Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Ένα αναλυτικό σφάλμα


…αναβοσβήνει στο μέτωπό μου επάνω η πινακίδα “ο φωτεινός ο παντογνώστης”, Ελενίτσα;… μου έλεγε κοροϊδευτικά πάντοτε ο φίλος μου ο Σπύρος. Και είναι βέβαιον πως αν δεν είχε αποδημήσει σε τόπους ανέγγιχτους, σε τόπους μακρινούς (από το 2011) κάτι αντίστοιχο θα ήθελε να μπορεί να μου πει και σήμερα ακόμη…

Φαίνεται, με ανάλογο τρόπο λειτούργησα κι εγώ για τη συνάδελφο, η οποία ήρθε ντουγρού σε μένα, χωρίς όμως εδώ να υφίσταται κάποια προηγούμενη γνωριμία. “Μα γιατί αργεί τόσο πολύ ο διδάσκων;”. Που να ξέρω; λέω από μέσα μου… Δεν μου δίνουνε αναφορά για το ωρολόγιο πρόγραμμά τους, ούτε συνδεόμεθα με στενή φιλία, ένα γεια στα πεταχτά ή ούτε καν. Βοήθεια ουσιαστικά ζητούσε η συνάδελφος από εκεί που έκοψε με το μάτι πως θα μπορούσε να πάει να τη ζητήσει… Χωρίς καν να το σκεφτώ της απάντησα γελώντας και με υπαινιγμό, “πριν από λίγο πέρασε από εδώ ο τάδε. Φαίνεται πως ακριβώς πιο πριν ήτανε με τον περί ου ο λόγος στην αίθουσα συνεδριάσεων και κάνανε κοτσομπολιό”.

Βλέπετε, όπως έχω ξαναπεί, το ασυνείδητο διαθέτει άριστες «οσφρητικές ικανότητες» και «ικανότητες προσανατολισμού και εστίασης της προσοχής», ώστε να ρωτήσει εκεί που πρέπει κάτι να ρωτήσει, για να λάβει όχι τη σωστή (το τονίζω αυτό), αλλά την κατάλληλη, για την περίσταση, απάντηση.

Θεωρώ, με κάθε ειλικρίνεια, πως το «κουτσομπολιό» (καλώς εννοουμένης εν προκειμένω της δραστηριότητας) συνιστά μία παγκόσμια σταθερά και αξία και ένα από τα πλέον διασκεδαστικά αθλήματα στο οποίο επιδίδεται με σύνεση απ’ άκρη σε άκρη όλος ο πλανήτης.


Στην ψυχανάλυση όμως, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Όλοι (φαντάζομαι) στο χώρο, ή τουλάχιστον όσοι από εμάς είμαστε συνεπείς, έχουμε κατανοήσει, από τις δικές μας αναλύσεις και από το κλινικό υλικό, έτσι όπως μας έρχεται, πως ο αναλυτής ποτέ του δεν ρωτά, εκτός από την πρώτη τη φορά, «τι θέλετε από εμένα;», και για να το περιγράψω γλαφυρά, «καλώς τον φίλο (ή την φιλενάδα), πως και απ’ τα λημέρια τα δικά μου;». Μία ερώτηση που απευθύνει πάντοτε μα πάντοτε στο υποκείμενο της ψυχαναλυτικής εργασίας και ουδέποτε στους φίλους, τους συγγενείς ή τους προηγούμενους αναλυτές του.

Όχι μόνο γιατί δεν θα λάβει την απάντηση του υποκειμένου, όχι μόνο γιατί δεν θα ξυπνήσει τη γνώση του υποκειμένου, όχι μόνο γιατί δεν θα κινητοποιήσει την ευθύνη του υποκειμένου, αλλά και γιατί αυτή η εκκίνηση, από την οποία απουσιάζει η εμπιστοσύνη, θα διακινήσει το ψυχικό υλικό και θα ξυπνήσει το υπερεγωτικό μάτι της καρδιάς του υποκειμένου και καλώς. Εδώ λαμβάνει χώρα η προβλητική ταύτιση (δεν θα το εξηγήσω τούτη τη στιγμή αυτό) ή, αν θέλετε, ο εξωτερικός πλέον μηχανισμός τη αυτοεκπληρούμενης προφητείας, διότι (ξέρετε) η απάντηση εν τέλει θα σας δοθεί, αλλά το ασυνείδητο υλικό που ρέει από πίσω θα εμποδίσει την κατάλληλη ερμηνεία της απάντησης αυτής.

Το διακινούμενο ψυχικό υλικό στον ενδιάμεσο διαπροσωπικό χώρο έτσι και αλλιώς ήδη υπάρχει. Και εδώ αναφέρομαι στο ψυχικό υλικό και των δύο υποκειμένων και ποτέ δεν μπορούμε να πούμε «ποιος έχει ξεκινήσει, τι;». Όπως λένε δηλαδή και οι συστημικοί συνάδελφοι (αλλά και οι θεωρητικοί του χάους), δεν μπορούμε να θέσουμε μία στίξη, γιατί όλοι δρουν μέσα σε ένα σύστημα και ανταλλάσσουνε συνέχεια «υλικό». Αυτό όμως δεν συνεπάγεται πως κάποιος δεν μπορεί να γίνεται «προσεκτικός».

Στην ψυχαναλυτική λοιπόν εργασία τίθεται πρωταρχικώς το ερώτημα, όπου η απάντηση αφορά στον στόχο του υποκειμένου (αναλυόμενος) και όχι του αναλυτή, ο οποίος δεν μπορεί και καλείται να μην τον οικειοποιηθεί. Μπορεί απλά να τον παρακολουθεί και να τον συνοδεύει, για να φτάσει στο βάθος που το ίδιο το υποκείμενο ορίζει, αλλά δεν μπορεί να τον καταστήσει ποτέ δικό του στόχο.

Στον στόχο του αυτό, το υποκείμενο θα προσπαθήσει να φτάσει σταδιακά χτίζοντας την εμπειρία και τη γνώση του, περνώντας δηλαδή από μία συνεχόμενη επαναπραγμάτευση της ύπαρξής του. Θα μπορούσε, αν θέλετε, για να γίνει πιο κατανοητό το όλο πράμα, να παραλληλιστεί η διαδικασία αυτή με τη μαθησιακή διαδικασία, όπου κάποιος, με τα διάφορα μπρος πίσω, και με την ατομική του σπουδή, μέριμνα και έρευνα, συνθέτει σταδιακά το υλικό του, ώστε να πάψει κάποια στιγμή να κοιτάζει τον δάσκαλό του σαν τον «μπούφο» (κάτσε ρε μάστορα, και δεν καταλαβαίνω τι με λες).

Πως γίνεται όμως ο αναλυτής να οικειοποιηθεί τον στόχο του υποκειμένου; Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο που θα πρέπει να το δούμε ακόμη πιο προσεχτικά:

Ας θέσουμε το γνωστό παράδειγμα: Όταν ένας άνθρωπος με κύρος εισέρχεται μέσα σε έναν χώρο που επίσης διαθέτει κάποιο κύρος, αυτός ο άνθρωπος δεν θα χρειαστεί να δηλώσει την ταυτότητά του, για να γίνει αυτή παραληπτέα. Όλη του η εξάρτυση εξάλλου, η εσωτερική και η εξωτερική, σύνηθα το διαλαλεί αυτό, ακόμη και άθελά του. Τούτο θα ξυπνήσει μέσα στον χώρο αυτό την εξιδανίκευση για το πρόσωπο του επισκέπτη, οπότε θα πέσει και λίγο θύμα της «βιαιοπραγίας» του χώρου αυτού. Ταυτόχρονα όμως η «βιαιοπραγία» αυτή εξυπηρετεί και έναν άλλο στόχο. Η εξιδανίκευση αυτή (δεν θα πω τη στιγμή αυτή ποιο είδος εξιδανίκευσης τίθεται σε λειτουργία) γίνεται παραληπτέα από το σεξουαλικό κανάλι που είναι εγκατεστημένο μέσα στον χώρο αυτό. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ο επισκέπτης αυτός να επενδύεται ερωτικά, πράγμα το οποίο γίνεται αναγκαίο να κρατηθεί κρυφό, γι’ αυτό και ενεργοποιείται ο αντιδραστικός σχηματισμός που παράγει εκ περισσού την βιαιοπραγία.

Τι μας διδάσκει το παραπάνω; Πως κάποιοι άνθρωποι διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά πράγμα που οδηγεί άλλους ανθρώπους να τους εξιδανικεύσουν με κάποιον τρόπο. Κάποιοι από τους τελευταίους επιτίθενται, όταν είναι μερικώς ή αρκετά διεστραμμένοι και με ανάλογο τρόπο, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Σε αυτή τους την εξιδανίκευση λοιπόν, όσοι δεν είναι διεστραμμένοι, θα νοιώσουν μία ασύνειδη αγωνία για τις δικές τους τις δυνάμεις πια και θα θελήσουν να πετάξουν κάτω στη γη ή και μακριά τη δική τους τη δουλειά ή έστω την αρμοδιότητά τους ή τέλος πάντων κάτι σχετικό.

Όταν ο αναλυτής εξιδανικεύει τον αναλυόμενό του, ταυτίζεται μαζί του και τότε θα αρνηθεί το έργο το δικό του, το οποίο του έχει προκαλέσει αγωνία, και θα οικειοποιηθεί το έργο του θεραπευομένου του. Με την ταύτιση αυτή θα ερωτευτεί το είναι του τελευταίου με έναν πραγματικό αλλά και μ’ έναν αμυντικό τρόπο. Και λέω «πραγματικό» γιατί όλοι οι άνθρωποι κατά καιρούς λιμπιζόμαστε αυτό που έχει ο άλλος (όπως δίδαξε και ο Dr Lecter στην Clarice η οποία ήθελε να μάθει). Ο αναλυτής βέβαια μπορεί να αγαπάει με έναν τρόπο ειδικό τα υποκείμενο της ψυχαναλυτικής εργασίας, ωστόσο, μόνο ως άνθρωπος μπορεί και να το ερωτευτεί.

Σε αυτό το βύθισμά του (την αντιμεταβίβασή του, όπως λένε οι συνάδελφοι στο χώρο, εγώ διαφωνώ κάθετα και την λέω μεταβίβαση του αναλυτή, αλλά αυτό δεν μας αφορά), ο αναλυτής μπαίνει σε μία διαδικασία να κάνει κάτι που δεν του αναλογεί και άρα δεν μπορεί (βαθιά μέσα του το γνωρίζει αυτό). Η υπάρχουσα αγωνία ασφαλώς θα επεκταθεί και θα τον εξαναγκάσει να σαμποτάρει τη διαδικασία επανόρθωσης του υποκειμένου της αναλυτικής εργασίας ενώ θα υπονομεύσει ταυτόχρονα τη δική του συμβολή και εργασία και έτσι η θεραπευτική σχέση θα λυθεί εξαναγκαστικά.

Όταν επιστήθια φίλη μου με ρώτησε κάποτε, “πως αντέχεις να με ακούς;”, της απάντησα, “είναι επειδή ποθώ τους ανθρώπους και δεν θέλω να το αποδεχτώ”. Ίσως γι’ αυτό τελικά με κέρδισε η ψυχολογία και όχι η νομική και ακόμη περισσότερο το «δικαστικό». Όχι μόνο επειδή θα μεριμνώ, για να μην μπει ο άνθρωπος στο ίδρυμα, αντί να ερευνώ, μάλλον, πως θα μπει σε αυτό, αλλά και επειδή στην συναισθηματική ερώτηση που κάποτε ακολουθεί την πρωταρχική δική μου, ήτοι, “…θα με αναλάβεις;…”, εγώ επιλέγω κυρίως να απαντώ ακολουθώντας, φωτεινό παράδειγμα…, αυτό που έχω ήδη διδαχτεί,

“Ναι, θα σας αναλάβω. Αυτή η ώρα είναι πια δική σας”


© 2019 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου