Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, Η ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ


...γιατί... ποιος είναι σημαντικός...

Αυτή την κουβέντα απηύθυνε, σε μένα, κάποτε ο φίλος μου ο Γ. αιφνιδιάζοντας με κάπως και ήταν ακριβώς εκείνη την άχρονη στιγμή που πράγματι εμπέδωσα ότι ουδείς «εστί» σημαντικός, όταν δεν προϋποτίθεται η αυτοσύνειδη (αυτο)ένταξη του ατόμου μέσα σε μία συλλογικότητα που, έστω θεωρητικώς, ξεπερνάει το μονοσήμαντο και παραποιητικό όριο ενός αυθαίρετα καθορισμένου οίκου.

Υφίσταται μία διάχυτη αίσθηση, πολύ περισσότερο στις μέρες μας, με τη διεύρυνση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου πολλοί αναζητούν ένα «βήμα» κι ένα ρόλο να «πρωταγωνιστήσουν», ότι διανύουμε την εποχή του «Εγώ» και, απ’ ό,τι ερευνάται και συνομολογείται!…, δικαίως...

Η έννοια της σημαντικότητας είναι όμως σχετική, αν λάβουμε υπόψη πως το σύστημα είναι αυθύπαρκτο, υφίσταται και αναπαράγεται αυτόνομα και αυτοτελώς, ουδόλως μας χρειάζεται, ακόμη και όταν κάποιοι από εμάς διαθέτουνε τις απαράμιλλες ικανότητες μίας αυθεντίας, όπως ο Einstein. Τούτο μας προβληματίζει ακόμη περισσότερο, όταν αντιλαμβανόμαστε πως τέτοιου είδους προσωπικότητες μάλλον γεννιούνται και πεθαίνουν ανά πάσα ώρα και στιγμή.

Κανείς μας δεν δύναται να προσδιορίσει τον εαυτό του, παρά μόνο «σε σχέση με...», πράγμα το οποίο σημαίνει πως η «ταυτοποίηση...» γίνεται μέσα σ’ ένα φυσικό, οικολογικό αλλά και κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον το οποίο μας ορίζει, όχι μόνο μέσω των πολιτισμικών και των θεσμικών, αλλά και των συναισθηματικών εισροών, αν λάβουμε υπόψη πως εξελίσσουμε την «πράξη» και τη λειτουργία μας, μέσα από τις αντανακλάσεις της «ταυτότητάς…» μας, για τις οποίες οι ψυχαναλυτικοί μηχανισμοί της προβολής μπορούν να διαθέσουν (...εάν το θέλουν...) πολυδιάστατες και σημαντικές ερμηνείες.

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν πως τα άτομα δεν διαθέτουν ένα αυθύπαρκτο χαρακτηρολογικό υποσύστημα (καλό ή κακό...) και πως αυτό οικοδομείται και σμιλεύεται (ή όχι;…) μέσα σε χώρους φυσικούς, κοινωνικούς και διαπροσωπικούς, όπου, ειδικά στους τελευταίους, η εκβολή της γενικότερης λειτουργίας ενός ατόμου υποπίπτει στη λειτουργία των συναισθηματικών και αντιληπτικών εκροών των άλλων προσώπων. Είμαστε δηλαδή (και) δημιουργήματα των άλλων.

Αυτό συνεπάγεται, εξ ανάγκης, πως χωρίς τη λειτουργία των άλλων δεν δημιουργούμαστε και δεν οικοδομούμαστε καν ως ψυχονοητικές υποστάσεις και πως κανείς δεν είναι τόσο διαφορετικός, τόσο ιδιαίτερος, τόσο μοναδικός και τόσο σημαντικός, με τον ίδιο τρόπο που κανείς δεν είναι τόσο καλοπροαίρετος, τόσο ευαίσθητος, τόσο περήφανος και τόσο ευσπλαχνικός, ή (με κάποιον τρόπο που ενδεχομένως θα τον βόλευε) τόσο «ιδανικός». Βάσει εξελιχτικών θεωρήσεων της ψυχολογίας, οι άνθρωποι περισσότερο μοιάζουμε παρά διαφέρουμε, υποτασσόμεθα δε (θα πρόσθετα εγώ), σε επαρκή βαθμό, σε μηχανιστικές γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις και μόνο η επιθυμία να αποκτήσουμε σχετική ενημερότητα, μπορεί να περιορίσει τις ατέρμονες και σύνηθα οδυνηρές εκδραματίσεις, όταν αυτές επισυμβαίνουν (διότι ο αυτοματισμός είναι και προσαρμοστικός, ίσως κυρίως προσαρμοστικός), γι’ αυτό και η ίδια έχω καταλήξει πως…

