Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ



Η άποψη της γράφουσας είναι πως οι άνθρωποι δεν είναι εγγενώς κακοί ή καταστροφικοί και δεν βρίσκω ιδιαίτερη διαφορά ή κάποια διαφορά, με σημασία, μεταξύ μίας αξιολογικής κρίσης και μίας περιγραφικής τοποθέτησης, που επί της ουσίας αποδίδει την πρώτη.

Μία τέτοια πρόταση δεν διαθέτει κανένα απολύτως νόημα. Είναι ανυπόστατη. Η εξέλιξη οιασδήποτε οντότητας, στο γνωστό (και άγνωστο) σύμπαν, γίνεται στη βάση προδιαγραφών και συνεπώς αναγκών, για την εξυπηρέτηση των όρων της λειτουργικότητάς του. Ως εκ τούτου, δεν διαθέτει, εκ προοιμίου, ιδιότητες που ανήκουν στο χώρο του καλού ή του κακού και πολύ απλά τέτοιες περιοχές υπάρχουν μόνο μέσα στο κεφάλι μας.

Η κρίση για την ποιότητα ενός αντικειμένου προκύπτει από την αξιολόγηση των συμφερόντων μας, τα οποία υπόκεινται σε βιολογικούς, συναισθηματικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, εκ των οποίων κάποιοι διαθέτουν μεγαλύτερη εμβέλεια και διαχρονικότητα.

Οι άνθρωποι, παρ’ όλα αυτά, μπορούν να γίνουν διαστροφικοί. Όταν μιλάμε όμως για διαστροφικότητα δεν εννοούμε τίποτα, εν σχέσει με τις απρόσφορες σεξουαλικές παρεκκλίσεις, από το σύνηθες, που συνιστούν μία ειδική κατηγορία της ψυχολογίας. Αλλά αναφερόμαστε σε τούτη την «πράξη ζωής» που προκαλεί σημαντική δυσφορία εκτρέποντας παράλληλα την «Ύπαρξη» από το πλαίσιο των όρων της μακροβιότητάς της, σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης.

Ο αείμνηστος φίλος μου αρέσκονταν συχνά να επαναλαμβάνει:
«Πολύπλοκα συστήματα, απρόβλεπτη συμπεριφορά».

Στην προσπάθειά μας να απομυθοποιήσουμε και να αποποινικοποιήσουμε την ανθρώπινη φύση, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να κάνουμε μία πρώτη υπόθεση πως η διαστροφική συμπεριφορά συνιστά ένα από τα παραχθέντα προϊόντα (λόγω περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικών ελλειμμάτων), μέσα σ’ ένα σύστημα αλληλεπιδράσεων αναδραστικού τύπου. Γίνεται δε επιδημική, μέσω της διαγενεακής μεταφοράς, πράγμα το οποίο δεν συνιστά απλή υπόθεση, ενώ παραμετροποιείται από τις ειδικές περιβαλλοντικές και κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες.

Ταυτόχρονα δε συνιστά μία σχετικώς ή αρκετά «ασυνεπή», κάποτε και ακραία απόκριση, η οποία όμως δεν χάνει το εσωτερικό της νόημα, ακόμη και όταν εννοούμε μία ψυχιατρικώς διαγνωσμένη βαριά ψυχοπαθολογία. Θα ήτο αδύνατο, θα τολμήσω να πω και ανήθικο, να επιδιώξουμε την ομογενοποίηση των ανθρωπίνων πρακτικών, ώστε να λειτουργούν μ’ έναν ενδεδειγμένο τρόπο. Το πρόβλημα, κατά βάση, έγκειται στο πως και κατά πόσο είναι εφικτό, μέσω της ατομικής ανάπτυξης και της εξέλιξης της ανθρώπινης κουλτούρας, να επιτύχουμε τη βελτιστοποίηση των μηχανισμών αυτορρύθμισης, ώστε να προλαμβάνονται τα φαινόμενα που διευρύνουν την ανθρώπινη δυστυχία.

Οι πράξεις μας, κατά κανόνα, διαθέτουν κάποιο συμβολισμό. Ένα εσωτερικό νόημα, σύνηθα διυλισμένο από το προσωπικό φίλτρο, με εσωτερική λογική και αλληλουχία, η οποία όμως πολύ συχνά διαθέτει περιορισμένη δυνατότητα εφαρμογής, όταν πρόκειται να τεθεί στην «κυκλοφορία».

Ίσως αυτό δεν είναι το χειρότερο, καθόσον προσωπικώς υποστηρίζω το «ελεύθερο» της ανθρώπινης βούλησης και επιλογής, ακόμη και όταν οι συνέπειες φαίνονται και γίνονται τραγικές. Μα το πρόβλημα ξεκινάει από το γεγονός πως οι πιο πολλοί άνθρωποι διαθέτουν εντελώς περιορισμένη ενημερότητα, για το περιεχόμενο των επιλογών τους, για τις πραγματικές τους δηλαδή επιλογές, καθόσον αναπαράγουν ανεπίγνωστα διάφορα μοτίβα συμπεριφοράς. Εξίσου, πως αντιστέκονται σθεναρά να περάσουν στη διαδικασία της ενδοσκόπησης, για λόγους που δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε.

Όταν διαπληκτιζόμεθα, στο δρόμο ή σε μία δημόσια υπηρεσία, όταν προπηλακίζουμε διάφορα πρόσωπα, όταν υπεξαιρούμε χρήματα, όταν ψηφίζουμε ένα πολιτικό πρόσωπο, όταν προβαίνουμε σε πράξεις ευγενούς χορηγίας ή ακτιβισμού, όταν κάνουμε μία θυσία... σε όλες τις περιπτώσεις ομιλούμε μία γλώσσα, μεταβιβάζουμε ένα λανθάνον νόημα και αναμφιβόλως κάνουμε μία επιλογή.

Ακόμη και όταν λέμε «οι άνθρωποι είναι κακοί», ακόμη και τότε λαμβάνουμε μία θέση και κάνουμε μία επιλογή. Η πολιτική άποψη και ο κοινωνικός στοχασμός δεν συνιστούν μία απλή γνωστική διαδικασία αλλά εμπεριέχουν την μετατροπή της ψυχικής θέσης σε ιδεολογικό απόσταγμα, το οποίο με τη σειρά του θα ενισχύσει και θα εξελίξει την προϋπάρχουσα ψυχική θέση. Η «λογική» μας δηλαδή είναι γεμάτη από τα συναισθήματά μας και τούτα τα τελευταία είναι γεμάτα από τη «λογική» μας.

Η προκατάληψη (επί παραδείγματι), ως εχθρική συμπεριφορά που μελετάται από περισσότερους κλάδους, στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, μπορεί να αντικατοπτρίζει την αυτοαπορριπτική ή αυτοκαταστροφκή τάση ενός ανθρώπου (για κάποιους λόγους...), η οποία όμως (για λόγους επιβίωσης) εκτρέπεται, μέσω αμυντικών μηχανισμών, σε ένα εύκολο θύμα.

Μπορεί όμως να είναι απλά, καθαρά αμυντική και να εγερθεί περιστασιακά, υπό την επήρεια κάποιου αισθήματος ευαλωτότητας, ή από το ξύπνημα μίας απαγορευμένης σεξουαλικής επιθυμίας (ανθρώπινα...) ή και τα δύο. Ο τρόπος με τον οποίο ο εκάστοτε συνομιλητής θα χειριστεί τα εισερχόμενα, παράλληλα με τις προσωπικές του ελλείψεις, θα εξελίξει το μοτίβο της αλληλεπίδρασης ή θα το περιορίσει σε μία ατελέσφορη ανταλλαγή πυρών.

Έχω ήδη μιλήσει για το παραπάνω ζήτημα και θα μπορούσα ασφαλώς να αναπτύξω πολύ περισσότερο τούτο τον περιεκτικό λόγο. Προτιμώ όμως για την ώρα να σταματήσω εδώ παραθέτοντας τους παρακάτω στίχους, που ενεπνεύσθη η αγαπημένη φίλη, ψυχολόγος και ποιήτρια, Θεανώ, πέρυσι το καλοκαιράκι, όταν παραθέριζε στην όμορφη Αγιάσο και τους οποίους μου προλόγισε ως κατωτέρω.

Πιο πριν όμως, να καταλήξω,

...πως η σωτηρία του ανθρώπου καθίσταται αδύνατη, όταν ασύνειδα έχουμε πειστεί πως από θλιβερή ανάγκη του αξίζει...


«καθόμουν ένα ωραιότατο βραδάκι, Ελενάκι μου, στην αυλή, μαζί με άλλες δύο φιλενάδες και ρεμβάζαμε…, στο δρόσο, κάτω απ’ τη συκιά... μπαίνει τότε η κυρία Αναστασία, μία απίστευτη υποκρίτρια και υστερική γλωσσοκοπάνα, με το συνηθισμένο ύφος οσιομάρτυρος, έμπλεου χριστιανικής πονοψυχιάς.
“ουφ!... τι θέλουν όλοι αυτοί οι αραπάδες και φεύγουν απ’ τον τόπο τους και δεν κάθονται εκεί να πολεμήσουν, οι δειλοί; μόνο έρχονται στον τόπο μας; μας κλέβουν, μας ρημάζουν, μας βιάζουν και μας μαγαρίζουν. Οι άνθρωποι είναι κακοί!”
ωχ μάνα μου..., λέω τότες από μέσα μου, που μ’ άφησες έρμη και ορφανή να πολεμώ με τα θεριά!»

Το Κακό!
(Θεανώ Ανδρομάχου)
--------------------------------
για όσους ανέγνοιαστα στη ρητορική του κακού απάνω χουζουρεύουν
αναγιγνώσκοντας την ποταπότητα του κόσμου
μες τη δική τους γενναιόδωρη καρτερία
εγώ το παρακάτω δώρο τους προσφέρω

μήπως και σκάσει ποτέ μπροστά στα μάτια
και μέσα στο στομάχι τους
πως αναζητώντας ευάλωτες και καταδεχτικές ποδιές
να εναποθέσουν βολικά τους δαίμονες που μέσα τους γεννούνε,
δεν κάνουν άλλο τι,
παρά να τρέφουν ακέραιη την αυτοπεριφρόνια,
για τούτο και την προμηθεϊκή τους κακομοιριά

Η λειτουργία του κακού δεν βρίσκεται αδιαπραγμάτευτα στα πλήθη και τον κόσμο,
παρά μονάχα στην Έχθρα που κουρνιάζει στην καρδιά
και το μυαλό εξοστρακίζει στην κτήση και το πρόσωπο του άλλου,

από την κατάρρευση του Ύψους και του Οράματος
που γεννάει η αδυναμία τους να σταθούν,
από τη Ματαίωση
που γεννάει η ανημπόρια τους να εκτελέσουν,
από το Φόβο
που γεννάει η ανάγκη τους να συγκριθούν
και από την Ενοχή
που γεννάει η επιθυμία τους να υποταχθούν
μα πάνω απ' όλα... από την Άγνοια
που γεννάει η δειλή άρνησή τους να καταλάβουν,

αυτά που όλοι έχουν μέσα τους,
και 'όσα με βάσανο τόσοι ανατρέφουν,
και 'κείνα που αναπάντεχα
άπαντες σ' αυτούς θα βλέπουν

γι' αυτό και ως μονάκριβο
που σύνηθα τους μένει,
είναι η επιθυμία τους για έλεος,
ο τρόμος της απωλείας,
η λαχτάρα της φυγής...

© 2016 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου