Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

ΝΑ ΖΕΙΣ Ν’ ΑΓΑΠΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ

                                                    Τούτη την ανάρτηση αυτού εδώ του “ΒιΒλίου”,
                                                    όπως μερικοί αποκαλούν το χώρο αυτό,
                                                    την αφιερώνουμε σε όσους βέβηλα πατήσαν εδώ μέσα, 
                                                    και στους επιστρατευθέντες προσκεκλημένους τους.

                                                    Μπερδεύοντας τον κόσμο του μυθικού με τους ακανθώδεις 
                                                    ασπαλάθους που αρχέγονα κεντάνε την καρδιά τους,

                                                    … όχι επειδής δεν απεδέχθεισαν τα όσα αποπειράθηκαν να 
                                                     κατανοήσουν…,
                                                     μα επειδής ήρθαν εδώ… για τούτο ακριβώς…!

                                                    μήπως και κάτι, εμείς οι ηλίθιοι, μπορέσουμε ποτέ να  τους
                                                                                        διδάξουμε…

                                                   να μην χτυπούν τα τέκνα των εχθρών, μα να ‘χουν την 
                                                                                         καρδία… 
                                                                          τους ίδιους να χτυπήσουν…


     Έτσι ακριβώς τιτλοφορείται ένα εξαίσιο ανάγνωσμα του Leo Βuscaglia και θα έλεγα πως όμορφα μιλεί.

     Επειδή κατά καιρούς μου έχει καταγγελθεί μία τάση και επικέντρωσή μου στην «αρνητική», την φευκτική πλευρά της ψυχής και ως πηγής του “κακού”, του ναρκισσιστικού, καταναγκαστικού ή σαδομαζοχιστικού τρόπου, υπεργενικεύοντας ως προς τις ανάγκες, τις επιταγές, τις επιθυμίες και τις ενοράσεις της “καρδίας”, ας κάνω μίαν απόπειρα ν’ ανασκευάσω, κατά το δυνατόν, την εντύπωση αυτή.

     …και να εισέλθω και να περιγράψω, στο μέτρο ασφαλώς του εφικτού, τη “θέση” ή αλλιώς την “κατάφαση” ή ακόμη και την “πόρευση” εκείνη, που έστω και ιδεαλιστικά, διανοίγει το ολάνθιστο μονοπάτι της τρυφερής καρδιάς, ακόμη και αυτό της θλίψης, της ερήμωσης και του πικρού πιόματος του ποτηρίου -και τούτο περισσότερο- μέσα από το υλικό όμως του οποίου δεν εξέλειψε ποτέ, αντιθέτως, ... μα τι άλλο... το τρυφερό και αναγεννητικό αίσθημα της «αγάπης». Ένα αίσθημα, που τόσο έχει κοπανηθεί, τσαλαπατηθεί και αλλοτριωθεί, σημασιολογικά και βιωματικά, από τις παραμορφωτικές επιδράσεις της διαστροφικής ανάγκης και αναχαιτιστεί, απωθούμενο καταπιεστικά στα σινθλιφτικά δεσμωτήρια της “καρδιάς”.

     Μα μη νομίσετε πως θα ξεστρατίσουμε τελείως από τα μονοπάτια που έχει ως τώρα διαγράψει τούτη η “απόπειρα”, τούτο τ’ οδοιπορικό… Θα χάναμε τον εαυτόν μας, και δεν το θέλουμε αυτό. Θα λογιστώ αναγκαστικά κάποιες φορές στο τι δεν είναι αγάπη, όμως ίσως και περισσότερο απ’ αυτό, εκείνο που πιότερο έχει αξία είναι να οδοιπορήσουμε στους “εφαλτήριους” τόπους της γένεσής της, στα σημασιολογικά της φανερώματα και στους τρόπους της πραγμάτωσής της, όσο και αν κάτι τέτοιο θα ομοίαζε στον αναλυτικό λόγο, “με κακορίζικο αίτημα κουρελή”,  μιας και το έργο αυτό ανήκει στον χώρο των αναγκών και των επιθυμιών της τέχνης, της ποίησης, της λογοτεχνίας και της ακόμη μεγαλύτερης τέχνης… της Zωής.

      Ο τίτλος της ανάρτησης μας προτρέπει : να ζούμε, ν’ αγαπούμε και να μαθαίνουμε. Το να μπορούμε να ζούμε σημαίνει πως είμαστε ικανοί ν’ αγαπούμε. Το να μπορούμε ν’ αγαπούμε απαιτεί να μπορούμε να μαθαίνουμε. Το να ζούμε σημαίνει τελικά ν’ αγαπούμε, σημαίνει να μαθαίνουμε…

                       Rodin_Thinker

     Το πρωταρχικό αίσθημα της αγάπης, κατά την ψυχαναλυτική θεώρηση, ενεπλέκει τη μητέρα ολικά ή μερικά. Αυτό θα έλεγα πως σημαίνει ότι η παρουσία και περισσότερο η πραγμάτωση της δικής της ζωής στο χώρο του παιδιού και η ικανότητά της να δομεί ένα νέο, κοινό με το τέκνο κόσμο, προδιαγράφει και “μορφώνει” το ψυχικό καθεστώς του παιδιού, δρομολογώντας τον ψυχικό μηχανισμό (με τις σχετικές δομές και λειτουργίες του) στη σύστοιχη ανάπτυξη του καθώς επίσης και στις σχετικές αναπαραστάσεις ή συμβολισμούς, εσωτερικούς (χώρος του φαντασιακού) και εξωτερικούς (χώρος του πραγματικού), που καλείται, σταθερά και σταδιακά, να υλοποιήσει.

