Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Τι είναι ο χρόνος;;

Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι και η εξής:  

Η απόσταση που πρέπει να διανύσει κάποιος, για να μετακινηθεί από ένα σημείο, σ’ ένα άλλο. Ακόμη και όταν κάτι φαίνεται ακίνητο, πάντοτε διανύει μία απόσταση, απλά και μόνο λόγω του γεγονότος πως η βάση της εγκατάστασής του πάντα μετακινείται ή/και αλλάζει και συνεπώς η «μετακίνηση» ενός αντικειμένου γίνεται αναπόφευκτη.

Επί της ουσίας, αντικειμενικά προσπελάσιμο, φυσικό γεγονός χρόνου δεν υφίσταται και οι σχετικές μονάδες μέτρησης είναι συμβατικές -δηλαδή αυθαίρετες- για λόγους μεθοδολογικούς. Δεν υφίσταται λοιπόν χρόνος, διότι τα έμβια όντα δεν «γερνούν» (μετακινούνται) όλα με τους ίδιους ρυθμούς. δεν αντιλαμβάνονται το «πέρασμα» του χρόνου με την ίδια ταχύτητα, ενδεχομένως ούτε με τον ίδιο τρόπο. δεν υπάρχει επί της ουσίας κλίμακα μέτρησης που να αντιστοιχεί σε φυσικό αντικείμενο αναφοράς της χρονικής πραγματικότητας.

Οπότε και η ίδια η πραγματικότητα γίνεται και αυτή ιδιαζόντως υποκειμενική, απαρτιώνεται μέσα στο φαινομενολογικό πεδίο καθενός, αλλά ορίζεται εξίσου συμβατικά και στη βάση του νόμου των πιθανοτήτων. Η ουσία της πραγματικότητας μάλλον ξεκινάει από το λακανικό «πραγματικό» και «φαντασιακό», δηλαδή από τον ψυχικό χώρο ενός ανθρώπου, για να καταλήξει στο «συμβολικό», δηλαδή τη γνωστική επεξεργασία, προκειμένου να εκφραστεί και να δομηθεί πλέον με τρόπο περισσότερο αντικειμενικά προσπελάσιμο.

Που θέλω να καταλήξω;

Κάθε έμβιο ον δομεί συνεχώς τη δική του πραγματικότητα, μέσα στη γενικότερη πραγματικότητα από την οποία καρπώνεται ή διαχειρίζεται ό,τι εκείνο κρίνει πως του αναλογεί. Καθένας καλείται πάντα, ως ο τελικός αποδέκτης των εξωτερικών εισροών, να συγκροτεί ακατάπαυστα, δυναμικά και διαλεκτικά το δικό του γίγνεσθαι, κατ’ εξάρτηση από το γίγνεσθαι του άλλου, μόνο στο βαθμό (πάντα!) που το ίδιο το πρόσωπο καταλήγει να το εγκρίνει και να το επιθυμεί. Το «εγώ» γίνεται δομικά απλά ο τελικός οργανωτής και εκφραστής της λεγόμενης «επιθυμίας» (η οποία ασφαλώς δεν συνιστά καθόλου ένα αποκλειστικό λιβιδινικό αντικείμενο ή κάτι στατικό αλλά πολύ περισσότερα...), απαρτιώνοντας όμως πάντα τις εσωτερικές «φωνές» και υποδείξεις.

Χρόνος – Sir Edward Burne-Jones – 1865

Συνεπώς δεν είναι εφικτό ένα πρόσωπο να δώσει μία απάντηση, σαφώς να βιάσει το χρόνο και την πραγματικότητα ενός άλλου, αυτό το θεωρώ τουλάχιστον σαφές, και σ’ αυτή τη διαδικασία υφίσταται ασφαλώς μία αμοιβαιότητα. Αυτό συνεπάγεται πως κάθε άνθρωπος ορίζει, μέσα στα πλαίσια και τους ρυθμούς τους δικούς του, όχι μόνο το συναίσθημα που δομεί τον ίδιο, αλλά (με διάφορους τρόπους...) και τα συμβάντα μέσα στα οποία θα φιλτράρει συνεχώς τις εμπειρίες του.

Η εμπειρία συνιστά μία αδιασάλευτη διαδικασία νοηματοδότησης της ατομικής ζωής που εμπλουτίζει συνεχώς το βίωμα και τη διυποκειμενική δράση, επεκτείνει την αλληλεπίδραση και αναπλαισιώνει το γνωστικό γίγνεσθαι του ατόμου, γι’ αυτό και η τελεολογία εδώ λίγο μας ενδιαφέρει, εάν όχι καθόλου.

Εάν ο κόσμος στην εσωτερική του πραγματικότητα ήταν επαρκώς και κατ' ουσίαν δημοκρατικός και εύσχημος, τότε η εξωτερική πραγματικότητα των ανθρώπων θα χρειαζόταν ελάχιστα τον πολιτειακό ή ηθικό κανόνα, για να συγκροτήσει την ανθρώπινη αλληλεξάρτηση.

Κατ’ επέκταση, μόνο όσοι ασκούνται στην εσωτερική πολυφωνία μπορούν να αντιληφθούν και να νοιώσουν μία άλλη «εσωτερική πραγματικότητα» που αιτείται μίας διαδικασίας γνωριμίας και διευθετήσεων, όπου στην ελευθερία αυτή δεν χωρούν τα αιματηρά όρια οποιασδήποτε (υποτιθέμενης) κοινής λογικής και κανονικότητας...

Μετά από αυτό και έξω από το κυρίως φιλοσοφικό πλαίσιο πλέον αναρωτιέμαι:
Πoιο είναι το πραγματικό βάθος της αγωνίας για το χρόνο;
Το αίσθημα της χρονικής βίας προκύπτει αποκλειστικά ή ειδικά από την αντίληψη ενός προσώπου για τις επενδύσεις των άλλων στο πρόσωπό του ή περισσότερο από μία προσωπική αγωνία για τη ζωή (η οποία ενδέχεται να συνδέεται με το βρεφικό και παιδικό βίωμα...) και τις εξελίξεις που αυτή δύναται να φέρει (και να καρπίσει) ή να μην φέρει;...
Μήπως τελικά μιλάμε κυρίως για μία προβολή της δικής μας αγωνίας για τον εαυτό ως προσμονή του άλλου για τις δικές μας αποκρίσεις;

Ας λαμβάνουμε δε πάντα υπόψη πως το πραγματικό βάθος της ψυχολογίας ακουμπάει πάντα στο ουσιαστικό και όχι σε κάποιο επιβεβλημένο όριο, εκείνο που οδηγεί σε επαρκή βαθμό σε μία ανάγνωση και αναγνώριση της διαφοράς μεταξύ της πραγματικότητας της δικής μας και της πραγματικότητας του άλλου.

Στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής θεώρησης, η συγχώνευση με το μητρικό πρόσωπο προκαλείται, όταν αυτό λειτουργεί αμετροεπώς και ασφαλώς δεν διαθέτει το όριο που αναδεικνύει το ενδιαφέρον χωρίς να διεισδύει, ενδεχομένως και όταν αυτό αποξενώνει, γι’ αυτό και τίθενται ερωτήματα εδώ... όπως επίσης και για την πραγματική λειτουργία του πατέρα...

Αυτά τα τελευταία δεν ομολογούνται ως μία θεωρητική διάλεξη, για να οδηγηθούμε σε απλές λογικές, γνωστικές (εγκεφαλικές) διευθετήσεις, αλλά για να εξετάσουμε το υποκείμενο ψυχικό βίωμα και τις σχετικές αναμνήσεις, παρά το γεγονός πως δυστυχώς δεν τελούμε μέσα στο διυποκειμενικό παραβιάζοντας τους κανόνες της ενδοσκόπησης...

...όπως και να ‘χει, είναι αδύνατον ένας άνθρωπος να θεωρείται πως αποπειράται να «εντοπίζει» την ουσία της ελευθερίας και των ορίων των δικών του, όταν γίνεται ολότελα ακατάλληλος στην ανάγνωση της ελευθερίας και των ορίων (οπωσδήποτε) του αγαπητού άλλου...

© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ, ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΟΜΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΔΟΑΤΟΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ


Όταν ένας άνθρωπος εισέρχεται πρώτα δυναμικά και έπειτα διεισδυτικά μέσα σ’ ένα πλαίσιο, είναι απολύτως βέβαιο πως θα ξυπνήσει τις άμυνες του πλαισίου, οι οποίες θα εξελιχτούν βάσει της υποκείμενης ψυχοπαθολογίας του και των ελεγκτικών μηχανισμών της εκδραμάτισης, που αφορούν στο πόσο επεξεργασμένο είναι ένα σύστημα και στο είδος της κουλτούρας που διαθέτει. Αυτό σημαίνει πως οι αμυντικές αντιδράσεις διαφέρουν από πλαίσιο σε πλαίσιο και είναι ανάλογες αυτού που ενδεχόμενα επικοινωνεί ο ταραξίας.

H. R. Giger

Ένας ταραξίας, μπορεί επί παραδείγματι να συμπεριφερθεί κάνοντας φανερές διάφορες πλευρές ενός καμουφλαρισμένου χουλιγκανισμού και στην περίπτωση που το πλαίσιο ταυτιστεί προβλητικά μαζί του είναι ενδεχόμενο να εκδηλώσει εξίσου αρχαϊκές μορφές άμυνας εξωτερικεύοντας δηλαδή τον δικό του χουλιγκανισμό. Ένας ταραξίας δηλαδή, ο οποίος, στο πλαίσιο της «μοναξιάς» του, ήτοι με αποκλειστική στήριξη τη διατρανώμενη (ιαματική ναρκισσιστική λόγω του παιδικού βιώματος της απειλής) παντοδυναμία του, διεισδύει στο πλαίσιο «εκτοξεύοντας καταγγελίες», τότε αυτές θα ξυπνήσουν την αμυντικότητα του χώρου αυτού.

Το παράπονο, «…γιατί μου το κάνεις αυτό;;…» δεν μπορεί να διατυπωθεί, να περάσει δηλαδή στο «συμβολικό» (τη γνωστική και λεκτική επεξεργασία), αφενός λόγω της αντιφατικής κατάστασης του ταραξία, δηλαδή του εσωτερικού διπόλου, το οποίο άθελα του επικοινωνεί και βάσει του οποίου οδηγείται σε ελεγχόμενη μανιακή άμυνα, για να αποσοβήσει την κατάθλιψη. Αφετέρου, λόγω της υποκείμενης ψυχοπαθολογίας του συστήματος και του δικού του «ανέγγιχτου» (κατά Jung θα λέγαμε) κακού.

Αυτό λοιπόν που μπορεί να υποστεί ένα πλαίσιο είναι η κλασική διχοτόμηση του εσωτερικού χώρου όπου τα καλά αντικείμενα διαχωρίζονται από τα κακά, για να προστατευτούν μεν τα πρώτα και να προβληθούν στον ταραξία τα δεύτερα. Το τελευταίο γίνεται υποχρεωτικό, διότι το «κακό αντικείμενο», δηλαδή η ενοχή της κακότητας, λόγω της καταγγελίας, δημιουργεί ένα δυσβάσταχτο υπερεγωτικό άγχος. Εάν δε, το υπερεγώ είναι και σαδιστικό, οι εξελίξεις μπορεί να είναι τραγικές. Ένα σώμα δεν μπορεί να βαστάξει το άγχος αυτό, οπότε στρεβλώνει την πληροφορία για το ποιος είναι ο κακός και έτσι δημιουργείται η επιθυμία να προκληθεί βλάβη στον ταραξία, προκειμένου να εξαλειφθεί από τη γνωστική περιοχή η γνώση του κακού εαυτού. Τα κακά λοιπόν αντικείμενα δεν μπορούν να γίνουν χειρίσιμα από το ψυχικό μεταβολικό σύστημα, οπότε ο σχετικός μηχανισμός τα πετάει έξω από το σώμα και συχνά όχι στο πουθενά, αλλά μέσα στο σώμα του άλλου.

Όταν λοιπόν το πλαίσιο δεν έχει κατορθώσει να ελέγξει το δικό του κακό αντικείμενο το οποίο είναι πάντα ενεργό και δρα στον υποδόριο ιστό διαστροφικά, τότε το πλαίσιο επιτίθεται στην παρουσία του παρείσακτου. Εάν επεκτείνουμε την ψυχαναλυτική διερεύνηση εδώ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για άλυτα οιδιπόδεια, αλλά όχι με τη συνήθη ρητορική και τεκμηρίωση, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Στη συνέχεια, το πλαίσιο σπεύδει να επανορθώσει για να μπορέσει να προστατέψει το καλό του αντικείμενο, δηλαδή -για να το πούμε απλά- την αίσθηση της αυταξίας του που διακυβεύεται κάτω από την πίεση της ενοχής. Όμως τα δύο αυτά αντικείμενα παραμένουν πάντοτε μέσα στο πλαίσιο διαχωρισμένα.

Το πλαίσιο όμως έχει ανάγκη από την απαρτίωση αυτών των δύο, ώστε να γίνει αποδεκτό πως το ίδιο (όπως και ο άλλος) κατέχει και τα δύο είδη αντικειμένων τα οποία μπορούν να γίνονται διαχειρίσιμα και επεξεργάσιμα, πως υφίσταται μία αιτιότητα στην ύπαρξή τους, πως ο άνθρωπος δεν βρίσκεται δηλαδή αντιμέτωπος -μέσα του ή έξω του- μ’ ένα ανένταχτο, απυρόβλητο, παντοδύναμο κακό το οποίο ορίζεται εξωσυμπαντικά και φτάνει σε μας καταγεγραμμένο σε φλεγόμενες πλάκες ή μέσω κάποιου ηθικοαστικού κώδικα.

Όταν λοιπόν γίνεται σταδιακά αντιληπτή και αίρεται αυτή η εσωτερική διχοτόμηση και σχετική προβολή, τότε το πλαίσιο αντιδρά οδηγούμενο σταδιακά στην αναγνώριση της πραγματικότητας πως ο «άλλος» απαρτιώνει εξίσου και τα δύο αυτά είδη αντικειμένων μ’ έναν τρόπο λογικό και πως μπορεί πάντοτε να επεξεργάζεται λειτουργικά τα τραύματα που υποκρύπτονται των κακών αντικειμένων. Έτσι ο «άλλος» μπορεί να προστατεύει τα καλά του αντικείμενα και ως εκ τούτου να παραμένει σταθερός στην αγάπη που απευθύνει στον όποιον μέσα σ’ ένα πλαίσιο ή περιβάλλον.

Πρακτικά λοιπόν, μέσα σ’ ένα πλαίσιο συναντιόνται τα πρόσωπα που επιτίθενται, τα πρόσωπα που επανορθώνουν και τα πρόσωπα που κάνουν και τα δύο, προκειμένου ν’ απαρτιώσουν τις εσωτερικές αντιθέσεις που ταλανίζουν τις ζωές τους και ν’ αντιμετωπίσουν τον τρόμο της απώλειας του ζην και του ευ ζην (του καλού δηλαδή αντικειμένου) και τον τρόμο του θανάτου. Σαφώς, είναι τραγικά δύσκολο να αντιμετωπιστεί το ζήτημα του θανάτου, εάν δεν έχουν προϋπάρξει άλλες μάχες μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος έχει ανακαλύψει, αποκαλύψει και «κατακτήσει» τα νοήματα που αυτόν τον ίδιο εξυπηρετούν και αφορούν.

Βέβαια, περνώντας τώρα πια στο ατομικό, το πιο πάνω παρεμποδίζεται όταν δεν γίνονται επεξεργάσιμες οι άμυνες που επιστρατεύει αυτόματα και αντανακλαστικά ο ψυχισμός, προκειμένου να διατηρηθεί η ψυχική και η σωματική επιβίωση του ανθρώπου. Συναφές με αυτό είναι το θέμα μίας συζήτησης που έγινε τις μέρες αυτές, μέσω της οποίας προκύπτουν κάποια δεδομένα τόσο για τις άμυνες όσο και για την λειτουργικότητα των λεγόμενων κακών αντικειμένων.

Θα χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, προκειμένου να αναγνωριστεί η λειτουργία των αμυνών και η λειτουργικότητα των κακών αντικειμένων, ώστε να εξασφαλίζεται η ψυχική και σωματική επιβίωση ενός ανθρώπου:

Όπως έχω ήδη αναφέρει στο παρελθόν, στους άρρενες στους οποίους έχει προϋπάρξει σημαντική μητρική απεμπλοκή, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπεται το βρέφος και το παιδί σ’ ένα ανηλεή πατέρα, ενδέχεται να εκδηλωθεί ομοφυλόφιλος σεξουαλικός προσανατολισμός. Στην περίπτωση αυτή ο σεξουαλικός προσανατολισμός λαμβάνει τη μορφή μίας νευρωτικής αντίδρασης, στη θυματοποίηση του ομόφυλου γονέα, όταν ο άλλος γονέας δεν είναι παρών, αφενός για να προστατέψει το παιδί, αφετέρου για να δώσει κίνητρα για το σεξουαλικό target group του παιδιού. Το σεξουαλικό δηλαδή κανάλι αναλαμβάνει αυτομάτως δράση, ώστε να διατηρηθεί η ψυχική και κατά συνέπεια η σωματική επιβίωση του παιδιού. Ο φαλλός, πραγματικός ή συμβολικός, συνιστά ένα σύμβολο εξουσίας το οποίο μπορεί να εντείνει την αρρενωπότητα ενός προσώπου, ανεξαρτήτως του φύλου του. Είναι λοιπόν δυνατόν ένας άνδρας να χειρίζεται τη σεξουαλικότητά του με περισσότερους τρόπους: Σε κάποιες περιπτώσεις προσπαθώντας να εντείνει την αρρενωπότητά και συνεπώς τη δύναμή του. Σε άλλες ή παράλληλα προσπαθώντας να σαγηνεύσει αυτόν από τον οποίο απειλείται, ώστε να καταφέρει να τον χειριστεί. Και σαφέστατα, προκειμένου να δώσει ένα νόημα για τη δική του ύπαρξη απέναντι στην κακοποιητική συμπεριφορά του άλλου, το οποίο συνεπάγεται, «…είναι αδύνατον να με μισείς, σίγουρα με αγαπάς…». Μην ξεχνάμε εξάλλου την εξελικτική μας πορεία και πως είμαστε πάντοτε πρωτεύοντα θηλαστικά.  Συνεχίζοντας, για να υπάρξει βέβαια η παραπάνω εξέλιξη θα πρέπει ο πατέρας να είναι αρκετά κακοποιητικός και αποπλανητικός και η μητέρα σαφέστατα παραμελητική και απούσα. Όταν όμως το ασύνειδο ηθικό περίβλημα της οικογένειας εμποδίζει μία σχετικά άμεση αποπλανητική συμπεριφορά του πατέρα και υποχρεώνει τη μητέρα να δίνει έστω κάποια κίνητρα, για το πλησίασμα του άλλου φύλλου, τότε το παιδί ενδέχεται να αποκτήσει απλά ασύνειδες αιμομικτικές επιθυμίες, κάποια δηλαδή κακά αντικείμενα τα οποία, εφόσον δεν μπορεί να τα εκφράσει απέναντι στον πατέρα, ενδέχεται να τα εκφράσει (μέσω της άμυνας της μετατόπισης) απέναντι στα μικρότερα αδέλφια, που θα γίνουν οι τελικοί παραλήπτες του συστημικού προβλήματος της οικογενείας, κάποιες φορές με τρόπο πραγματικά τραγικό.

Επαναλαμβάνω βέβαια πως εδώ έχουμε μία λιγότερο συνήθη εξέλιξη, όπου η αιμομικτική, ομοφυλόφιλη επιθυμία συνιστά τη δεξαμενή παραλαβής του προβλήματος ενός ανθρώπου και συστημικά της οικογένειας. Αυτό το ασυνείδητο υλικό γίνεται ο «Δαίμονας» που θα εξελίξει το μοτίβο της ζωής ενός ανθρώπου και δρα αμυντικά στην αντιμετώπιση του τραύματος που έχει προκληθεί από τη μητρική παραμέληση και την πατρική υπερεμπλοκή. Εδώ θα μπορούσαμε να θυμηθούμε την περίπτωση του D. P. Schreber του οποίου ο πατέρας (θα το πω λίγο λαϊκά) τον έβαλε στο «Δαφνί», ενώ θα έπρεπε να είχε μπει ο ίδιος εκεί μέσα. Τα παραδείγματα αυτά τα χρησιμοποιώ λόγω του γεγονότος πως γίνεται ευκρινής η ανάγνωση για την ύπαρξη και τη λειτουργία ενός εσωτερικού αντικειμένου, («Δαίμονα»), που εξελίσσει το μοτίβο της ζωής ενός ανθρώπου.

Αρχικά κάναμε μία πολύ σύντομη αναφορά στην ενδοατομική απειλή και την προκύπτουσα εξ’ αυτής παντοδυναμία και κατόπιν μία εκτενέστερη επεξεργασία της ενδοομαδικής απειλής. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα κυρίαρχο σωματικό διακύβευμα, πέραν της ψυχολογικής βίας. Ακριβώς επάνω ερμηνεύσαμε ένα διαφορετικό είδος απειλής και έναν διαφορετικό χειρισμό της παντοδυναμίας και στην περίπτωση αυτή το διακύβευμα είναι κυρίως ψυχικό. Παρακάτω θα επεξεργαστούμε ένα είδος απειλής που φαίνεται να διαθέτει συγγένεια με την απειλή στο αρχικό μέρος της ανάλυσης αυτής.

Για να περάσουμε λοιπόν σε λίγο πιο συνηθισμένους τρόπους της αμυντικής λειτουργίας του σεξουαλικού καναλιού (πέραν της συνηθισμένης θηλυκής σεξουαλικής χειριστικότητας), να πούμε πως η επιστράτευσή του μπορεί να γίνεται μέσα σε καθημερινά διαπροσωπικά πλαίσια, όπου το διυποκειμενικό μπερδεύεται με το διάφυλο (ή διαφυλικό). Αυτό συνεπάγεται πως στη διυποκειμενική σχέση μπορεί να υπεισέλθει το διαφυλικό ή στη διαφυλική σχέση μπορεί να ξεπεταχτεί το διυποκειμενικό. Το τελευταίο αυτό σημαίνει πως μία σεξουαλική χειριστικότητα κρύβει συχνά πίσω της την ανάγκη ενός ανθρώπου για διυποκειμενική επαφή, δηλαδή το είδος της επαφής που συναντάμε κυρίως στα ψυχοθεραπευτικά πλαίσια, πολύ περισσότερο πιθανό όταν ο άλλος «διατρανώνει και …επιβάλλει(;)…» την παντοδυναμία του. Έτσι, εδώ θα μπει προς επεξεργασία η έννοια του ορίου. Το πραγματικό βάθος της επιστήμης της ψυχολογίας ακουμπά πάνω στην έννοια του ορίου. Σαφώς, με το να χειρίζεται κάποιος συμπωματικά τα όρια δεν συνεπάγεται ταυτόχρονα πως γενικεύει ή πως τα επεξεργάζεται στο εσωτερικό πεδίο και κατά συνέπεια (με επάρκεια) στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παράξενες σχέσεις και καθυστερημένες αν όχι ληξιπρόθεσμες διευθετήσεις.

Έτσι, η πρώτη δουλειά ενός ανθρώπου, που μπαίνει ίσως και προσκαλεί σ’ ένα διαπροσωπικό σύστημα, είναι να εντοπίσει αφενός το όριο, αφετέρου τι είναι αυτό που πραγματικά τον ενδιαφέρει: Να μπει στη διάφυλη, τη διυποκειμενική ή σε μία γενικότερης φύσης διαπροσωπική σχέση; και έπειτα οι εξελίξεις θα δρομολογηθούν.

Πέραν τούτου, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα των αμυνών. Οι άμυνες που εμποδίζουν την αντιμετώπιση ενός ψυχικού ζητήματος μπορούν να λάβουν άπειρες μορφές, όπως είναι για παράδειγμα η εξιδανίκευση ενός ερωτικού αντικειμένου ή ο πανικός της αλλαγής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κατανοήσει ένας άνθρωπος αν αυτό που του αναλογεί λ.χ. είναι «…να μείνει ή να φύγει…» και πως μία τέτοια διευθέτηση βαραίνει και θα βαραίνει ισοβίως (δυστυχώς ή ευτυχώς) αποκλειστικά τον ίδιο.

 
Στην ταινία Malena, μπορεί να αναγνώσει κάποιος πλαγίως μία πραγμάτευση του θέματος, πώς η αυτοπροβολή ενός προσώπου είναι δυνατόν να προκαλέσει το φθόνο ή το φόβο και ακόμη περισσότερο τον τρόμο, μέσα σε μία κλειστή κοινωνία ανθρώπων. Η έννοια του ομόφυλου φθόνου δεν θα με απασχολήσει αυτή τη στιγμή, αλλά μόνο η έννοια της εξιδανίκευσης. Η συνειδητή ή ασύνειδη εξιδανίκευση ενός ερωτικού αντικειμένου, που προβάλλει, μεταξύ άλλων, ξεκάθαρα τη σεξουαλικότητά του, μπορεί να το καταστήσει «διωκτικό». Τι σημαίνει αυτό;

Μέσω της εξιδανίκευσης γίνεται μία επίθεση στην πραγματικότητα του υποκειμένου (σαφώς και του αντικειμένου), η οποία ενδέχεται να είναι έμπλεη τραυμάτων, που προσβάλλουν το αίσθημα αξιοσύνης.  Έτσι γίνεται αναγκαίο στο υποκείμενο να προβάλει επάνω στο αντικείμενο οτιδήποτε καλό, για να μπορέσει έπειτα να το ενδοβάλει και να ταυτιστεί μαζί του. Αυτό σημαίνει πως γίνεται δύσκολο, για έναν άνθρωπο, να παραδεχτεί άμεσα και απευθείας πως είναι αξιαγάπητος, αλλά αυτό μπορεί να γίνεται μόνο με τη μεσολάβηση του άλλου (για τον οποίο συνεχώς δυσπιστεί δοκιμάζοντας αδιάκοπα την επιθυμία του), ο οποίος, ως εξιδανικευμένο αντικείμενο που κατακτάται συμβολικά, διατρανώνει στον ψυχικό χώρο και το εξωτερικό περιβάλλον το πραγματικό μεγαλείο του κατακτητή, για το οποίο δεν μπορεί να υψώσει λόγο ο ίδιος.

Η κατάκτηση όμως αυτή πρέπει να είναι μόνο φαντασιακή και όχι πραγματική, διότι όταν το ερωτικό αντικείμενο κατακτηθεί πραγματικά, χάνει την εξιδανικευμένη του υπόσταση, κατά συνέπεια στη διαπροσωπική συνθήκη καταφτάνει η πραγματικότητα του άλλου, ενώ παράλληλα το «υποκείμενο» απειλείται από την ενδεχόμενη εγκατάλειψη από αυτόν.

Το ζήτημα της εξιδανίκευσης δεν είναι ένα ζήτημα απλό και αφορά σε όλες τις σχέσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις δε, τα συναισθήματα αυτά προβάλλουν αμοιβαία, μέσω ασύνειδων φαντασιωτικών επενδύσεων, και αν κάτι τέτοιο δεν ξεπεραστεί, τότε αναστέλλεται οριστικά η εξέλιξη μιας ανθρώπινης σχέσης.

Δυστυχώς, η επικοινωνία δεν είναι μία εύκολη υπόθεση, ακόμη περισσότερο όταν πρέπει να συναντηθούν δύο περισσότερο (από το σύνηθες) διαφορετικοί πολιτισμοί, όπου η αμυντική εξιδανίκευση μπορεί να καταστήσει την επικοινωνία τόσο δυσχερή όσο και η πολιτισμική υποτίμηση. Η αποδοχή του άλλου, στη δική του πλέον πραγματικότητα, δεν είναι μόνο ένα ζητούμενο προς διερεύνηση, αλλά εξυπηρετεί και την ενόρμηση από το ενδοατομικό, στο διαπροσωπικό, για εκείνον που «ευτυχώς» δεν είναι σαν και μένα, αλλά στο βάθος μας μπορεί να διαθέτουμε και κάτι ανεπίγνωστα κοινό.

Συνεπώς, ο φόβος για τον εαυτό προκαλεί το φόβο για την αντιμετώπιση που ενδέχεται να λάβει κάποιος από τον άλλο και εν τέλει το φόβο της αλλαγής, εάν βέβαια αυτή είναι μία επιλογή που ένας άνθρωπος διερευνά. Η αλλαγή δεν είναι κάτι υποχρεωτικό, και σίγουρα είναι μόνο τελεσίδικα κάτι λιγότερο απροβλημάτιστα μετρήσιμο, αλλά προκύπτει από τις ανάγκες ενός ανθρώπου, για τις οποίες μπορεί μόνο ο ίδιος να μιλήσει και ουδείς άλλος. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο άλλος είναι συχνά (και να με συμπαθάτε, αλλά πρέπει να το πω) μία υστερική, κατ’ επίφαση, αυθεντία που δεν αντιλαμβάνεται ότι το θέμα μας δεν είναι το πρόβλημα το δικό της, αλλά το πρόβλημα του άλλου. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να κάνει κάτι για τον άλλον, «εκτός από το να τον καταβροχθίζει συνεχώς μέσα στο σώμα της», καθώς ασχολείται αδιάκοπα με τον εαυτό της, μέσα σ’ ένα πλαίσιο αυστηρά ατομικών ψυχικών συμφερόντων.

Η απελπισία, είτε μας εξαναγκάζει να παραμένουμε κάπου είτε μας σπρώχνει σε αθέλητη «μετανάστευση», (και άρα αλλαγή) σύμφωνα με τρόπους που εξετάζει και ο Cancado!, είναι τόσο βλαπτική, όσο και ο πανικός που οδηγεί είτε σε ακινητοποίηση είτε στη φυγή, λόγω του φόβου της επιβολής από τον άλλον και του τρόμου της επερχόμενης εγκατάλειψης από αυτόν και συνεπώς λόγω του τρόμου ενός θανάτου…

Ο φόβος για τον εαυτό προκαλεί τον οίκτο για τον εαυτό ο οποίος προβάλλεται στον άλλον που αναγκαστικά κουβαλάει τη δική του δυστυχία, γι’ αυτό και είναι δυνατόν ο οίκτος του πρώτου να προβληθεί σε αυτόν. Έτσι η δυστυχία ενός ανθρώπου εντείνεται όχι μόνο διότι κουβαλάει τον οίκτο το δικό του, αλλά και επειδή παραλαμβάνει τον ασύνειδο οίκτο που του απευθύνει ο άλλος.

Άρα, η διωκτική ενοχή για τον άλλον πρέπει να γίνει επανορθωτική, ώστε ο τελευταίος να λάβει τη θέση που του αρμόζει μέσα στο σύστημα της ζωής μας κι εμείς στη δική του. Για να γίνει τούτο εφικτό και για να μην γίνεται κατ’ εξακολούθηση κάποιος θύμα των διαφορετικών, καμουφλαρισμένων αμυνών μας, αφενός πρέπει να αφήνεται ελεύθερος να αποφασίζει, έξω δηλαδή από οποιαδήποτε μορφή χειριστικότητας, μέσω της οποίας όλοι μας εξασφαλίζουμε την επιβίωσή μας, αφετέρου να περάσουμε σε μία ενδοσκόπηση από την οποία θα δομηθεί και θ’ αναδυθεί σταδιακά η επιθυμία η οποία έχει παρεμποδιστεί και αλοτριωθεί από το τραύμα και τις μεταλλάξεις του.

Αυτή η ανάδειξη θα οδηγήσει σε μία επαναδιευθέτηση του εσωτερικού χώρου, ώστε να αποσαφηνιστεί ποιες φωνές δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα αδιαφοροποίητο βουητό, όταν οι λιβιδινικές ορμές και οι υπερεγωτικές επιταγές αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους (διότι το εγώ δεν αναλαμβάνει τα χρέη του), μέσα σε μία πραγματικότητα που περιλαμβάνει τη διερεύνηση για το «είναι» και το «γίγνεσθαι» το δικό μου και για το «είναι» και το «γίγνεσθαι» του όποιου άλλου.

…συνειρμικά και σ’ ένα αυτοβιογραφικό εγχείρημα, θα έλεγα πως δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να ευδοκιμήσει το δικό μου ψυχικό σύστημα, εάν θα έπρεπε να στηριχτεί στον εγκλωβισμό του άλλου…

© 2018 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')