Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ


(Το δέντρο της ψυχολογίας...)
 
Πως είναι δυνατόν να συνδεθούν, μεταξύ τους, μία επίσημη, επικοινωνιακή συνθήκη μ’ ένα ονειρικό συμβάν; Η απάντηση είναι, έτσι όπως μπορούν να συνδεθούν, μεταξύ τους, τα κοινωνικά διαμειβόμενα, με τα ατομικά πλαίσια αναφοράς τους.

Έχω περισσότερες φορές τοποθετηθεί, ως προς την άποψή μου, για τον εισηγητή της ψυχαναλυτικής θεωρίας, πως η αδιαφιλονίκητη αξία του έγκειται, κατ’ εμέ, κυρίως στην ανακάλυψη της αξίας της λειτουργίας του ονείρου, θέμα διόλου ασήμαντο, μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών θεμάτων, τα οποία μελετώνται στο χώρο της ψυχολογίας.

Η αξία αυτή του ονείρου αφορά, σε μία θεμελιώδη λειτουργία του, ως επεξεργασία δηλαδή και αναδιατύπωση των άδηλων ευχών και σίγουρα των επισχέσεων ή έστω των αναχαιτίσεων, εξαιτίας των οποίων η «ανάγκη» παραμένει μία γενικότερη προθεση, μέσα στα σημαίνοντα της (μέσα δηλαδή σε λεκτικά ή μη λεκτικά «συμβάντα», τα οποία λιγότερο εποπτεύουμε) χωρίς δηλαδή να εξελίσσεται, σε επιθυμία, η οποία διαθέτει τη δύναμη να «κατολισθαίνει» συνειδητά, προς τα αντικείμενά της.

                       Georgia O'Keeffe_Red Hills with Pedernal, White Clouds, 1936

Σ’ ένα συνέδριο, στον χώρο της ψυχολογίας, οι προσκληθέντες, από την αλλοδαπή, εισηγητές, οι οποίοι συμμετείχαν στις διάφορες εργασίες, ως μέλη της επιστημονικής επιτροπής του συνεδρίου, εξέφρασαν μία αμφιβολία, για τον ρόλο που, μεταξύ άλλων, τους επιφυλάχτηκε, ως κριτές δηλαδή μίας συγκεκριμένης, τρέχουσας επιστημονικής πραγματικότητας, στην Ελλάδα.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε, βάσει της διαμαρτυρίας και των εξηγήσεων που παρατέθηκαν, πως είναι πράγματι ενδεχόμενο να αποδόθηκε, τρόπον τινά, στους ευρωπαίους εισηγητές, ένας ρόλος παντοδύναμου(;) και «ανελέητα(;)» δεινού κριτή, (από έτερο παντοδύναμο υποκείμενο, εφόσον κατάφερε να παρακινήσει έναν παντοδύναμο κριτή, καπηλευόμενο έτσι τη θέση που του είχε ήδη αποδώσει).

Από τη στιγμή που κατατίθεται μία τέτοια διαμαρτυρία, η οποία συνιστά παράλληλα ερμηνεία μίας πρόθεσης, όχι ως απόπειρα να ζητηθεί η κατάθεση μίας εμπειρίας επιβίωσης, αλλά ως προσπάθεια να τοποθετηθεί κάποιος (από άλλους), στο θώκο του δεινού κριτή, είναι εύλογο ένα τρίτο πρόσωπο να υποθέσει και να προβεί σε μία υπόθεση ότι οι ίδιοι πιθανόν είχαν έρθει (μ’ ένα αίσθημα ενοχής, το οποίο γεννάει αμυντικά το αίσθημα του κακού εαυτού -που υποβοηθήθηκε, από την ενδεχόμενη απόδοση του παντοδύναμου ρόλου- το οποίο εξοβελίζεται, από την προσωπικότητα, στα μούτρα του βολικού και ενδεικνυόμενου άλλου) «απολογούμενοι», στον «κληροδότη της δυτικής κουλτούρας, που πυροβολείται ανηλεώς, από τα λιγότερο άξια (βάρ_βαρ_α) τέκνα του, τα οποία θα μπορούσαν ακόμη να τρώνε βελανίδια, αν...», με το ασύνειδο αίτημα, «μην γίνετε κακοί μαζί μας, γι’ αυτά που οι ίδιοι ευθύνεστε, γι’ αυτά που σας συμβαίνουν». Αυτή η δεύτερη υπόθεση γίνεται πιο ισχυρή, αν αναλογιστεί κάποιος τις αναφορές που έγιναν, πάνω στην τρέχουσα κοινωνικοοικονομική και πολιτική πραγματικότητα, στην Ελλάδα.

Φαντάζεστε πως κάποιος τρίτος προέβη στη διατύπωση αυτής της υπόθεσης ή υποψίας; Να σας πω εγώ. Όχι, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, όπου το πλαίσιο παρείχε πολύ περισσότερες δυνατότητες, στον οποιονδήποτε, να ταυτιστεί, με κάποιους τουλάχιστον, απ' όσους συνεισέφεραν, είτε με την παρουσία τους, είτε με την επιστημονική τους κατάρτιση, στη διεξαγωγή του συνεδρίου, ώστε ν' αποκτήσει μία αίσθηση του ανήκειν. Το γιατί σύνέβη αυτό, θα μπορέσει να απαντηθεί καλύτερα, μέσω της μεταφοράς, στο ατομικό πλαίσιο αναφοράς, όπου κι εκεί μία γνωσιοσυμπεριφοριστική ή συστημική/οικολογική ερμηνεία, όπως η ακολουθη «...για την ενεργοποίηση της συμπεριφοράς κάποιων ατόμων, απαιτείται η συμπερίληψη / ο αποκλεισμός ενός εξωτερικού πλασίου ή η επαναδιευθέτηση του εξωτερικού συγκείμενου…», δεν αποκλείει την προώθηση, σ' ένα ακόμη πιο αλαργινό ατομικό επίπεδο αναφοράς.

Που θέλουμε να καταλήξουμε λοιπόν; Τα φαινόμενα της προβολής (με περισσότερους τρόπους εννοουμένης, δηλαδή ως ενός πολυδιάστατου επικοινωνιακού μηχανισμού, όχι πάντα αμυντικού) εξελίσσονται, από τη στιγμή που οι άνθρωποι έρχονται στη ζωή, λόγω των ματαιώσεων, αλλά και των αναγκών και των επικοινωνιακών φαντασιώσεων που δημιουργούνται. Η προέλευση των σχετικών διαμειβομένων σπανίως είναι συγκεκριμένη, είτε ως προς την πηγή, είτε ως προς τον χρόνο έναρξής τους, καθόσον η συναισθηματική, γνωστική, κοινωνική και ιστορική εξάρτυση κάθε ανθρώπου, μέσα σ’ ένα πλέγμα κοινωνικών συγκυριών και συγκυριών περίστασης, δρα, ακόμα και πριν τη γέννησή του (με περισσότερες συγκροτήσεις αυτής). Για την περίπτωση της προσκομματικής λειτουργίας της προβολής, ένα πρόσωπο έχει ήδη καταστεί (ας πούμε) ευάλωτο, στις επιπτώσεις ή απλά τα συνεπακόλουθα που προκύπτουν, λόγω της έλλειψης της απαραίτητης έστω εσωτερικής εποπτείας και ελέγχου. Κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο, προβλεπόμενο και αποδεκτό, όταν οι διενέξεις που προξενούνται, καταλήγουν να επιλύονται, αν μη τι άλλο, ικανοποιητικώς.

Σε μία επίσημη κοινωνική συνθήκη, όπως στο πλαίσιο του πιο πάνω συνεδρίου, διαδραματίζονται συμβάντα που εμπλέκουν περισσότερους ρόλους. Οι ψυχολόγοι οι οποίοι πραγματεύονται, κατά κύριο λόγω, ποσοτικές μεθόδους έρευνας, εξετάζουν και ερμηνεύουν τα ζητήματα που αφορούν, στους ρόλους και τις ταυτότητες των ανθρώπων και ενδιαφέρονται για τις γνωστικές και συμπεριφορικές συνιστώσες, σε ατομικό επίπεδο αλλά και σε ομαδικά πλαίσια, συγκροτώντας τις δικές τους θεωρητικές κατασκευές (καθόλα αναμενόμενο), προκειμένου να επεξεργαστούν και να ταξινομήσουν τα δεδομένα τους. Η ψυχαναλυτική οπτική, (ασφαλώς και άλλες οπτικές) μπορεί να εισηγηθεί ερμηνείες, για το πως ένα πρόσωπο, μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό συγκείμενο, παραλαμβάνει τα κοινωνικοπολιτισμικά και συγκυριακά εισερχόμενα, για να αποδώσει πρώτα ένα νόημα (είτε το συνειδητοποιεί, είτε όχι), σ’ αυτά, διαφορετικό από αυτό που θα απέδιδε ένα άλλο πρόσωπο και περαιτέρω μία «ανταπόκριση», με αλυσιδωτές αναδραστικές εξελίξεις, σε ότι αντιλαμβάνεται ή δεν αντιλαμβάνεται πως συμβαίνει γύρω του. Η ψυχαναλυτική οπτική ενδιαφέρεται λοιπόν μάλλον ακραιφνώς, για την εσωτερική πλευρά και την ψυχικοποίηση του εξωτερικού συμβάντος (με έναν τρόπο ειδικό) και τούτο δεν την θέτει, κατ' ανάγκη, σε σύγκρουση με άλλες θεωρήσεις, αλλά την τοποθετεί σ' έναν πολύ συγκεκριμένο επίπεδο, στο οικοδόμημα της επιστήμης.

Αυτό το οποίο λοιπόν υποστηρίζω είναι ότι συμβαίνει όλοι οι άνθρωποι να διαφοροποιούμε τις αποκρίσεις μας, βάσει της εκάστοτε επικοινωνιακής περίστασης, του πολιτισμικού πλαισίου και των προσαρμοστικών αναγκών, αλλά δεν παύει ποτέ αυτή η διαφοροποίηση να κάνει ευθεία αναφορά, στις ατομικές υπαγορεύσεις και την εσωτερική δυναμική και «αισθητική». Σαφώς αυτή η δυναμική και αισθητική αποκτήθηκαν, μέσα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, τα οποία την παρεμετροποιούν σταθερά και αδιαλείπτως, δεν παύει όμως ποτέ τούτη να λαμβάνει διαφορετική εσωτερική οργάνωση, στον καθένα, ακόμη και υπό παρόμοιες συνθήκες, λόγω της πολυπλοκότητας της λειτουργίας του εσωτερικού ψυχικού μηχανισμού. 

Ένας τέτοιος ισχυρισμός δημιουργεί κάποιες συνέπειες. Επί παραδείγματι, όταν η λειτουργία ενός συγκεκριμένου ρόλου προκρίνεται απερίφραστα, μέσα σ' ένα επικοινωνιακό πλαίσιο, μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτό γίνεται, προκειμένου ένα πρόσωπο να επεξεργάζεται τρόπους διυποκειμενικής συναλλαγής, που κρατούν ζωντανές τις «αναφορές» της εσωτερικής πραγματικότητας.

Αυτό σημαίνει πως ενδέχεται οι άνθρωποι να αξιοποιούμε αρκετά συχνά τις συγκυριακές συνιστώσες, κατά τρόπους που επαναλαμβάνουν προσωπικά μοτίβα συσχετισμών και δράσης, τα οποία, μέσω της λειτουργίας διαφόρων παραγόντων αλλά και των αλληλεπιδράσεων, έχουν παγιωθεί και έχουν καταστεί αρκετά ίσχυρα.

Γίνεται, κατ' επέκταση, αναγκαίο, οι άνθρωποι να επεξεργαζόμαστε δυναμικά, όχι μόνο των άλλων, αλλά και ο καθένας μας, για τον εαυτό του, τους «εκφερόμενους λόγους» μας. Όχι μόνο επειδή δεν είναι εύκολο ν' απομονώσουμε και να ερμηνεύσουμε ένα εξωτερικό συμβάν, ενταγμένο μέσα σ' ένα πολύπλοκο σύστημα σημαινόντων (όπου σχεδόν δεν υφίσταται αρχή και τέλος) και το οποίο όμως (συμβάν) βλέπουμε, μέσα από τα μάτια, τα δικά μας. Αλλά και επειδή έτσι θα επιτευχθεί ένας κάποιος έλεγχος, ακόμη και άρρητων καταγγελιών και μία εξέλιξη των ψυχικών ελιγμών, για το πέρασμα (καθενός μας), από τις «προθέσεις να...» στη συγκρότηση της επιθυμίας.

                    Josef Dobrowsky (1889-1964) View over the River

 © 2017 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')