     Όλα αυτά σημαίνουν πως στην πραγματικότητα οι κηδεμόνες μετέχουν στη ζωή των τέκνων τους, ακόμη και πριν αυτά γεννηθούν, με την ίδια τους την πράξη, την τοποθέτηση, τη βίωση της ζωής, ασφαλώς και πριν τη σύλληψη. Αυτό το ξεδίπλωμα συνεχίζεται προγεννητικά και μεταγεννητικά εκφέρεται πλέον άμεσα και μάλλον ακραιφνώς πάνω στον απόγονο. Μία βασική ιδιότητα της ζωής είναι η ενότητά της, πράγμα το οποίο, στον ψυχαναλυτικό χώρο, θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο πραγμάτευσης στο πλαίσιο της "φυλογένεσης", όμως μια τέτοια κουβέντα κρύβει αρκετές παγίδες και ασφαλώς απέχει από το να είναι της παρούσης.

     Ο τρόπος λοιπόν που οι γονείς αγκαλιάζουν, συμμερίζονται, ζεσταίνουν, ανακουφίζουν, ικανοποιούν, χαροποιούν και συνομιλούν με το τέκνο τους, η συνέχεια, η συνέπεια και ο συντονισμός στη συμπεριφορά τους, θα εξαπλώσει μέσα του το καθεστώς της τωρινής και της κατοπινής του ευτυχίας ή συμφοράς. Ο Ericson και ο Fromm, δύο ψυχαναλυτές, πέραν των καθιερωμένων και των αναγνωρισμένων μορφών στο χώρο,  έχουν πει πολλά σχετικά με αυτά ακριβώς, μ’ έναν τρόπο μάλλον ολιστικό, που αναδεικνύει μία φιλοσοφία ζωής και που συνολικά, εμένα προσωπικά, με αγγίζει σημαντικά.

     Εδώ λοιπόν δομούνται και μέσα σ’ αυτό το πρωταρχικό πλαίσιο οι καταβολές της κατάφασης, της ενότητας με τον κόσμο και της ανελισσόμενης ανθρωπιάς. Ως εκ τούτου, τα αρχικά καλά αντικείμενα (και όχι τα πρωταρχικά) και μάλιστα όχι χρονικά, αλλά ψυχονοητικά, αναφέρονται κυρίως στον εαυτό. Τι σημαίνει αυτό; Πως το πρώτο αντικείμενο της αγάπης καθίσταται αναγκαστικά, αξιωματικά και απαρέγκλιτα η ίδια η ατομική ύπαρξη, καθόσον είναι αδύνατον να βιώσει κάποιος ένα όποιο συναίσθημα ή εν προκειμένω ένα θετικό συναίσθημα για κάποιον άλλον, αν έχει αποκηρύξει εκ προοιμίου τον ίδιον του τον εαυτό, πολιτογραφώντας την όποια τρυφερή απόκριση στην πατρίδα του άγνωστου και του αλλοδαπού.

     Έτσι λοιπόν διαμορφώνεται μια πρώτη θετική και λειτουργική συναλλαγή με την ίδια την ατομική ύπαρξη, η οποία συναλλαγή ασφαλώς εξελίσσει προοδευτικά τον αρχικό της συντονισμό με τον έξω κόσμο διευρύνοντας τα όρια της, ώστε τελικά να τ’ ανοίξει διάπλατα στον άπειρο χώρο του αντικειμένου.

     Αλλά για να ξεφύγουμε λίγο (όχι πολύ!) από τις λογοτεχνικές αποδόσεις της σχετικής έννοιας και να περάσουμε σε μία περισσότερο πραγματολογική ανάλυση, είναι απαραίτητο να κοιτάξουμε εκεί που όλα τα παραπάνω μας οδηγούν.

     Η εμπέδωση μιας “καλής”, αποδεκτής εικόνας για τον εαυτό και τον έξω κόσμο συνεπάγεται αλλά και διεγείρει περεταίρω τη λειτουργική συναλλαγή με αυτόν. Ένας θετικός εξωτερικός κόσμος διεγείρει και αντανακλά μια καλή αυτοεικόνα, αφού οι άνθρωποι εκτιμούμε την ύπαρξη και την αξία μας, από το πώς αυτή επιβεβαιώνεται και αναγνωρίζεται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαβιούμε, από το πως δηλαδή καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια του άλλου και από τη διάθεσή του απέναντί μας. Όσο περισσότερο η εικόνα για τον εαυτό ολισθαίνει προς τα Τάρταρα και τα εξωτερικά αντικείμενα ερμηνεύονται αναγκαστικά και συνεπώς (κατά τις πρώιμες μαθήσεις μας και κατά τις ανάγκες ανακούφισης της καρδιάς) ως εχθρικά, τόσο περισσότερο η συναλλαγή παρακωλύεται.

      Το άτομο αρχίζει τότε να εισάγεται σταδιακά σ’ έναν κόσμο εξωπραγματικό, τον οποίο βιώνει ως πραγματικό, που ορίζεται από την παραμορφωτική και αλλοτριωτική παρείσφρηση των μηχανισμών άμυνας στην πραγμάτευση με τον άλλον,  τις ιδεολογικοποιήσεις των στρεβλωμένων ψυχικών του αναγκών και ασφαλώς από την έγερση του χείριστου εχθρού: Εκείνου που μπορεί να απολήξει και στην ολοκληρωτική μετατροπή του ψυχικού οργάνου σε ναρκισσιστικού υποκαταστασιακού μηχανισμού, που ολοκληρώνει την ανέγερση ενός κόσμου απομονωτικού και υποστηριζόμενου από τη φιλοσοφία του συμβατικού.

     Και τελικά ο άνθρωπος καταντάει να ζει σ’ ένα χώρο, που στα ουσιώδη του στοιχεία, δεν διαφέρει από τους “περιγραφέντες κυβερνοχώρους” των αναγνωσμάτων επιστημονικής φαντασίας. Ποια είναι αυτά; Το κίβδηλο περιεχόμενο, το “ψευδοκαταξιωτικό”, το “ψευδοσυναισθηματικό”, το “ψευδονοητικό”, το “ψευδοϊδεολογικό”.

“Ο ναρκισσισμός δημιουργεί το “Matrix”

     Η υποκείμενη ψυχική δομή είναι τόσο σαθρή που τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου διαλύονται μέσα της πριν καλά καλά συγκροτηθούν και όσα του απομένουν μολύνονται από τη μανιώδη φυγή της ψυχής στην τηλεόραση, το internet, το facebook, τα ηλεκτρονικά παιγνίδια, τα ψώνια, ακόμη και τις υψηλές καλλιτεχνικές αποδράσεις που φέρουν το πρόσχημα της καταξίωσης. Το άτομο είτε μεταβολίζει άχρηστη, για να μην πούμε επικίνδυνη τροφή, που δεν μπορεί να το θρέψει, είτε αδυνατεί να μεταβολίσει ωφέλιμη τροφή και απλά καταπίνει αμάσητα θεάματα και έργα υψηλής αισθητικής και κουλτούρας, για να τα φτύσει από την άλλη, ακριβώς όπως αρχικά τα παρέλαβε.

     Η ζωή θα απαιτεί επίμονα τις επενδύσεις στα αναγεννητικά για τον ψυχισμό αντικείμενα και όσο αυτό το αίτημα θα παραγνωρίζεται, τόσο περισσότερο θα θεριεύουν λυτρωτικά και αναπληρωματικά τα σχετικά υποκατάστατα για να καλύψουν το κενό, ν’ απομακρύνουν υστερικά τη θλίψη και να σκεδάσουν τον εγειρόμενο πλέον, εξ’ αυτών,  φόβο του θανάτου.

     Ένα αυθεντικό αίσθημα αγάπης ξεκινάει από την Ανάγκη του Εαυτού για να καταλήξει σε Επιθυμία του Εαυτού. Από την ανάγκη δηλαδή της ύπαρξης, στην λειτουργική της υλοποίηση, μ’ εκείνα τα μέσα και τους τρόπους που θα παράσχουν μία ουσιαστική εξασφάλιση του πρώτου.

Ίσως και αυτό ακριβώς να είναι η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ, μα ταυτόχρονα και η θεμελιώδης εννοιολόγηση της ιδέας της Αγάπης. Όπως και η μοναδική Μοίρα του ανθρώπου, που ως αναπόδραστη, ακριβώς γι’ αυτό εγγυάται την ελευθερία του”

     Αυτό το θεμελιώδες κίνητρο ξετυλίγει λίγο λίγο το κουβάρι της ζωής :

     Ασφαλώς, για να δεσμευτεί κανείς συνειδητά σε μία τέτοια “μοίρα”, πρέπει να έχει έναν εαυτό που να τον νοιώθει Μέσα του και όχι να τον βλέπει, απέναντί του να του σείει το δάχτυλο της ντροπής ή να ξερνάει χολή εναντίον του για την κακομοιριά και τη δυστυχία του. Ούτε έναν εαυτό ο οποίος να του προσφέρει θυμιάματα και πλάνα δώρα μεγαλοσύνης και εξουσίας. Όταν κάποιος βιώνει την ύπαρξή του σαν το “Gollum” στο σχετικό μύθο, τότε επιλέγει αυτομάτως την “πυρά”.

     Σ’ ένα λειτουργικό αίσθημα…

     Ο Αυτοοίκτος δεν έχει καμία θέση.
     Η σύλληψη του εαυτού ως δύσμοιρου ή κατατρεγμένου κάποτε προκύπτει από μία παλινδρομικού, παιδικότροπου τύπου γκρίνια, άλλοτε εξυπηρετεί ανάγκες μαζοχιστικής αυτοθυματοποίησης που ανυψώνει στο χώρο της αγιοσύνης ή σφυροκοπάει ανελέητα τον εχθρό, ενώ άλλες φορές πάλι επιτυγχάνει μία επιταχτική και επιδερμική προσέλκυση προσοχής. Η ουσία όλων αυτών κρίνεται τελικά από αυτό που συνεπάγονται, από αυτό που επιφέρουν ως τελικό “κέρδος” : Και αυτό αφορά στην άρνηση διευθέτησης τους προβλήματος και ανάληψης της ευθύνης της προσωπική σωτηρίας, μέσα από τη διαιώνιση της γκρίνιας και της αυτοσυμφοράς.

     Ο άνθρωπος που δεν βιώνει τον οίκτο για τον εαυτό του, ασφαλώς και δεν μπορεί να τον προβάλει λυτρωτικά, κάποτε και τιμωρητικά (για την κατάντια τους), πάνω στους διπλανούς του. Και γνωρίζει καλά μέσα του πως κάτι τέτοιο ελάχιστα τον τιμάει. Μόνο όταν κάποτε θλίβεται, τότε, όσο του είναι μπορετό, Πράττει... Ό,τι ακριβώς θά ‘πραττε και για τον ίδιο του τον εαυτό αρνούμενος να παραμείνει με τα ποδάρια κολλημένα στα κολλώδη και λασπερά λαγούμια, που σχηματίζονται στα κακορίζικα και πνιγηρά σοκάκια της ανημποριάς

     Οι Θλίψεις της ζωής δεν απωθούνται έξω από τα «όρια» της ύπαρξης, αλλά αφήνονται να κατασταλάζουν συνεχώς μέσα στον πυρήνα της, για να παρασκευάσουν τα υλικά μιας νέας δημιουργίας. Χωρίς θλίψη δεν υφίσταται χαρά, όπως χωρίς Απώλεια δεν υφίσταται γέννηση. Ασφαλώς, εδώ δεν νοείται τίποτα, που να αφορά σε κάποιου τύπου αυτοτιμωριτική θρησκευτική ενοχή και ούτε πλέκεται το εγκώμιο κάποιου τύπου χριστιανικής αγιοσύνης ή ασκητισμού. Το ακριβώς αντίθετο. Αυτό που αποζητιέται είναι η ενοποίηση και όχι η διχοτόμηση της ζωής σε “καλά” και “κακά” “Κλαϊνικά” αντικείμενα.

     Η βάση της ψυχικής παθογένειας, από τη νευροσικότητα, την κατάθλιψη, μέχρι ακόμη και τον ψυχωτισμό συνίσταται πρωταρχικά στην αδυναμία διαχείρισης της απωλείας. Απωλείας λειτουργικών αντικειμένων αρχικώς και ναρκισσιστικών αντικειμένων κατοπινά. Όπως πολλάκις έχω ισχυριστεί, όταν ο ανθρώπινος οργανισμός χάσει τα αντικείμενά του, τότε θέτει στη θέση τους ναρκισσιστικά υποκατάστατα, προς επιβίωσή του. Κενός Χώρος δεν υφίσταται Ποτέ. Ξεχάστε Το. Αυτή η διαδικασία υλοποιείται μέσα σ’ ένα χώρο φαντασιακό (συμβολικό), αλλά και μέσα στο χώρο του πραγματικού. Στην πραγματικότητα η χρήση του φαντασιακού χώρου και του χώρου της πραγματικότητας είναι δεδομένη. Το πρόβλημα έγκειται στο ποια χρήση αυτών των χώρων γίνεται, ποια επεξεργασία πραγματεύεται ο οργανισμός. Το είδος δηλαδή της ψυχικοποίησης (όπως λένε οι αναλυτές) είναι αυτό που θ’ αναδείξει τη συγκεκριμένη ποιότητα του προβλήματος.  Στην περίπτωση που η πρωταρχική απώλεια είναι ολότελα δυσβάσταχτη, η βαριά κατάθλιψη, ο ψυχωτισμός ακόμη και το έγκλημα (ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία, αλλά και τα οικογενειακά και γενικότερα περιβάλλοντα στα οποία φοίτησε ο ψυχισμός) γίνονται δεδομένες εκφάνσεις του προβλήματος.

     Οι σοβαρές καταθλίψεις έχουν ως παθογενή βάση, κατά τη γνώμη μου, τη φυγή από τη θλίψη που προκύπτει από την ανάγκη αντιμετώπισης της οδυνηρής πραγματικότητας, ενώ η “καθημερινή” έως και η εγκληματική παθογένεια, την άρνηση της άρσης του “ναρκισσιστικού εγώ”, εφόσον  ασφαλώς απουσιάζει ένας επαρκής υγιής χώρος για να λάβει τη θέση του και να θέσει σε λειτουργία τις κατάλληλες ψυχικοποιήσεις. Αυτό το τελευταίο, στο οποίο αναφέρθηκα πολλάκις εδώ και παραπάνω, σημαίνει πως οι άνθρωποι καθοδηγούμεθα όχι μόνο από το νόμο του πραξιακού αυτοματισμού, αλλά προχωράμε, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα, σε μία εσωτερική επεξεργασία των πραγμάτων, πριν προβούμε στην εξωτερίκευση τους. Κάποιες φορές δε, δεν προβαίνουμε καν στην εξωτερίκευσή τους, αλλά παραμένουμε σε μία ενδελεχή και μακρόχρονη επεξεργασία στο εσωτερικό, προκειμένου αυτή να αποδώσει “λογιστικά” την κατάλληλη ώρα.

     Με όλα τούτα κάπου θέλουμε να φτάσουμε: Η θλίψη και η χαρά είναι η ακραίες (χωρικά όχι ποιοτικά) διαβαθμίσεις στον άξονα του συναισθήματος και εκφράζουν την συγκεκριμένη κάθε φορά ποιότητά του, που εκπηγάζει από τις εμπειρίες τις ζωής. Το να κρεουργούμε το συναίσθημα για να περάσουμε μόνο στην ανώδυνή πλευρά του, τούτο καταλήγει σε άρνηση, μέχρι υστερία, έως και σχιζοφρένεια. Η εμπειρία διδάσκει πράματα, μ’ έναν τρόπο περισσότερο βιωματικό και ολότελα απαιτητό και ο ψυχισμός που αρνείται μία τέτοια διδαχή, θα μπορούσαμε να πούμε (λίγο κωμικοτραγικά) πως είναι “ανισόρροπος”.

     Βλέπετε λοιπόν, τώρα που πέφτει το πέπλο της συμβατική άποψης, της συμβατικής κουλτούρας, πως η κατάλληλη συμπεριφορά φανερώνεται πια τόσο φυσιολογική, ενώ η ακατάλληλη από βλακώδης έως νοσηρή, μέχρι και ψευδαισθησιακή ;

“Η ψυχοπαθολογία φτιάχνει το Matrix για να προφυλάξει τ’ αντικείμενα”

     Ανάλογα πράγματα μπορούμε να πούμε και για το χώρο της απωλείας : Κάποτε είχα αναλογιστεί, παρέα μ’ ένα φίλο. “Ξέρεις Αγάπη!, το κυρίαρχο θεραπευτικό εργαλείο της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης της απωλείας” Ανεξάρτητα από τις υπονοούμενες θρησκευτικές αναγωγές που μου επισημάνθηκαν, τούτο σημαίνει δύο πράγματα :

     Λίγο παραπάνω αναφέρθηκα στην απώλεια των αντικειμένων, τα οποία διαχώρισα σε λειτουργικά και ναρκισσιστικά αντικείμενα. Εδώ στην πραγματικότητα μιλάμε για δύο μηχανισμούς.

     Ο πρώτος διεκπεραιώνει τη λειτουργία των επαφών και των ατομικών επενδύσεων πάνω στα πράγματα τούτου του κόσμου για να επιστρέψει τις σχετικές αποδώσεις στον οργανισμό. Υπό αυτή την έννοια έχουμε μία σταθερή ροή, μία όσμωση και ένα διακινούμενο ρευστό ανάμεσα στην ατομική ουσία και την εκάστοτε ουσία των αντικειμένων.

     Τούτο συμβαίνει όταν αγκαλιάζουμε τον πατέρα μας, όταν φυτεύουμε τα ραπανάκια μας, όταν θεραπεύουμε τον ασθενή μας, όταν ερωτευόμαστε τη γυναίκα μας, όταν διαβάζουμε το συγγραφέα μας, όταν καθόμαστε άπραγοι κοιτώντας εμβρόντητοι τον ψυχοθεραπευτικό τοίχο απέναντι μας, όταν κλαίμε το χαμό του φίλου μας, ακόμη και όταν γινόμαστε οργίλοι χοροπηδώντας αφηνιασμένα μπροστά του.

     Ο άνθρωπος που διαθέτει την ευελιξία, την ικανότητα και ασφαλώς αυτή τη μέγιστη και πολύτιμη ελευθερία να διακινείται κβαντικά και οσμωτικά, με την ίδια του την ουσία, μέσα στην ουσία όλων αυτών και όλων των απειράριθμων πραγμάτων, που δύνανται να διανοιχθούν, κατά τις επιλογές του, μπροστά του, πάνω του, κάτω του, στα πόδια του και μέσα στα σωθικά του, πόσα πράγματα φαντάζεστε πως έχει για να σκιαχτεί, αφού είναι δυνάμει όλα δικά του…; Πόσα να επιθυμήσει, να ζηλέψει, ν’ απαιτήσει, ν’ απατήσει, να φθονήσει, αφού είναι δυνάμει όλα δικά του…; Η λειτουργία του, η πράξη της ζωής του διαγράφει αυτομάτως, απαρεγκλίτως και αξιωματικά αυτό που (ως ταξινομικά όντα) θα λέγαμε μία “θετική” συναλλαγή με το αντικείμενο.

     Οι λειτουργικές και απρόσκοπτες επενδύσεις, αποδόσεις και επανεπενδύσεις σε έναν ατέρμονο, αμφιδρομικό, αναδραστικό άξονα που συνδέει το Υποκείμενο με το Αντικείμενο μειώνουν το μεταξύ τους “κενό” και ορίζουν το επίπεδο της ψυχικής υγείας του Υποκειμένου, που εκβάλει ΑπευΘείας και χωρίς καμία διαμεσολάβηση στον έξω κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι το Υποκείμενο γίνεται όχι μέρος του Αντικειμένου, αλλά Αντικείμενο το ίδιο, πράγμα που υποδηλώνει τη διεύρυνση και όχι την αφομοίωση της ταυτότητας από το Αντικείμενο.