…μόνο στη γνώση υπάρχει «αθωότητα» (ίσως και κάποιο κύρος), πουθενά αλλού…

Παρ’ ότι ζούμε σε συλλογικότητες, δεν είμαστε ακριβώς «συλλογικοί», εννοώντας, με αυτό, πως το «ανήκειν» δεν είναι μία ακριβώς αυτονόητη συνθήκη.

Η οργάνωση, μέσα σ’ ένα χώρο, προϋποθέτει την αυτοοργάνωση και τούτη την ανάπτυξη ενός εσωτερικού λόγου που δεν συνθλίβεται κάτω από το βάρος της ασύνειδης «κανονιστικής (προκρούστειας) ενοχής», ή άλλων παραποιητικών αμυνών που υποδεικνύουν επιτακτικά και κατηγορηματικά τα πεδία στρατολόγησης ή κοινωνικής ένταξης και δράσης του υποκειμένου.

Oscar - Claude Monet 

Αυτό συνεπάγεται πως ένα πρόσωπο μπορεί κάλλιστα να καλλιεργήσει ένα λόγο κάποιες φορές λιγότερο αναμενόμενο, ο οποίος βασίζεται στο φιλτράρισμα των εισερχομένων, από διαφορετικές (πλέον) πηγές, πράγμα το οποίο αναχαιτίζει τη γνωστική και συναισθηματική μόνωση του προσώπου αυτού! Τούτο όμως γίνεται, κατά κανόνα, εφικτό, όταν οι γνωστικές ικανότητες και εκδηλώσεις ενός ατόμου μπορούν, εν δυνάμει και μέχρι ενός σημείου, να απελευθερωθούν από ένα περιοριστικό και εκδραματιστικό θυμικό, για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα, αλλά και τις πολυπόθητες υποχρεώσεις τους, αναπλαισιώνοντας το συναισθηματικό χώρο, ο οποίος συμβάλει, με τη σειρά του, σθεναρά στην πνευματική επαγρύπνυση και ξυπνώντας ενίοτε ακόμη και την τρυφερότητα ή/και την ανιδιοτελή αγάπη και εκτίμηση των ξένων.

Εξελίσσοντας την εξέταση αυτή, θεωρώ βαθύτατη ανθρώπινη ανάγκη να δικαιώσει ή έστω να δικαιολογήσει κάποιος την ύπαρξή του, εννοώντας, με αυτό, «να μην έχει υπάρξει εις μάτην», αλλά να έχει ορίσει ή να δρομολογεί τη χρησιμότητά του, έστω σε κάποιο, αν όχι σε περισσότερα πεδία της ζωής…

Η αυτοοργάνωση, για την οποία μίλησα παραπάνω, δεν πρόκειται να πατήσει ποτέ πραγματικά στα πόδια της, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν βρει το δρόμο ν’ απολέσει, να «θυσιάσει...» -τρόπον τινά- το «Εγώ...» του (όπως ακριβώς δεν έκανε ο πρωταγωνιστής στη «θυσία» του Tarkowski), το οποίο βέβαια δεν είναι μία απλή ή εύκολη διαδικασία, αφήνοντας όμως κατά μέρος τον ιδανισμό της μελοδραματικής/ ναρκισσιστικής «θυσίας...» (ή αυτοθυσίας...), η οποία εξάλλου δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία εξέλιξη, βάσει μίας ερμηνείας (πετυχημένης ή άστοχης, δεν έχει σημασία), για την ψυχονοητική και φυσική «επιβίωση…» του ατόμου ειδικότερα και του ανθρώπου γενικότερα.

Πίσω από το παραπάνω «συναισθηματικό/ ιδεαλιστικό ανάπτυγμα», κρύβεται μία ξεκάθαρη ποσοτικοποίηση, κάτι δηλαδή ολότελα πρακτικό και μετρήσιμο ενδεχομένως, για τους ειδικούς της πειραματικής ψυχολογίας:

Συνοψίζοντας, θεωρώ συνεπώς πως η αίσθηση του «ανήκειν» διαμορφώνεται στη βάση της χρησιμότητας ενός ανθρώπου, μέσα στα περιβάλλοντά του. Μέσα από μία τέτοια εξέλιξη της ζωής επουλώνεται το «τραύμα…», το οποίο, εάν παραμείνει ανεξέλεγχτο, θα προξενήσει μία εσωτερική και εξωτερική σχάση (συνεπώς και επιστημονική..., για την οποία θα μιλήσω σε επόμενο άρθρο), με πολύ σημαντικές επιπτώσεις και με διαγενεακές μεταβιβάσεις των σφαλμάτων. Στη θέση λοιπόν του να εκδραματίζεται επαναλαμβανόμενα και νοσηρά το τραύμα, που «μπήγεται, σαν μαχαίρι, στην καρδιά του άλλου», δημιουργείται ένα πλαίσιο πολυποίκιλων εισροών και εκροών το οποίο αναχαιτίζει και κρατάει απέξω τον τρόμο της απωλείας της φυσικής υπόστασης και τον τρόμο της σύνθλιψης, κάτω από το αδυσώπητο σύμπαν που πέφτει τεράστιο, πάνω σ’ ένα σώμα το οποίο διαλύεται μέσα στην πνευματική και συναισθηματική του μοναξιά…

…για να μην καταλήξει κάποιος (που έχει «σπαταλήσει(;…)» ...εάν έχει προλάβει..., τα όποια χρόνια της ζωής του)  μ’ ένα τεράστιο αίσθημα κενού, θλίψης και απόγνωσης, να παρακαλάει γονυπετής τον Χάροντα να άρει μία δικαιοσύνη που καλώς ή κακώς, ευτυχώς ή ατυχώς δεν επιδέχεται καμίας ερμηνείας, πέρα από μίας…

Vincent van Gogh
 
Αντίστροφα τώρα αυτής της υποκρύπτουσας ποσοτικοποίησης του συναισθηματικού/ ιδεαλιστικού αναπτύγματος, αυτό που, με κάθε ειλικρίνεια, θα επιθυμούσα να κοιτάξω, εάν μπορέσω και να καταλάβω κάποια στιγμή στη ζωή μου, εύχομαι όχι αδιάκριτα, αλλά ακραιφνώς! είναι το «συναισθηματικό/ ιδεαλιστικό σύμπτυγμα» που υποκρύπτεται μίας ελκυστικής ποσοτικοποίησης της υγιούς ψυχονοητικής και κοινωνικής συμμετοχής και δράσης (τις συναισθηματικές/ ιδεαλιστικές συνδηλώσεις δηλαδή που υποκινούν αυτή τη δράση), πηγαίνοντας κόντρα αυτή τη φορά στην καταγγελθείσα ψυχαναλυτική νοοτροπία να εξετάζει πάντοτε το άρρωστο, το νοσηρό και το παθολογικό,

...ισχυριζέμενη πλέον πως η ψυχανάλυση μπορεί να εξελίσσεται σε μία λιγότερο στατική και δομική θεωρία, αν και ενδεχομένως πλουραλιστική, πολύ περισσότερο να μετατρέπεται σε μία πολυσήμαντη και δυναμική διαδικασία ενδοατομικής έρευνας, για μία περισσότερο επιτυχή, αν μη τι άλλο λιγότερο συγκρουσιακή και κυρίως ατελέσφορη διαπροσωπική συναλλαγή...

Καλή σας μέρα και καλή συνέχεια,
© 2017 Ελένη Κανακάκη (ΦΠΨ Ψ')

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου