροποίηση αυτή στο συναισθηματικό όριο προέρχεται αφενός από το γεγονός πως η μη ύπαρξη ορίου ικανοτήτων δημιουργεί μία ενδοψυχική και μία διυποκειμενική υπεραναπλήρωση (καλώς εννοουμένης εν προκειμένω) καθώς οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να σκέφτονται διαφορετικά, άρα να λειτουργούν δημιουργικά και κατ’ επέκταση να αναπλάθουν σταθερά το συναίσθημά τους. Όμως προέρχεται και από το γεγονός πως τα συναισθηματικά όρια που θέτουν, κυρίως εξυπηρετούν την αυτοπροστασία τους και όχι την ανάγκη τους να παραμένουν σταθερά κακοί ή (έστω) λίγοι Μόνο που η ανάγκη αυτή για αυτοπροστασία ενδέχεται να ξυπνήσει την αυτοπροστασία στους ομοϊδεάτες τους, εάν αυτή η ανάγκη μέσα στους δεύτερους λανθάνει. Αλλά εδώ είμαστε… μπορούμε πάντοτε να «μαθαίνουμε» και να λειτουργούμε επανορθωτικά.

                                                                                       Johann Sebastian Bach
Η γνώμη μου είναι πως οι άνθρωποι θα εξωτερικεύσουν το χέρι της διαφθοράς τους (δηλαδή θα το μεταβιβάζουν από το ενδοπροσωπικό στο διαπροσωπικό), ανάλογα με το κοινωνικό δυναμικό που διαθέτουν, ενώ το μέγεθος αυτής της διαφθοράς γίνεται αντιστρόφως ανάλογο του ορίου ικανοτήτων που διαθέτουν. Όσο δηλαδή αυξάνεται η ικανότητά τους, τόσο μικραίνει η διαφθορά τους. Πολύ συχνά, νομίζω, αυτό το μέγεθος (ικανότητας πια) συναντιέται ωραιότατα στα επιτεύγματά τους από τα οποία αντλούνε υπερηφάνεια και τα οποία κρίνονται από τη δυναμική εξωστρέφειας που τα έργα αυτά διαθέτουν. Και τώρα πια καταλαβαίνω αυτό που μου είχε προτείνει ο φίλος μου ο Γ.Μ. (ο οποίος πέραν άλλων είναι κυριολεκτικώς και ποιητής) για τη δύναμη του ποιητικού έργου....

Το έργο ενός ποιητή/συγγραφέα αντλεί την αξία του από την ικανότητα του τελευταίου να απομακρύνεται από το συγκεκριμένο πλαίσιο του εαυτού του, από την ικανότητά του να επεκτείνεται, ώστε να μην μιλάει μόνο για τον εαυτό του.

Κι εμένα με συγκινεί αυτή η φυγή του "ποιητικού" έργου από την ύπαρξη του, η φυγή του από το γήινο όριο, για να ταξιδέψει σαν το φως μέσα στο άπειρο-ονειρικό

Ένα αναγνωρισμένο πνευματικό έργο ή ένα καταξιωμένο καλλιτεχνικό δημιούργημα λόγου χάρη (αξίες που εμένα με αγγίζουν, γι’ αυτό και τις αναφέρω παραδειγματικά) διαθέτουν υψηλή δυναμική εξωστρέφειας και κατά συνέπεια υψηλή κοινωνική προσφορά, πράγμα το οποίο προϋποθέτει την ικανότητα του ποιητή και την ταύτισή του με τη δυναμική του έργου του. Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν, για τον όποιο λόγο, δεν θα το εξετάσουμε τώρα αυτό, τότε θα εξελίξουνε τη διαφθορά, είτε στο ενδοπροσωπικό, είτε (όσο φτάνει το χέρι τους) και στο διαπροσωπικό, προκειμένου να εξεύρουν μία καλή δικαιολογία της ικανότητάς τους …να είναι λίγοι…

Γιατί ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει να είναι διεφθαρμένος (πολύ περισσότερο επειδή θα έχει μετατρέψει τη διαφθορά σε ικανότητα και αξία), αλλά δεν μπορεί να αντέξει να είναι αποτυχημένος, γιατί θα καταρρεύσει.
Οπότε πάντοτε θα εφευρίσκει τις απαιτούμενες εκλογικεύσεις, εκείνες που του αναλογούν και που καθορίζουνε τους στόχους του, μαζί και την αισθητική του


© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Ένα αναλυτικό σφάλμα


…αναβοσβήνει στο μέτωπό μου επάνω η πινακίδα “ο φωτεινός ο παντογνώστης”, Ελενίτσα;… μου έλεγε κοροϊδευτικά πάντοτε ο φίλος μου ο Σπύρος. Και είναι βέβαιον πως αν δεν είχε αποδημήσει σε τόπους ανέγγιχτους, σε τόπους μακρινούς (από το 2011) κάτι αντίστοιχο θα ήθελε να μπορεί να μου πει και σήμερα ακόμη…

Φαίνεται, με ανάλογο τρόπο λειτούργησα κι εγώ για τη συνάδελφο, η οποία ήρθε ντουγρού σε μένα, χωρίς όμως εδώ να υφίσταται κάποια προηγούμενη γνωριμία. “Μα γιατί αργεί τόσο πολύ ο διδάσκων;”. Που να ξέρω; λέω από μέσα μου… Δεν μου δίνουνε αναφορά για το ωρολόγιο πρόγραμμά τους, ούτε συνδεόμεθα με στενή φιλία, ένα γεια στα πεταχτά ή ούτε καν. Βοήθεια ουσιαστικά ζητούσε η συνάδελφος από εκεί που έκοψε με το μάτι πως θα μπορούσε να πάει να τη ζητήσει… Χωρίς καν να το σκεφτώ της απάντησα γελώντας και με υπαινιγμό, “πριν από λίγο πέρασε από εδώ ο τάδε. Φαίνεται πως ακριβώς πιο πριν ήτανε με τον περί ου ο λόγος στην αίθουσα συνεδριάσεων και κάνανε κοτσομπολιό”.

Βλέπετε, όπως έχω ξαναπεί, το ασυνείδητο διαθέτει άριστες «οσφρητικές ικανότητες» και «ικανότητες προσανατολισμού και εστίασης της προσοχής», ώστε να ρωτήσει εκεί που πρέπει κάτι να ρωτήσει, για να λάβει όχι τη σωστή (το τονίζω αυτό), αλλά την κατάλληλη, για την περίσταση, απάντηση.

Θεωρώ, με κάθε ειλικρίνεια, πως το «κουτσομπολιό» (καλώς εννοουμένης εν προκειμένω της δραστηριότητας) συνιστά μία παγκόσμια σταθερά και αξία και ένα από τα πλέον διασκεδαστικά αθλήματα στο οποίο επιδίδεται με σύνεση απ’ άκρη σε άκρη όλος ο πλανήτης.


Στην ψυχανάλυση όμως, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Όλοι (φαντάζομαι) στο χώρο, ή τουλάχιστον όσοι από εμάς είμαστε συνεπείς, έχουμε κατανοήσει, από τις δικές μας αναλύσεις και από το κλινικό υλικό, έτσι όπως μας έρχεται, πως ο αναλυτής ποτέ του δεν ρωτά, εκτός από την πρώτη τη φορά, «τι θέλετε από εμένα;», και για να το περιγράψω γλαφυρά, «καλώς τον φίλο (ή την φιλενάδα), πως και απ’ τα λημέρια τα δικά μου;». Μία ερώτηση που απευθύνει πάντοτε μα πάντοτε στο υποκείμενο της ψυχαναλυτικής εργασίας και ουδέποτε στους φίλους, τους συγγενείς ή τους προηγούμενους αναλυτές του.

Όχι μόνο γιατί δεν θα λάβει την απάντηση του υποκειμένου, όχι μόνο γιατί δεν θα ξυπνήσει τη γνώση του υποκειμένου, όχι μόνο γιατί δεν θα κινητοποιήσει την ευθύνη του υποκειμένου, αλλά και γιατί αυτή η εκκίνηση, από την οποία απουσιάζει η εμπιστοσύνη, θα διακινήσει το ψυχικό υλικό και θα ξυπνήσει το υπερεγωτικό μάτι της καρδιάς του υποκειμένου και καλώς. Εδώ λαμβάνει χώρα η προβλητική ταύτιση (δεν θα το εξηγήσω τούτη τη στιγμή αυτό) ή, αν θέλετε, ο εξωτερικός πλέον μηχανισμός τη αυτοεκπληρούμενης προφητείας, διότι (ξέρετε) η απάντηση εν τέλει θα σας δοθεί, αλλά το ασυνείδητο υλικό που ρέει από πίσω θα εμποδίσει την κατάλληλη ερμηνεία της απάντησης αυτής.

Το διακινούμενο ψυχικό υλικό στον ενδιάμεσο διαπροσωπικό χώρο έτσι και αλλιώς ήδη υπάρχει. Και εδώ αναφέρομαι στο ψυχικό υλικό και των δύο υποκειμένων και ποτέ δεν μπορούμε να πούμε «ποιος έχει ξεκινήσει, τι;». Όπως λένε δηλαδή και οι συστημικοί συνάδελφοι (αλλά και οι θεωρητικοί του χάους), δεν μπορούμε να θέσουμε μία στίξη, γιατί όλοι δρουν μέσα σε ένα σύστημα και ανταλλάσσουνε συνέχεια «υλικό». Αυτό όμως δεν συνεπάγεται πως κάποιος δεν μπορεί να γίνεται «προσεκτικός».

Στην ψυχαναλυτική λοιπόν εργασία τίθεται πρωταρχικώς το ερώτημα, όπου η απάντηση αφορά στον στόχο του υποκειμένου (αναλυόμενος) και όχι του αναλυτή, ο οποίος δεν μπορεί και καλείται να μην τον οικειοποιηθεί. Μπορεί απλά να τον παρακολουθεί και να τον συνοδεύει, για να φτάσει στο βάθος που το ίδιο το υποκείμενο ορίζει, αλλά δεν μπορεί να τον καταστήσει ποτέ δικό του στόχο.

Στον στόχο του αυτό, το υποκείμενο θα προσπαθήσει να φτάσει σταδιακά χτίζοντας την εμπειρία και τη γνώση του, περνώντας δηλαδή από μία συνεχόμενη επαναπραγμάτευση της ύπαρξής του. Θα μπορούσε, αν θέλετε, για να γίνει πιο κατανοητό το όλο πράμα, να παραλληλιστεί η διαδικασία αυτή με τη μαθησιακή διαδικασία, όπου κάποιος, με τα διάφορα μπρος πίσω, και με την ατομική του σπουδή, μέριμνα και έρευνα, συνθέτει σταδιακά το υλικό του, ώστε να πάψει κάποια στιγμή να κοιτάζει τον δάσκαλό του σαν τον «μπούφο» (κάτσε ρε μάστορα, και δεν καταλαβαίνω τι με λες).

Πως γίνεται όμως ο αναλυτής να οικειοποιηθεί τον στόχο του υποκειμένου; Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο που θα πρέπει να το δούμε ακόμη πιο προσεχτικά:

Ας θέσουμε το γνωστό παράδειγμα: Όταν ένας άνθρωπος με κύρος εισέρχεται μέσα σε έναν χώρο που επίσης διαθέτει κάποιο κύρος, αυτός ο άνθρωπος δεν θα χρειαστεί να δηλώσει την ταυτότητά του, για να γίνει αυτή παραληπτέα. Όλη του η εξάρτυση εξάλλου, η εσωτερική και η εξωτερική, σύνηθα το διαλαλεί αυτό, ακόμη και άθελά του. Τούτο θα ξυπνήσει μέσα στον χώρο αυτό την εξιδανίκευση για το πρόσωπο του επισκέπτη, οπότε θα πέσει και λίγο θύμα της «βιαιοπραγίας» του χώρου αυτού. Ταυτόχρονα όμως η «βιαιοπραγία» αυτή εξυπηρετεί και έναν άλλο στόχο. Η εξιδανίκευση αυτή (δεν θα πω τη στιγμή αυτή ποιο είδος εξιδανίκευσης τίθεται σε λειτουργία) γίνεται παραληπτέα από το σεξουαλικό κανάλι που είναι εγκατεστημένο μέσα στον χώρο αυτό. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ο επισκέπτης αυτός να επενδύεται ερωτικά, πράγμα το οποίο γίνεται αναγκαίο να κρατηθεί κρυφό, γι’ αυτό και ενεργοποιείται ο αντιδραστικός σχηματισμός που παράγει εκ περισσού την βιαιοπραγία.

Τι μας διδάσκει το παραπάνω; Πως κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά πράγμα που οδηγεί άλλους ανθρώπους να τους εξιδανικεύσουν με κάποιον τρόπο. Κάποιοι από τους τελευταίους επιτίθενται, όταν είναι μερικώς ή αρκετά διεστραμμένοι και με ανάλογο τρόπο, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Σε αυτή τους την εξιδανίκευση λοιπόν, όσοι δεν είναι διεστραμμένοι, θα νοιώσουν μία ασύνειδη αγωνία για τις δικές τους τις δυνάμεις πια και θα θελήσουν να πετάξουν κάτω στη γη ή και μακριά τη δική τους τη δουλειά ή έστω την αρμοδιότητά τους ή τέλος πάντων κάτι σχετικό.

Όταν ο αναλυτής εξιδανικεύει τον αναλυόμενό του, ταυτίζεται μαζί του και τότε θα αρνηθεί το έργο το δικό του, το οποίο του έχει προκαλέσει αγωνία, και θα οικειοποιηθεί το έργο του θεραπευομένου του. Με την ταύτιση αυτή θα ερωτευτεί το είναι του τελευταίου με έναν πραγματικό αλλά και μ’ έναν αμυντικό τρόπο. Και λέω «πραγματικό» γιατί όλοι οι άνθρωποι κατά καιρούς λιμπιζόμαστε αυτό που έχει ο άλλος (όπως δίδαξε και ο Dr Lecter στην Clarice η οποία ήθελε να μάθει). Ο αναλυτής βέβαια μπορεί να αγαπάει με έναν τρόπο ειδικό τα υποκείμενο της ψυχαναλυτικής εργασίας, ωστόσο, μόνο ως άνθρωπος μπορεί και να το ερωτευτεί.

Σε αυτό το βύθισμά του (την αντιμεταβίβασή του, όπως λένε οι συνάδελφοι στο χώρο, εγώ διαφωνώ κάθετα και την λέω μεταβίβαση του αναλυτή, αλλά αυτό δεν μας αφορά), ο αναλυτής μπαίνει σε μία διαδικασία να κάνει κάτι που δεν του αναλογεί και άρα δεν μπορεί (βαθιά μέσα του το γνωρίζει αυτό). Η υπάρχουσα αγωνία ασφαλώς θα επεκταθεί και θα τον εξαναγκάσει να σαμποτάρει τη διαδικασία επανόρθωσης του υποκειμένου της αναλυτικής εργασίας ενώ θα υπονομεύσει ταυτόχρονα τη δική του συμβολή και εργασία και έτσι η θεραπευτική σχέση θα λυθεί εξαναγκαστικά.

Όταν επιστήθια φίλη μου με ρώτησε κάποτε, “πως αντέχεις να με ακούς;”, της απάντησα, “είναι επειδή ποθώ τους ανθρώπους και δεν θέλω να το αποδεχτώ”. Ίσως γι’ αυτό τελικά με κέρδισε η ψυχολογία και όχι η νομική και ακόμη περισσότερο το «δικαστικό». Όχι μόνο επειδή θα μεριμνώ, για να μην μπει ο άνθρωπος στο ίδρυμα, αντί να ερευνώ, μάλλον, πως θα μπει σε αυτό, αλλά και επειδή στην συναισθηματική ερώτηση που κάποτε ακολουθεί την πρωταρχική δική μου, ήτοι, “…θα με αναλάβεις;…”, εγώ επιλέγω κυρίως να απαντώ ακολουθώντας, φωτεινό παράδειγμα…, αυτό που έχω ήδη διδαχτεί,

“Ναι, θα σας αναλάβω. Αυτή η ώρα είναι πια δική σας”


© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')