“Και τούτος είναι ένας δεύτερος ορισμός της Αγάπης, που δείχνει το μέτρο ίσως και την ποιότητα της επικοινωνίας με τον κόσμο”

     Ασφαλώς, ο άνθρωπος που δεν καταφέρνει να δομήσει τον κατάλληλο -σύμφωνα με τα προηγούμενα- ψυχισμό ή αυτός που έχει υποστεί σοβαρά έως και τραγικά πλήγματα στο ψυχικό του όργανο, καταλαβαίνετε πως η ικανότητά του ν’ “Αγαπήσει”, ουσιαστικά να λειτουργήσει Κανονικά, Φυσιολογικά, όπως ορίζει η Ανθρώπινη ΦΥΣΗ Του, καθίσταται από προσκομματική έως αδύνατη. Αυτή είναι η πρωταρχική βάση πάνω στην οποία θα χτιστεί η βία, η λατρεία της κοινωνικής καταξίωσης, ο κάθε είδους τυχοδιωκτισμός, το αποτρόπαιο έγκλημα, και η καθημερινή φυγή από τη ναρκισσιστική απώλεια

     Όταν τα λειτουργικά αντικείμενα απουσιάζουν σημαντικά ή τουλάχιστον μ’ έναν τρόπο επαρκώς οργανωμένο, συγκροτημένο και συντονισμένο, ώστε να καθίσταται δυνατή η υποστήριξη και η επούλωση των πληγών, που προκαλούνται από τις επαναλαμβανόμενες βολές της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, τότε το ψυχικό όργανο εκκολάπτει τα ναρκισσιστικά αντικείμενα τα οποία, εν απουσία εσωτερικής άμυνας και ανοσοποίησης, κατακλύζουν καρκινικά τον οργανισμό καθιστώντας τον ένα ανυπόφορο για όλους έκτρωμα ή μία δομή ολότελα διαστροφική. Όχι μόνον ο χώρος της ψυχοπαθολογίας, αλλά και η καθημερινότητα και ο χώρος του θεάματος, της πολιτικής, της οικονομίας, βρίθει από τη δράση των ναρκισσιστικών δομών.

     Άλλοτε εξαπλωμένων στο πλήθος των ανθρώπων σε ένα είδος μαζικής υστερίας, παράκρουσης και παραληρήματος, μαζί με τον τρόμο της απωλείας τους, που καλλιεργούνται συστηματικά, για χάρη μιας συμφεροντολογικής χειραγώγησης των συναισθημάτων του ανθρώπου.

     Ο Τρόμος της Απωλείας, από το φαγητό και τη δουλειά, μέχρι την κρέμα αδυνατίσματος, τα tablets και τα μεταμεσονύκτια ξεφαντώματα. Ενώ ταυτόχρονα η λειτουργία της αναδιευθέτησης, της εναλλακτικής δράσης, της αυτορύθμισης, που χρόνια τώρα ευαγγελιζόμαστε όλοι μας, ως λάτρεις της Δαρβίνειας θεώρησης περί “φυσικής επιλογής” (και την οποία ανακαλούμε στρεβλωτικά, μόνον όταν πρόκειται να την κοπανήσουμε χαιρέκακα και συμπλεγματικά πάνω στον διπλανό μας) εξοβελίζεται στο χώρο του απροσπέλαστου, του εξωπραγματικού, του υπερφυσικού, του μεταφυσικού, του Ιδανικού και άρα του ΘΕΙΟΥ. Λες και ο μόνος τρόπος για να ανακαλύψουμε τις εσωτερικές μας ικανότητες είναι να τις φτύσουμε πάνω σ’ ένα Άυλο Ιδανικό που θα μας υποδείξει πια, μέσω αυτών και παραμορφωτικά, “εξωταυτισιακά” και προσταχτικά πιο είναι το Χρέος.

“Και έτσι η ίδια η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ, η πραγματική δηλαδή φύση του ανθρώπου γίνεται ΠΡΩΤΑ ένα ΤΙΠΟΤΑ και έπειτα ένα ΔΥΣΒΑΣΤΑΧΤΟ ΧΡΕΟΣ και ΒΑΡΟΣ, το οποίο συχνά δεν θα εκπληρώσουμε, για να μας κυνηγούν οι ερινύες μέχρι τη συντέλεια του κόσμου”

“Αλήθεια μας αρέσει αυτή η ζωή…;”

     Μα δεν είμαστε μοναχά “Εμείς”, οι… “Κοινοί Θνητοί”  που ταλανιζόμεθα από τα εμβόλιμα και τακτικά (από τους ιδίους πλέον) συντηρούμενα φαντάσματά, που η κατεδάφισή τους εγείρει τον τρόμο της απωλείας, καθώς τούτα εντοπίζονται προσωποπαγώς συγκεντρωμένα, σε ένταση και ισχύ, μέσα σε πλείστες ανθρώπινες μονάδες και ανάλογα με το βαθμό εξουσίας στον οποίο έχουν φτάσει. Και η ένταση τους συχνά αγγίζει τα δυσθεώρητα ύψη του  “τάλαντου” του ιδιοφυή και καθόλου σχεδόν δεν διαφέρουν από το κακούργημα του εγκληματία. Όμως για όλα αυτά έχουμε μιλήσει πολλάκις. Για άλλο δεν έχουμε μιλήσει αρκετά :

     Πως όλα τούτα τα υποκαταστασιακά αντικείμενα νοθεύουν το πραγματικό αντικείμενο:

     Ο ελεήμων λαμβάνει τη δράση του πάντα μόνο από την κολακευτική άποψη της φιλάνθρωπης καλοσύνης και όχι της συμπλεγματικής επισήμανσης της κατωτερότητας του αναξιοπαθούντος, ούτε ως πραγμάτωση της αποποίησης ευθυνών τις οποίες, σημειωτέον, φέρει μέσα του ο Δρών.

     Ο Δρών δεν πράττει τούτο συμβατικά, στο πλαίσιο των μηχανισμών άμυνας, κάποιας κοινωνικής ηθικής (που κάνει ευθεία αναφορά στην εφηβική “συμμόρφωση στην ομάδα”) ή ναρκισσιστικής αυτοπραγμάτωσης. Πράττει τούτο, στο βαθμό του εφικτού, και μ’ έναν τρόπο περισσότερο ουσιαστικό, που θα προσθέσει έστω και στο ελάχιστο στην εξάλειψη και όχι στη διαιώνιση του προβλήματος, χωρίς περίσσιους συναισθηματισμούς περί αγιοσύνης και ρέουσας εσωτερικής θλίψης. Γιατί νοιώθει πως ο οίκτος ελάχιστα τιμάει και επειδή ανέχεται την απώλεια του λειτουργικού αντικειμένου νοώντας πως έτσι κατοχυρώνει τη διαιώνισή του. Μα η πρωταρχική αιτία αυτής της δράσης είναι πως…

“Δεν κάνει τίποτα το διαφορετικό από ό,τι θα έκανε στον εαυτό του”

     Ο πραγματικός Εραστής δεν διατρανώνει έναν αυθαίρετο έρωτα, που άξαφνα, ως “Θεϊκή Επιφάνεια” ανεφάνη (από το πουθενά) εις τους ουρανούς.

     Γλυκοκοιτάζει πρώτα τον έρωτά του, “αποκρινόμενος στα σπαρταριστά καλέσματα της καρδιάς και του σώματός του” και έπειτα λίγο λίγο φτιάχνει και διευρύνει, όχι υποχρεωτικά τον κοινό τόπο, μα πολλούς τόπους μαζί του, μόνο και μόνο για να τους περπατήσει.

     Πόσες φορές δεν έχουμε μπερδέψει την αυτοσυμφορά που έχει εγκαθιδρυθεί χρόνια τώρα στη ζωή μας, με την αγάπη του ερωτικού αντικειμένου, που αναγκαστικά και παρά τη θέλησή του πρέπει να λάβει το ρόλο που του απευθύνεται, να κάνει τη “σανίδα σωτηρίας”; Να εκπληρώσει μία “παλινδρομική” απαίτηση του υποκειμένου που ενεπλέκει την αυτοεπιβεβαίωση -που τόσο άγαρμπα χειρίστηκε ο εκάστοτε γονεϊκός ρόλος- να άρει το συναίσθημα της αυτοαπαξίωσης του, να του προσδώσει νόημα, μεγαλείο, αξία, αυτοαγάπη…. 

     Και όταν το χάσουμε ωρυόμεθα και καταθλιβούμαστε και μαραζώνουμε και ατονούμε…

“Σαν πολλά δεν τα ζητάμε…;”

      Και το χειρότερο απ’ όλα, μιας και ασφαλώς ο “αιτών” δεν δύναται να φέρει στον κόσμο έτσι γυμνά τα αιτήματά του, τα καμουφλάρει αξιοπρεπώς πίσω από προσωπεία και ιδεολογικές φορεσιές που επικαλούνται τα στερεότυπα του φύλου, τις παραδόσεις, τις συναισθηματικές ανάγκες, τις επιστημονικές ανακαλύψεις, τις πλάνες και τις διαστροφές της λογικής. Και αυτό γίνεται παντού. Στο επάγγελμα, την καθημερινή συναναστροφή, την πολιτική…

     Μα με μια τέτοια νοθεία του συναισθήματος πως θα ήταν δυνατό να ενδιαφερθούμε όχι για κάποιον άλλον, ούτε καν για μας, αφού δεν είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε την ανάγκη και τη λύση που πρέπει να δοθεί σ’ αυτήν, από την αγάπη και τα αιτήματα που σ’ αυτήν αναλογεί να απευθύνουμε.

     Η αλήθεια είναι πως τα όρια που θέτουμε στο αγαπημένο πρόσωπο πρέπει να είναι πραγματικά περιορισμένα ή ίσως και αρκετά συγκεκριμένα. Κάποιες φορές φαίνεται σαν να του ζητάμε να κάμει “ηράκλειους άθλους” για να το αγαπήσουμε. Σαν να πρέπει να πηδήσει πολλαπλά εμπόδια για να μας πλησιάσει. Σαν να κινούμαστε μέσα σε καλούπια που παρεμβάλλονται στην επικοινωνία με τον άλλον. Και όταν ασφαλώς τούτος θα έχει αλλοτριωθεί αρκετά παλεύοντας αποκαμωμένα για να μας προσεγγίσει, θα τον παραπετάξουμε αδιάφορα κάπου παρακάτω ή θα του ζητήσουμε να διευρύνει εκ νέου και προμηθεϊκά την αλλοτρίωσή του, μήπως και καταφέρουμε ξανά να τον αγαπήσουμε, όπως είχαμε κάμει παλιά. Τότε, πρωταρχικά, που τον ερωτευτήκαμε για την πρωτοφανέρωτη στα μάτια μας δική του ομορφιά.

Δύο ερωτήματα χτυπάνε αίφνης στον αέρα και μπροστά στα μάτια σου…
“Για ‘μένα νοιάζεσαι ή για ‘σένα; Τουλάχιστον το κάνεις και σωστά;
Σου είναι τόσο δύσκολο να είσαι κανονικός, φυσιολογικός άνθρωπος;”

     Θα ‘λεγα πως νομίζω τώρα πια πως ο άνθρωπος που έχει καλλιεργήσει μέσα του την “Τέχνη της Αγάπης” ζει τελικά μ’ έναν τρόπο ΦΥΣΙΚΟ υποσημαίνοντας (λέγοντας αυτό) έναν τρόπο ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ και όχι υποχρεωτικά φυσιολατρικό. Δεν απαιτείται από μας να επιστρέψουμε, ως “Μόγληδες” στη ζούγκλα. Ζητείται μονάχα να διευρύνουμε και να επαναπραγματευθούμε τις επενδύσεις και τις επανεπενδύσεις μας στα πράγματα είτε μιλάμε για το επάγγελμα, τα ενδιαφέροντα, τον έρωτα, την τέχνη, τη ζωή. Δεν μας ζητείται να κάνουμε κάποιον χριστιανικό άθλο, αλλά μάλλον το ακριβώς αντίθετο : “Ν’ αγαπάμε τον Άλλον ως Εαυτόν”. Δεν μας ζητείται να χάσουμε την ταυτότητά μας, μα το ναρκισσιστικό εαυτό, που μπρος στην φρίκη του θανάτου του, σείει εκκωφαντικούς συναγερμούς, ξεφωνητά, σπέρνει τον τρόμο, τη σχιζοφρένεια, τη συμφορά.

Μας ζητείται “Ν’ απολέσουμε τον εαυτό μας για να ΤΟΝ ξαναβρούμε”

Λέει ο Αργύρης Εφταλιώτης :

Νησιά και Πέλαγα

Στα μανιασμένα κύματα πλέω μ’ ακοίμητο κουπί,
και χλωροπράσινα νησιά συχνοανταμώνω ομπρός μου.
Εκεί κοντεύω, ωσότου ερθη Μοίρα σκληρή και ξαναπη
πως είναι μες στα πέλαγα κι ο δρόμος και ο σκοπός μου.

      Δεν μας ζητείται να πάθουμε κατάθλιψη μα ν’ αφήσουμε τη θλίψη να εκτελέσει τα έργα της. Που δεν είναι άλλο, παρά η εύρεση της εναλλαχτικής δράσης στην αντιμετώπιση των θεμάτων της ζωής, η λειτουργία της αλλαγής, η αναδιευθέτηση και αναταξινόμηση των προσωπικών πραγμάτων και των γενικών πραγμάτων για τη συνέχιση, την εξέλιξη και τον πλουτισμό της ανθρώπινης σοφίας.

    Κάποτε η θλίψη θα μας ζητήσει να κάνουμε ΠΑΥΣΕΙΣ, γιατί οι δυστοκίες της ζωής θα ξαναπροσκαλέσουν τα εσωτερικά δαιμόνια και θα φανερώσουν για μία ακόμη φορά το πανάρχαιο έλλειμμα της ψυχής. Και τότε θα κληθούμε ξανά να πετάξουμε τ’ άχρηστα σκουπίδια που χρόνια τώρα έχουμε ξεκινήσει να μαζεύουμε στον οίκο μας. Να ξεριζώσουμε τα πνιγηρά ζιζάνια που άρχισαν να ξαναφουντώνουν προαναγγέλοντας εκ  νέου την  “Έλευση του Δαίμονα”.

     Δεν μας ζητείται να φτάσουμε  Εμείς το Θεό, αλλά Αυτός Εμάς, με το να τον σύρουμε ξανά ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ.

…………………………………

     “Παρακάτω, παραθέτουμε ένα τραγούδι, που μιλάει για το αίσθημα του κενού αποδίδοντας ποιητικά και καλλιτεχνικά πράγματα που εδώ μέσα πραγματευθήκαμε. Και δεν αποσκοπούμε σε άλλο, παρά να φέρουμε πια στο φως και λυτρωτικά το εξοβελισμένο, στο χώρο του απωθημένου, αίσθημα της αποξένωσης από το “Εγώ”, που μάλλον Όλοι (αναγνώστες και γράφοντες) βιώνουμε ή έχουμε περισσότερο ή λιγότερο βιώσει.

     Κάπου εδώ θέλω να κλείσω το φετινό ή μάλλον πια τον “περσινό” μου λόγο. Και κατά πως φαίνεται, ο γραπτός λόγος γίνεται συχνά προτιμότερος, σίγουρα όταν ο προφορικός, ακόμη και ο συμβολικός  τείνει να  ευτελίζεται  κατρακυλώντας στην άβυσσο της αμυντικότητας, της παρερμηνείας, της δυστοκίας.

     Και τούτο μου φαίνεται πως θα γίνει πια το μότο μου: Αν κάτι δεν αξίζει πραγματικά, μην το πεις για ν’ ανακουφίσεις μονάχα την αμετροέπεια της ψυχής σου. Και αν κάτι αξίζει πραγματικά προτιμότερο, κάποιες φορές τουλάχιστον, να το γράψεις, για να το γνωρίσεις ο ίδιος καλύτερα
…και μήπως μπει στον κόπο, ο άλλος ποτέ να στο διαβάσει”


Καλό σας βράδυ… και Καλή Χρονιά… Πάντα !

© 2014 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου