Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Η ψυχαναλυτική ερμηνευτική στην έβδομη τέχνη: Μέρος 1ο


Αρχαϊκοί Μηχανισμοί Άμυνας του Εγώ: H Διχοτόμηση  στο Ενορμητικό (splitting)

Στη δική μου ψυχολογική γνωσιολογία, η οποία αφορμά ξεκάθαρα από τη δεύτερη φροϋδική τοπική, τρεις διαφορετικές ποιότητες άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους και οι οποίες περιλαμβάνουν η μία την άλλη μέσα της, συγκροτούν τη θεμελιακή δομή του ενδοψυχικού κόσμου του ατόμου: ID, EGO, SUPEREGO. Μία επιπλέον βασική μου διαφορά από τη φροϋδική τοπική είναι πως το δικό μου Eνορμητικό (δηλαδή το φροϋδικό ID) δεν αφορά σε μία ζωική, ασυγκράτητη «συνθήκη», αλλά στο «εσωστρεφές» (το κρυφό και άρρητο, το «μοναχικό», από τα βάθη της αβύσσου) τμήμα της προσωπικότητας που θα καταλήξει στο επίσης ασύνειδο, αλλά «εξωστρεφές» (υπέργειο και «έγκοσμο ή κοσμικό») Υπερεγώ το οποίο τείνει να ασκεί στο φως του ήλιου τα καθήκοντά του.

Κάθε μία από αυτές τις ποιότητες του ατόμου είναι δυνατόν να υποστεί διχοτόμηση, (αναφερθείτε στα κλαϊνικά αντικείμενα και συνεπώς στην έννοια του μανιχαϊσμού) οπότε αίρεται η ισόρροπη και κατάλληλη σύζευξη των συνιστωσών και όταν το Δίγλωσσο Εγώ πρακτικά απουσιάζει, τότε οι άλλες δύο ψυχικές δομές αναλαμβάνουν τα ινία (όπως συμβαίνει άλλωστε και στις εγκεφαλικές δομές). Τα αποτελέσματα αυτής της αναπροσαρμοσμένης σύζευξης θα εξαρτηθούν από τα επίπεδα υγείας των δομών αυτών. Και όταν αυτά τα επίπεδα βρίσκονται στο ύψιστο (υγιές) σημείο, τότε θα επιχειρηθεί η επανενθρόνιση του Δίγλωσσου Εγώ, το οποίο έχει διχοτομηθεί αναπτύσσοντας έναν υπαρξισμό που ακυρώνει το ρόλο που του αναλογεί. Αυτόν τον υπαρξισμό θα το εξετάσω σε επόμενη ανάλυση, στην παρούσα φάση θα δούμε μέσα από την έβδομη τέχνη τη διχοτόμηση στο ενορμητικό το οποίο μάλλον προηγείται.

Μέσα στο ψυχικό σύστημα κάθε ανθρώπου εξάρχει εκείνο το χαρακτηριστικό («δαίμων» ως ψυχική αναπαράσταση) που συμπυκνώνει την ενδοψυχική του συγκρότηση. Και μπορεί αυτή η διαπίστωση να κάνει τα πράγματα να φαίνονται απλοποιημένα έως και απλοϊκά, όμως στην πραγματικότητα τούτο το χαρακτηριστικό εξωτερικεύει ή αλλιώς επικοινωνεί σε πολύ αδρές γραμμές το θεμελιώδες νόημα και το θεμελιώδες αίτημα του υποκειμένου, το οποίο έχει δομηθεί στην ιστορική του πορεία μέσα από ιδιαίτερα πολύπλοκες διαδικασίες, που εμπλέκουνε παράγοντες πολλούς.

Η παντοδυναμία, λόγου χάρη, που προκαλεί ο εκφοβισμός του ναρκισσιστικού αντικειμένου ενάντια στο υποκείμενο, ο άκρατος θυμός που προκαλεί η στείρα και αχαλίνωτη απαίτηση του αντικειμένου, η ανείπωτη λαχτάρα που προκαλεί η αδιαπραγμάτευτη παραπλάνηση, δηλαδή η ανεξίτηλη απόρριψη και αποπλάνηση του υποκειμένου και η  απέραντη διαμαρτυρία που προκαλεί η ανάλγητη παραγνώριση της εσωτερικής ύπαρξης, όταν το υποκείμενο παραπετιέται, συνιστούν (όπως και άλλα πολλά) αιτήματα/νοήματα που τα πρόσωπα φέρουν μέσα τους και τα οποία διαφεύγουν έξω από αυτά, μέσω μίας ψυχοκινητικής σημειολογίας που δεν είναι απλό ή εύκολο, από τον οποιονδήποτε να αναγνωστεί. Όμως αυτή η σημειολογία μας φέρνει σε μία πρώτη επαφή με το ψυχικό σύμπαν του υποκειμένου.



Η σειρά «Μαύρα Μεσάνυχτα» είναι η πλέον αγαπημένη μου σειρά. Και αυτό, επειδή υλοποιεί κινηματογραφικά το ασύνειδο φαντασιακό της παντοδυναμίας, στο αρνητικό οριακό του άκρο (Σιλβή), με τον πλέον κωμικό τρόπο και με το αφελές υφολογικό στυλ «του παιδιού του Kohlberg, για τις επιπτώσεις…», όταν του πέφτει στο πάτωμα το βάζο με τη μαρμελάδα (Λάζαρος – Ζαν Κλωντ). Βέβαια, οι κόντρες, με τα στρατιωτάκια στα χέρια των παιδιών (Μάτσουλας κλπ), μπορεί να είναι αρκετά ανώδυνες, αλλά όχι και οι επιπτώσεις από τις παρέες που επιδιώκει κάποιος να συλλέγει (Σερέτης κλπ), γιατί «όποιος τη νύχτα περπατεί….».


Το «Εγώ» που υπηρετεί την αρχή της πραγματικότητας, κατόπιν του παροπλισμού του λόγω της ανεπανόρθωτης διαφθοράς του που οδήγησε σε υπερφίαλες ενορχηστρώσεις και την καπήλευση της εξουσίας από τους άλλους δύο (Απόστολος), ξαναβρίσκεται ολότελα αποδυναμωμένο στο πρόσωπο του Θράσου, που δεν μπορεί στο ελάχιστο να κουμαντάρει ούτε το ίδιο του το σπίτι, και εξαπολύει τους κέρβερους του ασυνειδήτου, κατά καιρούς (Ζαν Κλωντ από τη μεριά του ενορμητικού, Λάζαρος από τη μεριά του υπερεγώ), να κάνουν τη δουλειά του. Αυτή η αποδυνάμωση εκδηλώνεται έναντι ενός ενορμητικού που δεν λογοκρίνεται σχεδόν καθόλου από το συνειδητό (δεν απωθείται), ούτε κουμαντάρεται (σθεναρά) από το υπερεγώ, αφού το τελευταίο εξυπηρετεί στοιχειώδεις και ανένταχτους στο «κοινωνικό» κανόνες (Ερρίκος), ή τον υποτυπώδη κώδικα τιμής του υποκόσμου. Ο Φρόυντ έχει κάνει ένα λάθος: Η «βρωμοδουλειά» δεν έχει γίνει στο επίπεδο του ασυνειδήτου και ούτε και έχει νόημα να μιλάμε με έμφαση για κάτι τέτοιο (συνειδητό και μη συνειδητό), αφού σχεδόν τα πάντα κινούνται σε επίπεδο μη συνειδητό, αλλά επειδή η διαχείριση της πραγματικότητας από το συνειδητό τμήμα του ηγεμονικού εγώ είναι εξόχως «ελλειμματική έως και προβληματική»...

Έτσι, όταν το «Εγώ» αδυνατεί να πράξει τα καθήκοντά του, τότε εξαναγκαστικά θα εμφανιστούν, από τους τόπους τους στον κόσμο του φωτός, αυτοί που πάντοτε λανθάνανε κοντά του, για να μην πιάσει πάτο το καράβι.

Μία υπόθεση που θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε είναι πως αυτός που επιθυμεί να εξιχνιάσει -διακαώς- το …έγκλημα… είναι αυτός που το έχει κατά τρόπο ανεπανάληπτο διαπράξει, επειδή του έχει δηλαδή επιτρέψει να περάσει στο συνειδητό και τη συνειδητή επεξεργασία η οποία, πέραν της ενδοσκόπησης, αποδίδει στην κοινωνική οντότητα την ευθύνη που της αναλογεί… (ευθύνη που ερμηνεύεται στη διχοτόμηση διαφορετικά). Οπότε, δεν έχει επιτραπεί στο έγκλημα ολότελα να απωθηθεί. 

Είναι πιο εύκολο να συναντήσει κάποιος άτομα σαν τα παραπάνω μέσα σε δύο χονδρικές κοινωνικές κατηγορίες. Ανάμεσα σε αυτούς που παραλαμβάνουν θετικό κοινωνικό πρόσημο, οπότε ανήκουν στον κοινωνικό θεσμό (ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, μεταρρυθμιστές, ακτιβιστές…) και ανάμεσα σε αυτούς που παραλαμβάνουν αρνητικό κοινωνικό πρόσημο, οπότε ανήκουν στον εξωθεσμικό υπόκοσμο και όπως ενδεχόμενα φαντάζεστε και (στο (παρα)κρατικό) αλλού…

Στην ευρεία πληθυσμιακή ομάδα (με την εξαίρεση μίας ειδικής κατηγορίας, αυτών δηλαδή που έχουν προσανατολιστεί σε ιδιαίτερης φύσης στόχους, για την επίρρωση των κοινωνικών αξιών και την εξέλιξη του πολιτισμού) αυτό που πιο εύκολα ή σύνηθα θα συναντήσει κάποιος είναι η αδιαφορία, γιατί κατά κανόνα το χέρι τους δεν φτάνει μακριά.

Αυτό που υποστηρίζω λοιπόν ακριβώς παραπάνω είναι πως υφίσταται μία διχοτόμηση του υποκειμένου (της έρευνας του διαπραχθέντος εγκλήματος) στα δύο οριακά του άκρα.  Εάν αυτή τη διχοτόμηση την εξετάσουμε πλέον στο επίπεδο μελέτης που της αναλογεί και που συνιστά την καταβολή της, δηλαδή στο ενδοψυχικό μίας οντότητας, θα διαπιστώσουμε πως έχει προηγηθεί μία αμυντική διχοτόμηση του αντικειμένου σε καλό (εξιδανίκευση) και σε κακό (υποτίμηση), καθώς αυτό βιώνεται από το υποκείμενο ως αμφιθυμικό απέναντί του. Έπειτα, το υποκείμενο θα ταυτιστεί με το διχοτομημένο αντικείμενο και θα το ενδοβάλει περαιτέρω μέσα στο ψυχικό του σύστημα και συνεπώς θα κρατάει τον εαυτό του σταθερά διχοτομημένο, αφενός λόγω της ψυχικής υποταγής στο θύτη (αναλογιστείτε το σύνδρομο της Στοκχόλμης), αφετέρου για να προστατέψει το καλό του «είναι», ώστε να μην καταστραφεί από το κακό.

Άρα εδώ μιλάμε για ένα ακραίο «Όλον» με κοινωνικό πρόσημο θετικό και ένα ακραίο (alter) «Όλον» με κοινωνικό πρόσημο αρνητικό. Πίσω από τη διχοτομημένη αυτή οντότητα βρίσκεται ένα εγωκεντρικό-ναρκισσιστικό, αναγκαστικά στερητικό και εκφοβιστικό (για το κακό που μπορεί να προξενήσει ή για το καλό που αρνείται να προσφέρει) φροντιστικό πρόσωπο/αντικείμενο (Μέμα Μπριλάντε), το οποίο, για να σώσει το τομάρι του ή για να κάνει τη δουλειά του, δεν θα δίσταζε να της καταβροχθίσει το χέρι ή να την παραδώσει ακόμη και στον Πόντιο Πιλάτο. Δηλαδή, εφόσον το ίδιο το φροντιστικό πρόσωπο βιώνει σοβαρή ασύνειδη αμφιθυμία για το ρόλο του, κατά συνέπεια βιώνεται από το υποκείμενο ως διχοτομημένο, με αποτέλεσμα το τελευταίο να διχοτομεί τον εαυτό του στα δύο οριακά του άκρα και να τα κρατάει διαχωρισμένα, ώστε να προστατεύει το ένα από την καταστροφική δράση του άλλου και έτσι το υποκείμενο να καταφέρνει να επιβιώνει.

Η τηλεοπτική σειρά «Μαύρα Μεσάνυχτα» δεν συνιστά μία αφήγηση των επιτευγμάτων των νονών της νύχτας. Η νύχτα χαρακτηρίζεται μάλλον από μία αυστηρή ιεραρχία και οι νονοί της από τον συντηρητισμό, την ιστορική αντιδραστικότητα και ακόμη περισσότερο τον φονταμενταλισμό και μία ακροδεξιά κουλτούρα, πράγμα που μέσα στο έργο δεν συναντιέται στο ελάχιστο. Στο έργο αυτό όλα τα πρόσωπα εμπλέκονται σε μία ανείπωτη κωμική σαλάτα, στην προσπάθειά τους να προωθήσουνε, να σπρώξουνε ο καθένας το αίτημά του, το κέφι ή το καπρίτσιο του. Οι τρεις οντότητες της φροϋδικής τυπολογίας, δεν θα άντεχανε ποτέ πραγματικά να καταστρέψουνε η μία την άλλη, επειδή κάθε μία περιλαμβάνει (ακόμα και στη διχοτόμηση) τις άλλες δύο μέσα της.

Η σειρά αυτή συνιστά μία κωμική αλληγορία η οποία περιγράφει την ενδοψυχική πραγματικότητα του υποκειμένου που έχει διχοτομηθεί (και αυτό έχει καταστεί πλέον το ενήλικο μοτίβο της ζωής του), με έμφαση στις αρνητικές προβολές και διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις, αλλά και στην προσήλωση του συγκεκριμένου ενορμητικού σε μία φαντασιακή, μανιχαϊστική θεοκρατία. Αυτή η διχοτόμηση αφορά σε όλες τις δομές της προσωπικότητας, παρά το γεγονός πως εν προκειμένω την παράσταση κλέβει το ενορμητικό της προσωπικότητας, δηλαδή η απλησίαστη Σιλβή, που εκπροσωπεί (ένα παραπάνω) την ανάγκη για την απόλυτη απόλαυση, αυτή του λεγόμενου «λακανικού πραγματικού», δηλαδή την ασεξουαλική απόλαυση της ίδιας της τής ύπαρξης (έτσι όπως αποτυπώνεται στο λόγο της του 47ου επεισοδίου στο 5:41 λεπτό: "μην ξανακούσω αυτή τη μπούρδα, ουσιαστικά κοντά μου δεν υπήρξε ποτέ κανείς, ούτε η ίδια μου η μάνα, έχω τον ανθρωποδιώκτη που λένε, αλλά να σου πω ένα μυστικό; αποφάσισα να το χαίρομαι από εδώ και μπρος, δεν είναι μοναξιά, ελευθερία είναι), μία απόλαυση που δεν μπορεί να ειπωθεί, που δεν μπορεί να περάσει ή να περιγραφεί από τη γλώσσα (δηλαδή από το συμβολικό) και άρα να πραγματωθεί μέσα στον πολιτισμό. Είναι εξωπολιτισμική και εξωγλωσσική και μόνον οι ποιητές μπορούν να πετύχουν με ευρωστία κάτι τέτοιο, και το κατορθώνουν χωρίς να ξέρουν πως το κατορθώνουν, γι’ αυτό και σημειώνουν, όσοι είναι άριστοι στην τέχνη τους, μία τέτοια επιτυχία.
 

Η παραπάνω συζήτηση θα μπορούσε να προεκταθεί στο κοινωνιολογικό ερώτημα, κατά πόσον οι αφορισμοί και οι εξιδανικεύσεις της ύπαρξης έχουν περάσει στην «κοινωνιολογία» του ανθρώπου, δηλαδή στα συστήματα αξιών, την ηθική, τις ιδεολογίες και τις θρησκείες του, στην αντίληψη του διαφορετικού και στη μετατροπή του ιουδαιοχριστιανικού πλησίον σε εξωομάδα και στην πρακτική ζωή εν γένει.


Εγώ προσωπικώς θα παραμείνω στο επίπεδο της ψυχολογίας του ατόμου, αυτό δηλαδή που με ενδιαφέρει και θεωρώ πως αυτό που χρειάζεται στον άνθρωπο κατά κανόνα είναι μία πρακτική και λειτουργική και γιατί όχι ονειρική (με αίσθηση της περιπέτειας), θεώρηση του κόσμου, για την εξεύρεση του απαραίτητου νοήματος, εκείνου που δεν παραβιάζει σοβαρά τη «λογικότητα» του ορίου και άρα τη λεγόμενη «χρυσή τομή», η οποία δεν είναι καθόλου μέτρια,

…αλλά ιδιαζόντως γοητευτική και απέριττα σοφή





© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου