Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

ESCAPEE

(ή αλλιώς… ΔΙΑΦΥΓΗ απ’ την …«Κτίση»… του ΠραΓΜατιΚού…)

 
 
Μερικές φορές αναρωτιέμαι …

Πως μπορεί να είναι κάτι τόσο! αφανώς Όμορφο… ή απλά… τόσο! Όμορφο..
 
Ο Glenn Gould είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένας εξαίσιος πιανίστας και αυτή του η αριστουργηματικότητα δεν αφορά στην απλή, παραταχτική, συμβατική σύνδεση του με το μουσικό όργανο και το έργο τέχνης…. Αλλά με τον τρόπο που αγκαλιάζει,  που ψηλαφεί, που εισδύει, που σαγηνεύει τη μουσική εκτοξεύοντας την πέρα και πάνω, ακόμη και από το ίδιο της το ύψος… Κάνοντας την «πλήρωμα» δικό του, εσωτερικό του αντικείμενο και ουσία που χτίζει το ατέρμονα διευρυνόμενο «έσω» του… Και κάνοντας τον εαυτό του εραστή, πατέρα και ποιητή σ’ ένα σωματικό και ψυχικό αγκάλιασμα του κάλους της, που τον καθιστά  ένα πράμα με το έργο τέχνης και μία παραπάνω έκφρασή αυτού.

            Όταν μιλάει κανείς για τον Glenn Gould, αδυνατεί να περιγράψει ή ν’ αξιολογήσει… Παρά μόνο να κάμει ποίηση, ακόμη και όταν, στο εγχείρημα του αυτό, αποδείχνεται λειψός…

            Και εδώ μέσα, ακριβώς μέσα σ’ αυτή την ποίηση, σ’ αυτή την ψυχική θέση συναντιέται η ουσία, το εξαίσια αρωματικό γιοματάρι της ανθρώπινης μετοχής και κατάφασης, του ανθρώπινου «ΝΑΙ», που το κείμενο αυτό φιλοδοξεί σήμερα -λαθραία- να επικοινωνήσει..

            Escapee! Διαφυγή! Από τι;
           
            Τι είναι αυτό, από το οποίο «Ο Άλλος» προσπαθεί επίμονα και σταθερά να ξεγλιστρήσει;…επιστρατεύοντας κάθε μέσο και όργανο που δύναται να διαθέσει και «χαλκεύοντας» ασύνειδα όλη του τη μαεστρία στην εκπλήρωση μιας τέτοιας αποκήρυξης, και την πραγμάτωση μιας κραυγάζουσας και ηρωικής εξόδου από την επιταγή του πραγματικού και την απαίτηση της ζωής;

Μία κάποια προβληματική, όπως πάντα συνηθίζω να επισημαίνω, υποδείχνει με το δάχτυλο, το μέγεθος μίας εσωτερικής συρρίκνωσης, που αντιστρατεύεται την έξοδο από το «μαντρί», ενώ κάλλιστα υπαγορεύει την παλινδρομική υπαναχώρηση στον παιδικό θώκο της ανημποριάς και ο οποίος εκφέρεται έως και ως μία βίαιη απόδραση από τα πράγματα, τα καθήκοντα, τις συναισθηματικές συναλλαγές και της ανάγκες της ενήλικης ζωής.
 
            Πως ακριβώς όμως υλοποιείται αυτή η εκφορά; ποια είναι δηλαδή η συμπεριφοριστική απόδοση αυτής της αυτoεκτόπισης και που εντοπίζεται η πηγή αυτής της εσωτερικής συρρίκνωσης; Ποια είναι η φύση αυτού τoυ αιτιακού παράγοντα, τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε και πως τελεσιδικεί αυτός ο παράγοντας, καθώς συναρμολογείται και απολήγει στα εκφέροντα μέσα της διαφυγής;

            Πλείστες φορές, στο παρελθόν, έχω άλλοτε κρούσει και άλλοτε ερμηνεύσει διεξοδικότερα αυτό ακριβώς το θέμα της «διαφυγής». Θα κάνω μία ακόμη απόπειρα, στην προσπάθεια μου να ολοκληρώσω σταδιακά τον «πίνακα» της καταναγκαστικής φυγής προσθέτοντας στοιχεία στην παράμετρο, στην οποία έχω πολλάκις αναφερθεί και που τώρα θα ήθελα να τιτλοφορήσω, για ν’ αναδείξω μια συγκεκριμένη διάσταση αυτής, ως :

            Το «Γονεϊκό Μεγαλείο» :
           
            Δεν δύναμαι να ξεκινήσω, επί του παρόντος, από το «καλό και κακό» αντικείμενο της Melanie Klein και ούτε και κρίνεται άλλωστε σκόπιμο να κάνει κανείς τα ερμηνευτικά περάσματά του από τα «τόσο πίσω». Το μόνο που έχω να επισημάνω είναι ότι η οικοδόμηση του ψυχικού μηχανισμού ξεκινάει από τη βρεφική ηλικία, στην οποία άλλωστε συνεισφέρουν προγεννητικοί παράγοντες, που αναδείχνουν εξίσου μία ορισμένη ιδιοσυγκρασία και η οποία επίσης συμμετέχει σ’ έναν πολυπαραγοντικό σχεδιασμό της εκάστοτε ψυχικής δομής.

            Τι εννοείται λοιπόν, εν προκειμένω, όταν γίνεται αναφορά στην έννοια «Γονεϊκό Μεγαλείο»; Αυτό στο οποίο αναφέρεται (μεταφορικά ασφαλώς) είναι σε μία αδιέξοδη (για το παιδί) και «υπερέχουσα» γονεϊκή συμπεριφορά, που όμως παραμένει ασυντόνιστη στο εσωτερικό της (μεταξύ δηλαδή των δύο κηδεμόνων), πράγμα το οποίο εννοεί την Υπερεμπλοκή του Ενός κηδεμόνα με παράλληλη, κάποιου τύπου, απόσυρση του δεύτερου. Στην πραγματικότητα, αυτό που εννοώ είναι ότι δεν υφίσταται κάποιο αντιστάθμισμα ή κάποιο εμπόδιο σε μία διαδικασία αφομοίωσης, συγχώνευσης ή υπερταύτισης με τον έναν από τους δύο κηδεμόνες, ο οποίος εννοεί να καταλαμβάνει, μ’ έναν πλέον «δυναμικό» τρόπο και σε μεγάλη έκταση, τον εσωτερικό χώρο του παιδιού του αναχαιτίζοντας τις αναπτυξιακές δυνάμεις του «εγώ», εκτοπίζοντας τις, ακόμα και συρρικνώνοντάς τις οδηγώντας τις ενίοτε και στον ευνουχισμό.

            Τα άκρα πάνε παρέα. Αυτό το έχουμε ξαναπεί άλλωστε και σημαίνει ότι, κατά τα φαινόμενα, μιας κάποιας θέσης άνθρωποι, με υπερβολικά και μάλλον δεσποτικά στοιχεία στην ψυχική τους δομή, επιβιώνουν συναναστρεφόμενοι και συγχρωτιζόμενοι με υποκείμενες σε αυτούς «έτερες ψυχές». Καθώς δηλαδή υπολείπεται ο ένας, αναπληρώνει ο άλλος. Στην ψυχαναλυτική θεωρία, οι θέσεις περί σαδομαζοχισμού μπορούν, μέχρις ενός σημείου, να δώσουν κάποιες εξηγήσεις. Αυτό που εγώ περισσότερο επισημαίνω είναι ότι οι αυταρχικές, υπερδραστήριες και πειθαρχημένες δομές μπορούν να επιβιώσουν μόνο κατά τη συναναστροφή τους με περισσότερο άτονες, υπολειπόμενες, ή εξαρτημένες και υποταχτικές οντότητες, καθόσον οι άνθρωποι, που έχουν σαφή προσανατολισμό προς το «μέσον» ή τη λεγόμενη «χρυσή τομή», θα λειτουργούσαν απορριπτικά, ενώ οι όμοιοι ως αντιύλη εξαϋλωτική. Βέβαια οι πιο πάνω διαφορές, οι αναφερόμενες στα άκρα, όπως έχω πολλάκις υπογραμμίσει, είναι μορφολογικού τύπου, εξωτερικού χαρακτήρα δηλαδή, αφού το κυρίαρχο στοιχείο της εσωτερικής ανελαστικότητας και παρεκτροπής (με ό,τι σημαίνουν ή συνεπάγονται τούτα, σύμφωνα με τις προηγούμενες αναλύσεις μου…) είναι ολότελα κοινό.

            Το ακριβώς παραπάνω μας παρέχει τουλάχιστον μια κάποια υποψία για τη φύση της σχέσης κάποιων συζύγων, η οποία συναρμολογείται από τις μεταξύ τους εξωτερικές αντιφάσεις ζωής. Τα τέκνα λοιπόν, που μεγαλώνουν κάτω από μια τέτοια σκέπη, δύνανται ν’ αναπτύξουν περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά παθολογικά στοιχεία, ανάλογα της ποιότητας, του μεγέθους, του «φύλλου» του εκτρεπόμενου γονεϊκού ρόλου και των σχετικών αντισταθμισμάτων.
 
Σε κάποιες οικογένειες τα κυρίαρχα αυταρχικά στοιχεία (της αδύναμης, κατά τ’ άλλα, ψυχικής θέσης) εκπηγάζουν από τη «Μητέρα», δομημένα και σφιχτοδεμένα, κάποτε, μαζί μ’ ένα παράλογο είδος λανθάνοντα τρόμου, ο οποίος κάνει ευθεία αναφορά στη δύναμη του πεπρωμένου, του αναπόδραστου (πράγμα που όπως έχω και άλλοτε πει συνιστά την ακραιφνή ψυχική, μαζοχιστική θέση του σαδιστή). Άλλοτε πάλι τα στοιχεία επιβολής συνδέονται με μία σοβαρή εσωτερική ελλειμματικότητα, βουλιμικού τύπου και έναν σημαντικό ψυχοπαθολογικό ναρκισσισμό, που εννοεί και πάντοτε αποπειράται να «καταβροχθίζει» άπαντες γύρω του, σε πραγματικό χώρο και χρόνο, αλλά και συμβολικά μέσα από την ναρκισσιστική απόληξη αυτής της ελλειμματικότητας, πραξιακού τύπου και σύμφωνη με τις συλλεγείσες, στην πορεία της ζωής, αναπαραστάσεις καθενός. Όλα τούτα τα στοιχεία φαίνονται, σύνηθα, να συναρμόζονται  με την ενοχή (προϊόν της ευνουχισμένης αυτοεικόνας του κηδεμόνα) και το σχετικό αυτομίσος, (που εκβάλλει κατευθείαν πάνω στον όποιον άλλον...), επιπλέον δε, φιλτράρονται και εκρέουν μέσα από ένα κανάλι, τα υλικά του οποίου συστήνουν ένα κράμα από στοιχεία απορριπτικά, αλλά ταυτόχρονα και (υπερ)προστατευτικά, ακόμα και (κάποτε και ευτυχώς) τρυφερά. Φαντάζεστε ότι οι δεσποτικοί γονείς δεν «καλοχαϊδεύουν» ποτέ τα παιδιά τους; Ο Adler έχει ήδη προβεί στην κατάδειξη των συναισθηματικών πλεονεκτημάτων που καρπούται το πρωτότοκο, εξίσου και το «στερνοπούλι»... Εξάλλου, τα «δύσκολα» παιδιά επίσης τείνουν να ελκύουν τη προσοχή και το ενδιαφέρον των γονέων πάνω τους. Κατόπιν όλων τούτων λοιπόν, προκύπτει πως τα στοιχεία της «καλοσύνης», στα οποία θα επιτραπεί η καλλιέργεια και άλλοτε η είσοδος από αλλότριες συναισθηματικές πηγές, θα αποδώσουν «λογιστικά» και ασφαλώς ποιοτικά,  στον ψυχισμό του τέκνου κατοπινά.

            Για να γίνω πιο σαφής και να ολοκληρώσω εξάλλου επί των ακριβώς πιο πάνω, οι χειρισμοί της μητέρας, όταν αυτή καταλήγει να έχει τον πρώτο ή τον κυρίαρχο λόγο μέσα στην οικογένεια, σε συνδυασμό με τα στοιχεία της τρυφερότητας, που η ίδια θα επιτρέψει να παρεισφρήσουν στη μεταξύ αυτής και του παιδιού της σχέσης, θα εισαγάγουν την καλλιέργεια των αναπαραστάσεων, που θα διαμορφώσουν τα στοιχεία της κατοπινής ανθρωπιάς. Επιπλέον, επειδή τα πλείστα συναισθηματικά χρέη έχουν καταλήξει να απορρέουν από την ίδια, η αδυναμία εκπλήρωσης αυτού του ρόλου φαίνεται πως δύναται να εκτρέψει τη διαδρομή του παιδιού εκβάλλοντας την στις πύλες του ατελέσφορου συναισθήματος που αφορά: στον ψυχωτισμό, την υστερία, την εξάρτηση και την επίσχεση δόμησης ολοκληρωμένης και επαρκούς αυτοεικόνας, την εκφραστική αδυναμία, την παλινδρόμηση, την καταχρηστική, καταναγκαστική και μάλλον μαζοχιστική εκπλήρωση των αιτημάτων του ψυχικού μηχανισμού.

            Στην περίπτωση τώρα που ο πατρικός «λόγος» ή ο «λόγος» εν γένει και σωστότερα (αν και στερεοτυπικά και διαγενεακά έτεινε να εκπορεύεται από τον πατέρα, τουλάχιστον στο παρελθόν) τίθεται ελλειμματικός και άλλοτε ακατάλληλος ή ακόμα και αποκρουστικός, χωρίς να παρέχει κάποια όρια ασφαλείας ή γραμμές προσανατολισμού, μέσα σ’ ένα εκφραστικό και δημοκρατικό πλαίσιο θέρμης και τρυφερότητας, τότε ο κόσμος του παιδιού καταπίπτει αδήριτος μπροστά στα μάτια του και απλώνεται εμπρός του άπειρος, απροσδιόριστος, ανεξήγητος και ασύνορος. Κάθε προσπάθεια ερμηνείας του ξερνάει, μέσα απ’ το «βλαστό», το τσάκισμα πάνω στα τείχη ενός σοβαρότατου ελλειμματικού διαχειριστικού, ενώ ακόμη περισσότερο τη διαφυγή, το ξεγλίστρημα από τον ανεξερεύνητο, ανάρμοστο και επίφοβο κόσμο της πατρικής ανεπάρκειας, ίσως και της εσωτερικής της διαστροφής. Έτσι ο κόσμος γύρω συμβολοποιείται σε μία ενδοβλημένη εικόνα ενός «πατρικού, ακατάληπτου και ατέρμονου» ή και ενός «πατρικού ειδεχθούς», που δρα επιμολυντικά σ’ όλο τον ψυχισμό.
 

Κάποιες φορές μπορεί ν’ ακούσει κανείς και τη βροντώδη του κραυγή...

“Πατέρα.... ! Δώσ’ μου έναν κόσμο να δράσω... Δώσ’ μου εσένα...! Ειδάλλως... σκότωσέ με...”

            Το πρόβλημα λοιπόν οικοδομείται σταδιακά, καθώς οι εξωγενείς μηχανισμοί ταύτισης και εμπέδωσης μίας διαλεκτικής φωνής είναι, αν όχι κομματιασμένοι, σίγουρα αποδιοργανωμένοι, ενώ παράλληλα ο ψυχικός μηχανισμός του παιδιού μαθητεύει υπό την σπάθη μιας λογικής ακραία συναισθηματικής, (που αναπαράγει η μητέρα) που μέσα της φέρει τη σκληρότητα, την οποία ξερνάει ένα πανάρχαιο, υστερικό  της κλάμα. Η λογική της πειθαρχίας,  της συμμόρφωσης και της κατάπνιξης των αυτονομίστικων τάσεων της libido. Η λογική της συναισθηματικής αποστασιοποίησης από το άμοιρο τέκνο, αλλά ταυτόχρονα και του προστατευτισμού κάτω από τη σκέπη μιας τεράστιας φτερούγας. Η λογική της εύρεσης λύσης έξω από το νου και την καρδιά του ενδιαφερομένου, έξω από τις αναλύσεις, τις ενοράσεις και εγκρίσεις του «εγώ» του, αλλά υπό τον φόβο του «καταπέλτη» των εξωτερικά οδηγούμενων και ανεξέλεγκτων γεγονότων. Και όχι μόνο… Η λογική της «μη λογικής», του αδιέξοδου κόσμου, της αναπόδραστης συμφοράς και της τιμωρίας.

«…Η λογική του «Εξωτερικού Κακού» και του «Πεπρωμένου. Της Φυγής από τις Θλίψεις της ζωής…»

            Μετά απ’ όλα αυτά, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι η απώλεια του κόσμου, δηλαδή η έλλειψη ταύτισης με κάτι θετικό, δημιουργικό εξελικτικό, που μέσα του φέρει την ποικιλία ενός πολύσημου, ενός πλουραλιστικού συστήματος, αναπληρώνεται από την απόδραση σ’ έναν ακραιφνή, παιδικότροπο ιδεαλισμό και μία φαντασίωση μεγαλείου και έκφρασης, που στόχο τους έχουν να θανατώσουνε τη θλίψη του εσωτερικού ελλείμματος. Και αυτή ακριβώς η απώλεια συμπληρώνεται από τις φαντασιωτικές υπερβάσεις ενός, αλλεπάλληλα σφυροκοπημένου, από τη μητέρα, «εγώ», η οποία ταυτόχρονα απέτυχε στο να διδάξει την επικοινωνία του θετικού συναισθήματος, καθόσον πρώτα απέτυχε στο να το αναγείρει, κατά τη διάνοιξη των περασμάτων της κοινής, μεταξύ της ίδιας και του βλαστού της, πια ζωής.

             Πώς να ξαποστάσει έτσι ένας άνθρωπος; πώς να απαντήσει στις εσωτερικές ανάγκες του; πώς να διεκδικήσει τη ζωή και τα νοήματά του μέσα της, πώς να ορίσει και να διευθετήσει το χώρο που του ανήκει μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο;…
Πως να μην αναζητήσει (Υστερικά! ;...) τη Φυγή; ...από την διαπροσωπική και διαφυλική επικοινωνία; από την αναζήτηση του προσωπικού γούστου, το οποίο αγγίζει το επάγγελμα, τα ενδιαφέροντα και τις άπειρες επιλογές και εναλλαχτικές της ζωής;...
Και ακόμη περισσότερο, πως να μην πέσει θύμα της παλίνδρομης κίνησης, αφού η παιδική «ανημποριά» κατοχυρώνει το απωλεσθέν μεγαλείο και τη φυγή από τα χρέη, δικαιολογώντας -στα μάτια των άλλων- την απουσία απαντητικότητας σε μια ζωή, που δεν παύει ποτέ μα ποτέ «να υποδείχνει με το δάχτυλο τα χρέη»;
΄
…καθώς άδει και ο καλλιτέχνης...

«...βλέπω... να με κυνηγά η ζωή και να...τρέχω.....μα δεν είν’ αρκετά τα βήματά μου...»1

Μα ας μην σκιαζόμαστε...
Καθόλου!

Γιατί, μη φαντάζεστε ότι αυτή η πιο πάνω αναφερθείσα φαντασίωση διαθέτει υποχρεωτικά και μόνο τη λειτουργία της φυγής. Η διάστασή της δεν είναι μονοσήμαντη, δεν είναι μονολιθική. Καθόσον επιδικώκει κάλλιστα την επιστροφή στην πατρίδα, στον εαυτό, τη σωτηρία μέσα απ' αυτόν και την οικειότητα και θαλπωρή ενός «καταδεχτικού και προσωπικού οίκου», το «ταξίδι» της επιστροφής οργανώνεται και τακτοποιείται κάποτε μέσα από την ολότελα ευπρόσδεκτη ερωτική συναλλαγή.

          Εξάλλου, όλα τούτα, που στα κείμενά μας πάντα περιγράφουμε, δεν αποτελούν σύνηθα μία ακραιφνή, μία καθαρόαιμη ψυχική εκδήλωση ενός ανθρώπου, μιας και οι περισσότεροι από 'μας λειτουργούμε σε ένα πλουραλιστικό και πολύπλοκο επίπεδο, όπου μέσα του φέρει περισσότερες διαστάσεις, όλες τους αξιαγάπητες (όπως τα τέκνα, που αγαπιούνται όλα από τη μάνα τους) εξίσου και τη δράση των προσωπικών δαιμόνων μας, που πάντα καλούμαστε, κάπου, κάπως, να δαμάζουμε... Όπως ο οργανισμός που σπεύδει πράττοντας το χρέος του, να ελέγχει τα συνεχώς αναγεννώμενα καρκινικά κύτταρα.  Και σ' αυτή τη μάχη, της... προσωπικής «εξέλιξης», βρίσκεται και η γοητεία της ζωής.
 
Άλλωστε, ένα κάποιο έλλειμμα -ή μια θελκτική και χαριτωμένη ανεπάρκεια στην ωριμότητα- είναι κουρνιασμένο στα «μέσα» πολλών από μας. Και αν επιτρέψουμε στο ένστικτο να μας κάνει μία έκπληξη, θα το συλλάβουμε να ραχατεύει νωχελικά και κουλουριασμένο πάνω στα σωθικά μας. Αυτή είναι έτσι και αλλιώς και η πάγκαλος γοητεία του κρυμμένου παιδιού, του χοροπηδηχτού πουλαριού, που στις ολόλαμπρες εκφάνσεις του, φεγγοβολάει «ολογέλαστα» και αστραποβόλα το θαύμα της παιδικής δημιουργίας και παρρησίας.

Ας υπενθυμίσω λοιπόν…
«Οι εξελίξεις προέρχονται από τη δημιουργική αξιοποίηση του προβλήματος»

Σας φιλώ,
© 2013 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

1Goin' Through - Τα Βήματά μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου